του Χρήστου Κεφαλή*
Ι
Ένα γοητευτικό διήγημα φαντασίας του Αλέξανδρου Δουμά, «Ο ιερόσυλος», έτυχε να διαβάσουμε τελευταία. Αφηγείται την συγκινητική, ρομαντική ιστορία του γενναίου ιππότη δον Μπερνάρδο δε Ζούνιγα και της πεντάμορφης αγαπημένης του Άννας δε Νιέμπλα.
Στην εποχή των πολέμων της Ισπανίας ενάντια στους Άραβες, γύρω στο 1490, ο δον Μπερνάρδο βρισκόταν για μια δεκαετία μακριά από το αρχοντικό του στις μάχες, όπου είχε διακριθεί και τραυματιστεί πολλές φορές. Σκεφτόταν όμως πάντα την Άννα δε Νιέμπλα, την όμορφη προστατευομένη του, που την είχε αφήσει πίσω όταν ήταν μόλις δέκα χρονών και λαχταρούσε να την ξαναδεί. Στο μεταξύ, η Άννα είχε γίνει καλόγρια και είχε κλειστεί σε μοναστήρι. Με την επιστροφή του ο δον Μπερνάρδο το πληροφορήθηκε βλέποντας ένα πίνακα στη μονή φιλοτεχνημένο από την Άννα με την εικόνα της ζωγραφισμένη σε μια γωνιά του. «Εκείνη», λέει ο Δουμάς, «ήταν αρραβωνιαστικιά του Κυρίου, και αυτός στρατιώτης του Χριστού».
Η υγεία του ιππότη είχε κλονιστεί από τις κακουχίες, αλλά για καλή του τύχη υπήρχε μια θαυματουργή πηγή κοντά στο μοναστήρι, που όποιος έπινε το νερό της επί εννιά μέρες, λέγοντας πέντε φορές το Πάτερ Ημών και το Θεοτόκε Παρθένα με τη δέουσα ευλάβεια, μετά από τρία τέτοια εννιάμερα θεραπευόταν.
Ο δον Μπερνάρδο ακολούθησε πιστά τη θεραπεία και η υγεία του βελτιώθηκε θεαματικά. Την τελευταία φορά που ήταν να πιει το θαυματουργό νερό όμως φάνηκε από το μοναστήρι μια πομπή με μια βαριά άρρωστη καλόγρια που ερχόταν στην πηγή για να θεραπευτεί. Ήταν η Άννα δε Νιέμπλα, όπως το διαπίστωσε ο ιππότης βλέποντας από μακριά το όμορφο πρόσωπό της να καθρεφτίζεται στο νερό της πηγής, όταν έβγαλε το πέπλο της να πιει. Ήταν δε τόση η ταραχή και η συγκίνηση του δον Μπερνάρδο, που ξέχασε να πει το τελευταίο Θεοτόκε Παρθένα για να θεραπευτεί πλήρως.
Το να δει κάποιος το πρόσωπο μιας καλόγριας ήταν βέβαια μεγάλη αμαρτία και λίγο μετά η Άννα πέθανε· ο Κύριος την κάλεσε κοντά του. Ο δον Μπερνάρδο βρέθηκε στο μοναστήρι για την κηδεία, αλλά δεν είδε ποια ήταν η νεκρή. Στο μυαλό του υπήρχε μόνο μια σκέψη: να κλέψει τον πίνακα της Άννας από το μοναστήρι για να έχει πάντα κοντά του την προσφιλή μορφή της. Κλείστηκε σε κάποιο δώμα και περίμενε ως τα μεσάνυχτα, όταν ο κόσμος θα αποσυρόταν, για να εκπληρώσει το αμαρτωλό σχέδιό του.
Τα μεσάνυχτα ο δον Μπερνάρδο βγήκε από την κρυψώνα του. Και τότε εμφανίστηκε μπροστά του το φάντασμα της Άννας με σάρκα και οστά. Φιλήθηκαν και ο ιππότης μας αναθεώρησε το σχέδιό του. Τώρα θα έκλεβε την ίδια την Άννα αντί για την εικόνα της. Δεν κατάλαβε, βέβαια, ότι η Άννα ήταν νεκρή παρότι το φιλί της ήταν παγωμένο. Και επειδή η πόρτα της εκκλησίας ήταν κλειδαμπαρωμένη και η Άννα δεν μπορούσε να πηδήξει από το φεγγίτη, όπως έκανε ο ίδιος, της υποσχέθηκε να γυρίσει το επόμενο βράδυ. Με ένα κλειδί θα άνοιγε την πόρτα και θα την έπαιρνε μαζί του για πάντα.
Το να φιλήσει την Άννα ήταν μια ιεροσυλία και ο δον Μπερνάρδο πέθανε το ίδιο βράδυ. Ο Κύριος όμως τον άφησε και αυτόν να γυρνά σαν φάντασμα για μια μέρα, και ο δον Μπερνάρδο, αγνοώντας ότι έχει πεθάνει, προχώρησε στο σχέδιό του. Πήγε στον κλειδαρά και τον δωροδόκησε με δέκα χρυσά νομίσματα για να του φτιάξει ένα κλειδί της εκκλησίας. Όταν όμως είπε στον κλειδαρά ότι είναι ο δον Μπερνάρδο δε Ζούνιγα εκείνος ανατρίχιασε. Αυτό ήταν αδύνατο, του είπε, αφού ο δον Μπερνάρδο είχε πεθάνει το προηγούμενο βράδυ και ετοιμαζόταν η κηδεία του. Ο δον Μπερνάρδο δεν έδωσε σημασία, όπως δεν πίστεψε και τους νεκροθάφτες που συνάντησε αργότερα, όταν του είπαν ότι σκάβουν τον τάφο του, και κάμποσους ακόμη που πέτυχε στο δρόμο.
