Ήταν 7 Μαΐου του 1824 όταν ο Μπετόβεν παρουσίασε για πρώτη φορά την Ενάτη Συμφωνία του στο κατάμεστο βιεννέζικο θέατρο Καίρντνερτορ. Μεταξύ των θεατών που ενθουσιασμένοι παρακολούθησαν την πρεμιέρα ήταν ο Φραντς Σούμπερτ, ο πιανίστας-παιδαγωγός Καρλ Τσέρνι και ο Αυστριακός καγκελάριος Κλέμενς φον Μέτερνιχ. Επρόκειτο για μείζον καλλιτεχνικό γεγονός αφού μετά από δώδεκα χρόνια σκηνικής απουσίας, ο Μπετόβεν επέστρεφε στο πόντιουμ, πλάι στον Μίχαελ Ούμλαουφ. Μάλιστα, ο μύθος λέει ότι ακόμη και μετά το τέλος της συναυλίας, ο Μπετόβεν συνέχισε να διευθύνει και χρειάστηκε η παρέμβαση της σοπράνο Κάρλιν Ούνγκερ για να τον στρέψει προς το κοινό, το οποίο τον αποθέωνε… Την Παρασκευή 28 Ιουνίου, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών τιμώντας την επέτειο διακοσίων ετών από την πρώτη παρουσίαση της Ενάτης, ερμηνεύει την αθάνατη δημιουργία του Μπετόβεν στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού.

Νέεμε Γιάρβι
Τη μουσική διεύθυνση αναλαμβάνει ο διάσημος Εσθονοαμερικανός Νέεμε Γιάρβι. Ο πρώτος τη τάξει αρχιμουσικός από την περίφημη δυναστεία μαέστρων, εγγυάται μία συναρπαστική ανάγνωση του έργου που οδήγησε τη συμφωνική μουσική στα ανώτατα όριά της. Ο Ν. Γιάρβι, άλλωστε, συνδυάζει το υψηλό μουσικό ένστικτο με τη στιβαρή εμπειρία μιας εντυπωσιακής καλλιτεχνικής διαδρομής. Θα είμαστε όλοι εκεί. Σε μια βραδιά φόρο τιμής στα διακόσια χρόνια της σύνθεσης που συνεχίζει να συγκινεί και να αναλύεται με πάθος. Όχι τυχαία, η Ενάτη είναι το έργο – φαινόμενο που ταυτίστηκε με κομβικές στιγμές της Ιστορίας και της Τέχνης. Η σύνθεση, που μέσα κι από τους στίχους του Γερμανού ρομαντικού Φρίντριχ Σίλερ, εκφράζει το όραμα ενός κόσμου αδελφοσύνης κι αγάπης. Διεκδικώντας τη μέγιστη ερμηνευτική απόδοση, με την ΚΟΑ συμπράττουν διεθνώς διακεκριμένοι ερμηνευτές.

Καμίλα Τίλινγκ
Όπως η σοπράνο Καμίλα Τίλινγκ, μια από τις σπουδαιότερες λυρικές φωνές της Σουηδίας και η Γαλλίδα μεσόφωνος Ωντ Εξτρεμό που μεταξύ άλλων έχει χαρακτηρισθεί ως «η Κάρμεν της γενιάς της».

Μπάρι Μπανκς
Ο υποψήφιος για Grammy τενόρος Μπάρι Μπανκς και ο διάσημος μπασο-βαρύτονος Άντριου Φόστερ-Ουίλιαμς. Συμμετέχουν η Χορωδία της ΕΡΤ, η Χορωδία Δήμου Αθηναίων και η Oltenia Philharmonic Academic Choir.

