Στις 19 Μαΐου, κατά τη Σύνοδο Κορυφής στο Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο και Ε.Ε. κατέληξαν σε μια σειρά συμφωνιών, μεταξύ των οποίων ένα σύμφωνο ασφάλειας και άμυνας και ένα έγγραφο κοινής αντίληψης που χαράσσει τον δρόμο για τη μελλοντική συνεργασία σε πολλούς τομείς.
Η συμφωνία για την ασφάλεια και την άμυνα καθιερώνει έναν εξαμηνιαίο στρατηγικό διάλογο μεταξύ Λονδίνου και Βρυξελλών, καθώς και διάφορους μηχανισμούς συντονισμού για την αντιμετώπιση υβριδικών απειλών, την επιβολή κυρώσεων και την ευθυγράμμιση των θέσεων για την Ουκρανία και άλλα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Οσον αφορά το εμπόριο, το Ηνωμένο Βασίλειο συμφώνησε να παρατείνει την πρόσβαση της Ε.Ε. στα βρετανικά αλιευτικά ύδατα έως το 2038. Σε αντάλλαγμα, η Ε.Ε. χορήγησε στο Ηνωμένο Βασίλειο κτηνιατρική συμφωνία για τη μείωση των συνοριακών ελέγχων και της γραφειοκρατίας στις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων. Επιπλέον, το έγγραφο κοινής κατανόησης θέτει τη βάση για τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων για την ενέργεια, τη συνεργασία για το κλίμα, τη διασυνοριακή αστυνόμευση και τη μετανάστευση. Περιλαμβάνει, επίσης, ένα γενικό περίγραμμα για μελλοντικό πρόγραμμα κινητικότητας των νέων και τη συμμετοχή του Ηνωμένου Βασιλείου στο πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών Erasmus+. Η Ε.Ε. συμφώνησε, επίσης, να επεκτείνει την πρόσβαση των ταξιδιωτών του Ηνωμένου Βασιλείου σε ηλεκτρονικές πύλες ταχείας εξυπηρέτησης στα αεροδρόμια.
Οι συμφωνίες σηματοδοτούν μια στρατηγική αναπροσαρμογή των σχέσεων μετά το Brexit, η οποία οφείλεται στις κοινές γεωπολιτικές ανησυχίες και τις αυξανόμενες οικονομικές πιέσεις που απορρέουν από τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία, καθώς και στον αυξανόμενο προστατευτισμό των ΗΠΑ. Το σύμφωνο ασφάλειας και άμυνας σηματοδοτεί το πρώτο δομημένο πλαίσιο συνεργασίας σε αυτόν τον τομέα μετά το Brexit. Από την ανάληψη των καθηκόντων του τον Ιούλιο του 2024, το κυβερνών Εργατικό Κόμμα του Ηνωμένου Βασιλείου έχει θέσει ως προτεραιότητα την επαναφορά των δεσμών με την Ε.Ε. ύστερα από χρόνια χαλάρωσης των σχέσεων, επιδιώκοντας ρεαλιστικές συμφωνίες για το εμπόριο και την ασφάλεια, αποφεύγοντας παράλληλα κινήσεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως αντιστροφή του Brexit.
Αν και σχετικά περιορισμένες σε πεδίο εφαρμογής, οι εμπορικές και οικονομικές διατάξεις των συμφωνιών αντιπροσωπεύουν τη σημαντικότερη βελτίωση των εμπορικών σχέσεων Ε.Ε.-Ηνωμένου Βασιλείου μετά το Brexit. Η συμφωνία για τη διασύνδεση των αγορών άνθρακα θα θωρακίσει τις βιομηχανίες του Ηνωμένου Βασιλείου από τον συνοριακό φόρο άνθρακα της Ευρωπαϊκής Ενωσης του 2026 για τις εισαγωγές προϊόντων με υψηλές εκπομπές, όπως ο χάλυβας και το τσιμέντο, ενώ παράλληλα θα ενισχύσει τη ρευστότητα στην αγορά αδειών άνθρακα. Η κτηνιατρική συμφωνία θα μειώσει, επίσης, τους συνοριακούς ελέγχους και τη γραφειοκρατία για τις εξαγωγές γεωργικών προϊόντων διατροφής, αμβλύνοντας τις προστριβές στην αλυσίδα εφοδιασμού μετά το Brexit και ωφελώντας τους μικρούς παραγωγούς του Ηνωμένου Βασιλείου. Αν και τα μέτρα αυτά είναι απίθανο να βελτιώσουν σημαντικά τις οικονομικές προοπτικές του Ηνωμένου Βασιλείου, θα προσφέρουν ρυθμιστική ανακούφιση σε βασικούς τομείς.
