Εάν εκλεγεί πρόεδρος των ΗΠΑ τον Νοέμβριο η Κάμαλα Χάρις, πιθανότατα θα επιδιώξει να διατηρήσει την υποστήριξη προς την Ουκρανία περίπου στα σημερινά επίπεδα και για το 2025, οι εξελίξεις, ωστόσο, στο πεδίο της μάχης και οι πιο επιθετικές ενέργειες της Ρωσίας εναντίον της Δύσης θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη υποστήριξη εκ μέρους των ΗΠΑ προς το Κίεβο ή, σε λιγότερο πιθανά σενάρια, σε πίεση προς την Ουκρανία να αποδεχθεί μια ειρηνευτική συμφωνία ή σε μια ευρύτερη σύγκρουση ΝΑΤΟ-Ρωσίας.
Κατά τη διάρκεια της ομιλίας της στο Συνέδριο των Δημοκρατικών στις 22 Αυγούστου, η Χάρις τάχθηκε υπέρ της συνέχισης της στρατιωτικής και οικονομικής υποστήριξης προς την Ουκρανία και επέκρινε τη στάση του Ρεπουμπλικάνου υποψηφίου Ντόναλντ Τραμπ στο θέμα, λέγοντας ότι «ο Τραμπ ενθάρρυνε τον Πούτιν να εισβάλει στους συμμάχους μας… Ως πρόεδρος, θα σταθώ στο πλευρό της Ουκρανίας και των συμμάχων μας στο ΝΑΤΟ». Τα σχόλιά της για την Ουκρανία ήρθαν σε έντονη αντίθεση με εκείνα που έκανε ο Τραμπ στο προεδρικό ντιμπέιτ της 10ης Σεπτεμβρίου με τη Χάρις, όπου αρνήθηκε δύο φορές να πει αν ήθελε να κερδίσει η Ουκρανία τον πόλεμο, υποστηρίζοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες «παίζουν με τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο».
Ο Τραμπ επανέλαβε επίσης τον ισχυρισμό του ότι θα μπορούσε να διαπραγματευτεί γρήγορα τον τερματισμό του πολέμου, λέγοντας «Θα μιλήσω στον έναν, θα μιλήσω στον άλλο, θα τους φέρω μαζί», αναφερόμενος στους προέδρους της Ρωσίας και της Ουκρανίας. Η Χάρις απάντησε ότι «ο λόγος που ο Ντόναλντ Τραμπ υποστηρίζει ότι αυτός ο πόλεμος θα τελείωνε μέσα σε 24 ώρες, είναι επειδή απλά θα τον εγκατέλειπε». Η απόφαση της Χάρις να δώσει έμφαση στη συνεχή στήριξη προς την Ουκρανία σε περίπτωση που κερδίσει τις εκλογές, πιθανόν να αποσκοπεί εν μέρει στην προσέλκυση ψηφοφόρων που ασχολούνται με την εξωτερική πολιτική, καθώς οι δημοσκοπήσεις συνεχίζουν να δείχνουν ότι η πλειοψηφία των Αμερικανών τάσσεται υπέρ της διατήρησης ή της αύξησης της υποστήριξης προς την Ουκρανία, τάση που δεν έχει ανακοπεί από την έναρξη της εισβολής της Ρωσίας το 2022.
