Φθινόπωρο και ποίηση

Καβάφης, Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος, Εμπειρίκος, Χριστόπουλος, Καρυωτάκης, Σαχτούρης, Λειβαδίτης, Καρούζος, Δημουλά, Ασλάνογλου, Λαϊνά, Κεφάλας

by Times Newsroom

Claude Monet, Autumn Effect [όψη φθινοπώρου] at Argenteuil (1873)

Το φθινόπωρο είναι μια δεύτερη άνοιξη όταν κάθε φύλλο είναι ένα λουλούδι… (Αλμπέρ Καμύ)

Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ: «Πλησίον Παραθύρου Ανοικτού»

«Εν φθινοπωρινής νυκτός ευδία,

πλησίον παραθύρου ανοικτού,
εφ’ ώρας ολοκλήρους, εν τελεία,
ηδονική κάθημαι ησυχία.
Των φύλλων πίπτ’ η ελαφρά βροχή.

Ο στεναγμός του κόσμου του φθαρτού
εν τη φθαρτή μου φύσει αντηχεί,
αλλ’ είναι στεναγμός γλυκύς, υψούται ως ευχή.
Aνοίγει το παράθυρόν μου κόσμον
άγνωστον. Aναμνήσεων ευόσμων,
αρρήτων μοι προσφέρεται πηγή.
Επί του παραθύρου μου πτερά
κτυπώσι — φθινοπωρινά πνεύματα δροσερά
εισέρχονται και με περικυκλούσι
κ’ εν τη αγνή των γλώσση μοι λαλούσι.

Ελπίδας αορίστους και ευρείας
αισθάνομαι· κ’ εν τη σεπτή σιγή
της πλάσεως, τα ώτα μου ακούουν μελωδίας,
ακούουν κρυσταλλίνην, μυστικήν
εκ του χορού των άστρων μουσικήν.»

(Από τα Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983)

Αποτέλεσμα εικόνας για Σεφέρης

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ: «Ένας λόγος για το καλοκαίρι»

» Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι
σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένει
γεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδια
στο περιθώριο κι ερωτηματικά, γυρίσαμε
στην εποχή των ματιών που κοιτάζουν
στον καθρέφτη μέσα στο ηλεχτρικό φως
σφιγμένα χείλια κι οι άνθρωποι ξένοι
στις κάμαρες στους δρόμους κάτω απ’ τις πιπεριές
καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν
χιλιάδες χλωμές προσωπίδες.
Γυρίσαμε· πάντα κινάμε για να γυρίσουμε
στη μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες…»

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ: «Ελένη»

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός
Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μας
Κι είμαστε – σαν να πέρασε μέσα μας η ομίχλη –
Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου.
Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούρια οδύνη
Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ υπάρχεις
Μια που υπάρχει αλλού ένας άνεμος για να σε ζήσει ολάκερη
Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελπίδα μας
Μια που υπάρχει αλλού
Καταπράσινη πεδιάδα πέρ’ από το γέλιο σου ως τον ήλιο
Λέγοντας του εμπιστευτικά πώς θα ξανασυνατηθούμε πάλι
Όχι δεν είναι ο θάνατός που θ’ αντιμετωπίσουμε
Παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής
Ένα θολό συναίσθημα
Η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μες στις ψυχές μας που όσο παν
Κι απομακρύνονται
Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μας
Κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου
Το φως στον άσπιλο ουρανό
Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική
Διαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο ακόμα
Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του φθινοπωρινού ο χωρισμός
Το πικρό στήριγμα του αγκώνα στη ανάμνηση
Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φως
Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη
Που δε βλέπει τίποτε
Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύπημα
Του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο
Γιατί έγινε κιόλας
Ποίημα στίχος μ’ άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη βροχή δάκρυα
Και λόγια
Λόγια όχι σαν τα’ άλλα μα κι αυτά μ’ ένα μοναδικό τους προορισμόν:
Εσένα!

Αποτέλεσμα εικόνας για Ρίτσος

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ: «Η ραψωδία του γυμνού φωτός»

(απόσπασμα)

VI

«Κοιμήθηκε η βροχή στο λασπωμένο δρόμο
στο λίγο φως με τ’ άρρωστα κορίτσια
πίσω απ’ τα τζάμια του απογεύματος.

Βήμα βαθύ του φθινοπώρου στα προαύλια των σχολείων
πάνω στις χορταριασμένες πλάκες. Βήμα της βραδιάς
με μια δέσμη σοβαρών αστερισμών έξω απ’ τις κλειδωμένες πόρτες.