Ωντ Εξτρεμό
Το πρόγραμμα με μια ματιά
ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΑΝ ΜΠΕΤΟΒΕΝ (1770–1827)
Συμφωνία αρ. 9 σε ρε ελάσσονα, έργο 125
ΣΟΛΙΣΤ
- Καμίλα Τίλινγκ, υψίφωνος
- Ωντ Εξτρεμό, μεσόφωνος
- Μπάρι Μπάνκς, τενόρος
- Άντριου Φόστερ-Γουίλιαμς, μπασο-βαρύτονος

Άντριου Φόστερ-Γουίλιαμς
ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
- Νέεμε Γιάρβι
ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ
- Χορωδία της ΕΡΤ, Διδασκαλία – διεύθυνση: Μιχάλης Παπαπέτρου
- Χορωδία Δήμου Αθηναίων, Διδασκαλία – διεύθυνση διεύθυνση: Σταύρος Μπερής
- Oltenia Philharmonic Academic Choir, Διδασκαλία – Διεύθυνση: Svilen Simeonov
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ
- Διακεκριμένη ζώνη 120€
- Ζώνη Α΄ 100€
- Ζώνη Β΄ 70€
- Ζώνη Γ΄ 50€
- Ζώνη Δ΄ 40€
- Ζώνη Ε΄ 35€
- Ζώνη ΣΤ΄ 25€
- Ζώνη Ζ΄ 18€
- Εκπτωτικά εισιτήρια, 20€, 15€
Online αγορά εδώ
Το σχόλιο της Καμίλα Τίλινγκ
Το μέρος της σοπράνο είναι απαιτητικό για τη φωνή, αλλά γεμάτο έμπνευση για το «πνεύμα». Μια συνάδελφος έγραψε στην παρτιτούρα μου τα εξής σοφά λόγια: «Μην μελετήσεις ποτέ αυτό το κομμάτι αν θέλεις να διατηρήσεις τη φωνή σου υγιή». Σύμφωνα με το παραπάνω, σκέφτομαι πάντα την λέξη που τραγουδάμε μαζί: «Χαρά».
Το σχόλιο της Ωντ Εξτρεμό
Έχω ακούσει πως ο Κάραγιαν έλεγε: «αν ακούς πολύ την μεσόφωνο στην Ένατη Συμφωνία του Μπετόβεν, αυτό σημαίνει ότι είναι κακή!». Μου φάνηκε πολύ αστείο και εμπεριέχει μια αλήθεια, καθώς στην Ενάτη, η μεσόφωνος πρέπει πρωτίστως να λειτουργεί υποστηρικτικά στην πολυφωνία. Να εμπλουτίζει τις αρμονίες, να τραγουδάει και να ακούει ταυτόχρονα τις άλλες φωνές, να είναι παρούσα, αλλά χωρίς να χαλάει την αρμονία της τετράδας.
Το σχόλιο του Μπάρι Μπανκς
Η μεγαλύτερη πρόκληση για τον τενόρο είναι ο ρυθμός του σόλο. Είναι από τα σόλο που μπορούν να λειτουργήσουν σε οποιαδήποτε ταχύτητα και πάντα αποτελεί έκπληξη η επιλογή του μαέστρου.
Το σχόλιο του Άντριου Φόστερ-Γουίλιαμς
Ο μπασο-βαρύτονος σολίστ χρησιμοποιείται από τον Μπετόβεν στην Ενάτη Συμφωνία του σαν γέφυρα από τον κόσμο των μουσικών οργάνων στον κόσμο των φωνών. Μετά από ένα επικό συμφωνικό ταξίδι διάρκειας σχεδόν μιας ώρας, το κοινό έρχεται ξαφνικά αντιμέτωπο με έναν ασυνόδευτο τραγουδιστή που πρέπει να ταιριάζει με την ενέργεια της ορχήστρας που έχει μπροστά του. Ως σολίστ, γνωρίζω ότι η επιτυχία αυτής της μετάβασης βρίσκεται στα χέρια μου… και το μήνυμα πρέπει να είναι ευδιάθετο και γεμάτο χαρά και ζεστασιά. Ο μπάσο-βαρύτονος πρέπει να εμπνεύσει ένα μήνυμα της δύναμης της μουσικής, ώστε να ενθαρρύνει τη χορωδία να τραγουδήσει με καρδιές εξίσου γεμάτες αγάπη και χαρά. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερος χώρος έκφρασης αυτού του θεμελιώδους ρόλου της μουσικής στον ταραγμένο κόσμο μας από έναν χώρο που κατασκευάστηκε σε μια στοιχειώδη περίοδο της μουσικής εξέλιξης. Είναι μεγάλη τιμή να ερμηνεύω την Ενάτη στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού με την υπέροχη Κρατική Ορχήστρα Αθηνών.