Όσο περνούσε η ώρα ο δον Μπερνάρδο ένιωθε να κρυώνει αφόρητα και το σώμα του να γίνεται σαν παγοκολώνα, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το γιατί. Κατάφερε όμως να μπει τα μεσάνυχτα στην εκκλησία και εκεί είδε έκπληκτος το χώρο ολόφωτο και, πάνω σε ένα βάθρο, το σώμα της νεκρής Άννας. Ο νεωκόρος που ρώτησε του είπε ότι η Άννα είχε πεθάνει από χτες. «Ο δον Μπερνάρδο ταράχτηκε. Κατάλαβε τι συνέβαινε· είχε αρραβωνιαστεί μια νεκρή και τον είχε φιλήσει ένα φάντασμα».
Ο δον Μπερνάρδο συνέχισε να περιφέρεται ως την επόμενη μέρα, όταν γύρισε στο αρχοντικό του, όπου ετοιμαζόταν η κηδεία του. Είδε τις ετοιμασίες και μιλούσε στον κόσμο που είχε μαζευτεί αλλά κανείς δεν τον έβλεπε, ούτε τον άκουγε. Ο ίδιος δεν αισθανόταν πια καθόλου το σώμα του ούτε ένιωθε να πατάει στη γη. Μόλις ξεπέζεψε, δυο μαύρα σκυλιά που τον ακολουθούσαν όλη την ώρα του επιτέθηκαν και εξαφάνισαν αυτόν και το άλογό του, αφήνοντας πίσω μόνο ένα κομπολόι που του είχε δώσει η Άννα στο μοναστήρι.
ΙΙ
Πολύ ωραία όλα αυτά. Αλλά τι σχέση μπορεί να έχουν με ένα άρθρο για τον Μαρξ; – θα ρωτήσει δίχως άλλο ο αναγνώστης.
Το άρθρο του Νίκου Αναστασιάδη για τον Μαρξ –λόγος γίνεται για το Ν. Αναστασιάδης, «Καταρρίπτοντας τους 6 πιο γνωστούς μύθους για τον Μαρξ»1– είναι ένα τυπικό δείγμα της παγωμένης, νεκρής κατάστασης που προέκυψε στο κομμουνιστικό κίνημα τις τελευταίες δεκαετίες μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, μιας κατάστασης πολύ παρόμοιας με εκείνη που μας χάρισε η πένα του Δουμά. Δεν είναι το μόνο ούτε το πιο σημαντικό τέτοιο δείγμα. Η πιο κεντρική εκδοχή αυτής της νέκρωσης που περνά τον εαυτό της για ζωή, ακριβώς όπως ο ιππότης της ιστορίας μας περνούσε το φάντασμα της Άννας για τη ζωντανή, αληθινή Άννα, είναι ο νεοσταλινισμός της ηγεσίας του ΚΚΕ. Τα βιβλία των Παπακωνσταντίνου και Καλτσώνη, συζητημένα σε μια προηγούμενη κριτική μας στο timesnews2, έχουν επίσης μια γερή δόση από δον Μπερνάρδο. Και θα μπορούσε να αναφερθούν πλήθος ακόμη περιπτώσεις, που όχι μόνο έχουν δόση, αλλά έχουν ακολουθήσει την ιερόσυλη διαδρομή του δον Μπερνάρδο ως το τέλος.
Αν επιλέξαμε το άρθρο του Αναστασιάδη είναι γιατί ξεχωρίζει, κυρίως για τον αφελή τρόπο που παρανοεί τον Μαρξ. Ο αρθρογράφος ξεκινά με την καλύτερη πρόθεση, να πολεμήσει τους παραχαράκτες του Μαρξ, καταρρίπτοντας τους μύθους με τους οποίους τον διαστρεβλώνουν. Στην πράξη όχι μόνο αποτυχαίνει, αλλά προσφέρει ο ίδιος 5-6 ακόμη μύθους για συμπλήρωμα. Το γεγονός ότι ο Αναστασιάδης ανήκει στο Ξεκίνημα, μια από τις σχετικά καλές ομάδες του κομμουνιστικού χώρου, τονίζει τη σημασία του άρθρου του. Το καθιστά μια προειδοποίηση, υπενθυμίζοντάς μας την οικεία ρήση του Μαρξ ότι «ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις».
Ας δούμε, λοιπόν, τα κατορθώματα του ιππότη μας.
«Οι εργαζόμενοι…», γράφει, «δεν πληρώνονται όλη την αξία της εργασίας τους, καθώς ένα μέρος αυτής μένει ως κέρδος στις τσέπες των καπιταλιστών».
Καταρχήν, το «αξία της εργασίας» δεν είναι Μαρξ. Ο ίδιος ο Μαρξ λέει ότι η έκφραση «η “τιμή της εργασίας” είναι εξίσου παράλογη με έναν κίτρινο λογάριθμο». «Μισθός ή τιμή της εργασίας», επεξηγεί, «είναι μια έκφραση… η οποία ολοφάνερα αντιφάσκει με την έννοια της αξίας, καθώς και της τιμής»3.
