Η μελέτη του έργου του Κωστή Παλαμά

Αν ο Παλαμάς δεν ανήκει σαν αληθινός ποιητής στη σφαίρα του αιώνιου, όλα τα άλλα αγαθά του θα τα σκορπίσουν οι ριπές του χρόνου. Μόνο η ποιητική του ουσία θα τον σώσει ακέριο και θα διατηρήσει πάντα νέο, απάνω από τον τρεχούμενο καιρό, το έργο του.

by Times Newsroom

ΚΑΤΟΠΙΝ από τη θριαμβευτική προπομπή, όπου σμίξανε μαζί με τους θαυμαστές, και οι αρνητές και οι δίγνωμοι, σε μια κοινήν εθνική και πνευματική συγκίνηση, δε θα περάσει πολύς καιρός και θα ακουσθούν λόγοι πιο ψύχραιμοι και πιο αυστηροί για να υποβληθεί ο ποιητής ξανά στην αδιάκοπη δοκιμασία της ιστορίας. Πολλοί σωπαίνανε περιμένοντας από σεβασμό το θάνατό του. Τώρα όμως, ή και σε λίγους μήνες θα είναι η ώρα να πουν το λόγο τους. Βλέπομε τις συζητήσεις να έρχονται και να πληθαίνουν γύρω μας, και κάνομε την ευχή να είναι υψηλές και γόνιμες και να κρατήσουν το ήθος που κατόρθωσε να προσδώσει ο Παλαμάς ο ίδιος σε όλους τους πνευματικούς του αγώνες. Θα έπρεπε να ευχηθούμε με νέους τρόπους να φανερωθεί και ν’ αρχίσει και η κατάφαση. Φοβάμαι όμως πως τον περισσότερο χώρο θα τον καταλάβουν οι παλιές επικρίσεις. Το πνευματικό μας κλίμα τις γεννάει σαν αναγκαστικά και θα τις προβλέπαμε με βεβαιότητα και αν ακόμα ποτέ δεν είχαν φανερωθεί ώς τώρα.

Ίσως να μην είναι άσκοπο να αφήσουμε να παρελάσουν μπρος μας οι απόψεις, οι πιο γνωστές ώς τα τώρα, που σε λίγο θ’ αρχίσουν να συγκρούονται με τον όγκο του παλαμικού έργου και της παλαμικής προσωπικότητας. Παραμερίζομε τις βιογραφικές, τις γλωσσολογικές, τις κοινωνιολογικές μελέτες που μπορεί να είναι χρήσιμες, δεν προσθέτουν όμως τίποτε στην αξία του Παλαμά. Μπορεί να ’χεις προαγάγει τη γλώσσα, να ’χεις επηρεάσει πνευματικά την εποχή σου χωρίς να ’σαι μεγάλη προσωπικότητα. Πάμπολλα εξωτερικά συναίτια μπορεί να οδηγήσουν σ’ αυτό το αποτέλεσμα. Παραμερίζομε τις μελέτες εκείνες που τον Παλαμά θα τον αντικρύσουν σαν ένα αναγκαστικό γέννημα ταξικών προσδιορισμών και την αξία του εξαρτημένη από την ταξική του τοποθέτηση. Τέτοιες μελέτες ξεκινούν από μια κοσμοθεωρητική βάση που χωρίς ριζικές αλλοιώσεις είναι αναγκασμένη να αγνοήσει κάθε αυτόνομη δημιουργικότητα, κάθε φανέρωση της ανθρώπινης ελευθεριάς.

