Εμμανουήλ Ροΐδης (1836-1904) Λογοτέχνης και δοκιμιογράφος

Θεωρείται ένας από τους πιο πνευματώδεις συγγραφείς που παρουσιάστηκαν στα ελληνικά γράμματα, ενώ το έργο του καλύπτει πολλά διαφορετικά είδη, όπως το μυθιστόρημα, το διήγημα, τις κριτικές μελέτες, κείμενα πολιτικού περιεχομένου, μεταφράσεις και χρονογραφήματα

by Times Newsroom

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης (28 Ιουνίου 1836 – 7 Ιανουαρίου 1904) ήταν σημαντικός λογοτέχνης και δοκιμιογράφος. Θεωρείται ένας από τους πιο πνευματώδεις συγγραφείς που παρουσιάστηκαν στα ελληνικά γράμματα, ενώ το έργο του καλύπτει πολλά διαφορετικά είδη, όπως το μυθιστόρημα, το διήγημα, τις κριτικές μελέτες, κείμενα πολιτικού περιεχομένου, μεταφράσεις και χρονογραφήματα.

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου, γόνος αριστοκρατικής εμπορικής οικογένειας με καταγωγή από τη Χίο. Πατέρας του ήταν ο Δημήτριος Ροΐδης και μητέρα του η Αιμιλία Ροδοκανάκη. Ύστερα από διορισμό του πατέρα του σε θέση διευθυντή εμπορικού οίκου και στη συνέχεια σε θέση έλληνα προξένου, ο Ροΐδης πέρασε οχτώ χρόνια της παιδικής του ηλικίας στη Γένοβα (1841 – 1849), όπου έμαθε ιταλικά και ήρθε σε επαφή με τα κηρύγματα της επανάστασης του 1848 – 1849. Επιστρέφοντας στη Σύρο φοίτησε στο ελληνοαμερικανικό λύκειο του Χ. Ευαγγελίδη. Εκεί ασχολήθηκε με τη συγγραφή και γνωρίστηκε με το Δημήτριο Βικέλα, με τον οποίο εξέδωσαν, μαθητές ακόμη, το χειρόγραφο περιοδικό Μέλισσα.

Από το 1855 έφυγε για περαιτέρω σπουδές στη Γερμανία, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας και φιλοσοφίας στο Βερολίνο. Στο Βερολίνο τον οδήγησε παράλληλα και η ανάγκη θεραπείας της βαρηκοΐας του, από την οποία υπέφερε μέχρι το τέλος της ζωής του. Στράφηκε στο εμπόριο και ταξίδεψε στην Ευρώπη, τις παραδουνάβιες Ηγεμονίες και την Αίγυπτο. Από το 1857 ως το 1862 έζησε με την οικογένειά του στη Ρουμανία, επισκεπτόμενος όμως την Αθήνα κατά περιόδους. Έτσι το 1860 δημοσίευσε στην Αθήνα την τετράτομη μετάφραση του έργου του Chateaubriand Itineraire (Οδοιπορικό). Στον πρόλογο της μετάφρασης αυτής τόνισε την έλλειψη ελληνικής γλώσσας κατάλληλης για τη λογοτεχνία, κρίνοντας την καθαρεύουσα ως τεχνητή και τη δημοτική ως ανεπαρκή. Από το 1862 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και αφοσιώθηκε στη συγγραφή. Το χειμώνα του επόμενου χρόνου ταξίδεψε με την οικογένειά του στο Κάιρο, όπου πέθανε ο πατέρας του. Ακολούθησε επιστροφή του Ροΐδη στην Αθήνα μαζί με τη μητέρα του και ανάληψη της οικογενειακής επιχείρησης στη Ρουμανία από τον αδελφό του Νικόλαο.

