«Αν η σημερινή οικογένεια με βάση τις καθοριζόμενες από τη γυναίκα ανθρώπινες σχέσεις αποτελεί μια δεξαμενή δυνάμεων αντίστασης κατά της πλήρους απώλειας της ψυχής αυτού του κόσμου και εμπεριέχει ένα αντιαυταρχικό στοιχείο, η γυναίκα έχει μεταβάλει βέβαια εντελώς το είναι της λόγω της εξάρτησής της.
Όντας κοινωνικά και νομικά σε μεγάλο βαθμό υποτελής του άνδρα και έχοντας την ανάγκη του, υφιστάμενη δηλαδή πάνω της τον νόμο της ίδια της άναρχης κοινωνίας, εμποδίζεται συνεχώς στην ανάπτυξή της. Ο άνδρας και μάλιστα ο σφραγισμένος από τις επικρατούσες συνθήκες, κυριαρχεί πάνω στη γυναίκα με δύο τρόπους: ως η κυριότερη κινητήρια δύναμη της κοινωνικής ζωής και ως αρχηγός της οικογένειας. Από την πρωταρχική επανάσταση κατά της μητριαρχίας αυτή η σχέση εξάρτησης δεν έχει διακοπεί ποτέ στις πολιτισμένες χώρες» (σελ. 104).
Σύμφωνα με τον Horkheimer, «ο οικογενειακός ρόλος της γυναίκας ενισχύει με δύο τρόπους την αυθεντία του κατεστημένου. Ως εξαρτημένη από τη θέση και τις αποδοχές του άντρα είναι για αυτή απαραίτητη η προσαρμογή του οικογενειάρχη στις κρατούσες συνθήκες, ο ίδιος δεν πρέπει κατά κανέναν τρόπο να εξεγερθεί κατά της κυρίαρχης εξουσίας, αλλά να επιστρατεύσει όλες τις δυνάμεις του για να προκύψει σε αυτή την κοινωνία. Ένα έντονο οικονομικό ενδιαφέρον, που σχετίζεται μάλιστα με τη φυσιολογία της, συνδέει τη γυναίκα με τη φιλοδοξία του άντρα. Προπάντων όμως επιδιώκει την οικονομική ασφάλεια, για τον εαυτό της και τα παιδιά της» (σελ. 105).
Σύμφωνα με τον Fromm, «Σε πολλούς ανθρώπους, η σχέση τους προς την αυθεντία είναι το πιο διακριτό γνώρισμα του χαρακτήρα τους: μερικοί αισθάνονται πραγματικάκ ευτυχισμένοι μόνον όταν μπορούν να υποταχθούν σε μια αυθεντία, και μάλιστα τόσο πιο ευτυχισμένοι όσο πιο αυστηρή και αδυσώπητη είναι η ίδια, άλλοι συμπεριφέρονται με πείσμα και εξεγείρονται μόλις τους ζητηθεί να ευθυγραμμισθούν με οποιεσδήποτε διατάξεις, ακόμη και όταν αυτές είναι οι πιο λογικές και οι πιο επωφελείς για τους ίδιους. Ενώ όμως άλλες ιδιότητες του ανθρώπινου χαρακτήρα, όπως η φιλαργυρία και η συνέπεια στην ώρα, εμφανίζονται σχετικά ενιαίες, η εικόνα που προκύπτει από την παράθεση μερικών μόνο παραδειγμάτων διαφόρων τύπων αυθεντίας και των στάσεων απέναντί της είναι τόσο ποικιλόμορφη και συγκεχυμένη, ώστε δημιουργείται η εύλογη αμφιβολία αν πράγματι έχουμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο που παρουσιάζει ικανοποιητική ομοιογένεια ώστε να μπορεί να γίνει αντικείμενο μιας ψυχολογικής μελέτης» (σελ. 121).