Περιοριζόμαστε στις καθαυτό καλολογικές κρίσεις για το παλαμικό έργο. Γιατί αυτές ενδιαφέρουν: Είναι ο Παλαμάς ποιητής; Αυτό είναι το μοναδικό πρόβλημα. Άμα λυθεί αυτό, όλα τα άλλα παρουσιάζονται σαν προπαρασκευαστικά. Ύστερα μόνο, άμα αυτό το πρόβλημα καθαρίσει, μπορεί να προχωρήσει κανείς και ς’ ένα ακόμα γενικώτερο: Είναι ο Παλαμάς, δια μέσου του ποιητικού του έργου, μια μεγάλη πνευματική προσωπικότητα;

Θα ακούσομε σε πολλούς τόνους ότι ο Παλαμάς δεν είναι διόλου ποιητής. Κάνα δυο θα επιχειρήσουν με μεγάλην ευσυνειδησία και επιμονή να το αποδείξουν. Προηγούμενα ντοκουμέντα μάς προδιαγράφουν και τη μέθοδο, την άλλωστε ασήκωτα μονότονη και δύσκαμπτη, με την οποία θα ανατμηθεί το παλαμικό έργο από αυτήν τη μερίδα. Είδαμε και τον Κάλβο και το Βαλαωρίτη να γίνονται λειώμα κάτω από αυτόν τον οδοστρωτήρα, που αποτελεί την πιο σοβαροφανή και δασκαλίστικα οργανωμένη παρανόηση της αισθητικής κρίσης. Η μερίδα αυτή ξεκινάει από μιαν αχώνευτη ιδεαλιστική φιλοσοφία, και, καθώς είναι ανίκανη να φτάσει στην καθαρά αισθητική συγκίνηση, καταλήγει σε μια σύγχυση ηθικής και αισθητικής κρίσης, σύγχυση που προ παντός αντιμάχεται η ιδεαλιστική φιλοσοφία. Αλλά το χειρότερο από όλα είναι, ότι με τη μεταμφίεση της φιλοσοφικής λεοντής εξυπηρετείται ένα πρωτόγονο πάθος καταστροφής και άρνησης που είναι δυστυχώς αχώριστο από την ιστορία της ελληνικής ψυχής, σε όλα τα πεδία. Ο Παλαμάς την ξέρει αυτή την τραγική σκιά της όταν λέει: “Οι Ζώιλοι δεν είναι από πλάνη, είναι από μίση”. Θα ’ναι σκόπιμο να παρακολουθήσει κανείς βήμα με βήμα, παίρνοντάς την στα σοβαρά, τη λεπτολόγα τούτη σοφιστεία, ή εάν είναι άσκοπος ένας τέτοιος κόπος, αυτό θα εξαρτηθεί από την επίδραση που μια τέτοια διαβρωτική σκέψη θα κατορθώσει να ασκήσει επάνω στους νέους. Στην ουσία της μια τέτοια δουλειά θα ’χει μόνο μιαν επίκαιρη παιδαγωγική σημασία.

Θ’ ακούσομε πως ο Παλαμάς δεν είναι “γνήσιος” ποιητής. Με τέτοια συνθήματα καλύπτουν οι άνθρωποι τα κενά της σκέψης τους και βολεύονται παίρνοντας μια θέση απέναντι στον ποιητή, εκεί που χωρίς αυτά δεν θα ήξεραν τι να ομολογήσουν.

Ψάχνοντας και ρωτώντας πληροφορούμαστε πως ο γνήσιος ποιητής αντλεί την έμπνευσή του απευθείας από τη ζωή, ενώ ο μη γνήσιος, σαν τον… Παλαμά, την αντλεί από τα βιβλία. Όποιος βάζει από τη μια μεριά τη ζωή κι από την άλλη το βιβλίο, δηλαδή την πνευματική ενατένιση της ζωής, δείχνει πρώτα πως δε νιώθει πως το βιβλίο, σαν πνευματική ενατένιση της ζωής, είναι κατεξοχήν πηγή ζωής, η ζωή σε μια πυκνότατη έκφρασή της· ύστερα δείχνει πως και τη ζωή δε τη ζει ταυτόχρονα σαν συνείδηση ζωής, δηλαδή με την πολλαπλάσια έκταση που δίνει η συνείδησή της. Κοινά πράγματα, βέβαια, αυτά. Αλλά πώς με αξιόλογους στοχασμούς να αντικρούσομε τέτοια κούφια γενικά αποφθέγματα;