Για την ιστορία…
ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΑΝ ΜΠΕΤΟΒΕΝ (1770 – 1827)
Συμφωνία αρ.9 σε ρε ελάσσονα, έργο 125
- Allegro ma non troppo, un poco maestoso
- Molto vivace
- Adagio molto e cantabile – Andante moderato
- Presto – Allegro assai – Presto – Allegro assai vivace alla marcia – Allegro ma non tanto – Prestissimo – Maestoso (Ωδή στη Χαρά σε ποίηση Φρ. Σίλλερ)
Ήχησε στην πλατεία Τιεν Αν Μεν του Πεκίνου το 1989 από μεγάφωνα που είχαν στήσει οι εξεγερμένοι φοιτητές. Με αυτήν γιορτάστηκε η πτώση του τείχους του Βερολίνου τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς. Με αυτήν άνοιξε και πάλι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το φεστιβάλ του Μπάιροϊτ τον Ιούλιο του 1951 έχοντας αποτινάξει ριζικά τη σφραγίδα του ναζισμού. Υπό τους ήχους της ο οραματιστής Ντομένικο αυτοπυρπολείται προσπαθώντας να αφυπνίσει τα πλήθη, στην αριστουργηματική Νοσταλγία του Αντρέι Ταρκόφσκυ. Ο λόγος, για την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν με το μεγαλειώδες της φινάλε, βασισμένο στην Ωδή στη Χαρά του Σίλλερ. Η μουσική της συνόδευσε ουκ ολίγες φορές σημαδιακές, «χαρμόσυνες» στιγμές της Ιστορίας και της Τέχνης αλλά πολλές φορές έγινε αντικείμενο καπήλευσης από ολοκληρωτικά καθεστώτα, που θέλησαν μάταια να οικειοποιηθούν τη δύναμη της μουσικής και του οράματός της· όμως, ακριβώς χάρη στην αυθεντική αυτή δύναμη, η Ενάτη φτάνει ως τις μέρες μας ως μία από τις υψηλότερες κατακτήσεις του ανθρώπινου πνεύματος, ανυπέρβλητη παρακαταθήκη ομορφιάς και αλήθειας.
Ο Μπετόβεν γνώριζε την Ωδή στη Χαρά του Γερμανού ποιητή και δραματουργού Φρήντριχ Σίλλερ ήδη από το 1786, όταν αυτή δημοσιεύθηκε. Ο παθιασμένος ύμνος στην παγκόσμια αδελφοσύνη, στη μεθυστική, υπερβατική Χαρά της προσέγγισης του Θείου, συγκίνησε ειλικρινά τον Μπετόβεν, που άρχισε να σχεδιάζει μία μελοποίηση της Ωδής εν είδει καντάτας ήδη από το 1812. Εν τω μεταξύ, σχέδια για τα πρώτα μέρη της Ενάτης Συμφωνίας αρχίζουν να εμφανίζονται τακτικά στις σημειώσεις του κατά τα έτη 1818 – 1819, με αφορμή την παραγγελία για δύο νέες συμφωνίες από τη Βασιλική Φιλαρμονική Εταιρεία του Λονδίνου. Η παραγγελία αυτή τελικά δεν προχώρησε και η σύνθεση της Ενάτης ξεκίνησε συστηματικά το 1822, χωρίς ακόμα να υπάρχει η σκέψη για ένα χορωδιακό φινάλε και μάλιστα πάνω στο ποίημα του Σίλλερ. Η απόφαση αυτή ελήφθη από τον συνθέτη το καλοκαίρι της επόμενης χρονιάς σε μία στιγμή αναπάντεχης, κατακλυσμιαίας έμπνευσης. Και έμελλε να είναι μία απόφαση, που θα άλλαζε για πάντα τα δεδομένα στο χώρο της συμφωνικής μουσικής.
