- Γράφει ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης
Τούτη η έκκλησις προς το Πανελλήνιον κοινόν (Κατά το του Περικλέους Γιαννόπουλου ρηθέν και μνημειώδες έργο) ίσως θα θίξει συναδέλφους εντός και εκτός εισαγωγικών μιάς και ελαχίστους θεωρώ ουσιαστικά λογοτέχνες σε αυτόν τον τόπο.
Ένας φίλος παιδιόθεν πάντοτε μου ανοίγει την πληγή όταν μου αναφέρει επιτακτικά και τακτικά εξίσου πως “Σείς οι πνευματικοί άνθρωποι, δεν μιλάτε για τα ζητήματα”.
Του απαντώ με μιάν εύκολη απάντηση του πως δεν μας αφήνουν να μιλήσουμε, σκεπτόμενος όμως καλύτερα την ίδια μου την απόκριση και σκάπτοντας επί της ουσίας της, σκέπτομαι και εγώ “Αλήθεια για ποιούς πνευματικούς ανθρώπους ομιλεί και έχει κατά νου αυτός ο έξωθεν του αυστηρώς λογοτεχνικού κύκλου;”
Ναι, διότι στις μέρες μας ο λογοτεχνικός κύκλος αποτελείται το περισσότερο από δημοσιοσχεσίτες χαριεντιζόμενους και πολύ λιγότερο από ουσιαστικά πνευματικούς ανθρώπους. Ο Ρίλκε στα γράμματά του προς έναν νέον ποιητή, τονίζει πως η δημιουργία είναι μοναξιά επιλεγμένη. Είναι απομόνωση.
Διαφωνώ, βεβαίως. Η τέχνη, η ποίηση δεν είναι μόνον αυτό. Βεβαίως για να γράψω χρειάζομαι την απόλυτη απομόνωση η οποία κρίνεται απαραίτητη. Είναι η μάχη με τους δαίμονές μου που πρέπει να την δώσω μόνος δίχως την μυρωδιά ανθρώπινης ύπαρξης γύρω, να νικήσω και να βγω και πάλι στο φως αναδυόμενος μέσα από τα αποκλειστικά δικά μου προσωπικά σκότη.
Εφόσον όμως γράψω νιώθω μίαν τεράστια ανάγκη να μεταφέρω το μήνυμά μου αυτό προς τους άλλους, το νιώθω ως καθήκον και ως λειτούργημα. Και όχι μόνον τους άλλους που ζουν στις μέρες μου, αυτούς σχεδόν τους αγνοώ διότι μάλλον δεν αξίζουν και πολλά. Οι φασματικοί μου όμως φίλοι του μέλλοντος αναμένουν την γραφή μου του παρόντος. Προς αυτούς το κυριότερο η υποχρέωση που κατάβαθα νιώθω.
Κάθε λέξη, κάθε ποίημα, κάθε δοκίμιο, δεν συμβαίνει προκειμένου να ξαναδώ το όνομά μου γραμμένο κάπου και δημοσιευμένο για δεκάδες, εκατοντάδες και ποιος ξέρει πόσες φορές ακόμη αν το θέλει ο Θεός, δεν είναι ανάγκη κάλυψης μιάς φιλαυτίας. Από αυτά νιώθω χορτασμένος πλέον.
Είναι και ένα κατά την άποψή μου χρέος προς τους ανθρώπους γενικώς. Τους ανθρώπους τού τώρα και τού αύριο. Τους ανθρώπους τού χθες δεν τους επρόλαβα αν και αν τους επρολάβαινα ίσως να τους κατηγορούσα και ορισμένους εξ αυτών για την έρημη γη που εγώ βρήκα και πρέπει να εργασθώ πάρα πολύ σκληρώς ώστε να την ανασκάψω και να την μετατρέψω από άγονη σε εύφορη ξανά.
Το να αφήσεις μία παρακαταθήκη στον πνευματικό στίβο δεν θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα δημοσίων σχέσεων, αλλά ανάγκη και ενσυναίσθηση για τον δίπλα με κάθε τρόπο, ακόμα και μην γράφοντας.
