Γράφει ο ΝΙΚΟΣ Χ. ΛΑΓΚΑΔΙΝΟΣ
Ενώ πολλοί πιστεύουν ότι είναι δυνατή η συμφιλίωση και απαραίτητη για τη μακροπρόθεσμη ειρήνη και ασφάλεια στην περιοχή, άλλοι είναι εξαιρετικά δύσπιστοι, ιδίως μετά από δεκαετίες αποτυχημένων ειρηνευτικών προσπαθειών και την πρόσφατη κλιμάκωση της βίας.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι και οι δύο πλευρές έχουν βαθιά ριζωμένες, συχνά αντικρουόμενες, ιστορικές αφηγήσεις για την ίδρυση του Ισραήλ, την καταστροφή (Νάκμπα) για τους Παλαιστινίους, και τη συνεχιζόμενη σύγκρουση. Η αναγνώριση του πόνου και των απωλειών της άλλης πλευράς, χωρίς απαραίτητα να συμφωνούν στις αφηγήσεις, είναι ένα τεράστιο εμπόδιο. Η συσσωρευμένη εμπειρία τραύματος από τη βία, τις απώλειες και τις εκτοπίσεις έχει δημιουργήσει βαθιά δυσπιστία και φόβο και στις δύο κοινωνίες.
Και στις δύο πλευρές, συχνά απουσιάζει η πολιτική ηγεσία που είναι πρόθυμη να κάνει τις απαραίτητες επώδυνες παραχωρήσεις για μια ειρηνική λύση. Η άνοδος ακροδεξιών και εθνικιστικών δυνάμεων σε Ισραήλ και Παλαιστίνη δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την εξεύρεση κοινού εδάφους.
Η διάσπαση μεταξύ της Φατάχ (στη Δυτική Όχθη) και της Χαμάς (στη Γάζα) περιπλέκει την εκπροσώπηση των Παλαιστινίων και οποιαδήποτε ενιαία προσέγγιση προς την ειρήνη.
Η συνεχής επέκταση των ισραηλινών οικισμών στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη θεωρείται από πολλούς ως το μεγαλύτερο εμπόδιο στην εφαρμογή μιας λύσης δύο κρατών και στην δημιουργία ενός βιώσιμου Παλαιστινιακού κράτους.
Πριν λίγες μέρες το Ισραήλ ανακοίνωσε τη δημιουργία 22 νέων εβραϊκών οικισμών στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη, παρά τις απειλές για κυρώσεις. Η υποστηριζόμενη από τη Δύση Παλαιστινιακή Αρχή, που ασκεί περιορισμένη διακυβέρνηση στη Δυτική Όχθη, και η ισλαμιστική οργάνωση Χαμάς που έχει τη βάση της κυρίως στη Γάζα καταδίκασαν την ισραηλινή απόφαση. Ο εκπρόσωπος του Παλαιστινίου προέδρου Μαχμούντ Αμπάς, δήλωσε πως αυτή συνιστά «επικίνδυνη κλιμάκωση», κατηγορώντας το Ισραήλ ότι συνεχίζει να σέρνει την περιοχή σε έναν «κύκλο βίας και αστάθειας». «Αυτή η εξτρεμιστική ισραηλινή κυβέρνηση προσπαθεί με όλα τα μέσα να εμποδίσει την ίδρυση ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους», δήλωσε, καλώντας την κυβέρνηση του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ να παρέμβει
Μήλον της έριδος είναι και η Ιερουσαλήμ που την διεκδικούν και οι δύο πλευρές ως πρωτεύουσά τους. Είναι ένα από τα πιο ευαίσθητα και άλυτα ζητήματα.
