Χριστός Πάσχων

Πρόκειται για τραγωδία που κινείται στα πρότυπα των έργων του Ευριπίδη, από τα οποία δανείζεται δεκάδες στίχους, από όλες σχεδόν τις τραγωδίες του αρχαίου δραματουργού.

  • ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ

Από την τραγωδία «Χριστός Πάσχων», έργο που αποδίδεται στον Γρηγόριο Θεολόγο ή Ναζιανζηνό, στο παρόν δημοσίευμα παρουσιάζεται σε μετάφρασή μου, λόγω των ημερών, ένα μέρος στίχων αυτής, ενώ το συνολικό έργο ευελπιστώ να εκδοθεί μελλοντικά και να παιχτεί και επί σκηνής. Πηγή μου η έκδοση του Adolf Ellissen – 1855:

Ο «Χρηστός/Χριστός Πάσχων» του Γρηγορίου Ναζιανζηνού ή Θεολόγου (329-390), θα έπρεπε να ονομάζεται «Η μάνα του Χρηστού/Χριστού» ή «Ο θρήνος της Θεοτόκου». Τον τίτλο τον έθεσε ο πρώτος εκδότης του έργου το 1542 και έτσι είναι πλέον γνωστό έως σήμερα: «Χρηστός/Χριστός πάσχων».

Πρόκειται για τραγωδία που κινείται στα πρότυπα των έργων του Ευριπίδη, από τα οποία δανείζεται δεκάδες στίχους, από όλες σχεδόν τις τραγωδίες του αρχαίου δραματουργού. Η προσπάθεια δείχνει βαθύτατο γνώστη των έργων των Ευριπίδη, Αισχύλου, Ομήρου, Ησιόδου και των Ορφικών. Η πολύ επιτυχημένη ένταξη αποσπασμάτων και λέξεων από τα έργα των ανωτέρω είναι επαινετή –αν και σήμερα θα κατηγορούσαν τον δημιουργό αυτού του έργου για λογοκλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας!– και πιστοποιεί άριστη γνώση της αρχαιοελληνικής γραμματολογίας από τον ποιητή. Οι 2.640 (30+2.610) στίχοι του έργου πείθουν και επιβεβαιώνουν τούτο, αν και δεν έχει γίνει συστηματική μελέτη όλων των Ομηρικών και Ησιοδικών δανείων του.
Αλλά ας δώσουμε δείγματα αυτού του σημαντικού πνευματικού έργου:

ΘΕΟΤΟΚΟΣ:

Μες στο λιβάδι ας χαθώ, που φίδι δεν υπάρχει·
μήτε και δράκος ’κεί φυλά τις βρύσες πάν’ στα όρη·
Με τρόπο δολιότατο, πάει πια ο βλαστός μου·
και ως μητέρα άθλια και εξαπατημένη,
με τόλμη, μα καρτερικά, τα πάντα υπομένω·                5
Μα με κλαδιά του έρωτα η ψυχή μου στολισμένη,
στα άριστα υψώνεται, μήπως και ευτυχήσει,
απέχοντας απ’ τον καρπό να φάγω του συζύγου·
αυτόν που άμεσα ποτέ κανένα δεν συμφέρει.
Γι’ αυτόν από τον πλούσιο τον έδιωξε λειμώνα,          10
για να τον τρώει η φθορά, κι ο θάνατος μοιραίος·
Τ’ ακούς μάνα που ’χεις παιδιά· χωρίς καν συνουσία!
Στη γέννα δεν κακόπαθα, κι ούτε παρακαλούσα
αν θα σωθώ στον τοκετό, στη γη την ολεθρία·
για ύστατη φορά γεννώ· παιδιά δεν κάνω μ’ άνδρα·     15
Σαν γένναγα δεν πόναγα, δεν στέναζα ή βογκούσα,
μα έλεγα διάδοχος πως μπαίνει στη ζωή μου,
που θα ’ναι μεσολαβητής έξοχος ολωνών μας,
ώστε να μη καταστραφεί το γένος των ανθρώπων·
Γεννούσα εγώ τον Δυνατόν, που θα μας θεραπεύσει·   20
Αυτόν που πείθει με καλό ερχόμενος στη γη μας·
Άνθρωπο νέο δυνατό, γεμάτο καρτερία·
Εγώ ’μαι που τον γέννησα, μία μάνα παρθένα.
Τώρα ακούω τον Υιό αυτόν που θα μας κρίνει,
ουράνιο και γήινο, ανθρωπογεννημένο·                          25
τον βλέπω και φοβούμαι που έτσι τον καθυβρίζουν·
Χωρίς δαυλό ’γώ έφερα, ώχου, σπουδαία φλόγα·
γι’ αυτόν τώρα ’μαι πρόθυμη να δώσω την ψυχή μου·
Να η καρδιά μου, δες, χτυπά, σαν ρόπτρο και νταούλι,
όπως στ’ αλήθεια κραύγαζε ο γερο-Συμεώνης,,1