Οι κήποι φεύγουν στην ομίχλη φεύγουν με τους ανέμους
μπλέκονται τα κλαδιά των δέντρων με τα σύγνεφα
ένα πουλί χτυπάει το τζάμι του παραλιακού σπιτιού.

Κανείς δεν είναι να του ανοίξει. Φύγαν όλοι
με τα καράβια δίχως φώτα. Πού έχουν πάει;

Και το καπέλο του καλοκαιριού κουρελιασμένο
ο σέρνει ο αγέρας στο ακρογιάλι, το χτυπάει στους βράχους
και μένει μόνο η θάλασσα κάτω απ’ τις αστραπές
μέσα στην πολυθόρυβη ερημιά της…»

(Γιάννης Ρίτσος, «Δοκιμασία, Κέδρος)

Αποτέλεσμα εικόνας για ανδρεας εμπειρικος φωτογραφιες

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ: «Εποχές»

(απόσπασμα)

«Τοπία βροχερά του φθινοπώρου, με απώλειαν των νηπενθών
ανθέων, με ακαριαίας πτώσεις φύλλων, και βαθμιαίαν σβέσιν
των φωνών του υψηλού καλοκαιριού, εις παραλίας και αιγια-
λούς όπου το κύμα, ηπίως επελαύνον, εδρόσιζε τα σώματα
με ιριδίζοντας αφρούς, πριν χαμηλώσει η εποχή πάσης ευθα-
λασσίας, πριν πέσει εις την αφάνειαν ο ύψιστος του θέρους μην…»

(Α. Εμπειρίκος, Οκτάνα, Ίκαρος)

Σχετική εικόνα

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: «Φαγοπότι» 

Τρύγος πρόσχαρα προβαίνει,
εορτάζ’ η οικουμένη,
η φλογέρ’ αχολογάει.
Το φθινόπωρο βοΐζει
χορευτά πανηγυρίζει
και τ’ αμπέλια του τρυγάει.

Βάλτε, φίλοι, μες στη βρύση
το κρασί μας να δροσίσει,
και στρωθείτε καταγής
στην αράδα ως τον πάτο,
εις τον ίσκιον αποκάτω
προς τα χείλη της πηγής.

Στρώστε φύλλα, στρώστε φτέρη
επιδέξια με το χέρι
κι από πάνω τεχνικά
το αρνάκι μας λιανίστε
και τον τρύγον μας αρχίστε,
να χαρούμε φιλικά.

Ας ρουφούμε το κρασάκι
στες αρχές απ’ ολιγάκι
και κινώντας βαθμηδόν
ας υψώνομε τη δόση,
ως ν’ ανάψει, να κορώσει
το κεφάλι μας σχεδόν.

Κι έτσι πλέον ζαλισμένοι
μες στα χόρτα κυλισμένοι
των πουλιών τον σφυριγμόν,
ξαπλωτά να τον ακούμε
και τον ίσο να βαστούμε
ως τον πρώτον νυσταγμόν.

(από τη συλλογή Βακχικά)

Αποτέλεσμα εικόνας για ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ: «Τί νὰ σοῦ πῶ» 

Τί νὰ σοῦ πῶ, φθινόπωρο, ποὺ πνέεις ἀπὸ τὰ φῶτα
τῆς πολιτείας καὶ φτάνεις ὡς τὰ νέφη τ᾿ οὐρανοῦ;
Ὕμνοι, σύμβολα, ποιητικές, ὅλα γνωστὰ ἀπὸ πρῶτα,
φυλλορροοῦν στὴν κόμη σου τὰ ψυχρὰ ἄνθη τοῦ νοῦ.
Γίγας, αὐτοκρατορικὸ φάσμα, καθὼς προβαίνεις
στὸ δρόμο τῆς πικρίας καὶ τῆς περισυλλογῆς,
ἀστέρια μὲ τὸ πρόσωπο, μὲ τῆς χρυσῆς σου χλαίνης
τὸ κράσπεδο σαρώνοντας τὰ φύλλα καταγῆς,
εἶσαι ὁ ἄγγελος τῆς φθορᾶς, ὁ κύριος τοῦ θανάτου,
ὁ ἴσκιος πού, σὲ μεγάλα βήματα· φανταστικά,
χτυπώντας ἀργὰ κάποτε στοὺς ὤμους τὰ φτερά του,
γράφει πρὸς τοὺς ὁρίζοντες ἐρωτηματικά…
Ἐνοσταλγοῦσα, ριγηλὸ φθινόπωρο, τὶς ὧρες,
τὰ δέντρα αὐτὰ τοῦ δάσους, τὴν ἔρημη προτομή.
Κι ὅπως πέφτουνε τὰ κλαδιὰ στὸ ὑγρὸ χῶμα οἱ ὀπῶρες,
ἦρθα νὰ ἐγκαταλειφθῶ στὴν ἱερή σου ὁρμή.