Το 1866 εξέδωσε την Πάπισσα Ιωάννα, μυθιστόρημα δηκτικής σάτιρας της σύγχρονης του συγγραφέα πολιτικής, κοινωνικής, εκκλησιαστικής και πνευματικής κίνησης υπό το πρόσχημα της μελέτης των ηθών της μεσαιωνικής ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Η Πάπισσα Ιωάννα γνώρισε μεγάλη επιτυχία, έκανε πολλές εκδόσεις και μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες, παράλληλα ωστόσο κρίθηκε ως σκανδαλώδης και προκάλεσε τον αφορισμό του Ροΐδη από την Ιερά Σύνοδο. Ασχολήθηκε επίσης με τη δημοσιογραφία (διευθυντής της γαλλόφωνης εφημερίδας Grece το 1870, και συντάκτης των Independance hellenique ,Times, Journal de Debats). Το 1873 έχασε ολόκληρη την περιουσία του στα Λαυρεωτικά.

Στο χώρο της πολιτικής αρθρογραφίας ο Ροΐδης κατέδειξε τα κακώς κείμενα της πολιτικής ζωής του καιρού του μέσα από τα σατιρικά άρθρα που δημοσίευε με το ψευδώνυμο Θεοτούμπης στη σατιρική και πολιτική εφημερίδα Ασμοδαίος, της οποίας υπήρξε βασικός συντάκτης, ενώ υποστήριξε την παράταξη του Χαριλάου Τρικούπη. Στη δεκαετία 1880 – 1890 ανέλαβε τη σύνταξη πολιτικών επιθεωρήσεων στην εφημερίδα-όργανο του τελευταίου Ώρα. Ήδη το 1878 είχε αρχίσει να δημοσιεύσει το εναντίον του Θεόδωρου Δηλιγιάννη λιβελογράφημα Γενηθήτω φως. Η ενασχόλησή του με το διήγημα ξεκίνησε γύρω στο 1876, ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος της διηγηματογραφικής του παραγωγής του τοποθετείται στη δεκαετία 1891 – 1901. Παράλληλα δημοσίευσε λογοτεχνικές μεταφράσεις και κριτικά δοκίμια λογοτεχνίας, αισθητικής, ζωγραφικής και μουσικής. Υπήρξε μέλος της συντακτικής επιτροπής των περιοδικών Εστία και Παρνασσός από την ίδρυσή τους το 1876 και 1877 αντίστοιχα.

Το 1884 αυτοκτόνησε ο αδερφός του Νικόλαος. Ήδη από το 1885 χρονολογείται η στροφή του ενδιαφέροντός του προς το γλωσσικό ζήτημα. Σημειώνονται τα έργα του Το ταξίδι του Ψυχάρη και Τα είδωλα (1893). Από το 1880 ως το 1903 (με διακοπές κατά τις περιόδους διακυβέρνησης από το κόμμα του Δηλιγιάννη) υπήρξε έφορος της Εθνικής Βιβλιοθήκης, όπου άφησε σημαντικό οργανωτικό έργο, εμπλουτίζοντάς την με 100.000 νέους τίτλους και 1500 μεσαιωνικά χειρόγραφα. Πέθανε από καρδιακή προσβολή το 1904 στην Αθήνα. Ο Ροΐδης είναι γνωστός κυρίως ως συγγραφέας της Πάπισσας Ιωάννας και κριτικός. Τη γραφή του χαρακτηρίζει το περίτεχνο ύφος, το ευφυές, συχνά σαρκαστικό χιούμορ, η σατιρική διάθεση.

Η κριτική του οπτική, αποτέλεσμα των ελληνικών και ευρωπαϊκών σπουδών του, του έντονου κοινωνικοπολιτικού προβληματισμού του και της αξιοσημείωτης οξυδέρκειάς του, διαμορφώθηκε κυρίως μετά την Πάπισσα Ιωάννα. Ήδη ωστόσο με το πρώτο αυτό έργο του αντιτάχθηκε στην ελληνοχριστιανική και αντιευρωπαϊκή θεωρία της εποχής του, για να περάσει σταδιακά στην επόμενη φάση, όπου υπεραμύνθηκε ενός νέου κοσμοπολίτικου πνεύματος στη νεοελληνική λογοτεχνική παραγωγή και καταδίκασε τη ρητορεία της ρομαντικής έκφρασης της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής, διατηρώντας ωστόσο παράλληλα τις καταβολές του στον ευρωπαϊκό διαφωτισμό (που γνώρισε δίπλα στον Κωνσταντίνο Ασώπιο) και το ρομαντισμό του Byron.