Η θρυλική πρεμιέρα της Ενάτης Συμφωνίας, που αφιερώθηκε στον βασιλιά Φρειδερίκο Γουλιέλμο Γ’ της Πρωσίας, δόθηκε στις 7 Μαΐου 1824 στο Θέατρο Καίρντνερτορ της Βιέννης. Την μουσική διεύθυνση είχε αναλάβει ο βιολιστής και αρχιμουσικός Μίχαελ Ούμλαουφ έχοντας στο πλάι του τον συνθέτη, ο οποίος ανήμπορος λόγω της κώφωσής του να διευθύνει, περιορίστηκε στο να δίνει το τέμπο και να γυρνά τις σελίδες της παρτιτούρας. Σύμφωνα με μία πασίγνωστη αφήγηση-μαρτυρία, στο τέλος του δεύτερου (ή κατ’ άλλους του τέταρτου) μέρους της Συμφωνίας το κοινό είχε ξεσπάσει σε ένθερμα χειροκροτήματα και η άλτο σολίστ Κάρολυν Ούνγκερ χρειάστηκε να στρέψει προς το κοινό τον Μπετόβεν, που προφανώς δεν μπορούσε να αντιληφθεί το τι γινόταν, για να εισπράξει τον πάνδημο έπαινο. Πάντως, η επικρατούσα άποψη είναι πως η γενική εκτέλεση της Συμφωνίας απείχε πολύ από το να χαρακτηριστεί επιτυχής λόγω έλλειψης αρκετών δοκιμών της ορχήστρας αλλά και λόγω της ανεπάρκειας της χορωδίας σε αρκετές περιπτώσεις.
Οι αμέσως επόμενες εκτελέσεις της Ενάτης, όπως η δεύτερη, στις 23 Μαΐου 1824 στα ανάκτορα της Βιέννης ή η πρώτη εκτέλεση επί βρετανικού εδάφους στις 21 Μαρτίου 1825 (ο Μπετόβεν είχε στο μεταξύ στείλει αντίγραφο της Συμφωνίας με αφιέρωση στη Βασιλική Φιλαρμονική Εταιρεία έναντι του ποσού των πενήντα γκινεών), δεν στάθηκαν αρκετές για να καταξιωθεί η Συμφωνία πλήρως στη συνείδηση κριτικών και κοινού. Στο πέρασμα του χρόνου, όσο και αν φυσιογνωμίες του επιπέδου ενός Σούμαν, ενός Μπερλιόζ και αργότερα ενός Βάγκνερ την ύμνησαν ως κορωνίδα του μπετοβενικού έργου, για το ευρύ κοινό της εποχής η μεγάλη της διάρκεια φάνταζε κουραστική, ενώ πολλοί κριτικοί του 19ου αιώνα αντέδρασαν στο ύφος και στις καινοτομίες της απαξιώνοντάς την με βαρύτατους ενίοτε χαρακτηρισμούς. Ακόμα και ο μεγάλος Βέρντι σχολίασε επικριτικά τον τρόπο που ο Μπετόβεν χειρίστηκε τις ανθρώπινες φωνές, ενώ στον 20ο αιώνα ο Στραβίνσκυ θεωρούσε πολλά σημεία του φινάλε ως «χαμηλού γούστου». Κανένα τέτοιο σχόλιο όμως δεν μπόρεσε τελικά να επισκιάσει το γεγονός, ότι ο Μπετόβεν με την Ενάτη προσέδωσε μία νέα διάσταση στο είδος της συμφωνίας, που επηρέασε καταλυτικά τους μεταγενέστερους δημιουργούς. Η οικουμενικότητα της μουσικής γλώσσας και του νοήματος της Ενάτης, το «άνοιγμά» της στο χώρο της ποίησης και κατ’ επέκταση του τραγουδιού, είναι η κατεξοχήν υλοποίηση ενός μεγαλόπνοου οράματος, που πολύ αργότερα θα περιέγραφε λακωνικά ο Μάλερ λέγοντας πως μία συμφωνία οφείλει «να αγκαλιάζει όλο το σύμπαν».