(από τη συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες)

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ: «Φθινόπωρο»

Τί γυρεύει το κορίτσι στο σκοτάδι της καρέκλας;
Γρήγορα καθώς νυχτώνει το φθινόπωρο
γδύνεται με σύννεφα μπροστά στα μάτια
με τη βροχή μες στο κεφάλι με τη βελόνα στην καρδιά
βγάζει τις κάλτσες βγάζει τα λουλούδια πετάει το φωτοστέφανο
έξω τα φύλλα του καιρού βάφονται μες στο αίμα

(Από τη συλλογή «Ο περίπατος», 1960 –συγκεντρωτική έκδοση «Μίλτου Σαχτούρη, Ποιήματα 1945-1971», εκδ. Κέδρος)

Αποτέλεσμα εικόνας για ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ: «Άνεμος του Νοεμβρίου»

Τώρα όμως βράδιασε. Ας κλείσουμε την πόρτα κι ας κατεβάσουμε τις κουρτίνες
γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών. Τι κάναμε στη ζωή μας;
Ποιοι είμαστε; Γιατί εσύ κι όχι εγώ;
Καιρό τώρα δεν χτύπησε κανείς την πόρτα μας κι ο ταχυδρόμος έχει
αιώνες να φανεί. Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα
που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου. Κι αν έχασα τη ζωή μου
την έχασα για πράγματα ασήμαντα: μια λέξη ή ένα κλειδί, ένα χτες ή ένα αύριο
όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα άρωμα βιολέτας
γιατί θυμάμαι. Πόσοι φίλοι που έφυγαν χωρίς ν’ αφήσουν διεύθυνση,
πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση
κι η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν ν’ αγαπήσουν.

Αποτέλεσμα εικόνας για ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ: «Παραίνεση»

Να μη λυπάσαι που πέφτουν
τα φύλλα φθινόπωρο.
Η δική σου τρυφερότητα θαν τα φέρει
και πάλι στα δέντρα.
Δάκρυα μη χαλνάς· όλοι ανήκουμε
στην ανάσταση.

(Από τη συλλογή «Θρίαμβος χρόνου», εκδ. Απόπειρα, 1997. Ο ποιητής αφιερώνει το ποίημα, γραμμένο τον Νοέμβριο του 1986, «Στη μικρούλα κι άγνωστη φίλη μου Μαρία, την κόρη του Σταύρου» – σημ.: του ιδιοκτήτη του μπαρ «Dada» Σταύρου Καλάρογλου).

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ: «Οι αποδημητικές καλημέρες»

Ἄρχισε ψύχρα.
Τὸ γύρισε ὁ καιρὸς σὲ ἀναχώρηση.

Ἡ πρώτη μέρα τοῦ Σεπτέμβρη
ξοδεύτηκε σὲ κάποια ὑδρορροή.
Ὡς χθὲς ἀκόμα ὅλα ἔρχονταν.
Ζέστες, ἡ διάθεση γιὰ φῶς,
λόγια, πουλιά,
πλαστογραφία ζωῆς.
Γονιμοποιοῦνταν κάθε βράδυ τὰ φεγγάρια,
πολλοὶ διάττοντες ἔρωτες
ᾖρθαν στὸν κόσμο τὸν περασμένο μήνα.

Τώρα ἡ γνωστὴ ψύχρα
κι ὅλα νὰ φεύγουν.

Ζέστες, πουλιά, ἡ διάθεση γιὰ φῶς.

Φεύγουν τὰ πουλιά, ἀκολουθοῦν τὰ λόγια
ἡ μία ἐρήμωση τραβάει πίσω τῆς τὴν ἄλλη
μὲ λύπη αὐτοδίδακτη.
Ἤδη ἀποσυνδέθηκε τὸ φῶς ἀπὸ τὴν ἐπανάπαυση
κι ἀπὸ τὶς καλημέρες σου.
Τὰ παράθυρα ἐνδίδουν.
Τὸ χέρι τοῦ μεταβλητοῦ κλείνει τὰ τζάμια,
ἄλλοι λὲν ὡς τὴν ἄνοιξη,
ἄλλοι φοβοῦνται διὰ βίου.