Σε αντίθεση με την αντίληψη ότι η Χάρις θα συνεχίσει απλώς την ίδια πολιτική με τον σημερινό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν για την Ουκρανία, οι νέοι αξιωματούχοι, η πολιτική πίεση και τα γεγονότα στο πεδίο της μάχης θα μπορούσαν να αλλάξουν την πολιτική της κυβέρνησής της. Οι πολιτικές μιας κυβέρνησης Χάρις έναντι της Ουκρανίας και της Ρωσίας θα αντανακλούν πιθανότατα αρχικά εκείνες της σημερινής κυβέρνησης, με τη Χάρις να προσπαθεί να συνεχίσει την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια, εστιάζοντας παράλληλα στην ελαχιστοποίηση της κλιμάκωσης για να μην παρασύρει ΗΠΑ και ΝΑΤΟ σε ανοιχτή σύγκρουση με τη Ρωσία. Η στρατηγική της Χάρις για την Ουκρανία θα στηριχθεί πιθανότατα σε μεγάλο βαθμό στη συμβολή των κορυφαίων συμβούλων της, κυρίως του συμβούλου εθνικής ασφάλειας Φίλιπ Γκόρντον και, σε μικρότερο βαθμό, της αναπληρώτριας συμβούλου εθνικής ασφάλειας Ρεμπέκα Φρίντμαν Λίσνερ. Τέλος, η εξέλιξη του ίδιου του πολέμου θα επηρεάσει πιθανότατα την πολιτική του επόμενου Λευκού Οίκου, διότι αν η κατάσταση στο πεδίο της μάχης αλλάξει ξαφνικά, οι δυτικές δυνάμεις θα μπορούσαν να αναγκαστούν να ενισχύσουν την υποστήριξη προς την Ουκρανία ή να επιδιώξουν διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία.
Σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχουν τέσσερα βασικά σενάρια για το πώς η κυβέρνηση Χάρις θα μπορούσε να επηρεάσει τον πόλεμο στην Ουκρανία το 2025 (και μετά):
- Σενάριο #1 (πιθανό): Οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν τη στήριξη προς την Ουκρανία, αλλά δεν την αυξάνουν σημαντικά, και ο πόλεμος συνεχίζεται με την τρέχουσα έντασή του.
Σε αυτό το σενάριο, μια κυβέρνηση Χάρις το 2025 θα διατηρήσει τη στρατιωτική και οικονομική βοήθεια προς την Ουκρανία μέσω ενός συμπληρωματικού πακέτου στήριξης ύψους περίπου 60 δισεκατομμυρίων δολαρίων, παρόμοιου μεγέθους και εμβέλειας με αυτό που το Κογκρέσο ψήφισε το 2024. Ομως, ένας συνδυασμός παραγόντων -συμπεριλαμβανομένου του φόβου του Λευκού Οίκου για περαιτέρω κλιμάκωση με τη Ρωσία, των ανησυχιών για την ετοιμότητα στον Ινδο-Ειρηνικό για την αποτροπή της Κίνας ή τη διαχείριση ξαφνικών κρίσεων σε άλλες περιοχές, όπως η Μέση Ανατολή, αλλά και των συνεχιζόμενων διαφωνιών στο εσωτερικό του αμερικανικού Κογκρέσου και των ενεργειών που έγιναν στα τέλη της θητείας της κυβέρνησης Μπάιντεν (όπως η ψήφιση ενός πακέτου στήριξης για το 2025 και η χαλάρωση των περιορισμών στη χρήση των ουκρανικών προμηθειών όπλων)- σημαίνει ότι η κυβέρνηση Χάρις δεν θα ενισχύσει ουσιαστικά τη στήριξη προς το Κίεβο πέραν του επιπέδου της προηγούμενης κυβέρνησης. Η Ουκρανία εξακολουθεί να λαμβάνει αρκετά όπλα για να αποτρέψει την ταχεία ρωσική προέλαση, η Ρωσία, ωστόσο, συνεχίζει να κερδίζει έδαφος και να αυξάνει τη διαπραγματευτική της επιρροή. Διάφορες ειρηνευτικές συναντήσεις κορυφής λαμβάνουν χώρα καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, συμπεριλαμβανομένων ενδεχομένως και απευθείας συνομιλιών μεταξύ Ουκρανών και Ρώσων αξιωματούχων για τη θέσπιση ορισμένων ορίων στον πόλεμο, όπως επιθέσεις σε ενεργειακές υποδομές και εμπορικά πλοία. Ωστόσο, ουσιαστικές διαπραγματεύσεις προς τον τερματισμό του πολέμου δεν ξεκινούν.