“Ποιός θα μας εξηγεί τα μονογράμματα των άστρων;”
Τι έχει άραγε να πει η τέχνη μπροστά στην τρέλα της εποχής μας, μπροστά στους αφηνιασμένους πολέμους; Τι να αντιπαραθέσει όταν τα δρεπανηφόρα επελαύνουν; Σίγουρα όχι πολλά πράγματα, αφού η τρέλα της εποχής είναι και δική της αποτυχία να διαλύσει το σκοτάδι. Και όμως πάντα καμωνόταν ότι πάντα έχει κάτι να πει. Θυμηθήκαμε αυτές τις μέρες τον Χανς Αρπ (1887-1966) που είχε διαπρέψει στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα στη ζωγραφική, τη γλυπτική αλλά και την ποίηση. Γόνος ενός Γερμανού καπνοβιομήχανου και μιας Αλσατής τραγουδίστριας απεχθανόταν τον γερμανικό μιλιταρισμό και γι’ αυτό απέκτησε τη γαλλική υπηκοότητα.
Συνδιαμόρφωσε την καλλιτεχνική πρωτοπορία της εποχής του ως στέλεχος της ομάδας Ο γαλάζιος καβαλάρης στο Μόναχο (1911-3), ιδρυτικό μέλος του νταντά στη Ζυρίχη (1916) και φίλος των σουρεαλιστών στο Παρίσι (1925-9). Η ελεγεία για τον θάνατο του Κάσπαρ, μιας κλασσικής μορφής του γερμανικού κουκλοθέατρου, είναι ένα από τα πιο γνωστά ποιήματα του νταντά. Πρωτοδημοσιεύθηκε το 1920, αλλά σώζεται σε διάφορες εκδοχές και πρωτοτυπεί με την ανάμιξη υψηλών, ρομαντικών και ταπεινών, καθημερινών τόνων. Στην τρέλα της εποχής και του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου το νταντά αντιπαρέθετε τον παραλογισμό και την αισθητική αναρχία. Η ελεγεία για τον Κάσπαρ είναι η παρωδία ενός τυπικού μοιρολογιού που εξελίσσεται γύρω από δύο πόλους: το εγκώμιο του αποθανόντος και την επιβίωσή του υπό τη μορφή μιας συνηθισμένης προτομής στα καθωσπρέπει μικροαστικά σαλόνια.

Πέθανε ο Κάσπαρ
αλί πέθανε ο καλός μας κάσπαρ.
ποιός θα φοράει τώρα το φλεγόμενο λάβαρο στην κοτσίδα του. ποιός
θα γυρίζει τον μύλο του καφέ. ποιός θα δελεάζει την ειδυλλιακή δορκάδα.
στο πέλαγος σκορπούσε σύγχυση στα πλοία με τη λεξούλα
parapluie και την περικοκλάδα φώναζε μελισσοκόμα.
αλί και τρισαλί πέθανε ο καλός μας κάσπαρ. Θεέ και Κύριε
ο κάσπαρ μας νεκρός.
κάρχαροι οδόντες κροταλίζουν στις καμπάνες όταν κανείς
προφέρει το όνομά του εξ ου και αναστενάζω πολλαπλώς
κάσπαρ κάσπαρ κάσπαρ.
ινατί εγένεσο αστέρας ή αλυσίδα εξ ύδατος
εν ανεμοστροβίλω θερμώ ή μαστός μαύρου φωτός
ή πλίνθος διαφανής στο ολολύζον τύμπανο
του πετραίου όντος.
αφυδατωνόμαστε λοιπόν από την κορυφή ως τα νύχια
κι οι νεράιδες κείτονται σχεδόν απανθρακωμένες στις πυρές.
βροντά τώρα πίσω του ηλίου η μαύρη σφαιρίστρα αλλά
κανείς δεν κινεί πια τις πυξίδες και τις ρόδες
στις χειράμαξες.
ποιός θα συντρώγει τώρα με τον αρουραίο στο μοναχικό τραπέζι.
ποιός θα κυνηγά τον διάβολο όταν θα προσπαθεί να πλανέψει τα άλογα.
ποιός θα μας εξηγεί τα μονογράμματα των άστρων.
η προτομή του θα στολίζει τα τζάκια όλων των όντως ευγενών
ανθρώπων αν και μια νεκροκεφαλή θα προτιμούσε άλλη
παρηγοριά και λιγάκι ταμπάκο.