Η περαιτέρω ενσωμάτωση, ωστόσο, θα εξαρτηθεί από την ικανότητα των Εργατικών να δικαιολογήσουν τη ρυθμιστική ευθυγράμμιση ως οικονομικά αναγκαία και ταυτόχρονα να διαχειριστούν τις πολιτικές αντιδράσεις. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όσον αφορά την κτηνιατρική συμφωνία, η οποία θα απαιτήσει από το Ηνωμένο Βασίλειο να ευθυγραμμιστεί δυναμικά με τα πρότυπα της Ε.Ε. για την υγεία των τροφίμων και των ζώων και να συμβάλει στα σχετικά ρυθμιστικά προγράμματα – παραχωρήσεις που, μαζί με τη νέα 12ετή παράταση των αλιευτικών δικαιωμάτων της Ε.Ε. στα βρετανικά ύδατα, έχουν προκαλέσει επικρίσεις από τους σκληροπυρηνικούς του Brexit και τα δεξιά κόμματα της αντιπολίτευσης.
Το σύμφωνο ασφάλειας και άμυνας παρέχει το πλαίσιο για βαθύτερη ευθυγράμμιση όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών, τον συντονισμό της αντιμετώπισης κρίσεων και την αμυντική-βιομηχανική ολοκλήρωση. Η συμφωνία επισημοποιεί τη συνεργασία για την ασφάλεια στον Κυβερνοχώρο, τις υβριδικές απειλές, την ανθεκτικότητα των υποδομών, τη θαλάσσια ασφάλεια, την επιβολή κυρώσεων, την ανάπτυξη αμυντικών δυνατοτήτων, τη συνεργασία στον τομέα των δορυφόρων και του Διαστήματος και τη συνεργασία σε διεθνή fora. Θέτει, επίσης, τις βάσεις για τη συμμετοχή του Ηνωμένου Βασιλείου σε επιλεγμένες αμυντικές πρωτοβουλίες της Ε.Ε., όπως το Ευρωπαϊκό Αμυντικό Βιομηχανικό Πρόγραμμα (EDIP) και στοιχεία του σχεδίου ReArm Europe/Readiness 2030 ύψους 800 δισεκατομμυρίων ευρώ, αν και η πλήρης ενσωμάτωση θα παραμείνει περιορισμένη, λόγω ρυθμιστικών αποκλίσεων σε τομείς, όπως η πνευματική ιδιοκτησία, οι τεχνολογίες διπλής χρήσης και οι έλεγχοι των εξαγωγών, και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα έχει δικαιώματα λήψης αποφάσεων εντός του συγκεκριμένου πλαισίου.
Οι ενισχυμένοι αμυντικοί δεσμοί Ε.Ε.-Βρετανίας θα αποτελέσουν κεντρικό στοιχείο της ευρύτερης ατζέντας επανεξοπλισμού και ολοκλήρωσης της Ευρώπης, δεδομένης της σημασίας των βρετανικών αμυντικών εταιριών στις περιφερειακές αλυσίδες εφοδιασμού. Η στενότερη ευθυγράμμιση, η μεγαλύτερη διαλειτουργικότητα και οι πιο συντονισμένες επενδύσεις θα βοηθήσουν στη μείωση του κατακερματισμού της αγοράς, στη βελτίωση της βιομηχανικής αποτελεσματικότητας και την επιτάχυνση της ανάπτυξης κοινών δεξιοτήτων.
Αντίθετα, η αποτυχία να λειτουργήσει το σύμφωνο θα ενίσχυε την ήδη κατακερματισμένη αμυντική αρχιτεκτονική της Ευρώπης, εμποδίζοντας την πρόοδο στη στρατηγική αυτονομία και αποδυναμώνοντας την ανθεκτικότητα της εφοδιαστικής αλυσίδας. Παρ’ όλα αυτά, η συμφωνία σηματοδοτεί ανανεωμένη πολιτική βούληση για την ανοικοδόμηση της εμπιστοσύνης και την επιδίωξη πραγματικής συνεργασίας, η οποία θα μπορούσε, επίσης, να δημιουργήσει δευτερογενείς ευκαιρίες για περαιτέρω διμερείς και μίνι μεσογειακές αμυντικές πρωτοβουλίες εκτός των δομών της Ε.Ε. Με την πάροδο του χρόνου, οι κοινές ανάγκες ασφάλειας και ο κοινός στόχος για την ανάπτυξη μιας πιο ανθεκτικής και αυτόνομης ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανικής βάσης μπορεί να ωθήσουν και τις δύο πλευρές να υιοθετήσουν πιο ευέλικτους μηχανισμούς, εξισορροπώντας τις ανησυχίες για την κυριαρχία με πιο ρεαλιστικές εκτιμήσεις για αμοιβαία επωφελή, στενότερη αμυντική συνεργασία.