Στο γλωσσικό ζήτημα εξάλλου ο Ροΐδης τάχθηκε θεωρητικά υπέρ της δημοτικής (η μελέτη του για το Ταξίδι του Ψυχάρη αποτέλεσε την πρώτη παρουσίασή του στην Ελλάδα) που θα προερχόταν από τον βαθμιαίο καθαρισμό της καθαρεύουσας. Χαρακτηριστικό του έργου του είναι η δημιουργική επίδραση του προσωπικού λογοτεχνικού ύφους του στην καθαρεύουσα γλώσσα. Στη δημοτική έγραψε μόνο ένα διήγημα με τίτλο Η Μηλιά (1895). Ιδιόμορφη τέλος στάθηκε η σχέση του με τους πεζογράφους της γενιάς του 1880, καθώς καταδίκασε την ηθογραφική λογοτεχνική παραγωγή και περιήλθε σε ανοιχτή ρήξη με τους νεώτερους συγγραφείς.

Στην ιστορία της νεοελληνικής κριτικής σημαντική θέση κατέχει η διαμάχη του με τον Άγγελο Βλάχο, με αφορμή την εισήγηση του πρώτου στον ποιητικό διαγωνισμό του Παρνασσού το 1877, όπου αποκήρυξε όλα τα έργα που είχαν υποβληθεί και υπό την επίδραση της θεωρίας του Ταίν για την ποιητική ατμόσφαιρα διατύπωσε την άποψη περί ανυπαρξίας ποιητικής παραγωγής στην Ελλάδα, με εξαιρέσεις τους Σολωμό, Χριστόπουλο, Βηλαρά, Αχιλλέα Παράσχο και Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Με την εισήγησή του ο Ροΐδης καταδίκασε στην ουσία την έκφραση του ρομαντισμού από την Α΄ Αθηναϊκή σχολή και την τακτική των ποιητικών διαγωνισμών και εισηγήθηκε την ανάγκη αναπροσανατολισμού της νεοελληνικής πεζογραφίας. Παράλληλα υπήρξε ένας από τους εισηγητές συγγραφέων όπως οι ΄Εντγκαρ ΄Αλαν Πόε, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Μπωντλαίρ στην Ελλάδα. Συνοπτικά θα λέγαμε πως ο Ροΐδης αποτέλεσε μια μοναχική περίπτωση δημιουργού που κάλυψε χρονικά μια μεγάλη περίοδο της νεώτερης λογοτεχνίας μας και δημιουργώντας στην καμπή της πρώτης Αθηναϊκής Σχολής προς τη δεύτερη αντιμετωπίστηκε ως ριζοσπάστης από τους συγχρόνους του και ως συντηρητικός από τους νεώτερούς του.

1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Εμμανουήλ Ροΐδη βλ. Αγγέλου Άλκης, «Ο Ρο•δης και η εποχή του (1836-1904)• Συγκριτικός χρονολογικός πίνακας», Εμμανουήλ Ροΐδης, Η Πάπισσα Ιωάννα• Επιμέλεια Άλκης Αγγέλου, σ.9-27. Αθήνα, Ερμής, 1988, Βαλέτας Γ., «Ροΐδης Εμμανουήλ», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια21. Αθήνα, Πυρσός, 1933, Γεωργαντά Αθηνά, «Ροΐδης Εμμανουήλ», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό9α. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Γιαλουράκης Μανώλης, «Ροΐδης Εμμανουήλ», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας12. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Δονάτος Μπέζας, «Εμμανουήλ Ροΐδης», Η παλαιότερη πεζογραφική μας παράδοση · Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμοΕ΄·1830-1880, σ.8-46. Αθήνα, Σοκόλης, 1996 και «Χρονολόγιο Εμμανουήλ Ροΐδη», Διαβάζω96, 13/6/1984, σ.8-12. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com