Ο Μαρξ μιλά για αξία της εργατικής δύναμης και αξία του προϊόντος της εργασίας, έννοιες τις οποίες ορίζει με ακρίβεια. Η αξία της εργατικής δύναμης, σύμφωνα με τον ίδιο, ορίζεται από το μέρος της εργάσιμης ημέρας που αντιστοιχεί στη συντήρηση του εργάτη και της οικογένειάς του. Η αξία του προϊόντος από την άλλη ορίζεται από το συνολικό χρόνο της (μέσης εντατικότητας) εργασίας που δαπανάται στην παραγωγή του. Η διαφορά ανάμεσά τους είναι η υπεραξία, το μέρος του προϊόντος που ο καπιταλιστής οικειοποιείται, ως κάτοχος των μέσων παραγωγής, χωρίς να πληρώνει κανένα ισοδύναμο.
Από την άλλη μεριά, «αξία της εργασίας» είναι μια κενή φράση χωρίς νόημα. Είναι, όπως το λέει ο Μαρξ, «κίτρινος λογάριθμος». Και ο ίδιος επιμένει πως είναι μια αστική ανοησία, μια φράση που χρησιμοποιούν οι απολογητές για να αφήνουν να εννοηθεί πως αυτό που πληρώνεται ο εργάτης ως μισθό είναι όλη η αξία που δημιουργεί.
Συνάγεται, ότι ο δον Μπερνάρδο μας «καταρρίπτει» τους μύθους για τον Μαρξ με το να του αποδίδει αστικές έννοιες, που ο ίδιος ο Μαρξ αποκαλούσε «κίτρινους λογάριθμους».
Παραπέρα, το δεύτερο μέρος της φράσης: «Οι εργαζόμενοι… δεν πληρώνονται όλη την αξία της εργασίας τους».
Ο Μαρξ, όπως αναφέραμε, λέει ότι σε κάθε εμπόρευμα υπάρχει ένα μέρος αξίας που έχει πληρωθεί ως μισθός στον εργάτη και ένα απλήρωτο μέρος, που αποτελεί την υπεραξία, την οποία σφετερίζεται ο καπιταλιστής. Πουθενά όμως δεν λέει ότι: «Οι εργαζόμενοι… δεν πληρώνονται όλη την αξία της εργασίας τους».
Αυτή, στην πραγματικότητα, είναι η τυπική φρασεολογία του Λασάλ και των οπαδών του, που έλεγαν ότι οι εργάτες πρέπει να λαμβάνουν «το πλήρες έσοδο της εργασίας τους». Ο ίδιος ο Μαρξ σε ένα διάσημο έργο του, την Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, αναφέρεται πάλι ρητά στη «λασαλική λέξη “ακέραιο έσοδο της εργασίας”». Και εξηγεί ότι είναι μια ανοησία, γιατί και στο σοσιαλισμό ακόμη οι εργαζόμενοι δεν θα πληρώνονται «όλη την αξία της εργασίας τους». Θα αφαιρείται ένα μέρος για την αναπλήρωση των δαπανημένων μέσων παραγωγής, ένα άλλο για τους μη ικανούς για εργασία, ένα τρίτο για τις κοινωνικές δαπάνες, υγεία, εκπαίδευση, κοκ, και μετά σε αυτό που μένει ο εργαζόμενος θα παίρνει το μερίδιο που αντιστοιχεί στην εργασία του (που θα είναι μεγαλύτερο από αυτό που παίρνει στον καπιταλισμό, αλλά όχι όλη η αξία που δημιουργεί)4.
Παραπέρα διαβάζουμε: «Οι εργαζόμενοι σαν σύνολο παράγουν κάποιες αξίες, που όμως δεν τις πληρώνονται, γιατί ένα μεγάλο μέρος πηγαίνει στις τσέπες του καπιταλιστή. Αυτό σημαίνει ότι οι αξίες που παράγονται δεν μπορούν να αγοραστούν… Αυτό έχει σαν συνέπεια τις κρίσεις του συστήματος».
Οι κρίσεις ξεσπούν επειδή οι μισθοί αγοράζουν μόνο ένα μέρος των παραγόμενων προϊόντων ενώ το άλλο, που αντιστοιχεί στην υπεραξία, μένει απούλητο – τάδε έφη ο ιππότης μας.
Ατυχώς και αυτό δεν είναι Μαρξ. Είναι η θεωρία του Σισμόντι, ενός μικροαστού οικονομολόγου, την οποία διατύπωσε το 1819 και αργότερα την πήραν οι Ρώσοι ναρόντνικοι για να «αποδεικνύουν» ότι ο καπιταλισμός στη Ρωσία θα οδηγούνταν σε αδιέξοδο και θα κατέρρεε. Ο Μαρξ την απορρίπτει. Λέει ότι η υπεραξία γενικά πραγματοποιείται:
• Οι καπιταλιστές καταναλώνουν ατομικά ένα μικρό μέρος της υπεραξίας και ένα άλλο μεγαλύτερο μέρος της το καταναλώνουν παραγωγικά. Π.χ. μια επιχείρηση που παράγει μηχανές τις ανταλλάσσει με μια άλλη που παράγει καύσιμα ή πρώτες ύλες που της είναι αναγκαίες, κοκ. Αυτό ο Μαρξ το ονομάζει «ανάπτυξη της παραγωγής για την παραγωγή» και λέει ότι είναι η ουσία του καπιταλισμού.
• Ένα άλλο μέρος της υπεραξίας καταναλώνεται από παρασιτικούς καταναλωτές, γραφειοκράτες, παπάδες, κοκ. Αυτό ο Μαρξ το ονομάζει «κατανάλωση για την κατανάλωση» και λέει ότι συμπληρώνει αναγκαία την «παραγωγή για την παραγωγή», στο βαθμό που ο καπιταλισμός δεν μπορεί από τη φύση του να ανεβάζει την κατανάλωση των λαϊκών μαζών.
Όλα αυτά τα αναπτύσσει ο Μαρξ στον τόμο ΙΙ του Κεφαλαίου. Στη συνέχεια, στον τόμο ΙΙΙ, ενσωματώνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των ατομικών κεφαλαίων (στον τόμο ΙΙ συζητά μόνο το συνολικό κεφάλαιο), την αναρχία της παραγωγής, κοκ5. Οπότε προκύπτει ότι πράγματι ένα μέρος των προϊόντων μένει απούλητο και ότι οι κρίσεις είναι αναπόσπαστο γνώρισμα του καπιταλισμού, αλλά όχι για το λόγο που μας λέει ο Αναστασιάδης. Αν ίσχυε αυτό που λέει, ο καπιταλισμός θα ήταν ένα αδύναμο σύστημα, που θα διαλυόταν σχεδόν από μόνο του. Μια ματιά γύρω μας θα δείξει ότι δεν είναι έτσι.
Παραπέρα, ο ιππότης μας δηλώνει: «Ο ανταγωνισμός οδηγεί στην εισαγωγή μηχανημάτων, που οδηγούν στην ανεργία, και έτσι παράγονται ακόμα περισσότερα προϊόντα, με ακόμα λιγότερους αγοραστές».
Αυτό επίσης δεν είναι Μαρξ. Ο Μαρξ λέει ότι και η παραγωγή και η αγορά αυξάνουν, όχι ότι η παραγωγή αυξάνει και η αγορά μειώνεται (η αύξηση της παραγωγής σημαίνει δημιουργία νέων επιχειρήσεων και κλάδων, που απασχολούν νέους εργάτες, συνεπώς και νέα αγορά κοκ). Και λέει επίσης και κυρίως ότι η παραγωγή αυξάνει ταχύτερα από την αγορά και όταν αποκλίνουν ριζικά τότε ξεσπά η κρίση και αποκαθιστά την ισορροπία τους.
Να μια τυπική τοποθέτηση του Μαρξ: «Η αγορά επεκτείνεται πιο αργά από την παραγωγή· ή στον κύκλο μέσω του οποίου περνά το κεφάλαιο… έρχεται μια στιγμή κατά την οποία η αγορά εκδηλώνεται ως πολύ στενή για την παραγωγή. Αυτό συμβαίνει στο τέλος του κύκλου»6.
Αν ίσχυε ότι η παραγωγή αυξάνει και οι αγοραστές λιγοστεύουν συνεχώς, όπως λέει ο δον Μπερνάρδο μας, τότε η κρίση θα ήταν μόνιμη και συνεχώς επιδεινούμενη. Όμως ο Μαρξ πουθενά δεν λέει κάτι τέτοιο. Λέει ότι έρχεται μια στιγμή που ξεσπά αναγκαία η κρίση και την προσδιορίζει μάλιστα επακριβώς. Μια στιγμή, όχι όλες οι στιγμές!
Παραπέρα, ο δον Μπερνάρδο μας λέει: «Η ταξική πάλη συνεχίζεται… Γιατί; Γιατί η απληστία είναι εγγεγραμμένη στο DNA του καπιταλισμού… θα μπορούσαμε να ζούμε πολύ καλύτερα αν οι καπιταλιστές δεν ήταν άπληστοι».
Όχι η απληστία αλλά η εκμετάλλευση είναι, σύμφωνα με τον Μαρξ, εγγεγραμμένη στο DNA του καπιταλισμού. Η απληστία είναι υποκειμενική στάση. Αν το πρόβλημα ήταν αυτό, θα μπορούσε να επιβληθεί ένας έλεγχος στις συμπεριφορές των καπιταλιστών και να λυθεί.
Το Ξεκίνημα είναι μια οργάνωση του τροτσκιστικού χώρου που απορρίπτει το σταλινισμό. Αν και δεν σχετίζεται εντελώς άμεσα με το θέμα μας, αξίζει να σχολιάσουμε ένα σχετικό απόσπασμα από το άρθρο του Αναστασιάδη. «Ο Σταλινισμός», γράφει, «ήταν μια ιστορική παρέκκλιση λόγω συγκεκριμένων συνθηκών στις οποίες εφαρμόστηκε». Και παρακάτω λέει: «Δεν απέτυχε λοιπόν ο σοσιαλισμός, γιατί δεν εφαρμόστηκε ποτέ».
Καταρχήν, τι θα πει «ο σταλινισμός ήταν μια ιστορική παρέκκλιση λόγω συγκεκριμένων συνθηκών στις οποίες εφαρμόστηκε»; Δηλαδή αν είχε «εφαρμοστεί» ο σταλινισμός σε άλλες συνθήκες θα ήταν κάτι καλό ή θα είχε επιτύχει; Καθαρή ανοησία!
Ακόμη και αν το παραβλέψουμε αυτό, η λογική «Δεν απέτυχε λοιπόν ο σοσιαλισμός, γιατί δεν εφαρμόστηκε ποτέ» είναι αντιμαρξιστική λογική. Και τυχαίνει να είναι η τυπική, κλασική λογική του σταλινισμού. Ο Στάλιν ακριβώς και οι δογματιστές του ξεκινούσαν αδιάλειπτα από την αντίληψη του σοσιαλισμού σαν ένα έτοιμο σχήμα που το παίρνουμε και το εφαρμόζουμε ανεξαρτήτως συνθηκών.
Ο μαρξισμός ξεκινά όταν ξεπερνάμε αυτή τη λογική, όταν καταλαβαίνουμε ότι ο αγώνας για το σοσιαλισμό είναι μια ιστορική διαδικασία, την οποία πρέπει να κατανοούμε όπως αναπτύσσεται πραγματικά, αναλύοντάς τη με τη μαρξιστική, διαλεκτική μεθοδολογία, και να παρεμβαίνουμε ανάλογα.
Παρόλο τον «αντισταλινισμό» τους, λοιπόν, το άρθρο του Αναστασιάδη, το βασικό άρθρο για τον Μαρξ στο σάιτ του Ξεκινήματος, στο αποφασιστικό σημείο ακολουθεί (και δυο φορές μάλιστα) τη σταλινική λογική. Μια λογική που καμιά σχέση δεν έχει με τον Μαρξ.
Τέλος, για την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007 διαβάζουμε:
«Οι Μαρξιστές είχαν προβλέψει αυτή την κρίση με βάση τα μεθοδολογικά εργαλεία ανάλυσης που είχαν. Ποια οικονομική σχολή ή θεωρία σήμερα μπορεί να πει ότι προέβλεψε την κρίση; Στην ουσία καμία – πλην του Μαρξισμού. Πως γίνεται πανεπιστημιακοί, επιστήμονες, ιδρύματα μελετών, με πολλά λεφτά και δυνατότητες, να μην το έχουν δει και να το προβλέπουν μόνο μαρξιστές αναλυτές;»
Ένα απόλυτο ψέμα! Ο γράφων θεωρεί τον εαυτό του μαρξιστή και δεν πρόβλεψε απολύτως τίποτα. Και κανένας άλλος μαρξιστής δεν πρόβλεψε την κρίση (εκτός ίσως από τον Ισόν). Την πρόβλεψαν μόνο μερικοί ετερόδοξοι αστοί οικονομολόγοι.
Για το ότι οι μαρξιστές δεν προβλέψαμε την κρίση υπάρχουν δικαιολογίες. Δεν ήταν εύκολο να το δει κανείς, μόνο 15 χρόνια μετά τη νίκη του καπιταλισμού, όταν η Κίνα αναπτυσσόταν δυναμικά, κοκ. Το ψέμα όμως στο όνομα του μαρξισμού δεν δικαιολογείται.
Και το θέμα δεν είναι μόνο το ψέμα αλλά και γιατί το λέει ο δον Μπερνάρδο μας. Ουσιαστικά, περιαυτολογεί. Λέει, «οι μαρξιστές πρόβλεψαν την κρίση» και εννοεί, «εγώ πρόβλεψα την κρίση».
Το υπόλοιπο άρθρο διαψεύδει αυτές τις υψηλές αξιώσεις. Όσοι μεταχειρίζονται με τέτοιο τρόπο τον Μαρξ δεν θα προβλέψουν ποτέ τίποτα. Και επί της ουσίας δεν είναι καν μαρξιστές. Ο μαρξισμός είναι επιστήμη και χρησιμοποιεί επιστημονικές, ακριβείς και διαλεκτικές έννοιες. Όταν αρχίζουμε να χρησιμοποιούμε άλλες, σαχλές έννοιες του συρμού σαν μαρξιστικές, εγκαταλείπουμε το έδαφος του μαρξισμού.
ΙΙΙ
Αναφέραμε πριν ότι έννοιες όπως «αξία της εργασίας» είναι αστικές. Για του λόγου το αληθές ας δούμε ένα παράδειγμα από την αστική μαρξολογία, οι εκπρόσωποι της οποίας τις χρησιμοποιούν για να διαστρέφουν και να καταρρίπτουν τον Μαρξ.
Σε μια «Εισαγωγή στον Μαρξ» ο Πίτερ Σίνγκερ εξηγεί ως εξής τη θέση του Μαρξ για την εκμετάλλευση: «Το γεγονός ότι ο εργάτης λαμβάνει μόνο την ανταλλακτική αξία, αντί για την αξία χρήσης, της εργασίας του, σημαίνει ότι για να κερδίσει αρκετά για να υποστηρίξει τον εαυτό του πρέπει να εργάζεται μια ολόκληρη μέρα –ας πούμε δώδεκα ώρες– ενώ η εργασία του παράγει τις αξίες χρήσης της αναγκαίας τροφής, ρούχων, κατοικίας, κοκ, ας πούμε, σε έξι ώρες»7.
Όπως ο Αναστασιάδης, ο Σίνγκερ μιλά για «αξία της εργασίας», αποδίδοντας στον Μαρξ την άποψη ότι η εκμετάλλευση συνδέεται με το γεγονός ότι ο εργάτης λαμβάνει την (ανταλλακτική) αξία και όχι την αξία χρήσης της εργασίας του, δηλαδή χρήματα (μισθό) αντί για το ίδιο το προϊόν.
Όλο αυτό φυσικά είναι μια μνημειώδης ανοησία. Αν, ας πούμε, ένας εργάτης που παράγει τσάντες, λάμβανε όλη την ανταλλακτική αξία που ενσωματώνουν, τότε ακόμη και αν ο καπιταλιστής κράταγε αρχικά την αξία χρήσης, δηλαδή τις τσάντες, το προϊόν, ο εργάτης θα ήταν σε θέση να το αγοράσει στο σύνολό του. Ο καπιταλιστής θα πέθαινε τότε από την πείνα, αφού δεν θα του έμενε καθόλου κέρδος, και ο Μαρξ θα είχε υπερασπίσει τους καπιταλιστές από την εκμετάλλευση των εργατών, που δεν θα τους άφηναν ούτε ένα ξεροκόμματο για να ζήσουν.
Ο Σίνγκερ φορτώνει εδώ στον Μαρξ την άποψη του Προυντόν. Ο Προυντόν πράγματι είχε υποστηρίξει ότι το κακό με τον καπιταλισμό είναι ότι χωρίζει την ανταλλακτική αξία από την αξία χρήσης. Κάνοντάς το αυτό εξέφραζε την άποψη του μικροαγρότη, ο οποίος παράγει στο νοικοκυριό του όλα τα αναγκαία –κρέας, λαχανικά, μαλλί, κοκ– και τα καρπώνεται ο ίδιος και η οικογένειά του. Το αρμονικό ιδανικό, σύμφωνα με τον Προυντόν, θα ήταν μια κοινωνία βασισμένη στην ταύτιση παραγωγού και ιδιοκτήτη. Όμως ο καπιταλισμός, αντικαθιστώντας την ατομική παραγωγή με την παραγωγή για την αγορά, διαταράσσει αυτή την αρμονική σχέση, και αυτό αποτελεί την πηγή όλων των δεινών.
Ο Μαρξ δεν έχει φυσικά τίποτα κοινό με αυτή την άποψη. Αποκρούει το ιδανικό του Προυντόν σαν μια στενή άποψη που αντανακλά την ηλιθιότητα της αγροτικής ζωής. Σύμφωνα με τον Μαρξ, το γεγονός ότι ο καπιταλισμός διαλύει την ατομική παραγωγή και δημιουργεί μια κοινωνικοποιημένη παραγωγή αποτελεί τη μεγάλη ιστορική συνεισφορά του, τη μεγάλη ιστορική πρόοδο που φέρνει σε σχέση με τη μικροαστική και τη φεουδαλική παραγωγή. Οι αντιφάσεις του καπιταλισμού συνδέονται με το γεγονός ότι ενώ κοινωνικοποιεί την παραγωγή αφήνει άθικτη την ατομική ιδιοποίηση των μέσων και των αποτελεσμάτων της, όχι βέβαια πλέον από τους ατομικούς παραγωγούς (που λατρεύει ο Προυντόν αλλά απαλλοτριώνει ο καπιταλισμός), αλλά από τους καπιταλιστές, τους κατόχους του κεφαλαίου.
Και ποια είναι τα συμπεράσματα του Σίνγκερ από αυτή την «παρουσίαση» του Μαρξ; Είναι κοντολογίς ότι η ανάλυσή του του καπιταλισμού δεν αξίζει τίποτα:
«Ο δεύτερος και ο τρίτος τόμος του Κεφαλαίου», γράφει, «είναι πολύ λιγότερο ενδιαφέροντες από τον πρώτο. Ο δεύτερος τόμος είναι μια τεχνική συζήτηση του πώς κυκλοφορεί το κεφάλαιο. Συζητά επίσης την προέλευση των κρίσεων. Ο τρίτος τόμος επιχειρεί να μπαλώσει μερικά προβλήματα του πρώτου τόμου, ιδιαίτερα την αντίρρηση ότι οι τιμές δεν αντανακλούν το ποσό της εργασίας σε ένα προϊόν, όπως θα ανέμενε κανείς να κάνουν από τον απολογισμό του Μαρξ. Πιο σημαντικός είναι ο ισχυρισμός του Μαρξ ότι υπό τον καπιταλισμό το ποσοστό του κέρδους τείνει να πέφτει… Όλο αυτό ήταν μέρος της προσπάθειας του Μαρξ να δείξει ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να είναι μια διαρκής κατάσταση της κοινωνίας. Ο Μαρξ, ο Ένγκελς και οι μετέπειτα μαρξιστές μεταχειρίζονται το Κεφάλαιο σαν μια συμβολή στην επιστήμη των οικονομικών. Αντιμετωπιζόμενο με αυτό τον τρόπο είναι εκτεθειμένο σε μια σειρά αντιρρήσεις… Πολλές από τις… θεωρίες του Μαρξ ανασκευάστηκαν από τα γεγονότα: η θεωρία ότι οι μισθοί θα τείνουν πάντα προς τα κάτω στο επίπεδο διαβίωσης των εργατών· η θεωρία του πτωτικού ποσοστού του κέρδους· η θεωρία ότι υπό τον καπιταλισμό οι οικονομικές κρίσεις θα οξύνονται αυξανόμενα· η θεωρία ότι ο καπιταλισμός απαιτεί έναν βιομηχανικό εφεδρικό στρατό εξαθλιωμένων» κοκ8.
Όλα λάθος τα είπε, λοιπόν, ο Μαρξ! Και για να εξάγει αυτό το θριαμβευτικό συμπέρασμα, ο Σίνγκερ φορτώνει στον Μαρξ τη θεωρία του Προυντόν, απαξιώνει το Κεφάλαιο χωρίς καν να το συζητήσει στοιχειωδώς, και εκεί που αναφέρει κάτι συγκεκριμένο είτε διαστρεβλώνει την πραγματική άποψη του Μαρξ (η θέση του ότι ο Μαρξ βεβαιώνει τη διαρκή απόλυτη εξαθλίωση) είτε παρουσιάζει αξιωματικά ως διαψευσμένες επιβεβαιωμένες προβλέψεις του Μαρξ (όπως η πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους).
Δεν θα συζητήσουμε εδώ τα «επιχειρήματα» του Σίνγκερ9. Είναι όμως σαφές ότι ο Σίνγκερ και ο Αναστασιάδης ξεκινούν ακριβώς από την ίδια αφετηρία, φορτώνοντας στον Μαρξ την έννοια της «αξίας της εργασίας», που ο ίδιος ο Μαρξ αποκαλούσε κίτρινο λογάριθμο. Η διαφορά είναι ότι ο Σίνγκερ το κάνει με την κακή πρόθεση να καταρρίψει τον Μαρξ, ενώ ο Αναστασιάδης με την καλή πρόθεση να υπερασπίσει τον Μαρξ από τις επιθέσεις του Σίνγκερ και των ομοίων του.
Δυστυχώς, ο Σίνγκερ έχει δίκιο, αν όχι απέναντι στον Μαρξ, τουλάχιστον απέναντι στον Αναστασιάδη. Άσχετα από προθέσεις, είναι αδύνατο να υπερασπίσουμε τον Μαρξ παραχαράσσοντάς τον και κάνοντάς τον αγνώριστο. Με αυτό τον τρόπο μπορούμε μόνο να τον απαξιώνουμε και να τον καταρρίπτουμε.
IV
Θα ήταν φυσικά λάθος να εξισώσουμε τον Σίνγκερ με τον Αναστασιάδη. Ο Σίγνκερ, για να επιστρέψουμε στην ιστορία μας, μοιάζει με τα μαύρα σκυλιά της κόλασης που κατασπάραξαν τον δον Μπερνάρδο. Ο Αναστασιάδης, αντίθετα, όπως και πολλοί άλλοι γενναίοι ιππότες στην κομμουνιστική αριστερά, είναι ένας δον Μπερνάρδο.
Μερικοί από τους «κομμουνιστές» δον Μπερνάρδο αρέσκονται να προσκυνούν εικόνες. Αυτό κάνουν πρώτα και κύρια οι νεοσταλινικοί δογματιστές, που ποζάρουν με καμάρι πλάι στα πορτρέτα του Στάλιν στον Περισσό, όπως ο δον Μπερνάρδο ήθελε να κλέψει την εικόνα της Άννας δε Νιέμπλα για να τη θαυμάζει.
Ο Αναστασιάδης δεν αρκείται σε αυτό. Θέλει την ίδια την Άννα και όχι την εικόνα της. Αυτό καταρχήν είναι καλό. Τι τα θέλετε όμως; Δυστυχώς αυτός και κάμποσοι άλλοι, χωρίς να το καταλάβουν, ξέχασαν όπως ο δον Μπερνάρδο να πουν την τελευταία προσευχή για να αποκαταστήσουν τη μαρξιστική υγεία τους. Και δεν το ξέχασαν μόνο, αλλά την αντικατέστησαν με άλλες, ψεύτικες προσευχές, που δεν έχουν καμιά σχέση με το μαρξιστικό ευαγγέλιο. Έτσι κατέληξαν να φιλήσουν όχι τον ίδιο τον Μαρξ και την επανάσταση αλλά το φάντασμά τους, ακριβώς όπως ο δον Μπερνάρδο φίλησε το φάντασμα της Άννας. Και το αποτέλεσμα ήταν και είναι ένα πάγωμα, μια νέκρωση, μια απόσπαση από τη ζωή και την ιστορία, ακόμη και αν οι ίδιοι φαντάζονται, όπως ο δον Μπερνάρδο, ότι είναι ζωντανοί και πέφτουν από τα σύννεφα όταν η ζωή γύρω αναγγέλλει την κηδεία τους.
Για να είμαστε πιο ακριβείς, αυτή η νέκρωση και το πάγωμα έχει ήδη εκπληρωθεί από άλλους: οι νεοσταλινικοί δογματιστές, που αποθεώνουν τα εγκλήματα του Στάλιν ως σωτηρία του σοσιαλισμού· όσοι πέρασαν με το ρωσικό ιμπεριαλισμό α λα Λαφαζάνη και Σία· μια σειρά διανοούμενοι που διακηρύσσουν τον μαρξισμό ξεπερασμένο, κοκ. Οι νεαροί δον Μπερνάρδο α λα Αναστασιάδη, αντίθετα, σήμερα μάλλον ετοιμάζονται να φιλήσουν τη νεκρή Άννα, με τις συνέπειες, αν το κάνουν, να διαγράφονται ξεκάθαρα και γι’ αυτούς. Όπως στο ίδιο σημείο είναι και οι παραστρατημένοι διανοούμενοι α λα Παπακωνσταντίνου και Καλτσώνη, των οποίων τα βιβλία έχουμε επικρίνει.
Οι δον Μπερνάρδο δεν είναι, βέβαια, ένα φρούτο μόνο των ημερών μας. Αυτός ο τύπος κυριάρχησε κατά το Μεσοπόλεμο σε όλες τις συνιστώσες του κομμουνιστικού κινήματος, όντας υπαίτιος για την υπερίσχυση του σταλινισμού και τις μεγάλες ήττες στη Γερμανία και αλλού. Ο Ερνστ Φίσερ, ο επιφανής Αυστριακός μαρξιστής, έχοντας ταυτιστεί για ένα διάστημα με αυτό το πνεύμα, χαρακτήρισε αργότερα εκείνη την εποχή σαν μια εποχή «των απροσμέτρητων δυνατοτήτων και της δολοφονικής ανευθυνότητας». Ο ίδιος έκανε μια έντιμη αυτοκριτική για λογαριασμό όλων των ξεστρατισμένων δον Μπερνάρδο:
«Αυτό που παρέσυρε πολλούς της δικής μου γενιάς, του δικού μου αιώνα, ήταν η “επανάσταση καθεαυτή”. Ήταν το όραμα μιας δίχως τέλος ερωτικής ένωσης με μια ιδέα και με τη μάζα που είχε ηλεκτριστεί από αυτήν, μιας “διαρκούς επανάστασης” (όχι τόσο πολύ σαν κοινωνική αναδιαμόρφωση, όσο σαν ατομικό και συλλογικό βίωμα)… Συγχρόνως όμως υπήρχε και η διαμαρτυρία ενάντια σε αυτήν τη ρομαντική αυτοϊκανοποίηση, ενάντια στην αρχή της ηδονής με τη μάσκα της επανάστασης… [για την οποία] η επανάσταση δεν είναι μέσο προς κάποιο σκοπό, αλλά αυτοσκοπός, αδιάκοπος κλυδωνισμός, κάθαρση, απελευθέρωση, βίωμα της αυτοϋπέρβασης του ανθρώπου, θρησκεία»10.
Το σήμα κατατεθέν των δον Μπερνάρδο, παλιών και σύγχρονων, είναι ακριβώς η ρομαντική αυτοϊκανοποίηση, η ερωτική ένωση όχι με την επανάσταση αλλά με το εγώ τους μέσα στην επανάσταση, η ένωση με τη μάσκα, με το φάντασμα της επανάστασης. Και το μεγάλο ατόπημά τους είναι ότι, χωρίς να το καταλαβαίνουν, σκότωσαν και σκοτώνουν μέσα τους την υγιή διαμαρτυρία για την οποία μιλά ο Φίσερ11. Αν η πορεία τους έχει μια βαθιά, ισχυρή και πραγματική σχέση με την ιστορία του δον Μπερνάρδο, είναι ακριβώς γιατί μετέτρεψαν το μαρξισμό σε υποκειμενικό βίωμα, σε θρησκεία. Ο μαρξισμός όμως δεν έχει τίποτα κοινό με τέτοιες θρησκευτικές στάσεις. Ο μαρξισμός είναι γνώση, είναι ιστορική πράξη και αλήθεια.
Μια «υπεράσπιση του Μαρξ» α λα δον Μπερνάρδο μπορεί να είχε ένα μικρό νόημα ως ένα είδος αυτό-ενθάρρυνσης πριν 5 ή 10 χρόνια. Σήμερα, όταν οι πόλεμοι εξαπλώνονται παγκόσμια, η κλιματική αλλαγή καταστρέφει μεγαλουπόλεις όπως το Λος Άντζελες και ο Τραμπ απειλεί να καταλάβει τη Γροιλανδία, τον Καναδά και τη διώρυγα του Παναμά, το κομμουνιστικό κίνημα βρίσκεται αντιμέτωπο με τεράστια, κοσμοϊστορικά καθήκοντα. Και η μόνη περίπτωση να ανταποκριθεί σε αυτά τα καθήκοντα είναι να σταθεί στέρεα, όπως οι μεγάλοι επαναστάτες του παρελθόντος, στο έδαφος του μαρξισμού.
Όσοι σήμερα επιμένουν να «υπερασπίζουν τον Μαρξ» όπως ο Αναστασιάδης, αύριο θα είναι σίγουρα νεκροί και παγωμένοι δον Μπερνάρδο.
*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι συγγραφέας, μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
2 Βλέπε Χρ. Κεφαλής, «Τρία σημαντικά βιβλία, ένα κρίσιμο κενό», https://www.timesnews.gr/tria-simantika-vivlia-ena-krisimo-keno/. Το άρθρο αναρτήθηκε επίσης στο elaliberta.gr.
3 Βλέπε Κ. Μαρξ, «Η τριαδική φόρμουλα», Κεφάλαιο, τόμ 3, στη συλλογή Καρλ Μαρξ. Για τον Καπιταλισμό, εκδ. Τόπος, Αθήνα 2024, σελ. 351-352, Τιμή ή αξία εδώ είναι ισοδύναμοι όροι, όπως το λέει πάλι ο Μαρξ «η τιμή γενικά δεν είναι παρά μια καθορισμένη έκφραση της αξίας» (στο ίδιο).
4 Βλέπε Κ. Μαρξ, στο ίδιο, σελ. 440, 441.
5 Για μια έκθεση των σχετικών επεξεργασιών του Μαρξ, βλέπε το εισαγωγικό δοκίμιο του γράφοντος, στο ίδιο, σελ. 65 κ.ε., 109 κ.ε.
6 Στο ίδιο, σελ. 111.
7 Π. Σίνγκερ, Marx. A Very Short Introduction, Oxford University Press, Οξφόρδη 1980, σελ. 71.
8 Στο ίδιο, σελ. 74, 76.
9 Ο αναγνώστης μπορεί να δει τη συζήτησή μας αυτών των κριτικών στο ίδιο εισαγωγικό δοκίμιο, σελ. 119 κ.ε.
10 Ε. Φίσερ, Το Σοσιαλιστικό Όνειρο, εκδ. Ηριδανός, χ.χ., σελ. 239, 235.
11 Στο άρθρο του Αναστασιάδη αυτό φαίνεται πολύ καθαρά όταν γράφει: «Η ανθρώπινη κοινωνία είναι ο πιο περίπλοκος οργανισμός στο γνωστό σύμπαν, δεν μπορούμε να περιμένουμε να την κατανοήσουμε εύκολα και γρήγορα, χωρίς ενασχόληση και μελέτη των σχετικών θεμάτων». Όλο το άρθρο του είναι μια παιδικά αφελής αξίωση ότι αυτός τα έχει καταλάβει όλα εύκολα και γρήγορα χωρίς μελέτη.