Αρμονικά απροσδιόριστα και σε χαμηλή δυναμική, τα πρώτα μέτρα της Συμφωνίας είναι ένας έμπρακτος στοχασμός πάνω στη γένεση του ίδιου του ήχου μέσα από τη σιωπή. Το υπόκωφο τρέμολο των εγχόρδων και η αινιγματική εναλλαγή των νοτών μι και λα σταδιακά οδηγούν με διερευνητικό τρόπο στην ηχηρή κατοχύρωση της ρε ελάσσονας και την έκθεση από όλη σχεδόν την ορχήστρα ενός στιβαρού συμφωνικού θέματος. Άμεσα παρουσιάζεται μία πληθώρα επιπρόσθετων μοτιβικών στοιχείων, που στην πορεία γίνονται αντικείμενο δραματικής και αρμονικά δαιδαλώδους επεξεργασίας. Η επανέκθεση ξεσπά θριαμβευτικά -αν και κατά περίεργο τρόπο κάπως δυσοίωνα- με τα αρχικά μέτρα μεταμορφωμένα προς το ηχηρότερο και σε ρε μείζονα. Η coda θυμίζει πένθιμο εμβατήριο, που αναπτύσσεται πάνω στη χρωματική κίνηση βιολοντσέλων και κοντραμπάσων.
Η τοποθέτηση του σκέρτσου ως δεύτερου (και όχι τρίτου) μέρους αποτελεί μία από τις καινοτομίες της Ενάτης. Ένα χαρακτηριστικό παρεστιγμένο μοτίβο που επαναλαμβάνεται τέσσερις φορές (η τρίτη εξ αυτών από το τύμπανο) σηματοδοτεί την εκκίνηση του σκέρτσου, που σε μεγάλο βαθμό ξετυλίγεται με αντιστικτικό και μανιώδη, θα έλεγε κανείς, τρόπο. Διάσπαρτες παρεμβάσεις του τύμπανου με το μοτίβο της αρχής λειτουργούν ως μία μεστή νοήματος υπενθύμιση. Ένα λαϊκότροπο θέμα προσδίδει ανάλαφρη χάρη και παιδική απλότητα στο ενδιάμεσο τρίο. Μετά την αναμενόμενη επανεμφάνιση του σκέρτσου, προς στιγμή φαίνεται ότι και το τρίο θα επαναληφθεί· όμως ελάχιστα μέτρα μετά, σαν ο συνθέτης να το μετάνιωσε, η μουσική αιφνιδιαστικά ολοκληρώνεται.
Το υψηλής εκφραστικότητας αργό μέρος ακολουθεί τη δομή διπλών παραλλαγών πάνω σε δύο εκτενή θέματα. Η γλαφυρή στοχαστικότητα, που συναντά κανείς και σε άλλα αργά μέρη της τελευταίας συνθετικής περιόδου του Μπετόβεν, πρυτανεύει καθ’ όλη τη διάρκεια του μέρους με τρόπο γαλήνιο, κατασταλαγμένο και αισθησιακό. Η ατμόσφαιρα συνδυάζει μία αίσθηση ειδυλλιακής νοσταλγίας με αυτήν της απροσδιόριστης προσμονής για κάτι «μεγάλο» που πρόκειται να συμβεί. Αυτό ακριβώς δείχνουν να προοιωνίζουν δύο ξαφνικές παρεμβάσεις των χάλκινων και ξύλινων πνευστών στην ήρεμη ακολουθία των παραλλαγών.
