Γιώργης Έξαρχος: …η Αρετούσα και η Αρετή

Ήταν η ώρα δώδεκα – μεσάνυχτα και κάτι / μες στο σκοτάδι άξαφνα χλιμίντρισ’ ένα άτι / κόκκινο χρώμα της φωτιάς και πάνω του στην ράχη / κατάξανθη, κατάχλωμη μια μορφονιά μονάχη`

by ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ

ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ

…η Αρετούσα και η Αρετή

Ήταν η ώρα δώδεκα – μεσάνυχτα και κάτι
μες στο σκοτάδι άξαφνα χλιμίντρισ’ ένα άτι
κόκκινο χρώμα της φωτιάς και πάνω του στην ράχη
κατάξανθη, κατάχλωμη μια μορφονιά μονάχη`
πριν να συνέλθω –ο δύστυχος– σιγομιλάει και λέει
λόγια όλο παράπονο και σπαρταρώντας κλαίει:
«Χρόνια κι αιώνες μίλαγαν για μένα στα σχολεία
κι οι μαθητές μαθαίνανε μικροί απ’ τα θρανία
πως είχα μάνα και εννιά δυστυχισμένα αδέλφια`
φύγαν με φθίση οι οχτώ – καημούς γεμάτοι, ντέρτια`
κι εγώ μονάχη, μακριά, στα ξένα παντρεμένη
και η γλυκιά μανούλα μου άδικα περιμένει`
έστειλε τον μικρό αδελφό, τον Μικροκωσταντίνο
μ’ άλογο –που σαν αετός πετάει– για να με πάρει
μ’ αυτός στον δρόμο χάθηκε –στου έρωτα τον κρίνο
νιας ξεμυαλίστρας χάθηκε– κι έτσι έχει σαλτάρει!
Είμαι, λοιπόν, η Αρετή, σ’ όλα τα σπίτια μέσα
για μένα κουβεντιάζανε και μ’ είχαν πριγκιπέσσα…
Τώρα στην μάνα μου τραβώ, στην μάνα μου πηγαίνω
να μάθει πως σαν Αρετή ποτέ μου δεν πεθαίνω!…

*

Χαμένος –καθώς σάστισα– δεν έβγαλα ούτε άχνα`
σαν αστραπή πετάχτηκε από της γης τα σπλάχνα
κάτασπρος ίππος και αψύς και άγρια χλιμιντρίζει
χτυπάει στο χώμα τις οπλές κι όλο φωτιές αφρίζει`
στην ράχη του μια κοπελιά μαυρομαλλούσα κόρη
που ’χει του ήλιου την ματιά, του λιονταριού το «θώρει»
συστήνεται περήφανα – και μου τα λέει χύμα:
«Η Αρετούσα είμ’ εγώ και ήρθα απ’ την Αθήνα`
φεύγω και ξενιτεύομαι σε άλλη γη να ζήσω`
να κόψω “γόρδιο δεσμό” δεν ξέρω ή να λύσω`
γιατί την πόλη –σήμερα– που λένε της Παλλάδας
την διαφεντεύον οι «λωλοί» με τας “παραφυάδας”
κι έτσι να ζήσω δεν μπορώ άλλο σ’ αυτήν την χώρα
που σ’ έναν δρόμο περπατά – κι αυτόν στην κατηφόρα`
κι αναρωτιέμαι ποιος μπορεί θνητός να τηνε σώσει
που “το μυαλό βουβάθηκε” και στέρεψε η γνώση!»…

*

Οι δυο τους ανταμώσανε κι εγώ χαζά κοιτούσα…
Η Αρετούλα δάκρυζε κι έκλαιγε η Αρετούσα…
—Τ’ άκουσες Κωσταντάκη μου τι λένε τα πουλάκια;…
–Πουλάκια ’ναι και κελαδούν, πουλιά είναι και λένε…
–Τ’ άκουσες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα;
Ο κύρης σου μ’ εξόρισε στης ξενιτιάς την στράτα…

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com