που έβλεπε πολύ μακριά και πρόβλεπε τα πάντα.
Έτσι θα φτάσει, ως φαίνεται, η μεγάλη σωτηρία·
Αν η γυναίκα αλλιώτικη γνώμη έχει απ’ τον άντρα.
θα ’ναι προς το συμφέρον του. Σαν τη δικαιοσύνη,
που αλλουνού την άποψη δεν θέλει για ν’ ακούσει,       35
κι έχει την ίδια αντίληψη μ’ όποιον παρανομήσει.
Τώρα είν’ όλα εχθρικά και θάνατο μυρίζουν·
τον Γιο πρόδωσαν να φανεί η δύναμη του κράτους.
Τ’ άδικο όσοι αγαπούν, αυτό γεννάει καινούριο·
Στα δάκρυά του πνίγεται· με δάκρυα ασχημαίνει,         40
γιατί δεν έχουν τελειωμό, μέτρο να τ’ αριθμήσεις·
Είναι γνωστό πως το κακό με το κακό αμιλλάται·
όμως εδώ ατιμώθηκε ως κι η σεβάσμια φύση,
και στεναγμούς με συμφορές αυτή αναμειγνύει,
και φέρνει διαδοχικούς πόνους ισχυροτάτους,              45
στον χρόνο που τα δάκρυα αιώνια τον καίνε,
λόγω του ότι απ’ τους εχθρούς είναι αδικημένος,
και πρωτοπροκαλεί ζημιές στη μάνα του και βλάβες·
Υποκλίνεται στον πατέρα του, στη μάνα του φωνάζει·
Όλοι είμαστε της γης παιδιά, θρέμματα και εγγόνια.   50
Φωνάζω και ορκίζομαι, το δίκαιο επικαλούμαι,
μάρτυρα έχω τον Θεό, μα και πίστη μεγάλη,
γιατί γνωρίζω η δύστυχη κακά να υπομένω,
και του πατέρα τ’ αγαθά της γης να μην τ’ αφήνω·
Τον κόσμο αυτόν τον μισητό δεν χαίρομαι να βλέπω.  55
Σε τούτο με οδήγησε ο πόνος και η θλίψη,
κι η επιθυμία που έφτασε από της γης τα άκρα,
και μου ’πε από τη φύση μου κάθε κακό να διώξω.
Γιατί ακόμα η δύστυχη δεν έπαυσα να κλαίω·
Γέννησα ή δεν γέννησα, δεν είχα εγώ ωδίνες.                 60
Η άθλια· σε μένανε λέγω και ξαναλέγω·
γέννησα ή δεν γέννησα, τον θεϊκό τον Λόγο;
Άτοκο είχα τοκετό· πώς να το ερμηνεύσω;
Τους πόνους τους απέφυγα τότε, μα όχι τώρα.
Δεν γνώρισα όμως χαρά για να με ψέξει κάποιος·            65
μάλλον με άντρα έμοιαζα· δεν βάφτηκα ποτέ μου·
κι ούτε ποτέ στολίστηκα σαν έγινα πια μάνα.
Αλλά παιδί πώς γέννησα; Είν’ έκπληξη μεγάλη·
και τώρα που το βρίζουνε, πώς να το βλέπω εμπρός μου;
Τον πόνο δεν τον γλύτωσα· πώς τον βαστάς καρδιά μου; 70
Εκραύγασα από τη χαρά τότε γιατ’ ήμουν έτσι,
όταν μου ’πε χαρμόσυνα ο άγγελος για γέννα,
που όλα θα διώξει τα κακά απ’ των θνητών το γένος.
Και μου ’φερε τρανή χαρά, αυτό που θα γεννούσα!
Αλλά δεν ήμουν εύπιστη εγώ σε τέτοια λόγια,                 75
για να πεισθώ ότι κρυφά θα ’χω Θεό για άντρα·
Δεν ήμουνα σφαχτάρι εγώ, που να το θυσιάσουν·
μα θα ’φερνα τον βασιλιά της γης κι όλου του κόσμου.
Έτσι προχώρησα πιστή στων γυναικών τον νόμο,
εκπέμποντας απ’ την ψυχή τον επινίκιο ύμνο·                 80
Έκραζα το χαρμόσυνο νέο μεγαλοφώνως,
που μέσα με κατέτρωγε τσουρουφλιαστή μια φλόγα,
μία φωτιά που ανέφερε άγγελος χρησμοδότης·
Είχα ζήλο διάπυρο και πνεύμα συντριμμένο,
έρωτα ακατάσχετο γεμάτον όλο ζέση·                              85
Κι έμαθα θα θυσιαστεί λόγω της καλοσύνης,
αυτός που μες στα σπλάχνα μου κινιόταν οξύ βέλος!
Τώρα συντρέχω πρόθυμα στης νύχτας το σκοτάδι,
για να ιδώ ποία κακά παθαίνει το Παιδί μου·
Τούτες οι μέρες μ’ έπεισαν φως να μην καρτεράω.            90

1 Συμεών: Γέροντας σοφός Ισραηλίτης, που πήρε στην αγκαλιά του τον μικρό Ιησού κατά την Υπαπαντή του Χριστού. Η Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 3 Φεβρουαρίου και τη ημέρα αυτή γιορτάζουν οι φέροντες το όνομα Συμεών και Συμεωνία. Ζήτησε και πήρε στην αγκαλιά του το Θείο Βρέφος και κατόπιν αναφώνησε το περίφημο «Νυν απολύεις τον δούλον Σου Δέσποτα…». Προείδε τον μαρτυρικό θάνατο του Χριστού και προείπε στην Παναγία τις θλίψεις που θα δοκίμαζε γι’ Αυτόν.

______________________

  • Κεντρική φωτογραφία: Θόδωρος Μορίδης (Ε΄ Μαντατοφόρος), Άννα Συνοδινού (Μήτηρ Θεού). Χριστός πάσχων (1964). Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή, 23/04/1964 – 29/04/1964

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com