Μία «φανφάρα του τρόμου», όπως την αποκαλεί ο Βάγκνερ, ανοίγει με διάφωνο τρόπο το φινάλε. Άμεσα, βιολοντσέλα και κοντραμπάσα ξεκινούν να εκθέτουν μία αφηγηματική μελωδική γραμμή, που θυμίζει ρετσιτατίβο, χωρίς λόγια φυσικά. Το ρετσιτατίβο αυτό διακόπτουν διαδοχικά υπομνήσεις από το υλικό καθενός από τα τρία προηγούμενα μέρη, που ποτέ δεν φτάνουν να αποκτήσουν απόλυτα σάρκα και οστά. Καθώς το ρετσιτατίβο ολοκληρώνεται, δίνει τη θέση του στην κύρια μελωδία του μέρους, που ακούγεται αρχικά από τα βιολοντσέλα και τα κοντραμπάσα, για να αποτελέσει στο εξής τη βάση μίας σειράς παραλλαγών ή καλύτερα μεταμορφώσεων. Μόλις η μελωδία αυτή δείχνει να έχει πια πλήρως εμπεδωθεί, το ρετσιτατίβο της αρχής επανέρχεται, αυτή τη φορά τραγουδισμένο από τον μπάσο, που καλεί τους φίλους να τραγουδήσουν χαρμόσυνα. Τα λόγια αυτά αποτελούν μία μικρή προσθήκη του Μπετόβεν στην Ωδή του Σίλλερ, από την οποία ο ίδιος επέλεξε το ένα τρίτο περίπου για να αποτελέσει την ποιητική βάση του φινάλε της Συμφωνίας. Σύντομα και οι άλλοι σολίστ και η χορωδία ενώνουν τις δυνάμεις τους σε μία μουσική πορεία λαμπερή και ευφάνταστη προς ένα εκστατικό τέλος, ορισμένοι σταθμοί της οποίας είναι μία λαϊκότροπη παραλλαγή στο στυλ της λεγόμενης «τουρκικής μουσικής» (τόσο δημοφιλούς στη Βιέννη της εποχής), δύο πυκνές και νευρώδεις φούγκες, μία αργή ενότητα υμνητικού χαρακτήρα επηρεασμένη από το Γρηγοριανό Μέλος και μία οιονεί καντέντσα για τους τέσσερις σολίστ.
Σήμερα, δύο περίπου αιώνες μετά τη γένεση της Ενάτης, άπειρες σελίδες έχουν γραφτεί γύρω από την αξία του συγκεκριμένου οραματισμού του Μπετόβεν. Ωστόσο, αυτό που έχει πρωτεύουσα σημασία δεν είναι τόσο το τι αλλά το πώς ο Μπετόβεν κατόρθωσε να εκφράσει. Το όραμα του Σίλλερ, που με τόση θέρμη ενστερνίσθηκε ο Γερμανός κλασικός, δεν ήταν και δεν είναι καινούριο· απεναντίας είναι τόσο παλιό, σχεδόν όσο ο άνθρωπος. Το συγκλονιστικό είναι το πώς ο Μπετόβεν ένωσε τη φωνή του με τους οραματιστές ενός καλύτερου κόσμου, το πώς επέλεξε να υπηρετήσει την ουτοπία: με μία μουσική τόσο απλή και συνάμα τόσο περίτεχνη, τόσο μεγαλειώδη και τόσο ανθρώπινη, τόσο δεμένη με τον ποιητικό λόγο και τόσο πιο ευρεία από αυτόν, τόσο προσωπική και τόσο πανανθρώπινη. Ο άνθρωπος, που τόσο στερήθηκε τη χαρά στη ζωή του και που ήδη από το 1802 έγραφε πως «εδώ και καιρό η ειλικρινής ηχώ της αληθινής χαράς μου είναι ξένη», έμελλε να την υμνήσει ουσιωδέστερα από κάθε άλλον. Όχι με διάθεση «κηρύγματος» αλλά εμφορούμενος από ένα διακαή πόθο επικοινωνίας με τον άνθρωπο, συμμεριζόμενος με ανιδιοτελή αγνότητα την αρχέγονη ελπίδα και πάλη του για την προσέγγιση του Υπερβατικού.