Αλλά και αν μπορούσαμε να πάρομε στα σοβαρά μια τέτοια διαστολή, είναι πέρα για πέρα ψέμα πως ο Παλαμάς δε ζει αμεσώτατα τη ζωή την ίδια και πως αυτή η βίωση δεν είναι φανερή σε όλο του το έργο. Δεν είναι βέβαια ανάγκη να είσαι ήρωας εκκεντρικών περιπετειών για να ζεις τη ζωή σου. Τη ζωή τη βαθύτερη τη ζούμε μέσα μας, χωρίς κανείς να το μαθαίνει ποτέ. Μερικοί καλοπροαίρετοι προθυμοποιούνται να κάνουν εξαιρέσεις για τον “Τάφ. Επιτέλους εκεί παρουσιάζεται ένα γεγονός που είναι βέβαιο πως το έζησε και το τραγούδησε ο ποιητής. Ενώ αλλού… αλλού μιλάει για την Πόλη χωρίς ποτέ να την έχει δει, μιλάει για τους Γύφτους, χωρίς να ’χει ζήσει τη γύφτικη ζωή. Από βιβλία τα ξέρει όλα αυτά. Και επειδή τα ξέρει από βιβλία γι’ αυτό δεν τα ’χει ζήσει. Αλλά η ζωή είναι πολύ συνθετώτερη και η ψυχή που ζει τη ζωή έχεις τρόπους, διεισδύσεις και φωτισμούς που οι αφελείς αυτοί ούτε τους φαντάζονται.

Ας αρχίσομε όμως από ψηλότερα.. Μου είναι εντελώς αδιάφορο από πού ο ποιητής αντλεί την έμπνευσή του, όπως μου είναι αδιάφορο από τι δοχείο αντλεί ο ζωγράφος τη μπογιά του· αρκεί το έργο που θα γίνει να έχει αισθητικό νόημα, και αυτό είναι στην τέχνη ζωή, όπως η ορθή λογική κρίση είναι η ζωή του θεωρητικού λόγου. Το νόημα για να είναι αισθητικό πρέπει να είναι καίριο, να εκφράζει κάτι απόλυτα συγκεκριμένο, τόσο συγκεκριμένο, όσο είναι κάθε τι αισθητό, γιατί το αισθητικό πρέπει να ’ναι και αισθητό. Αλλά στη συγκεκριμένη του αυτήν υπόσταση σημαίνει και κάτι απόλυτα γενικό, γιατί το αισθητικό δεν είναι απλώς αισθητό, είναι το απόλυτο νόημα του συγκεκριμένου αισθητού. Όταν κάτι βρίσκεται σ’ αυτό το όριο, όπου απόλυτα συγκεκριμένο και απόλυτα γενικό, απόλυτα αισθητό και απόλυτα νοητό συναντιούνται, τότε κατέχει την καίρια εκείνη οριστική θέση που είναι ο όρος του αισθητικού. Αυτό είναι ζωή στην τέχνη. Δεν έχει σημασία λοιπόν από πού αντλεί κανείς στην τέχνη αλλά τι δημιουργεί, δεν έχει σημασία αν αντλεί από τη ζωή, άμεσα ή έμμεσα, αλλά αν δημιουργεί ζωή. Ούτε το ότι αντλείς από τη ζωή την έμπνευσή σου, σε κάνει αναγκαστικά ποιητή, ούτε το ότι την αντλείς δήθεν από τη μη-ζωή, από το βιβλίο, σε καταργεί από ποιητή. Όλα αυτά είναι πνευματικές αφέλειες που έπρεπε μια για πάντα να σαρωθούν από τις σοβαρές συζητήσεις του τόπου μας.

