Γιώργος Σκιάνης: “Underground”

Το ποτάμι ήταν τα νερά του υπόνομου που κατέβαζε κάθε λογής ακαθαρσίες. Από τις όχθες του βρωμοπόταμου κατέβαιναν άνθρωποι, μαζί και παιδιά. Πού πάτε; Κανείς δεν απαντούσε. Προχωρούσαν βιαστικά, σκυφτοί και κουκουλωμένοι. Ο Πιτ άναψε τσιγάρο.

by ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΙΑΝΗΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΙΑΝΗΣ

Underground

Ο Πιτ μπήκε κουρασμένος, σχεδόν εξουθενωμένος στον υπόγειο. Δεν είχε κοιμηθεί καλά και δεν είχε καταφέρει να πάρει πρωινό της προκοπής. Είχε πιει έναν καφέ βαρύ αλλά χρειάζεται τουλάχιστον δύο για να ξυπνήσει. Η ουρά στο ταμείο προχωρούσε γοργά και το πρωινό πλήθος κυλούσε σε διάφορες διευθύνσεις. Ο Πιτ έφτασε στο ταμείο και έψαξε τις τσέπες του. Βρήκε μόνο τσιγάρα και αναπτήρα.

Εγκατέλειψε σαστισμένος την ουρά και κινήθηκε σπασμωδικά προς μια είσοδο. Αλλά ποια είσοδο; Για καλή του τύχη είδε τον Θίοντορ. Έλα ρε φιλαράκι, με σώνεις. Γεια σου Μαύρε Πιτ. Δεν έχω εισιτήριο, σου περισσεύει κανένα; Πού πας; Στην κεντρική πλατεία της αγοράς Α. Λάθος πας. Πάμε μαζί από αυτή τη σκάλα και θα σου πω τι θα κάνεις.

Στριμώχτηκαν σε μια στενή κακοφωτισμένη σκάλα αλλά μέσα στην αναμπουμπούλα ο Θίοντορ χάθηκε. Ο Πιτ πλησίασε δύο κουστουμαρισμένα κουτσαβάκια που στεκόντουσαν στη γωνία. Από πού πάμε προς την κεντρική πλατεία της αγοράς Α; Εδώ πας για την αγορά Β αλλά μπορούμε να σου δείξουμε, είπαν τα κουτσαβάκια με ύποπτο χαμόγελο. Τον πλησίασαν πονηρά και τον τσεκάρανε . Μόλις διαπιστώσανε πως ήταν στεγνός εξαφανίστηκαν.

Ο Πιτ είδε μια πόρτα ασανσέρ και στάθηκε εκεί με την ελπίδα πως θα ‘ρθουν κι άλλοι για να ρωτήσει. Κανένας δεν ήρθε, ούτε άνθρωπος, ούτε ασανσέρ. Αγωνία. Είδε μια σκάλα και την κατέβηκε. Έφτασε σε ένα επίπεδο που δεν είχε σκάλα για παρακάτω. Έπρεπε να κάνει ένα άλμα τριών μέτρων ή να προσπαθήσει να τσουλήσει. Έμεινε αναποφάσιστος μέχρι που έφτασαν βιαστικά δυο νεαροί.

Δεν πρόφτασε να ρωτήσει αλλά δεν είχε και κουράγιο για άλλες ερωτήσεις. Οι νεαροί πήδηξαν ή τσούλησαν και χάθηκαν. Ο Πιτ πήρε θάρρος και ακολούθησε. Κουτρουβαλώντας έφτασε κάπου που ήταν σαν μεγάλος πάτος πηγαδιού. Από πάνω, πολύ πάνω, έβλεπες ένα κομμάτι ουρανό και τη γέφυρα με τις σιδηρογραμμές.

Τώρα είδε σκάλες αλλά κι αυτές οδηγούσαν σε κατώτερο επίπεδο. Είχε ξεχάσει πού ήθελε να πάει, το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να ξεφύγει απ’ αυτή την παγίδα. Δεν είχε παρά να ακολουθήσει τις σκάλες. Κατέβηκε αρκετά και βρέθηκε επιτέλους σε μια αποβάθρα. Εκεί βρήκε μια άστεγη μισοξαπλωμένη σε κάτι στρωσίδια. Πότε περνάει το τρένο; Την ρώτησε. Δεν περνάει. Γιατί; Γιατί αυτή η γραμμή έχει καταργηθεί εδώ και χρόνια. Και πώς μπορώ να βγω από δω; Δεν μπορείς, εκτός αν ακολουθήσεις το ποτάμι. Είπε και του έδειξε με τον βρώμικο, κοκκαλιάρικο δείκτη της.

Το ποτάμι ήταν τα νερά του υπόνομου που κατέβαζε κάθε λογής ακαθαρσίες. Από τις όχθες του βρωμοπόταμου κατέβαιναν άνθρωποι, μαζί και παιδιά. Πού πάτε; Κανείς δεν απαντούσε. Προχωρούσαν βιαστικά, σκυφτοί και κουκουλωμένοι. Ο Πιτ άναψε τσιγάρο.

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com