Ο Μαρίνο Μαρίνι (Marino Marini, 27 Φεβρουαρίου 1901 – 6 Αυγούστου 1980) ήταν Ιταλός γλύπτης
Ο Μαρίνι εισήχθη στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας το 1917. Μολονότι δεν εγκατέλειψε ποτέ τη ζωγραφική, από το 1922 αφιερώθηκε κυρίως στη γλυπτική. Η δουλειά του ήταν επηρεασμένη από την Ετρουσκική τέχνη και τη γλυπτική του Αρτούρο Μαρτίνι. Ο Μαρίνι το 1929 κλήθηκε να αναλάβει την έδρα της γλυπτικής στη Σχολή Τεχνών στη Βίλλα Ρεάλε στη Μόντσα στην οποία δίδασκε και ο Μαρτίνι. Συνέχισε τη διδασκαλία στη Μόντσα μέχρι το 1940, οπότε κλήθηκε να αναλάβει να διδάξει στην Ακαδημία Γλυπτικής του Τορίνο και επίσης αποδέχτηκε τη θέση του καθηγητή στην Ακαδημία Καλών Τεχνών “Μπέρα” του Μιλάνου.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Μαρίνι ταξίδευε συχνά στο Παρίσι όπου ήρθε σε επαφή με τον Μάσσιμο Καμπίλι (Massimo Campigli), Τζόρτζιο ντε Κίρικο, Αλμπέρτο Μανέλι (Alberto Magnelli) και Φίλιππο Τιμπερτέλι Ντε Πισίς (Filippo Tibertelli de Pisis). Στα επόμενα χρόνια ο καλλιτέχνης επισκεπτόταν συχνά τη Ζυρίχη όπου και γνώρισε και έγινε φίλος με τον Αλμπέρτο Τζιακομέτι, τον Τζερμαίν Ριτσιέρ (Germaine Richier) και τον Φριτζ Γοτρούμπα (Fritz Wotruba). Το 1935 κέρδισε το πρώτο βραβείο γλυπτικής στην Κουαντριενάλλε της Ρώμης. Το 1938 παντρεύεται την Μερσέντες Πεντρατσίνι (Mercedes Pedrazzini). Το 1943 συμμετείχε σε εκθέσεις στη Βέρνη και στη Ζυρίχη.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε καταφύγιο στην κωμόπολη Τένερο, κοντά στο Λοκάρνο, τόπο καταγωγής της γυναίκας του. Το 1946 ο Μαρίνι εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Μιλάνο και συνέχισε τη διδασκαλία στην Ακαδημία Καλών Τεχνών.
Ο Μαρίνι συμμετείχε το 1949 στην έκθεση του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης με θέμα «Η Ιταλική τέχνη του 20ού αιώνα». Όταν ο έμπορος τέχνης Κουρτ Βαλεντίν το 1953 έκανε μια έκθεση με έργα του Μαρτίνι στην γκαλερί του στη Νέα Υόρκη ο καλλιτέχνης γνώρισε τον Ζαν Αρπ (Jean Arp), τον Μαξ Μπέκμαν (Max Beckmann), τον Αλεξάντερ Κάλντερ (Alexander Calder), τον Λάιονελ Φέινιγκερ (Lyonel Feininger) και τον Τζακς Λίπτσιτζ (Jacques Lipchitz). Στην επιστροφή του στην Ευρώπη έκανε μια στάση στο Λονδίνο, όπου η γκαλερί Χανόβερ είχε οργανώσει μια ατομική έκθεση της δουλειάς του Μαρίνι, στην οποία και γνώρισε τον Χένρυ Μουρ. Το 1951 αυτή η έκθεση του Μαρίνι ταξίδεψε στο Αμβούργο και στο Μόναχο. Το 1952 του απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο γλυπτικής στη Μπιενάλε της Βενετίας. Το 1954 του απονεμήθηκε στη Ρώμη το καλλιτεχνικό βραβείο Φερινέλι. Ένα από τα μνημειώδη γλυπτά του τοποθετήθηκε στη Χάγη το 1959.
Αφιερώματα στη δουλειά του Μαρτίνι έγιναν στη Ζυρίχη το 1962 και στη Ρώμη το 1966. Τα ζωγραφικά του έργα εκτέθηκαν για πρώτη φορά στη γκαλερί “Τονινέλι Άρτε Μοντέρνα” του Μιλάνου το 1963-64. Το 1973 στήθηκε μια μόνιμη συλλογή της δουλειάς του στο Μιλάνο, ενώ το 1978 ο Μαρτίνι παρουσίασε το έργο του και στο Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Τόκυο.
Δυο μουσεία στην Ιταλία είναι αφιερωμένα στον Μαρίνι, ένα στη Φλωρεντία και ένα στην γενέθλια πόλη του την Πιστόια. Επίσης έργα του βρίσκονται σε άλλα μουσεία όπως τα Μουσεία Βατικανού, το Μουσείο του 20ού αιώνα στο Μιλάνο, στη συλλογή της Τέιτ Γκάλερι, στην είσοδο του Μουσείου Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ στη Βενετία, στο Βερολίνο, στη Ζυρίχη, στο Τελ Αβίβ, στο Μόναχο στη Ουάσινγκτον και αλλού.
Έργα του Μαρίνι έχουν εκτεθεί 2 φορές στην Ελλάδα. Το 1965 συμμετείχε στη συλλογική έκθεση «Παναθήναια της παγκόσμιας γλυπτικής » και το 2006 εκτέθηκαν έργα του σε ατομική έκθεση-αφιέρωμα στην Εθνική Πινακοθήκη
Έργα
Ανέπτυξε μερικά βασικά θέματα στη γλυπτική του: τους έφιππους, τα γυναικεία γυμνά, που εμπνέονται από την ετρουσκική θεά Πομόνα, τις προτομές (και στη ζωγραφική τα πορτρέτα) και τις μορφές του τσίρκου και του θεάτρου. Ο Μαρίνι είναι περισσότερο γνωστός για τα γλυπτά που σχετίζονται με άλογα και με ιππείς. Το θέμα του ιππέα και του αλόγου εξελισσόταν με το χρόνο. Αρχικά το 1936, εμφανίζονται κυρίως επίσημες και πιο στημένες φιγούρες. Το 1940, οι φόρμες γίνονται πιο αφηρημένες και αλλάζουν οι αναλογίες. Μετά τον πόλεμο τα άλογα απεικονίζονται να στέκονται όρθια και ο ιππέας με τεντωμένα χέρια.