- Γράφει ο Βασίλης Τακτικός
Το σίριαλ με καθημερινά επεισόδια τις εσωκομματικές εχθροπραξίες του ΣΥΡΙΖΑ προσφέρει αναμφίβολα υψηλή δημοσιότητα την ίδια ώρα που το κόμμα δημοσκοπικά βυθίζεται σε μονοψήφιο ποσοστό.
Ο πληθωρισμός των ρεπορτάζ, από δημοσκοπήσεις και εκτιμήσεις από πολιτικούς αναλυτές αναφέρεται περισσότερο στα άμεσα γεγονότα, τις προσωπικές διενέξεις και προσωπικούς ανταγωνισμούς, και πολύ λιγότερο στα αίτια που έχουν οδηγήσει στο διχαστικό κλίμα που επικρατεί. Ακόμη λιγότερο εμβαθύνουν στη γενεσιουργό αιτία της ρευστοποίησης και της διάλυσης του ΣΥΡΙΖΑ εις τα εξ ών συνετέθη. Ο Συνασπισμός εξάλλου ως κόμμα συστάθηκε από πολιτικές ομάδες της Αριστεράς, ο οποίος αφού διέγραψε τον κύκλο του κινδυνεύει πάλι να καταλήξει εκεί που άρχισε. Ας μη ξεχνάμε πως από τον ΣΥΡΙΖΑ έχουν προκύψει ήδη 4 μικρότερα κόμματα, Λαϊκή ενότητα, Μέρα25, Νέα αριστερά, και Πλεύση Ελευθερίας ενώ αναμένεται μετά τα τελευταία γεγονότα να προκύψουν τουλάχιστον άλλα δύο -μετά την νέα προσφυγή για νέες εσωκομματικές εκλογές στη βάση, μόλις ένα χρόνο μετά. Κι αυτό συμβαίνει καθώς φαίνεται αγεφύρωτο το χάσμα μεταξύ της παλαιάς φρουράς του ΣΥΡΙΖΑ και των υποστηρικτών του έκπτωτου του προέδρου Κασσελάκη.
Πολλά από τα στελέχη της παλαιάς φρουράς και κομματικής γραφειοκρατίας κοιτούν πίσω την ωραιοποιημένη εικόνα της εξουσίας, τότε που υπήρξε ηγεμονία του Τσίπρα και φαντάζονται ότι αν επαναλάβουν το εγχείρημα και την ίδια συνταγή ως θεματοφύλακες της αριστεροσύνης κάνοντας την ίδια πορεία θα ξανακάνουν το ΣΥΡΙΖΑ κόμμα εξουσίας.
Οι δημοσκοπήσεις όμως δείχνουν ότι κανένα στέλεχος δεν μπορεί να ηγηθεί μιας τέτοιας πορείας με επιτυχία ούτε ο ίδιος ο Τσίπρας γιατί τώρα είναι εντελώς διαφορετικές οι συνθήκες. Δεν υπάρχει το κίνημα των αγανακτισμένων που ένωσε προσωρινά κομμάτια της Αριστεράς και δεξιάς. Αντιθέτως αυτό που φαίνεται είναι ότι ο Κασσελάκης προηγείται στη βάση των σημερινών ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ ακόμα και μετά το «πραξικόπημα» της κεντρικής επιτροπής του κόμματος η οποία τον καθαίρεσε με πρόταγμα τη συμμετοχική δημοκρατία στη βάση.
Έτσι, με τη νέα προσφυγή στην εκλογική βάση του κόμματος, σύμφωνα πάντα με τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις το φαβορί για την ηγεσία είναι πάλι ο Κασσελάκης, ο οποίος όμως θα έχει να αντιμετωπίσει στο τέλος μία ακόμη νέα διάσπαση. Αυτό σημαίνει στην πράξη ότι, το μόνο που μπορούν να επιτύχουν οι “Συριζοφρουροί” είναι να αποσπαστούν περαιτέρω από ρεύμα και να γυρίσουν πίσω σε ένα κόμμα του 3% δηλαδή στην αφετηρία από την οποία ξεκίνησαν με δυσμενείς τώρα συνθήκες.
Εδώ όμως χρειάζεται μια βαθύτερη πολιτική ανάλυση για τη διάγνωση του φαινομένου σε σχέση με τις φωτογραφίες της στιγμής και των ρεπορτάζ που μας κατακλύζουν. Χρειάζεται ανάλυση των μεγάλων αντιφάσεων που σημάδεψαν την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ και τον κατέστησαν στο τέλος πολιτικά αναξιόπιστο και τον οδηγούν σε μια φθίνουσα πορεία και ρευστοποίηση.
Πρώτα από όλα το αντιμνημόνιο, που αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία οικοδόμησε όλη την ανοδική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ από το 3% στο 36%. Το 2015 αποδείχθηκε ότι το αντιμνημόνιο ήταν μια μεγάλη φούσκα. Καθώς έκτοτε έχει καταγραφεί στη συλλογική συνείδηση ότι εφάρμοσε το 3ο μνημόνιο με μεγαλύτερο ζήλο απ’ όσο το υπηρέτησαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και νέα Δημοκρατία. Μ’ αυτό τον τρόπο αποδείχθηκε ότι ο αριστερισμός του ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον άδειο κέλυφος. Όσο προσπαθεί να χρυσώσει το χάπι ότι, μας έβγαλε τελικά ως χώρα από τα μνημόνια, η κοινωνία γνωρίζει πλέον πολύ καλά, ότι αυτό που επετεύχθη ήταν μόνον η επιμήκυνση του χρέους. Το 2032 όταν αρχίσουμε να πληρώνουμε τους τόκους θα το ξαναβρούμε μπροστά μας. Σήμερα επιβιώνουμε ως χώρα γιατί ήλθε η ποσοτική χαλάρωση από την Ε.Ε και το ταμείο ανάκαμψης- ρυθμίσεις που δεν υπήρχαν στην αρχή της κρίσης χρέους και επιβλήθηκαν αργότερα όταν το είχε ανάγκη όλη η Ευρώπη και για άλλα κράτη.