Κι ἐσὺ τί κάθεσαι;
Καιρὸς νὰ μπεῖς κι ἐσὺ στὰ ἀλλαγμένα.
Νὰ γίνεις ὅτι ἀναρωτιόμουν πέρυσι:
«ποιὸς ξέρει τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο;».
Καιρὸς νὰ γίνεις «τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο».
Ἄρχισε ψύχρα.
Ρῖξε στὴν πλάτη σου ἕνα ροῦχο ἀποδημίας.

ΝΙΚΟΣ-ΑΛΕΞΗΣ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ: «Φως του Σεπτέμβρη»

Το φθινοπωρινό του φως λάμπει στα κρύσταλλα της πόλης
καθώς σιγά σιγά το καλοκαίρι λιώνει
Έτσι ταξίδεψα πολύ κατά τις δυτικές ακτές
είδα τα σώματα γλυκόπιοτων κολυμβητών να φθίνουν
κάτω απ’ τις λάμψεις του γκαζιού, τα είδα
σε αμμουδιές από άσπρη πορσελάνη να νυχτώνουν
Μα εγώ εκείνον θέλησα. Στην πόλη του ξαναγυρνώ
στους πολυέλαιους της νύχτας ξαναρχίζω

(Από τη συλλογή «Αργό πετρέλαιο», 1974 –συγκεντρωτική έκδοση «Ο δύσκολος θάνατος», εκδ. Εγνατία, 1978)

Αποτέλεσμα εικόνας για ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ

ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ: «Η ταβέρνα της Τζαμάικα»

Η ζωή μας έχει αλλάξει κάπως·
δεν μένουμε μέσα στην πόλη πια
αλλά στον δρόμο για τη θάλασσα.

Τα βράδια μάς απασχολούν
οι διαδρομές του φεγγαριού
τα φτερουγίσματα στους λόφους
και τ’ άλογα που κατεβαίνουν στον νερόλακκο.

Αν τελικά αποφασίσεις να ’ρθεις
θα μου κρατάς τη νύχτα συντροφιά
τώρα που μπαίνει το φθινόπωρο
κι οι μεντεσέδες τρίζουν στο σκοτάδι.

Θα μάθεις να προσεύχεσαι
με δύναμη κι απελπισία
και το παράξενο αυτό συναίσθημα
θα συνδυάζεται με τις σκληρές γραμμές της φύσης.

Να φέρεις λίγα ρούχα και βιβλία
κρατούν αλλιώς εδώ τα ίδια·
και μην ξεχάσεις τα κατάλληλα παπούτσια
γιατί ο βάλτος είναι πίσω απ’ το σπίτι
και τον χειμώνα έχουμε πολλές βροχές.

Σ’ αφήνω τώρα· να προσέχεις,
και σ’ αγαπώ πολύ το ξέρεις.

Σε σκέφτομαι στον καναπέ εκείνο πλάι στο παράθυρο
να σκέφτεσαι τον χρόνο και τα σώματα όταν γερνούν.

Όλα αυτά είναι της φαντασίας πράματα εδώ
δεν έχουμε παρά μια δυνατή και καθαρή αιωνιότητα
που δεν κουράζει, αλλά μερικές φορές πονούν τα μάτια σου.

Να κλείσω τώρα το παράθυρο
σηκώθηκε ξανά αέρας.

(Από τη συλλογή «Ρόδινος φόβος», εκδ. Καστανιώτη, 2002)

Αποτέλεσμα εικόνας για ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ

ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ: «Άνθη του φθινοπώρου»

Μέσα στη νύχτα μου γλιστρούν σιωπές
Μαύρες βροχές με ταξιδεύουν
στις μακρινές φαιόχρωμες πεδιάδες
Οι άνεμοι με οδηγούν
στις ρίζες των βουνών
Ανέγγιχτη ώρα: Οι εποχές διαχέονται
με άλικες πνοές
κι ένα φθινόπωρο χρυσό κατασταλάζει
Στο κούφιο χάος των γκρεμών
τα νηπενθή ανάβουν
ισχνές ανθοφορίες της ερημιάς
που ωστόσο σπινθηροβολούν στη μνήμη
Άνθη του τρυφερού φθινόπωρου
αφήστε να με συναντήσει η έσχατη χαρά
μετά την πτώση μετά την τέφρα
και τη μοναξιά
να σπινθηροβολήσω μαγικά
άνθος κι εγώ πανέρημο
σε κάποια αδόκητη στροφή της μνήμης

(Από τη συλλογή «Σκοτεινός μαγνήτης», εκδ. Άλως, 1989)

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή