«Η ζωή είναι η πραγματική δασκάλα του να ζούμε: Είναι αυτή που μας μαθαίνει να διορθώσουμε τη βολή μας κάθε φορά που είναι απαραίτητο. Πολλές φορές μένουμε έκπληκτοι με τον εαυτό μας και με την ικανότητα προσαρμογής μας στις καταστάσεις. Και είναι η σχέση γονέων- παιδιού αυτή που μεταδίδει όχι μόνο τη ζωή, αλλά και την τέχνη του να ζει κανείς, έτσι όπως διαμορφώθηκε στη δική μας οικογενειακή γραμμή, μέσα στην ιδιαιτερότητα και στο ανεπανάληπτο της κάθε ξεχωριστής ιστορίας.
Το να εμπλουτίσουμε τη συναισθηματική μας γνώση ως ενήλικες σχετικά με τις ψυχολογικές δυσκολίες του να ζεις, γίνεται συχνά μια κληρονομιά και μια πολύτιμη αποσκευή όχι μόνο για μας, αλλά και για τα παιδιά τα οποία συνοδεύουμε στους δρόμους της ζωής.
Το να ασχοληθούμε από ψυχολογική άποψη όχι μόνο με ένα παιδί, αλλά και με τους γονείς του, ιδιαίτερα όταν αναδύεται ένα σύμπτωμα παιδικής δυσφορίας, βελτιώνει σχεδόν πάντα την ποιότητα ζωής όλης της οικογένειας, και επομένως του ίδιου του παιδιού.
Θεωρώ ότι αυτή την ιδιαίτερη στιγμή υπάρχει ένα κενό στη δική μας δυτική κοινωνία, σχετικά με το θέμα του να ζεις, που στο παρελθόν και σε άλλες κοινωνίες ήταν γεμάτο από τελετουργίες περάσματος, από συλλογικές επεξεργασίες, πολιτιστικές, θρησκευτικές, οικογενειακές, κτλ.
Σήμερα λείπουν συχνά οι συλλογικές στιγμές επεξεργασίας των μεγάλων θεμάτων της ζωής, από τη γέννηση ως το θάνατο, που ωστόσο καθένας από εμάς βρίσκεται υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει στη ζωή του. Νομίζω πως για αυτό τον λόγο υπάρχει μια μεγαλύτερη μοναξιά στο να τα αντιμετωπίσει, αλλά και να καταφέρει να συζητήσει κανείς για αυτά.
Αυτή η σκέψη γεννήθηκε πολύ συχνά στις ομάδες γονέων, ιδιαίτερα στους πατέρες, ενώ οι γυναίκες μοιάζουν να καταφέρνουν, έστω και με μεγάλη προσπάθεια, μεγαλύτερη συναισθηματική επικοινωνία σε αυτά τα θέματα.
Παρόλα αυτά, το θέμα του γιατί γεννιόμαστε και πεθαίνουμε μας αγγίζει όλους: Τα παιδιά, όπως αναφέρει η Dolto, θέτουν τα αληθινά γιατί της ζωής, επαναφέροντας πολύ συχνά, για παράδειγμα το θέμα του θανάτου, τόσο ρητά όσο και μεταφορικά, όπως ο φόβος θανάτου ή ότι τελειώνει ο χρόνος ή ο δρόμος, ή ότι δεν θα ξαναβγεί ο ήλιος κτλ.
Τις απαντήσεις βέβαια σε αυτά τα ερωτήματα είναι δύσκολο να τις βρει κανείς στις αξίες που συχνά γεμίζουν τις εφημερίδες ή την τηλεόραση: τη λατρεία της ευημερίας, την ιερότητα του σώματος, το να κυνηγά κανείς οτιδήποτε τον ξεγελά πως θα σταματήσει τον χρόνο και θα εξαλείψει τα σημάδια, τη θεραπευτική επιμονή με τη μάταιη προσπάθεια να αρνηθεί κανείς τον θάνατο, αντί να πάρει πίσω την αξιοπρέπειά του φυσικού γεγονότος της ζωής. […]
Κάθε παιδί που γεννιέται, πράγματι, κοιτάζει σιγά- σιγά τους ενήλικες που το περιβάλλουν για να μάθει από αυτούς τον τρόπο να αντιμετωπίζει όλα αυτά τα θέματα, έτσι όπως όταν μπουσουλούσε, τους παρατηρούσε να περπατούν για να μάθει να το κάνει με τη σειρά του, τους άκουγε να μιλούν για να μάθει με τη σειρά του να μιλάει, και μάλιστα την ίδια γλώσσα και όχι μια άλλη, κτλ.
Η γέννηση ενός παιδιού δεν είναι μόνο βιολογική, αλλά και ψυχολογική και του διασφαλίζεται από τον τύπο και την ποιότητα της σχέσης που έχει με τους ενήλικες που ασχολούνται μαζί του. Δίχως μια σχέση συναισθηματική και εξατομικευμένη με έναν ενήλικα που το φροντίζει, ένα νεογνό δυσκολεύεται ακόμη και να επιβιώσει. Ακόμη και αν επιβιώσει, αυτή η έλλειψη της φροντίδας θα σημαδεύει τον ψυχολογικό του κόσμο για όλη του τη ζωή, όπως ακριβώς συνέβηκε και συμβαίνει με τα παιδιά που μεγαλώνουν σε ιδρύματα.
Ένα τραγικό παράδειγμα υπήρξε το πείραμα που έγινε αιώνες πριν, προκειμένου να μελετηθεί αν υπήρξε ή όχι μια διεθνής γλώσσα, και ποια θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι. […]
Μερικοί από τους τρόπους ζωής που συχνά συναντάμε, μεταξύ άλλων, στις συμβουλευτικές γονέων είναι:
Να προγραμματίζουν και να σχεδιάζουν τα πάντα με λεπτομέρειες, Με τα παιδιά αυτό είναι αδύνατον να γίνει, όπως άλλωστε και με τη ζωή. Θα υπάρχουν πάντα γεγονότα που θα ξεφεύγουν από αυτόν τον προγραμματισμό, αλλά και για αυτά, όπως και για όλα τα άλλα μπορούμε να βρούμε μέσα μας τρόπους. Ας μην ξεχνάμε ότι είμαστε προγραμματισμένοι για να ζήσουμε.
Να αποφεύγουμε τα απρόβλεπτα. Με τα παιδιά αυτό είναι αδύνατον, τα απρόβλεπτα είναι ο κανόνας από τη μική τους ηλικίας.
Να μην αποδεχόμαστε τις απώλειες, τους αποχωρισμούς από πρόσωπα, καταστάσεις, ιδέες κτλ, Με τα παιδιά χάνεται συνεχώς ο χώρος και ο χρόνος για τον εαυτό μας, οι προηγούμενες ισορροπίες μας, τα σχέδια που υπήρχαν στη σκέψη μας, ο χρόνος για το ζευγάρι και τους φίλους κτλ.
Τα παιδιά είναι μια συνεχής απώλεια, αλλά, όπως και κάθε απώλεια, είναι και μια συνεχής κατάκτηση, όπως ακριβώς και η ζωή. Είναι το χαμόγελο με το οποίο το παιδί μου με κατακτά κάθε πρωί και με αμείβει για τον ύπνο που χάνω γι’ αυτό τα βράδια, αναφέρει μια νεαρή μητέρα.
Να αντιδρούμε στις ματαιώσεις με επιθετικότητα, ή να ψάχνουμε έναν αποδιοπομπαίο τράγο για να αποφύγουμε να κριτικάρουμε το δικό μας ψυχικό κόσμο.
Να σκεφτόμαστε ότι υπάρχει άσπρο ή μαύρο πηγαίνοντας από το ένα άκρο στο άλλο.
Αυτά είναι μόνο μερικά από τα θέματα που συχνότερα αναδύονται στις συμβουλευτικές και στις ομάδες γονέων. […]
Κάθε ζευγάρι γονιών ή και κάθε γονιός ξεχωριστά μπορεί να θεωρηθεί ένας πειραματιστής και παθιασμένος ερευνητής από μόνος του και μάλιστα συχνά σε μια απόλυτη μοναξιά πάνω σε αυτά τα θέματα, σιωπηλά, ταπεινά και κοπιαστικά.
Είναι ένα τεράστιο ερευνητικό εργαστήριο, που φθάνει σε όλες τις γωνιές της γης, ό η ζωή περνά από τη μια γενιά στην άλλη, με όλες τις αποσκευές που απέκτησε ο άνθρωπος στη διάρκεια του χρόνου» (σελ. 43-48).
Πηγή: Alba Marcoli. 2016. Το παιδί που χάθηκε και ξαναβρέθηκε. Παραμύθια για να συμφιλιωθούμε με το παιδί που υπήρξαμε. University Studio Press.
Posted by Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc