Τάκης Καλμούχος, Η Κατοχή, λάδι σε καμβά 1942
Το πρόσωπο της γυναίκας που κρατά στα χέρια της το άψυχο σώμα έχει την πετρωμένη απάθεια που επιφέρουν κάποια στιγμή τα αλλεπάλληλα πλήγματα της μοίρας. Και γύρω της το αγόρι που φοβάται και κρύβεται, το κορίτσι που αποστρέφει το βλέμμα φέρνοντας τα χέρια στο πρόσωπο, ο μαχητής, η αιμόφυρτη κοπέλα, η έκρηξη, η σβάστικα.
Μια ελληνική, εξπρεσιονιστική Γκερνίκα, μια εντυπωσιακή ελαιογραφία του ζωγράφου Τάκη Καλμούχου με τίτλο «Η Κατοχή», που εκτίθεται αυτόν τον καιρό στην έκθεση-αφιέρωμα που οργάνωσε η τεχνοκριτικός Ίρις Κρητικού στη Δημοτική Πινακοθήκη της Αίγινας. Το έργο φιλοτεχνήθηκε το 1942, όταν ο ζωγράφος ζούσε στο νησί δίπλα-δίπλα με τον φίλο του Νίκο Καζαντζάκη. Παρεμφερή έργα του εκείνης της εποχής χάθηκαν και διατηρήθηκαν μόνο σε φωτογραφίες.
Ώρα να ανακαλύψει κανείς έναν καλλιτέχνη που ήταν εν ζωή πιο γνωστός ως γραφίστας, από τη δουλειά του για τον εκδοτικό οίκο Κέδρο ή την καπνοβιομηχανία Παπαστράτος. Στην έκθεση πρωτοστατούν οι ακουαρέλες του με αιγαιοπελαγίτικα και αιγινήτικα τοπία γεμάτα κυβιστικούς απόηχους, το πάλλευκο της πέτρας, το σταχτοπράσινο της φιστικιάς, λίθοι και πλίνθοι και κέραμοι ευτάκτως ερριμμένα. Είχε γεννηθεί στο Άργος το 1895, είχε σπουδάσει στην Αθήνα, είχε ζήσει χρόνια στην Αλεξάνδρεια και είχε επιμεληθεί καλλιτεχνικά την πρώτη έκδοση των Απάντων του Καβάφη, είχε περάσει από το Βερολίνο, είχε γνωρίσει τον Καζαντζάκη στην Κρήτη και είχε αποσυρθεί μαζί του στην Αίγινα. Ένας κοσμοπολίτης χωρίς στόμφο. Το έργο του βρίσκεται σήμερα στην κατοχή ενός Αλεξανδρινού, του γκαλερίστα Πέτρου Δουμά-Χαλκούση που έκανε τώρα εφικτή αυτή την έκθεση.
H «Κατοχή» και οι ρίζες της μνήμης
Ογδόντα χρόνια μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου τίθεται για άλλη μια φορά στη Γερμανία το ζήτημα της ενοχής και της ευθύνης, της μνήμης και της συμφιλίωσης. Ο πίνακας «Η Κατοχή» αναμοχλεύει ένα αποτρόπαιο παρελθόν και με τους συνειρμούς που προκαλεί καταδεικνύει τις βαθιές ρίζες της μνήμης μέσα μας. Ξαφνικά θυμάμαι τη μαμά να διηγείται ότι οι Γερμανοί στρατιώτες που έκαναν περιπολίες στο νησί ψιθύριζαν πίσω απ’ τις κοπέλες που περνούσαν «φίκι, φίκι». Θυμάμαι τον μπαμπά να εξιστορεί πώς οι Γερμανοί δεσμώτες έμπηγαν τσουγκράνες στο σανό για να εντοπίσουν κρατούμενους που προσπαθούσαν να δραπετεύσουν από το στρατόπεδο του Λάτσεντορφ. Αφηγήσεις χωρίς μένος και οργή, με την απάθεια που επιφέρουν κάποια στιγμή η συσσωρευμένη εμπειρία και η αναπόφευκτη απόσταση. Συγγνώμη μπορεί να υπάρξει, λήθη ποτέ. Δεν μας την επιτρέπει το διυλισμένο βίωμα των παλιών που έχει κατακαθίσει στη συνείδησή μας. Αλλά δεν μας την επιτρέπει ούτε η τέχνη.