Γιώργος Βέης: “Απορίες ιπταμένου & άλλων”

by ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ
  • ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ

Απορίες ιπταμένου

Αλλά, πες μου τώ­ρα
πώς θες να ξέ­ρω
ότι εί­σαι πά­λι εσύ εδώ
ο ίδιος ακρι­βώς άνε­μος
που έρ­χε­ται από το ίδιο ακρι­βώς βου­νό;
Δεν εί­μαι εγώ άλ­λω­στε εδώ
εί­χα φύ­γει νο­μί­ζω ήδη μα­ζί σου
εκεί­νη την πρώ­τη φο­ρά
κι έρ­χο­μαι τώ­ρα άρα­γε ξα­νά;
Ή μή­πως δεν έχω καν προ­λά­βει
να τα γρά­ψω όλα αυ­τά στ΄ αλή­θεια;

Η αλληγορία του Δεκέμβρη

    1

Στον Μιχάλη Γκανά

Γέρ­νει φορ­τω­μέ­νο χιό­νι του κλα­δί του έλα­του
μα­τω­μέ­νο τρυ­γό­νι, μπο­ρεί να πε­τά­ξει πά­λι;
Για­τί το κρύο σκιά­ζε­ται και πί­στη δεν αντέ­χει
ο κά­μπος πέ­ρα, ο φλύ­α­ρος κό­σμος ένα δή­θεν

τι­νά­ζει τώ­ρα το φτε­ρό στρο­φή μα­ταιω­μέ­νη
ο ου­ρα­νός κά­τω το χώ­μα πά­νω ανοι­κτή πλη­γή
σα­στι­σμέ­νο το μά­τι στα γκρε­μά, κά­πο­τε πτή­ση
ση­μείο του και­ρού, να βρα­διά­σει να σω­θεί να δει

ξα­νά την αλή­θεια, το φεγ­γά­ρι να μπαί­νει βα­θιά
στο ρέ­μα, να κουρ­νιά­σει στην τύ­χη, ένα τί­πο­τα
πού­που­λο στην όχθη της νύ­χτας, τώ­ρα αση­μέ­νιος

κα­θρέ­φτης-πο­τά­μι με τους χί­λιους κιν­δύ­νους δώ­σε
όχι το ρό­χθο σου αλ­λά τη φυ­γή, όχι δό­λο
αλ­λά μου­σι­κή να προ­λά­βει η μέ­ρα το που­λί.

                2

Γύρ­να πί­σω
στο σπί­τι
να γρά­ψεις εσύ αυ­τό το ποί­η­μα αντί για μέ­να
γύρ­να πί­σω να δεις ξα­νά
ό, τι αφή­σα­με στη μέ­ση
το γυά­λι­νο από­γευ­μα που έσπα­σε
κι έγι­νε χί­λια κομ­μά­τια
γύ­ρω στις τέσ­σε­ρις και μι­σή
το κρε­βά­τι που δεν προ­λά­βα­με να στρώ­σου­με
το πα­ρά­θυ­ρο που κοί­τα­γε στον κή­πο με τις κλη­μα­τα­ριές
το ομι­λη­τι­κό πεύ­κο, την εξη­με­ρω­μέ­νη δε­ντρο­γα­λιά
τις κουρ­τί­νες που έκρυ­βαν τα όνει­ρα από τον κό­σμο
τη χει­ρο­ποί­η­τη βι­βλιο­θή­κη με την ξε­χαρ­βα­λω­μέ­νη σο­φία
που μας βο­ή­θη­σε όμως να βρού­με το νό­η­μα της αυ­γής
γύρ­να πί­σω εσύ του­λά­χι­στον
να δεις ό, τι η μέ­ρα πλή­ρω­σε ακρι­βά στη νύ­χτα
λύ­τρα με­ρο­κά­μα­τα αί­μα­τος στη μέ­ση του δρό­μου
ν΄ ακού­σεις ξα­νά εκεί­νη την πα­λιά μου­σι­κή
των κί­τρι­νων φύλ­λων που πέ­φτουν
κι ακου­μπούν στη σι­γή
να βρεις το πα­λιό τε­τρά­διο με τις εκ­θέ­σεις
τα άλυ­τα προ­βλή­μα­τα της αριθ­μη­τι­κής
και της γε­ω­με­τρί­ας της έκτης δη­μο­τι­κού
να προ­σθέ­σεις ξα­νά το ένα στο μη­δέν
ν΄ αφαι­ρέ­σεις από τη ζωή την τρέ­λα

γύρ­να πί­σω στην κοι­νό­χρη­στη αυ­λή
κι άσε με εμέ­να στον ου­ρα­νό.

                3

Το πιά­νο τε­λι­κά δεν ανέ­βη­κε στον ου­ρα­νό
ού­τε βλέ­πω το μο­νο­πά­τι να φέγ­γει στις λί­μνες
στα που­λιά ή έστω να θυ­μί­ζει λί­γο δά­σος
όταν η έρη­μος κα­πνός φό­βοι και μαύ­ρα φύλ­λα
όταν έρη­μος ή χιό­νι κα­τε­βαί­νει πά­νω μας
να σβή­σει ορι­στι­κά κα­νό­νες, των πα­θών
όλα τα ίχνη, να σκε­πά­σει τα φι­λιά, προ­θέ­σεις –
με τα χρό­νια τα ενύ­πνια οι πε­ρι­πλα­νή­σεις
σε πό­λεις ένα­στρες κι αψευ­δείς μας έδω­σαν όμως
τους ρυθ­μούς για μια ζωή που θέ­λη­σε απ΄ την αρ­χή
να γί­νει λέ­ξη κύ­μα ένας στο­χα­σμός κα­θή­κον
στην άκρη του και­ρού, ναι εκεί που το φως αρ­χί­ζει

να δια­βά­ζει τις αλή­θειες, να μα­θαί­νει γράμ­μα­τα
πά­νω στο σώ­μα μας, στο αλ­φά­βη­το πα­ρόν μας.

4

Το πιά­νο τε­λι­κά
δεν ανέ­βη­κε στα χρώ­μα­τα του απο­γεύ­μα­τος
ού­τε ο σω­στός και­ρός ακού­μπη­σε τα φύλ­λα
τα σχέ­δια της γης
από τα πα­λιά τε­τρά­δια ήρ­θε μό­νο αυ­τή η αύ­ρα
της ηλι­κί­ας που πρό­λα­βε να ξο­δευ­τεί
πριν να γί­νει πρό­ο­δος ή σκο­πός
ό, τι μας δό­θη­κε άλ­λω­στε ως εύ­νοια τω συ­νειρ­μών
αυ­τού του μή­να ήταν
ή μάλ­λον εί­ναι η φα­ντα­σμα­γο­ρία
που μας υπο­σχέ­θη­κε τό­σο άδο­λα η Σα­γκάη –
σι­νιά­λα, ιδε­ο­γράμ­μα­τα στη μέ­ση των ενιαυ­τών
ένα μυ­στή­ριο που θα ξε­δια­λύ­νου­με κά­πο­τε μό­νοι μας
εκεί στην άκρη της νύ­χτας
όπως εί­ναι φέ­ρ’ ει­πείν η ακρι­βής ση­μα­σία
αυ­τής της συ­γκε­κρι­μέ­νης νου­θε­σί­ας
που ακό­μη φω­σφο­ρί­ζει
μέ­σα στην αχλύ του χει­μώ­να, δη­λα­δή «πλει­στά­κις».

                5

Το πιά­νο τε­λι­κά δεν ανέ­βη­κε στα χρώ­μα­τα
του απο­γεύ­μα­τος, ού­τε ο σω­στός και­ρός
σε πή­ρε κο­ντά του, στα σχέ­δια της γης η προ­φη­τεία
να θέ­λει τώ­ρα να σου τα πει όλα: εκ­δί­κη­ση –
από τα πα­λιά τε­τρά­δα έρ­χε­ται μό­νο αυ­τή
η αύ­ρα της ηλι­κί­ας που πρό­λα­βε να ξο­δευ­τεί
πριν να γί­νουν όλα όνει­ρα λέ­ξεις, οι θο­λές
ει­κό­νες προ­σπα­θώ­ντας για λί­γη θά­λασ­σα – τώ­ρα
σε πα­ραλ­λή­λους άγνω­στους, σε τρο­πι­κούς κα­μέ­νος
χω­ρίς φώ­τα, με τρύ­πια αε­ρο­πλά­να, άο­πλος
θα νο­σταλ­γή­σω έκ­στα­ση μα θα ’χω το λαι­μό σου
τι θες από μέ­να, τι άλ­λο θέ­λεις από μέ­να;

Σι­νιά­λα ιδε­ο­γράμ­μα­τα, μα­θή­μα­τα πά­θους
εξαί­σια δώ­ρα – ημί­φως, εί­σαι στην Αθή­να

Τι μου είπε ένας άστεγος

Κα­τα­λα­βαί­νω
ότι δεν μπό­ρε­σα να φτά­σω
ως το τέ­λος αυ­τής της μέ­ρας
παρ΄ όλες τις προ­σπά­θειές μου
και μπή­κα σε άλ­λο βα­γό­νι
κι άλ­λα­ξα αμέ­σως επο­χή και χρό­νο
— πού άρα­γε να βρί­σκο­μαι σή­με­ρα
μοιά­ζει με γει­το­νιά του Ρό­τερ­νταμ
ή του Ντόρ­τμουντ ή μή­πως
εί­μαι ακό­μη στον δι­κό μου το σπί­τι
και δια­βά­ζω τώ­ρα από την αρ­χή
ό,τι έγρα­φα συ­στη­μα­τι­κά
τον προη­γού­με­νο αιώ­να μάλ­λον
νο­μί­ζο­ντας μά­λι­στα την ίδια στιγ­μή
ότι νυ­χτώ­νει και ξη­με­ρώ­νει
μέ­σα σε δέ­κα δευ­τε­ρό­λε­πτα
το πο­λύ.

Πηγή: www.hartismag.gr

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com