Νύχτα σπαρμένη μάγια…

by ΜΑΡΙΑ ΦΡΑΓΚΙΑΔΑΚΗ
  • ΜΑΡΙΑ ΦΡΑΓΚΙΑΔΑΚΗ

Ήταν δύσκολος xειμώνας εκείνος του ’62, ίσως και του ’63.

Όλο το πρόσαργο η βροχή μαστίγωνε τα λουλούδια και τα δέντρα της αυλής και ξέπλενε τα σοκάκια από τα αίματα. Κρύο, υγρασία, λασπουριά και λύπη.

Η νύχτα ήρθε ήσυχη. Μια απαλή νυχτοβροχή σαν σιγανοτραγούδισμα με νανούρισε γλυκά. Μα κάποια στιγμή πετάγομαι αλαφιασμένη. Το φως της λάμπας χαμηλωμένο. Όλοι κοιμούνται. Μα εγώ δεν ήθελα να κοιμηθώ.

Παραμονή Χριστουγέννων!

Τέτοια νύχτα, τα μεσάνυχτα, συμβαίνουν πράματα μαγικά. Και θέλω να τα δω. Με το φανάρι στο χέρι και την ψυχή στο στόμα, βγαίνω ακροπατώντας στην αυλή. Κρυστάλλινη η ησυχία, μαγεία και δέος ο έναστρος ουρανός.

Το λιγοστό φως τρεμοπαίζει στα χέρια μου μα δεν σβήνει. Περιμένω καρτερικά μες στο κρύο. Όπου να ’ναι, λέω, θα ανοίξουν οι ουρανοί, θα εμφανιστούν οι αγγέλοι και το λαμπρό άστρο της Βηθλεέμ θα φωτίσει τη σκοτεινή αυλή μας.

Αναπνέω τον παγωμένο αέρα της νύχτας. Το σκοτάδι οξύνει την ακοή και τον φόβο μου. Τα φύλλα της τριανταφυλλιάς βαραίνουν από τις δροσοσταλίδες. Στα αυτιά μου ηχούν ξανά οι ατέλειωτες οιμωγές των χοίρων. Και οι πιο σπαραχτικές από το γουρουνάκι μας που τώρα κρέμεται στο τσιγκέλι της κουζίνας. Πασχίζω να διώξω την εικόνα των λυπημένων ματιών του. Καταφέρνω, για λίγο, τις πνιχτές κραυγές του να σκεπάσουν οι τραγουδιστές φωνές των μικρών καλαντιστάδων της ημέρας. Μυρωδιές καμένου ξύλου, κυπαρισσιού και φασκόμηλου ανακατωμένες με κάτουρων μέσα στη νοτισμένη ατμόσφαιρα και κάποιοι απροσδιόριστοι ήχοι, με επαναφέρουν. Μα, ναι! τα ζώα μιλούν απόψε!

Προχωρώ με βήμα διστακτικό στον μικρό σταύλο που τον μοιράζονται όλα μας τα ζωντανά: άλογο, μουλάρι, γάιδαρος, πρόβατα, αίγα και μαζί περιστέρια, όρνιθες και δίπλα κουνέλια. Μόνο το γουρουνάκι λείπει από τη θέση του. Να το αναζητούν άραγε; Στήνω αυτί. Επικρατεί ησυχία. Όλα φαίνεται να κοιμούνται. Μόνο κάτι σαν ανάσες φτάνουν που και που ως εδώ, μα δεν μπορώ να ξεδιαλύνω. Αχ, τι ώρα να’ ναι; μάλλον δεν πρόλαβα.

Μπαίνω στην κουζίνα. Στο τζάκι λαμπυρίζει ένα κούτσουρο κι απάνω στο τραπέζι η ζύμη που ανέπιασε η μάνα, περιμένει σκεπασμένη να μεταμορφωθεί σε νέο προζύμι. Αποσύρω βιαστικά το βλέμμα από το κρεμασμένο άσπρο σεντόνι.

Μνήμη παιδική ανεξίτηλη αυτή η χριστουγεννιάτικη νύχτα. Όλο μυστήριο, παράξενη γαλήνη και ιερό δέος. Να αναζητώ από την απεραντοσύνη του ουρανού ως τη θαλπωρή του αχυρώνα μας, το ζεστό χνώτο του νεογέννητου θεού. Μέσα σ’ ένα κόσμο οικείο και ταυτόχρονα άγνωστο και υπερβατικό, που θαρρώ τον περιέχω ακόμη ζωντανό.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Το κείμενο αντλήθηκε από το διαδικτυακό περιοδικό προβληματισμού και γενικής παιδείας ΕΞΟΔΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ, τ. 14

Σχετικά Άρθρα

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή