Ο Λούντβιχ Αντρέας Φόιερμπαχ (Φόυερμπαχ) (Ludwig Andreas Feuerbach) (Λάντσχουτ, 28 Ιουλίου 1804 – Ρέχενμπεργκ, 13 Σεπτεμβρίου 1872) ήταν Γερμανός φιλόσοφος και ανθρωπολόγος. Ήταν ο τέταρτος γιος του εξέχοντος νομικού Γιόχαν Άνσελμ Ρίτερ φον Φόιερμπαχ. Είναι κυρίως γνωστός για την επιρροή, που άσκησε στον Ένγκελς και στον Καρλ Μαρξ.
Σπούδασε θεολογία, αλλά στη συνέχεια στράφηκε στη φιλοσοφία και παρακολούθησε επί δύο χρόνια τα μαθήματα του Χέγκελ στο Βερολίνο. Το 1828 άρχισε τις σπουδές του στις φυσικές επιστήμες στο Ερλάνγκεν. Δύο χρόνια αργότερα εξέδωσε ανώνυμα το πρώτο βιβλίο του με τίτλο Σκέψεις για τον θάνατο και την αθανασία (Gedanken über Tod und Unsterblichkeit), στο οποίο απέρριπτε την έννοια τής προσωπικής αθανασίας της ψυχής και ανέπτυξε την ιδέα για μία μορφή αθανασίας κατά την οποία τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά απορροφούνται ξανά μέσα στη φύση. Εξέδωσε κατόπιν τα έργα Αβελάρδος και Ελοίζα (Abalard und Heloise, 1834), Πιερ Μπάιλ (Pierre Bayle, 1838) και Περί φιλοσοφίας και χριστιανισμού (Über Philosophie und Christenthum, 1839), στο οποίο υποστήριξε ότι ο χριστιανισμός είχε προ πολλού εξαφανιστεί όχι μόνον από την έλλογη σκέψη αλλά και από τη ζωή του ανθρώπου, και δεν ήταν παρά μια έμμονη ιδέα. Την άποψη αυτή ανέπτυξε περαιτέρω στο σημαντικότερο έργο του με τίτλο Η ουσία του χριστιανισμού (Das Wesen des Christentums, 1841), στο οποίο υποστήριξε ότι, καθόσον ο άνθρωπος είναι αφ´ εαυτού του αντικείμενο τής σκέψης του, η θρησκεία δεν είναι παρά η συνείδηση του απείρου, δηλαδή η συνειδητοποίηση του απείρου της συνείδησης. Η σκέψη αυτή οδηγεί στην αντίληψη ότι ο Θεός είναι απλώς η εξωτερικευμένη προβολή τής εσωτερικής φύσης του ανθρώπου. Βασική ιδέα του Φόιερμπαχ στο βιβλίο του Η ουσία του χριστιανισμού είναι ότι η θρησκεία είναι μία αλλοτριωμένη μορφή της ανθρώπινης αυτοσυνειδησίας. Όταν οι θεολογικές ιδέες κατανοούνται σωστά, τότε γίνεται αντιληπτό ότι εκφράζουν ανθρωπολογικές αλήθειες παρά θεολογικές αλήθειες. Τα κατηγορήματα, που προσάπτουν οι πιστοί στο Θεό, είναι κατηγορήματα, που εφαρμόζονται στους ανθρώπους, των οποίων ο Θεός είναι μια φανταστική αναπαράσταση. Ο Θεός δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο ίδιος ο άνθρωπος, ο οποίος προβάλλει τα αισθήματά του στο Θεό.
Η σκέψη του επέδρασε στην ανάπτυξη της μαρξιστικής διαλεκτικής. Έγινε γνωστός κυρίως για την επίδραση που άσκησε στον Μαρξ και για την ανθρωπολογική ερμηνεία του τής θεολογικής σκέψης, με επίκεντρο τον άνθρωπο. Υποστήριξε ότι ιδιότητες τού Θεού όπως η παγγνωσία, η δικαιοσύνη και η αγάπη αποτελούν αντανάκλαση αντίστοιχων αναγκών της ανθρώπινης φύσης. Επίσης, προώθησε την άποψη ότι η αντίληψη ότι ο Θεός υπάρχει ανεξάρτητα από την ύπαρξη τού ανθρώπου, οδηγεί στην πίστη στην αποκάλυψη και στα μυστήρια, τα οποία αποτελούν στοιχεία ενός ανεπιθύμητου θρησκευτικού υλισμού. Ο Φόιερμπαχ διέψευσε ότι ήταν άθεος αλλά ταυτόχρονα υποστήριζε ότι ο Θεός του χριστιανισμού είναι μια αυταπάτη. Θεωρείται ο πατέρας του σύγχρονου αθεϊσμού.
Καταφέρθηκε εναντίον τής θρησκευτικής ορθοδοξίας, ενώ ορισμένες απόψεις του υιοθετήθηκαν αργότερα από οπαδούς ακραίων λύσεων στη διαμάχη ανάμεσα στην Εκκλησία και το κράτος στην Γερμανία, καθώς και από τους ηγέτες του αγώνα της εργασίας εναντίον του κεφαλαίου. Ο Φόιερμπαχ δεν συμμετείχε ενεργά σε κάποιο πολιτικό κίνημα. Πέθανε στη Νυρεμβέργη το 1872.
Εργογραφία
- Η ουσία του Χριστιανισμού (Das Wesen des Christenthums, 1841) (Αγγλ)
- Θεογονία (Theogonie, 1857)
- Θεότητα, ελευθερία και αθανασία (Gottheit, Freiheit und Unsterblichkeit, 1866).
- Για την κριτική της χεγκελιανής φιλοσοφίας. Και άλλα δοκίμια. Μετάφρ. Σ. Καμπουρίδη. «Αναγνωστίδης», Αθ. 1980.
- Παραδόσεις για την ουσία της θρησκείας. Μετάφρ. Γιάννης Καραπατάς. “Τροπή”, 2009.