Κάτι ακόμα που δεν είναι στην καθημερινή ατζέντα είναι το ζήτημα των εκατομμυρίων Παλαιστινίων προσφύγων που εκτοπίστηκαν το 1948 και το 1967 και σωστά διεκδικούν το δικαίωμα επιστροφής, είναι ένα κεντρικό σημείο διαφωνίας. Ωστόσο το Ισραήλ έχει γνήσιες ανησυχίες για την ασφάλειά του, ενώ οι Παλαιστίνιοι ζουν υπό στρατιωτική κατοχή και επιδιώκουν την ασφάλεια και την ελευθερία τους. Οι δεκαετίες σύγκρουσης έχουν οδηγήσει σε βαθιά δυσπιστία και αποξένωση μεταξύ των δύο λαών. Η έλλειψη αλληλεπίδρασης και η καλλιέργεια στερεοτύπων δυσκολεύουν την κατανόηση και την ενσυναίσθηση. Υπάρχει αμοιβαίος φόβος και δαιμονοποίηση του “άλλου”, που ενισχύεται από την πολιτική ρητορική και τα μέσα ενημέρωσης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο θρησκευτικός φανατισμός και από τις δύο πλευρές περιπλέκει την κατάσταση, καθώς ορισμένοι θεωρούν τη γη ιερή και μη διαπραγματεύσιμη.
Η διεθνής κοινότητα είναι συχνά διχασμένη ως προς την προσέγγιση της σύγκρουσης, με ορισμένες χώρες να τάσσονται υπέρ της μιας πλευράς και άλλες υπέρ της άλλης, ή να επιδιώκουν τη “διαχείριση της σύγκρουσης” αντί της επίλυσής της.
Ρόλος των ΗΠΑ: Ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών ως κύριου διαμεσολαβητή αμφισβητείται συχνά, καθώς πολλοί θεωρούν ότι οι ΗΠΑ είναι μεροληπτικές υπέρ του Ισραήλ.
Υπάρχει δρόμος για συμφιλίωση;
Παρά τα τεράστια εμπόδια, υπάρχουν φωνές και πρωτοβουλίες που επιμένουν στην πιθανότητα και την αναγκαιότητα της συμφιλίωσης. Η συμφιλίωση δεν σημαίνει απαραίτητα λήθη του παρελθόντος, αλλά την αναγνώριση του πόνου, την προσπάθεια για δικαιοσύνη και την οικοδόμηση ενός κοινού μέλλοντος.
Είναι δυνατόν να υπάρξει συμφιλίωση; Υπάρχουν κάποιοι δρόμοι, οι οποίοι όμως προς το παρόν είναι αδιάβατοι. Για ν’ αντιμετωπιστούν οι ρίζες της σύγκρουσης πρέπει να υπάρξει τερματισμός της κατοχής, διασφάλιση των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων, και επίτευξη μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης δύο κρατών ή άλλης μορφής δίκαιης συμβίωσης.
Να υπάρξουν πρωτοβουλίες που θα φέρουν κοντά Ισραηλινούς και Παλαιστινίους σε τοπικό επίπεδο, μέσω εκπαιδευτικών, πολιτιστικών ή κοινωνικών προγραμμάτων, μπορούν να βοηθήσουν στη διάλυση των στερεοτύπων και στην οικοδόμηση σχέσεων. Να γίνει επανέναρξη ουσιαστικών διαπραγματεύσεων με τη συμμετοχή αξιόπιστων διαμεσολαβητών είναι απαραίτητη, αλλά πρέπει να βασίζεται στην ισότητα και στην αναγνώριση των δικαιωμάτων και των δύο πλευρών. Κι εδώ έχει σημασία η συμμετοχή του διεθνούς παράγοντα, που μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο ασκώντας πίεση για την τήρηση του διεθνούς δικαίου και υποστηρίζοντας λύσεις που σέβονται τα δικαιώματα και των δύο λαών. Ένα επίσης σημαντικό στοιχείο που πρέπει να λάβουν υπόψη τους είναι η αναγνώριση των ιστορικών αδικιών και η επανόρθωση, όπου είναι δυνατόν, μπορεί να συμβάλει στην επούλωση των πληγών και στην οικοδόμηση της εμπιστοσύνης.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η συμφιλίωση δεν είναι μια εφάπαξ πράξη, αλλά μια μακρά και επίπονη διαδικασία που απαιτεί συνεχή προσπάθεια, διάλογο, και την προθυμία και των δύο πλευρών να κοιτάξουν πέρα από το παρελθόν και να εργαστούν για ένα κοινό μέλλον. Η πρόσφατη κλιμάκωση της βίας έχει αναμφίβολα κάνει αυτή τη διαδικασία ακόμα πιο δύσκολη, αλλά η ιστορία έχει δείξει ότι ακόμη και οι πιο βαθιά ριζωμένες συγκρούσεις μπορούν τελικά να επιλυθούν μέσω της διπλωματίας, της δικαιοσύνης και της αποφασιστικότητας των λαών.