Σοφότερα ειπωμένη αυτή η επίκριση θα έπρεπε να εκφρασθεί ως εξής: Στο έργο του Παλαμά αισθάνεσαι ότι μεταφέρει αναφομοίωτες ξένες συγκινήσεις. Δεν εκφράζει τον εαυτό του, αλλά ούτε και καμιά ξένη ζωή, γιατί τότε θα ’πρεπε να την είχε κάνει δική του. Εκφράζει τον εξωτερικό φλοιό, τις εκδηλώσεις συγκινήσεων που δεν είναι δικές του. Θα ’θελα να σημειώσω πως ένας εξωτερικός φλοιός δεν εκφράζεται καίρια, χωρίς να είναι η έκφραση μιας απόλυτα συγκεκριμένης ψυχικής κατάστασης. Γι’ αυτό η δεξιοτεχνία δεν αντικαθιστά ποτέ την συγκίνηση. Τα λόγια που δε βγαίνουν από την ψυχή τα χαρακτηρίζει μια ψυχολογική ακυριολεξία και μια πνευματική ασάφεια. Η κατηγορία ότι εμπνέεται από τη ζωή ο ποιητής μεταφράζεται στην ακυριολεξία και τη γενικευτική τυποποίηση του ποιητικού λόγου.. Ο ποιητικός λόγος παύει να είναι καίριος,δηλαδή συγκεκριμένος, δηλαδή προσωπικός. Γίνεται σαν τις φορεσιές τις έτοιμες που ταιριάζουν σε λογής-λογής ανθρώπους.

Τώρα ερχόμαστε στον Παλαμά. Δεν αποκλείεται σε ένα τόσο αχανές έργο να υπάρχουν και τέτοιες στιγμές ακυριολεξίας και κακής γενίκευσης. Αλλά τα έργα μετριένται από τις κορυφές τους και όχι από τις πτώσεις τους. Μετριένται από τη συνολική τους φυσιογνωμία και όχι από τα λάθη τους που μιας δεύτερης ποιότητας φιλισταϊκή κριτική και αρνητική ευσυνειδησία είναι τόσο εύκολο να αραδιάσει θριαμβολογώντας. Φαντασθήτε αν κρίναμε τον Ντάντε, το Μίλτονα, τον Ουγκώ, το Γκαίτε από τις ώρες της αδυναμίας τους. “Τα μεγάλα ποτάμια”, μου ’λεγε πάντα ο Παλαμάς, “σέρνουν μαζί τους λάσπη πολλή, σάπια ξύλα, σκουπίδια: δεν παύουν να είναι μεγάλα ποτάμια”. Το εικοσάτομο παλαμικό έργο θα το κρίνομε από τις κορυφές του. Δεν πρόκειται βέβαια εδώ να μπούμε σ’ αυτήν την κριτική· χαράζομε μόνο τις κατευθύνσεις που η κριτική αυτή οφείλει να πάρει, αν θέλει να είναι πνευματική, τίμια, σοβαρή.

Ένα μόνο συγκεκριμένο παράδειγμα θέλομε να αναφέρομε, έν’ από τα πολλά που θα μπορούσαμε ν’ αναφέρομε: Ο ποιητής που ανακάλυψε το μέτρο και το ρυθμό του Δωδεκάλογου βρήκε μιαν απόλυτα συγκεκριμένη και ειδική έκφραση. Αυτός ο ρυθμός και έτσι μόνος του φανερώνει μιαν ανεπανάληπτη, απόλυτα προσωπική θέση. Γιατί ο ρυθμός δεν είναι μέσο έκφρασης, είναι το εκφραζόμενο νόημα το ίδιο. Αλλά και αν δεν είταν αυτό, ένας τόσο καίριος τρόπος έκφρασης δε δανείζεται, δε βρίσκεται παρά στην πηγή μιας απόλυτα προσωπικής συγκίνησης, μιας συγκίνησης όπως λεν, πηγαίας. Σταματώ εδώ για να μην προχωρήσω στον τύπο του Γύφτου, καθώς τον προσδιορίζει ο ρυθμός του Δωδεκάλογου, για να να μην προχωρήσω από ποίημα σε ποίημα, γεννώντας τουλάχιστο την υπόνοια σε μερικούς πως η κατηγορία ότι ο Παλαμάς δεν είναι πηγαίος ποιητής, αλλά δανείζεται έτσι ξώπετσα τα θέματά του από τα βιβλία, οφείλεται στο ότι ο Παλαμάς είναι τέτοιος, αλλά στο ότι πολλοί κριτικοί του, έχουν έναν πολύ στενό ψυχικόν ορίζοντα, συγκινούνται και ζουν λίγα σημεία της ζωής, και με την αφελή τους αυτοπεποίθηση νομίζουν πως κάθε συγκίνηση που κείται μακρύτερα από τον ορίζοντά τους βρίσκεται μόνο από βιβλία. Δυστυχώς δε φτάνει να μπορεί ο ποιητής να ζήσει και να εκφράσει μια συγκίνηση, χρειάζεται και να μπορεί να τη συζήσει και ο αναγνώστης. Και είναι εύκολο βέβαια να συγκινούμαστε για το θάνατο ενός μικρού παιδιού, εύκολο για μιαν ερωτική απογοήτευση, αλλά άλλα, όχι σπουδαιότερα όμως πιο πνευματικά, γεγονότα ανακύπτουν σε λιγότερες ψυχές.

Συγγενική μ’ αυτήν την κατηγορία είναι πως ο Παλαμάς είναι ρητορικός. Αν είχα περιθώριο να αναπτύξω το θέμα πλατύτερα, θα ήθελα να δείξω πως η ρητορεία γενικά δεν είναι κατηγορία· κατηγορία είναι η κούφια ρητορεία : Λόγια φανταχτερά που δεν παρακολουθούνται από ανάλογους ψυχικούς σεισμούς ή και λόγια που παρουσιάζουν μ έμφαση μια καθαρή λογική επιχειρηματολογία. Το δεύτερο, που το συναντούμε στο γαλλικό θέατρο και στη γαλλική ποίηση, δε γεννιέται ζήτημα, πως στον Παλαμά δεν υπάρχει. Πουθενά δεν θυμάμαι στην παλαμική ποίηση ένα λογικόν ειρμό· παντού υπάρχουν διακομμένες και μάλλον ασύνταχτες σειρές από ψυχικές καταστάσεις. Αλλά μήπως υπάρχει το πρώτον; Ασφαλώς υπάρχει. Σ’ έναν ποιητή με ένα τόσο πλούσιο φραστικό όργανο θα ’ταν απίθανο να μην υπήρχε. Το ίδιο συμβαίνει με τον Shelley, τον Swimburne, το Λαμαρτίνο, τον Βινιύ, τον Καρντούτσι, χωρίς να παύουν όλοι αυτοί να είναι μεγάλοι ποιητές. Αλλά είναι μεγάλοι και αυτοί και ο Παλαμάς γιατί, κοντά σ’ αυτή την αδυναμία και σαν δεμένη μ’ αυτή, υπάρχει η δύναμη του “υψηλού λόγου”, του λόγου που λάμπει από την εσωτερική του δύναμη, από τη ρητορεία του πάθους, με άλλους λόγους, από τη λαμπηδόνα, από το μεγαλείο του πάθους, από την υπερήφανη ευγένεια του αισθήματος και γενικώτερα του αντικρύσματος της ζωής· από τη συνείδηση της μεγαλοσύνης μερικών στιγμών της, όπως η στιγμή της προσευχής του Βουλγαροκτόνου και της άρνησης του Γύφτου, όπως η στιγμή τόσων και τόσων μικρότερων σε έκταση ποιημάτων.

Από αντίδραση κατά του ρομαντικού ρητορισμού ή και του παρνασσισμού αγαπήσαμε τους χαμηλότερους τόνους, την ποίηση την intime, τη νιώθουμε πιο πρόσφορη για να υποβάλλει και προτιμούμε την υποβολή από την επιβολή, τον υποβλητικό από τον επιβλητικό λόγο. Ας είναι. Υπάρχουν άνθρωποι που είναι σε θέση να ζήσουν και τους δυο αυτούς ποιητικούς τρόπους, που ο καθένας τους αυτός καθ’ αυτόν, δεν είναι αξιώτερος του άλλου. Ο Παλαμάς, λένε, είναι ρητορικός. Ποιος Παλαμάς; Ο Παλαμάς των Παθητικών Κρυφομιλημάτων; Ο Παλαμάς των Νυχτών του Φήμιου; της Φοινικιάς; Βέβαια όχι. Ο Παλαμάς μέσα στην ελληνικώτατη πρωτεϊκή πολυμορφία της ψυχής του, διαθέτει τα όργανα και για το υποβλητικό και για το επιβλητικό τραγούδι. Το υποβλητικό του τραγούδι, γεμάτο αποσιωπήσεις, ψιθυριστό, ήσυχο, λιγόλογο, αποσπασματικό. Το επιβλητικό του χειμαρρώδες, πολύλογο, πλατύ, πομπικό, βραχύ. Στις καλές του ώρες, – και είναι πολλές, είναι οι περισσότερες, αλλά και λίγες αν είταν το ίδιο θα ίσχυε ο Παλαμάς στο επιβλητικό του τραγούδι έχει την καλή ρητορική τού υψηλού λόγου, της υψηλής θέας και της βαθιάς συνείδησης, της επισημότητας της ζωής. Όποιοι δεν έχουν αντένες για να συλλάβουν τέτοια ρεύματα ακούν μόνο την τυμπανοκρουσία ενός λόγου μ’ ένα περιεχόμενο γι’ αυτούς ασύλληπτο και τότε, με το μετρημένο ύφος της αυτοκυριαρχημένης δήθεν εκ βαθέων κρίσης, μιλούν περί ρητορείας και ρητορισμού και δακτυλοδεικτούν ως παραδείγματα ποιητές που χωρίς να είναι ούτε καλύτεροι ούτε χειρότεροι, αλλά μόνο διάφοροι, εκφράζουν ανάλογες, όχι βέβαια ίδιες, ψυχικές καταστάσεις με λιτώτερα εκφραστικά μέσα. Αλλά αυτό δεν είναι σοβαρή κριτική. Είναι διαστροφή του αισθητικού κριτηρίου, είναι στένεμα του ποιητικά ωραίου, είναι πνευματική και αισθητική φτώχεια.

Ο Παλαμάς δεν είναι πηγαίος ποιητής, δεν είναι γνήσιος ποιητής, είναι ρητορικός ποιητής: Όποιες ποικίλες διαμορφώσεις και αν πάρει η μελλοντική αρνητική κριτική θα πλανάται γύρω από αυτά τα συνθήματα. Γι’ αυτό τα σημειώσαμε προληπτικά, για να τα προσέξει και να τα ζυγιάσει από τώρα ο απροκατάληπτος μελετητής. Το έργο του ελέγχου αυτού δεν είναι εύκολο.

Ο Παλαμάς έχει ένα μεγάλο μειονέκτημα: Έγραψε πολλά. Δεν ξέρετε τι βολικό είναι για τον κριτικό να κρατάει στο χέρι ένα λαφρύ τομάκι και μέσα σ’ αυτό να μπορεί να εποπτεύει ολόκληρη την προσωπικότητα ενός ποιητή. Δεν ξέρετε πόσο δύσκολο είναι, πελαγοδρομώντας μέσα σε είκοσι τόμους, να μπορείς να στέκεις αδιάκοπα στο σημείο όπου, διατηρώντας μια καθολική εποπτεία, ζεις την προσωπικότητα του ποιητή σαν ενότητα. Δύσκολο και κουραστικό. Εκείνοι που μελέτησαν ολόκληρο τον Παλαμά είναι λίγοι, λίγοι και από εκείνους που γράψανε για το έργο του. Είναι θλιβερό να το λέει κανείς αυτό, όμως είναι ολοφάνερο. Έτσι ο κάθε κριτικός ή τη μια ή την άλλη όψη του πολύμορφου έργου του την αγνοεί και καταντάει φυσικά άδικη η κρίση.