Δεν είναι επίσης δυνατόν το σύμπαν γύρω μας να αλλάζει και εμείς οι δήθεν πνευματικοί άνθρωποι περιχαρακωμένοι και φοβικοί, να χαριεντιζόμεθα σε γιορτούλες ακούγοντας μουσικές ή και άνευ συζητώντας όχι για πνευματικά ζητήματα αλλά για το τι έπραξε ο είς ή ο άλλος, ακόμα και το τι φόρεσε και να λέμε ο εις στον άλλον για το πόσο υπέροχη ήταν η τελευταία αηδία που μας ήρθε στον νου και που πολλές φορές πληρώσαμε αδρώς τους εκμεταλλευτές της φιλαυτίας μας ώστε να δεχθούν να την δημοσιεύσουν ή να την τυπώσουν σε ένα κομμάτι χαρτί που συνήθως δεν αξίζει και τίποτα ως περιεχόμενο. και έπειτα από λίγο θα πεταχτεί στα σκουπίδια, θα λησμονηθεί ως του άξιζε.
Και θα πεταχθεί στα σκουπίδια, διότι δεν ήταν αποτέλεσμα πνευματικής εργασίας επιπόνου και ειλικρινών προθέσεων, αλλά προχειροδουλειά που προσπάθησε να μας κρατήσει έστω ως ένα πρόχειρο σωσίβιο για λίγο ακόμα στην επιφάνεια, στα χείλη και τις ψυχές των ανθρώπων. Μα η μοίρα ενός πραγματικά πνευματικού ανθρώπου επουδενί αυτή δεν είναι.
Δεν είναι επίσης δυνατόν να γίνονται πράγματα που θα καθορίσουν τους επόμενους αιώνες στις μέρες μας και ο πνευματικός κόσμος να σιωπά, λχ στην περίπτωση των περασμένων Ολυμπιακών Αγώνων που ο μοναδικός (και ας μου συγχωρεθεί η περιαυτολογία αλλά δεν διέκρινα κάποιον άλλον, αν μου διέφυγε απολογούμαι) εξ όσων των λογοτεχνών παρακολουθώ, ο οποίος αντέδρασε σε μία προσπάθεια εκμαυλισμού και επιβολής εξωαθλητικών ζητημάτων, επιβολής μιάς περιέργου δικτατορίας υπερδικαιωματισμού και μειονοτήτων χάριν μιάς δήθεν “καθαρής δημοκρατίας, καθώς και μία κατ’ ελάχιστον αήθης προσπάθεια βεβηλώσεως της Χριστιανικής πίστης κλπ, αντέδρασα εγγράφως και ενυπογράφως δημοσιεύοντας το κείμενο «Η ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΣΙΣ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥ ΙΔΕΩΔΟΥΣ ΚΑΙ Η ΕΥΘΥΝΗ ΜΑΣ».
Δεν είναι δυνατόν ακόμη, να θεωρούμε εαυτούς “πνευματικούς ανθρώπους” που μαζεύονται κατά μερικές δεκάδες το πολύ και τρωγοπίνουν, που απαγγέλλουν ανοησίες ενός μυαλού που είναι για δέσιμο (θυμήθηκα το σατυρικόν επίγραμα του Κλαύδιου Μαρκίνα το ΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΗΝ εδώ) και φεύγουν χειρότεροι από ότι προσήλθαν απο τούτες τις πλήρως άνευ ουσίας μαζώξεις, μη προσφέροντας τίποτα τόσο στον εαυτόν τους που πολλές φορές δεν είναι παρά δοχείον κενόν απλώς περιφερόμενο ως κύμβαλον αλαλάζον, το οποίον δρά και φέρεται με τον τρόπο που φέρεται εντός του κλειστού λογοτεχνίζοντος κύκλου, αλλά το κυριότερο φέρεται ως φέρεται ήτοι με μίαν πρωτοφανή απάθεια για τα πράγματα πέραν του ότι αφορά μόνον τον φίλαυτόν εαυτόν, έξω στο σύνολο, στην έξω μεγάλη κοινωνία.
Αυτή, δεν είναι εικόνα πνευματικού κόσμου μιάς χώρας που γέννησε τον Πολιτισμό, την Φιλοσοφία, Γράμματα, τις Επιστήμες. Που επανακαθόρισε την έννοια του ανθρώπου και έβγαλε από τα σκοτάδια της άγνοιας και της αμάθειας την Ανθρωπότητα.