Στην πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ συμβιβάστηκε τότε το 2015 με κάθε τίμημα για να παραμείνει στην εξουσία, άλλαξε το αφήγημα προς την κοινωνία αλλά δεν απέφυγε τις διασπάσεις από τη Λαϊκή ενότητα, ο Βαρουφάκης και η Κωνσταντοπούλου που γι’ αυτό το λόγο αποσπάστηκαν και έκαναν δικά τους κόμματα.
Από τότε αρχίζει η φθίνουσα πορεία μολονότι ένα μέρος του πολιτικού κατεστημένου στην Ελλάδα και Ευρώπη αναγνωρίζει τον Τσίπρα ως σπουδαίο ηγέτη αφού πρώτα έκανε την άχαρη δουλειά την εφαρμογή του 3ου μνημονίου κι αυτό ονομάστηκε πολιτικός ρεαλισμός. Ναι αλλά αυτό του στέρησε εν τοις πράγμασι τη ριζοσπαστική ρητορική. Αυτό όμως σημαίνει ότι δεν μπορεί να γυρίσει πίσω στην τοξική ρητορική του 2010-15 όταν κατηγορούσε το ΠΑΣΟΚ και την ηγεσία του “γερμανοτσολιάδες” και “εθνικούς μειοδότες”.
Μπορεί να κατάφερε στην πορεία να στεγάσει πολλά από τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ και ειδικότερα βουλευτές με δέλεαρ την εξουσία, δημιούργησε όμως ένα τεράστιο και αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ των δυο κομμάτων της κεντροαριστεράς. Όταν στο τέλος της κυβερνητικής του θητείας εξαντλήθηκαν οι εφεδρείες από τους ΑΝ.ΕΛ και οι προσχωρήσεις στελεχών από το ΠΑΣΟΚ και έγινε φανερό ότι δεν μπορεί να ξανακυβερνήσει χωρίς συμμαχίες, πρότεινε στο ΠΑΣΟΚ και την υπόλοιπη αριστερά την σύμπραξη για “προοδευτική συμμαχία” ως μια ένωση της κεντροαριστεράς για την εξουσία. Δεύτερη μεγάλη κυβίστηση.
Το πρόβλημα όμως ήταν ότι η προηγούμενη πορεία είχε ναρκοθετήσει εκ των προτέρων την αξιοπιστία για μια αντίστροφη πορεία. Έτσι δεν μπόρεσε ποτέ να κερδίσει την απαραίτητη συναίνεση με αποτέλεσμα και αυτή η πρωτοβουλία να πέσει στο κενό.
Μόνο ο Γιώργος Παπανδρέου ανταποκρίθηκε στην προοπτική προοδευτικής συμμαχίας στωικά, παρότι είχε ακούσει τα μύρια όσα από τον Αλέξη Τσίπρα όταν εκείνος ήταν πρωθυπουργός το 2009-11. Έτσι δεν μπόρεσε να πείσει για μια ακόμη φορά για τις αγαθές προθέσεις του για ν’ αναγκαστεί στο τέλος και μετά τις ευρωεκλογές να παραιτηθεί από αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ. Ήλπισε πως θα τον νοσταλγήσουν μαζί με τις λαμπρές μέρες της εξουσίας του. Τον νοστάλγησαν μόνον όπως φαίνεται τα στελέχη από την κομματική γραφειοκρατία, αυτοί που μοιράστηκαν μαζί του την εξουσία και όχι η πλατιά εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα του 3% που ξεκίνησε ο ΣΥΡΙΖΑ. Ενώ τώρα στη βάση κυριαρχεί ένα κεντροαριστερό ρεύμα, το οποίο πριν από την κρίση Χρέους και το μνημόνιο ψήφιζε ΠΑΣΟΚ. Σε αυτή την κοινωνική βάση που κυριαρχεί πλέον στο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει απήχηση η αριστερόστροφη κομματική γραφειοκρατία και όπως φαίνεται κάνει περισσότερο κλικ από τον Αλ. Τσίπρα ο έκπτωτος πρόεδρος Στέφανος Κασσελάκης.
Στο ερώτημα αν θα καταφέρει αυτή τη φορά μετά το εσωκομματικό πραξικόπημα να ανατρέψει τον σφετερισμό της ηγεσίας που έχει επιβληθεί δεν είμαστε σίγουροι γιατί σημαντικό ρόλο στους μηχανισμούς εξουσίας που κυριαρχούν οι επαγγελματίες της πολιτικής παίζουν και οι χειρισμοί. Το σίγουρο όμως είναι ότι μετά τις εσωκομματικές εκλογές θα προκύψουν δυο ακόμη ξεχωριστά κόμματα.
Η εξέλιξη αυτή δεν είναι κατ’ ανάγκη απογοητευτική. Η ρευστοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να γίνει εφαλτήριο και να οδηγήσει πιο γρήγορα στην ανασύνθεση ενός ενιαίου λαϊκού μετώπου της κεντροαριστεράς με προοπτική εξουσίας όπως συμβαίνει σήμερα στη Γαλλία, καθώς με τα σημερινά δεδομένα δεν υπάρχουν περιθώρια αυτοδυναμίας από καμία πλευρά. Στον αντίποδα αυτής της διαδικασίας το ΠΑΣΟΚ δεν έχει επίσης προοπτική εξουσίας χωρίς ένα κοινό μέτωπο της Κεντροαριστεράς.