Ύστερα, με τη βοήθεια της τεμπελιάς υποβόσκει σε πολλών τη συνείδηση η αντιπάθεια για τον ποιητή που μπόρεσε να γράψει πολλά ποιήματα. Άλλωστε κάθε τι που αισθανόμαστε πως δεν θα το κατορθώναμε οι ίδιοι μας ενοχλεί. Στον πολύγραφο ποιητή εύκολα κολλάει η κατηγορία του πολυλογά, του ρήτορα. Τέλος πάντων δε μπορεί κανείς να έχει τόσο συχνά γνήσιες εμπνεύσεις, αφού εγώ δεν μπορώ – λέει υποσυνείδητα ο κοινός άνθρωπος, που δεν αποκλείεται να παρουσιάζεται σα σπουδαίος κριτικός. Άρα και ο Παλαμάς για να γράψει τόσα, δεν έγραψε από γνήσια έμπνευση, έγραψε μηχανικά, είταν ένας ταχυδακτυλουργός, ένας “βιρτουόζος” του στίχου. Ας προσέξουν οι μελλοντικοί μελετητές του Παλαμά, μήπως, πίσω από πολλές σοβαροφανείς κριτικές, υποκρύπτονται αυτές οι υποσυνείδητες ψυχικές αντιδράσεις, που μοιραία τις προκαλεί ένα καταθλιπτικό σε όγκο και σε ποικιλία έργο, ένα έργο που δύσκολα καταχτιέται και μάλιστα στην εσώτερη πνευματική του ενότητα. Είναι βολικό να αρνιέσαι εκείνο που δυσκολεύεσαι να καταχτήσεις, και ευκολύνουν να ξεγλυστρήσεις με την ασάφειά τους οι επιφυλάξεις μέσα από ένα έργο που δεν είναι βολετό έτσι στο ποδάρι να το κάνεις δικό σου.

Γι’ αυτούς τους λόγους δε θ’ αργήσομε ν’ ακούσομε και να διαβάσομε πάλι πως ο Παλαμάς δεν είναι πηγαίος, δεν είναι γνήσιος ποιητής· γι’ αυτούς τους λόγους και ακόμα γιατί η κριτική που κυνηγάει τη νόηση του ωραίου θέλει κότσια πολύ πιο γερά από εκείνη που, μάλιστα μέσα σ’ ένα τόσο εκτεταμένο έργο, επιδίδεται στην τυμβωρυχία των ελαττωμάτων. Θα ακούσομε και άλλες, χειρότερης ποιότητας, κρίσεις, όπως ότι ο Παλαμάς έχει βαθιές σκέψεις μα η γλώσσα του είναι ελεεινή· θ’ ακούσομε, πιστεύω και ελπίζω, και άλλες καλύτερα. Πάντως θαρρώ πως οι πιο συνηθισμένες επικρίσεις θα ’ναι αυτές που ανάφερα και, ομολογώ, δε βλέπω πως θα αποδώσουν κάτι αξιόλογο για τον πνευματικό μας ανυψωμό.

Ο Παλαμάς έδωσε στην κριτική της νεοελληνικής λογοτεχνίας μιαν εξαιρετικά σημαντική ώθηση. Τοποθέτησε και αποκάλυψε όλους σχεδόν τους σημαντικούς εκπροσώπους της. Δυστυχώς δε μπορεί οι σημαντικώτατες μελέτες που έκανε για το ίδιο του το έργο ν’ αντικαταστήσουν το έργο που πρέπει τρίτοι να εκτελέσουν. Έτσι καταντάει αυτός ο ποιητής που λιγότερο καλά κρίθηκε από όλους τους άλλους του καιρού του. Σε όσους θα ήθελαν να επιδοθούν σ’ αυτό το χρήσιμο έργο, εγώ παίρνω το θάρρος, επειδή μια φορά τον πέρασα κουτσά στραβά αυτόν το δρόμο, να τους συστήσω να μη βιαστούνε. Ας συσσωρευτούν επικρίσεις και επιθέσεις· το έργο του Παλαμά, αν αλήθεια είναι όπως το πιστεύομε, τίποτα δεν έχει να πάθει απ’’ αυτές. Οι βιαστικές απαντήσεις θα κατεβάσουν το επίπεδο της συζήτησης και αξίζει, για χάρη του Παλαμά του ίδιου, να το κρατήσομε όλοι μας ψηλά σαν και αυτόν τον ίδιο. Πρώτα να συζήσουν με αυτό το έργο ένα διάστημα, να διαποτιστούν απ’ αυτό, να γίνουν οι ευπαθέστατοι δυνατοί δέκτες· να το διαβάσουν όλο και τόσες φορές ώστε να το συγκρατήσουν και να το συναιρέσουν μέσα τους σα μια ενιαία βίωση, και ύστερα μονάχα να επιχειρήσουν να το ανασυγκροτήσουν κριτικά μέσα στο χώρο της αισθητικής νόησης. Γι’ αυτό δεν πρέπει να ξεκινήσουν ως αντίθεση των αρνητικών κρίσεων που θα γραφτούνε, γιατί έτσι θα περιπέσουν σε μιαν ασύνταχτη περιπτωσιολογία. Πρέπει να ξεκινήσουν ως θέση, ως καινούργια θέση και απ’ εκεί προχωρώντας να παραμερίζουν κάθε άποψη που συγκρούεται με το δρόμο τους.

Ειδικώτερα θα ’πρεπε να προσέξουν τη διαλεκτική συγκρότηση της παλαμικής ψυχής, την κίνησή της ανάμεσα σε αντίθετα στοιχεία που αγωνίζονται να ενωθούν και που πραγματικά βρίσκουν την ένωση και την ανάπαυσή τους μέσα στην ωραιότητα. Χωρίς να σταματήσουν σ’ αυτό το γενικό τύπο, θα ’πρεπε να αναζητήσουν τον εντελώς ιδιότυπο και μοναδικό χαρακτήρα του ποιητή μέσα πια σ’ αυτό το γενικώτερο διαλεκτικό πλαίσιο που διαγράψαμε.

Αλλά νομίζω πως επεμβαίνω σε αλλότρια. Ο καθένας θα βρει το δρόμο του καλύτερα από ό,τι εγώ μπορώ σαν τρίτος να του υποδείξω. Ένα ξέρω να πω: Το έργο Παλαμά είναι ακόμα ένα παρθένο δάσος. Αδιάβαστο, αμελέτητο, αναφομοίωτο. Τώρα που ανέκκλητα τελείωσε πρέπει να δουλευτεί, να διοχετευθεί βαθύτερα στην εθνική συνείδηση και να συνεχισθεί η δημιουργική του παρουσία μέσα μας· και στην ψυχή κάθε παιδιού που ανήκει στη φύση μας και στην ιστορία μας.

Αλλά, προς Θεού! όχι με περιφερειακές έρευνες. Ούτε η ιστορική θέση του Παλαμά ούτε η ηθική και η φιλοσοφική του διδασκαλία, ούτε η γλωσσοπλαστική του επίδραση είναι το κύριο. Το κύριο είναι ο Παλαμάς ποιητής. Αν ο Παλαμάς δεν ανήκει σαν αληθινός ποιητής στη σφαίρα του αιώνιου, όλα τα άλλα αγαθά του θα τα σκορπίσουν οι ριπές του χρόνου. Μόνο η ποιητική του ουσία θα τον σώσει ακέριο και θα διατηρήσει πάντα νέο, απάνω από τον τρεχούμενο καιρό, το έργο του.

  • Πρώτη δημοσίευση: “Πειραϊκά ΓΡΑΜΜΑΤΑ”. Μηνιαίο Λογοτεχνικό Περιοδικό. Διευθυντές – Ιδιοκτήτες: Ισιδώρα Καμαρινέα – Κλέαρχος Στ. Μιμίκος. Τόμος τρίτος, τεύχος 3, Μάρτιος 1943
  • Τηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΙ ΕΔΩ:

Κωνσταντίνος Τσάτσος, νομικός, φιλόσοφος και πολιτικός που διετέλεσε πρόεδρος της Δημοκρατίας

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com