Ναι, σε κατηγορώ χαριεντιζόμενε δήθεν λογοτέχνη.
Σε κατηγορώ διότι καλύπτεις την πνευματική σου γύμνια και την περισσή αταλαντοσύνη σου μα και τα προσωπικά σου κενά με τον ιερό μανδύα ιδιαιτέρως της ποίησης προκειμένου να την κρύψεις και απευθύνεσαι σε κοινό εκμαυλισμένο δίχως ανεπτυγμένο αισθητήριο καλαισθησίας το λοιπόν εύκολο να καθοδηγηθεί όπως σύ το νιώθεις πως πρέπει. Σε κατηγορώ ως διαφθορέα αδαών συνειδήσεων.
Σε κατηγορώ Λογοτέχνη, όπου μετέτρεψες την ποίηση σε περίγελο και τους δημιουργούς σε θίασο γελοίων που δεν τιμούν μήτε καν τον εαυτόν τους, που δεν είναι ικανοί ούτε αυτόν να οδηγήσουν και όχι φυσικά την κοινωνία των ημερών που έζησαν.
Σε κατηγορώ πως απώλεσες σχεδόν εξ ολοκλήρου τον κοινωνικό σου ρόλο.
Ναι, σε κατηγορώ Λογοτέχνη. Διότι κανείς δεν σου δίνει σημασία πλέον και το κυριότερο, έχει δίκιο.
Ναι, σε κατηγορώ λογοτέχνη διότι ανεβοκατεβάζεις γραφίδες όχι με κριτήρια λογοτεχνικά αλλά με κριτήρια καθαρά εξωλογοτεχνικά, κλίκας και ομηγύρεων συνήθως ομοίως ατάλαντων. Διότι φθονείς. Διότι τρομάζεις με την άνοδο του πνεύματος η οποία θα επιφέρει και τις απαραίτητες συγκρίσεις, από τον λαό ο οποίος εδώ παίρνει την μορφή του αναγνώστη – κριτή.
Σε κατηγορώ, διότι η ανθρώπινή σου φύση δεν κατανικήθηκε από την συνανανστροφή σου με το πνεύμα.
Ναι, σε κατηγορώ Λογοτέχνη γιατί όχι μόνον δεν θες να αλλάξεις τίποτε σε αυτόν τον τόπο, σε αυτήν την κοινωνία, να μπεις μπροστάρης και να φωτίσεις, αλλά ούτε καν εντός του ίδιου του εαυτού σου αδυνατείς να φωτιστείς εσύ ο ίδιος και με αυτόν τον τρόπο αφώτιστος ων/ούσα δεν νιώθεις ότι πρέπει να αλλάξεις κάτι.
Και δεν θες να αλλάξεις τίποτε, διότι δεν βλέπεις τίποτε που να χρειάζεται αλλαγή. Μα πώς να το δείς εφόσον στην κλειστή κάμαρα της ψυχής σου επικρατεί η κενότητα και το πνευματικό σκότος και χρησιμοποιείς την τέχνη ως κλίμακα κοινωνικής και άλλης ανόδου αντί να χρησιμοποιείς την τέχνη προς διαφωτισμό του λαού;
Και αυτό είναι το πλέον ανησυχητικό.
Τυφλοί να οδηγήσουν τυφλούς. Αδύνατον. Μονόδρομος ο κρημνός για όλους.
QUO VADIS ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕ ΚΟΣΜΕ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ;
Εάν δεν πληρωθεί το πνευματικό κενό αναμεταξύ λαού και πνευματικού κόσμου, αυτός ο τόπος θα βαθαίνει ολοένα και περισσότερο μες στην ρηχότητα που μας περιβάλλει. Κινδυνεύουμε να πνιγούμε μέσα σε ρηχότατα νερά. Σχήμα οξύμωρον και ένας τόσο άδικος θάνατος για την χώρα που εδώ πρωτογεννήθηκε στον δυτικό πολιτισμό τουλάχιστον η ανάγκη για γράμματα, τέχνη και ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ.
- Φωτογραφία: Στην έπαυλη Δροσίνη. Υπό το βλέμμα του ποιητή, κάποιο απομεσήμερο.