Τι προοπτική μπορεί να υπάρξει όταν το Ισραήλ επιχειρεί μια κυριολεκτικά γενοκτονία των Παλαιστινίων;
Η διατύπωση “κυριολεκτικά γενοκτονία” αντανακλά μια πολύ σοβαρή κατηγορία, η οποία έχει αναφερθεί από διάφορες πηγές, συμπεριλαμβανομένων οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικών του ΟΗΕ, και ακόμη και στην υπόθεση που εξετάζεται στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ICJ). Είναι σημαντικό να εξετάσουμε τι σημαίνει αυτή η κατηγορία και ποιες προοπτικές δημιουργεί, ή μάλλον, καταστρέφει.
Για να δούμε πώς ορίζεται η γενοκτονία σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την Πρόληψη και την Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας (1948):
Οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πράξεις που διαπράττονται με πρόθεση να καταστρέψουν, εν όλω ή εν μέρει, μια εθνική, εθνοτική, φυλετική ή θρησκευτική ομάδα, ως τέτοια:
Φόνος μελών της ομάδας. Πρόκληση σοβαρής σωματικής ή ψυχικής βλάβης σε μέλη της ομάδας.
Σκόπιμη επιβολή στην ομάδα συνθηκών ζωής που έχουν υπολογιστεί για να επιφέρουν τη φυσική της καταστροφή εν όλω ή εν μέρει. Επιβολή μέτρων που αποσκοπούν στην παρεμπόπιση των γεννήσεων εντός της ομάδας. Δια της βίας μεταφορά παιδιών της ομάδας σε άλλη ομάδα.
Η κρισιμότητα βρίσκεται στην πρόθεση (dolus specialis) να καταστραφεί η ομάδα. Ενώ οι πράξεις βίας, καταστροφής υποδομών, και εκτοπισμού είναι εμφανείς, η νομική απόδειξη της πρόθεσης είναι το πιο δύσκολο και αμφισβητούμενο σημείο.
Οι κατηγορίες κατά του Ισραήλ
Πολλοί υποστηρίζουν ότι οι πράξεις του Ισραήλ στη Γάζα, όπως οι εκτεταμένοι βομβαρδισμοί, ο αποκλεισμός της ανθρωπιστικής βοήθειας, η καταστροφή νοσοκομείων και υποδομών, και ο μεγάλος αριθμός νεκρών και εκτοπισμένων, πληρούν τα κριτήρια της “σκόπιμης επιβολής συνθηκών ζωής που έχουν υπολογιστεί για να επιφέρουν τη φυσική καταστροφή”. Επίσης, αναφορές σε δηλώσεις ισραηλινών αξιωματούχων που θεωρούνται αποδεικτικά στοιχεία “γενοκτονικής πρόθεσης” έχουν κατατεθεί στο Διεθνές Δικαστήριο τη; Χάγης.
Το Ισραήλ απορρίπτει κατηγορηματικά τις κατηγορίες γενοκτονίας, υποστηρίζοντας ότι οι επιχειρήσεις του είναι αμυντικές ενάντια στη Χαμάς, γίνονται σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και ότι λαμβάνει μέτρα για την ελαχιστοποίηση των απωλειών αμάχων (αν και οι επικριτές αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα ή την ειλικρίνεια αυτών των μέτρων). Εάν η κατηγορία της γενοκτονίας, ή ακόμη και η ευρεία πεποίθηση ότι αυτή συμβαίνει, είναι παρούσα, οι προοπτικές για συμφιλίωση καθίστανται εξαιρετικά δυσοίωνες και σχεδόν ανύπαρκτες στο άμεσο μέλλον. Γιατί η γενοκτονία είναι το έσχατο έγκλημα, μια προσπάθεια εξάλειψης ενός λαού. Όταν μια πλευρά πιστεύει ότι η άλλη επιχειρεί την εξάλειψή της, κάθε έννοια εμπιστοσύνης καταρρέει. Η συμφιλίωση απαιτεί έναν ελάχιστο βαθμό εμπιστοσύνης και την αναγνώριση της ανθρωπιάς του άλλου. Η εμπειρία μιας γενοκτονίας, ή ακόμη και η απειλή της, προκαλεί ανεπανόρθωτο τραύμα σε όλη την κοινωνία. Αυτό το τραύμα μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, καθιστώντας την συγχώρεση και τη συνεργασία εξαιρετικά δύσκολη.