«Η αγάπη είναι και ο κεντρικός πυρήνας μιας αυθεντιοκεντρικής σχέσης που συναντούμε συχνά σε περιπτώσεις υποταγής […]. Η λιγότερο ή περισσότερο συνειδητή επιθυμία ενός ανθρώπου να αγαπηθεί και ο φόβος για την τυχόν απώλεια αυτής της αγάπης, ή έστω της πιθανότητας για μια τέτοια αγάπη, είναι η βάση του θαυμασμού και της υπακοής. Ο φόβος και η αγάπη παίζουν δευτερεύοντα ρόλο στη σχέση του πιστού καθολικού προς τον εξομολογητή, η υπεροχή του οποίου είναι προπάντων ηθική» (σελ. 121-122).
Σύμφωνα με τον Freud, η αυθεντία είναι άμεσα συνδεδεμένη με το Υπερεγώ, που περιλαμβάνει τα πρέπει και τους κανόνες. Το Υπερεγώ παρατηρεί το Εγώ και το Αυτό, ασκεί κριτική στο Εγώ και προσπαθεί να το φέρει όσο το δυνατόν πιο κοντά στην ιδανική του εικόνα. Χαρακτηρίζεται από ηθική συνείδηση και από τον σχηματισμό ιδανικών. Αναπτύσσεται μέσα από την ταύτιση με το Υπερεγώ των γονέων και κυρίως του πατέρα. «Το Υπερεγώ είναι μια εσωτερίκευση της αυθεντίας, η αυθεντία εξιδανικεύεται μέσω της προβολής των ιδιοτήτων του Υπερεγώ πάνω σε αυτή, και υπό αυτή την εξιδανικευμένη μορφή εσωτερικεύεται και πάλι. Η αυθεντία και το Υπερεγώ δεν μπορούν γενικά να διαχωρισθούν. Το Υπερεγώ είναι η εσωτερικευμένη εξωτερική εξουσία, η εξωτερική εξουσία γίνεται τόσο αποτελεσματική επειδή προσλαμβάνει τις ιδιότητες του Υπερεγώ» (σελ. 131).
«Η σχέση μεταξύ Υπερεγώ και αυθεντίας είναι λοιπόν πολύπλοκη. Από τη μια μεριά το Υπερεγώ είναι η εσωτερικευμένη αυθεντία και η αυθεντία το προσωποποιημένο Υπερεγώ, από την άλλη η σύμπραξη αυτών των δύο δημιουργεί την εκούσια υπακοή και υποταγή που χαρακτηρίζουν την κοινωνική πρακτική σε τόσο εκπληκτικό βαθμό» (σελ. 133). Ο Freud έδειξε τον ρόλο που παίζουν τα βιώματα των πρώτων παιδικών χρόνων για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα. Επίσης, έδωσε έμφαση στους συναισθηματικούς δεσμούς με τους γονείς, το είδος της αγάπης για αυτούς, τον φόβο και το μίσος που του εμπνέουν. «Το Υπερεγώ εκφράζει μια ταύτιση με τον πατέρα στην οποία προσαρτήθηκαν με την πάροδο του χρόνου οι ανατροφείς, οι δάσκαλοι και το απέραντο και ακαθόριστο πλήθος όλων των άλλων προσώπων του περιβάλλοντος» (σελ. 134). «Το Υπερεγώ του παιδιού οφείλει τη γένεσή του στη διακατεχόμενη από φόβο και αγάπη σχέση προς τον πατέρα. Ο χαρακτήρας αυτού του φόβου και αυτής της αγάπης καθορίζεται από τη συνολική σχέση μεταξύ πατέρα και γιου, η οποία με τη σειρά της εξαρτάται από τις κοινωνικές συνθήκες και έτσι το Υπερεγώ είναι ως προς τη δύναμη και το περιεχόμενό του ο αντικατοπτρισμός και η κληρονομιά μιας συναισθηματικής σχέσης πολύ ευρύτερης από το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, αν και στη συνολική σχέση εμπλέκεται και αυτό» (σελ. 138).
Πηγή: Horkheimer, M., Fromm E., & Marcuse, H. (1996). Αυθεντία και οικογένεια. Εκδόσεις Νήσος.
Posted by Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc