- ΗΛΙΑΣ ΛΙΑΜΗΣ
Στον Πειραιά, τα προσφυγικά σηκώθηκαν σε μια νύχτα. Στην είσοδο της Δραπετσώνας, διώροφα τα περισσότερα, λίγα τριώροφα. Τσιμεντόλιθοι, λάσπη και ψευτοκουφώματα. Κι όλα στενά, πολύ στενά, με πρόσοψη 2-3 μέτρα ανάμεσα στις γραμμές και το δρόμο.
Σε ένα τέτοιο σπιτάκι έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής της η θεία Ευδοξία με το θείο το Μίμη. Μία φορά το μήνα πηγαίναμε να τους δούμε κατεβαίνοντας από την Αθήνα. Η ανέχεια φαινότανε στα παιδικά μας μάτια απίστευτη. Είχαν περάσει μόλις δέκα χρόνια απ΄ την καταστροφή κι ακόμη κάθονταν σε πάνινες καρέκλες. Το σπίτι όμως πάντα μοσχοβόλαγε από την πάστρα και κάθε φορά μας περίμενε μια έκπληξη. Άλλοτε ένα κουτί του καφέ είχε γίνει μικρό γλαστράκι. Άλλοτε, μια παλιά φωτογραφία είχε μπει σε κορνίζα χειροποίητη από τα χέρια του θείου Μίμη. Και κάτω απ΄ τον νεροχύτη, ένα κάτασπρο κέντημα έκλεινε το ντουλάπι αντί για πορτάκια.
Όμως ποτέ δεν ακούστηκε ένα παράπονο. Και ας είχε το αρχοντικό τους στη Σμύρνη 22 δωμάτια, όπως έλεγε η θεία Ευδοξία, χώρια τα μικρότερα δωμάτια για την ψυχοκόρη και το προσωπικό.
Την ώρα του φαγητού το θέαμα ήταν αλλόκοτο. Στο σπιτάκι αυτό, με τα δυόμισι δωμάτια, τα ποτήρια ήταν κρυστάλλινα και όταν κάποιος τα χτύπαγε έδιναν πεντακάθαρα μία νότα. Πώς γλίτωσαν δεν έμαθα ποτέ.
Μία φορά θυμάμαι ρώτησα
«Τι τα χρειάζεσαι αυτά θεία;»
Κι ήταν αυτή η μία φορά που την είδα τα γεμίζουν δάκρυα τα μάτια της και να φεύγει από το δωμάτιο.
Πηγή: www.pemptousia.gr