Οι Παλαιστίνιοι, και πολλοί στην διεθνή κοινότητα, θα απαιτήσουν δικαιοσύνη και λογοδοσία για τα υποτιθέμενα εγκλήματα. Χωρίς την εκπλήρωση αυτού του αιτήματος, η συμφιλίωση είναι αδύνατη. Η δικαιοσύνη, σε αυτή την περίπτωση, μπορεί να περιλαμβάνει διεθνείς έρευνες, δίκες στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (όπως τα πρόσφατα εντάλματα σύλληψης), και αποζημιώσεις.
Εάν ο στόχος είναι η φυσική καταστροφή μιας ομάδας, τότε η ιδέα της συνύπαρξης σε δύο βιώσιμα κράτη γίνεται ανεφάρμοστη. Πώς μπορεί να υπάρξει ένα βιώσιμο Παλαιστινιακό κράτος όταν ο πληθυσμός του έχει αποδεκατιστεί και η υποδομή του έχει καταστραφεί;
Η πεποίθηση της γενοκτονίας τροφοδοτεί την ακραία εχθρότητα και την αντίσταση. Εάν ο αγώνας γίνεται για την ίδια την ύπαρξη, τότε η πάλη γίνεται ζήτημα επιβίωσης, και κάθε προσπάθεια για συμβιβασμό εκλαμβάνεται ως προδοσία.
Εάν το Ισραήλ κριθεί ένοχο γενοκτονίας, ή ακόμη και αν η διεθνής κοινή γνώμη πειστεί για αυτή, θα αντιμετωπίσει τεράστια διεθνή απομόνωση, κυρώσεις, και πιθανώς παρεμβάσεις. Αυτό θα μπορούσε να αλλάξει τις δυναμικές, αλλά η συμφιλίωση εξακολουθεί να είναι μακρινή.
Προοπτικές
Εάν η κατάσταση στη Γάζα χαρακτηριστεί νομικά και ευρέως ως γενοκτονία, οι προοπτικές αλλάζουν δραματικά από μια “λύση σύγκρουσης” σε μια “μετά-γενοκτονική” κατάσταση:
Το επίκεντρο θα μετατοπιστεί στην καταδίκη των υπευθύνων, την αποζημίωση των θυμάτων και την ανασυγκρότηση. Η διεθνής πίεση για την αναγνώριση ενός Παλαιστινιακού κράτους θα ενταθεί ακόμη περισσότερο, ως ένα μέτρο προστασίας του εναπομείναντος πληθυσμού.
Ακόμη και αν υπάρξει μια μορφή δικαιοσύνης, η διαδικασία επούλωσης του τραύματος και η οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης θα απαιτήσει δεκαετίες, αν όχι αιώνες. Η αποτυχία της διεθνούς κοινότητας να αποτρέψει μια γενοκτονία θα έχει σοβαρές συνέπειες για το διεθνές δίκαιο και τους θεσμούς που έχουν σχεδιαστεί για την πρόληψη τέτοιων εγκλημάτων.
Συνοψίζοντας, η κατηγορία της γενοκτονίας, και πολύ περισσότερο η επιβεβαίωσή της, είναι ένα παιχνίδι που αλλάζει τα πάντα. Αντί να μιλάμε για συμφιλίωση, μιλάμε για την επιβίωση ενός λαού και την ανάγκη για διεθνή δικαιοσύνη. Η προοπτική συμφιλίωσης, στην περίπτωση που ο ένας λαός θεωρεί ότι ο άλλος επιχειρεί την εξόντωσή του, γίνεται πρακτικά μηδενική, μετατρέποντας το ζήτημα από πολιτική διαμάχη σε ύπαρξη ή ανυπαρξία.