Ο φόβος του Τούρκου !

Η κυβέρνηση, όμως, απορρίπτει τις κατηγορίες για κατευνασμό. Υποστηρίζει ότι επιδιώκει έναν ειλικρινή διάλογο με την Τουρκία, με βάση το διεθνές δίκαιο και τις σχέσεις καλής γειτονίας.

  • Γράφει ο ΝΙΚΟΣ Χ. ΛΑΓΚΑΔΙΝΟΣ

Κατά τη συνάντησή του με την Ιταλίδα πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι, ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν μεταξύ άλλων δήλωσε απροκάλυπτα: «Τώρα που στην Ευρώπη θα γίνει επέκταση του τομέα ενέργειας και ασφάλειας, θεωρώ πως είναι προς το συμφέρον μας να εργαστούμε μαζί για να πάρουμε το μερίδιό μας». Ξεδιάντροπα ο Ερντογάν μιλάει συνεχώς για το τι θα πάρει από την Ευρώπη. Δεν φτάνουν τα δισεκατομμύρια που έχει πάρει μέχρι τώρα και συνεχίζει να παίρνει διότι δήθεν αποτελεί φραγμό για τις εκατοντάδες χιλιάδες των μεταναστών και των προσφύγων που θέλουν να περάσουν στην Ευρώπη.

Εμείς φυσικά έχουμε πολλά να του καταμαρτυρήσουμε. Το μεγάλο θέμα είναι οι 40.000 στρατιώτες που έχουν εγκατασταθεί στην Κύπρο με την πρόφαση πια της δήθεν διατήρησης της ειρήνης. Και να θυμίσουμε ότι ο ΟΗΕ έχει βγάλει δεκάδες αποφάσεις από τότε που έγινε η εισβολή και οι Τούρκοι τις γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια. Άλλο θέμα είναι κάποια ελληνικά νησιά που τα θέλουν για δικά τους και επίσης την μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη που τη χαρακτηρίζουν “τουρκική μειονότητα”.

Κι εμείς φοβόμαστε την τρέλα τους, το στρατό τους, τους εξοπλισμούς τους… αλλά η κυβέρνηση είναι συνήθως φειδωλή στις κουβέντες και επιζητεί τη συνέχιση του διαλόγου πάντα με το φόβο μιας ενδεχόμενης πολεμικής εμπλοκής. Φυσικά κανείς δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι ο διάλογος είναι προτιμότερος από τη σιωπή.

Ο Ερντογάν όμως άλλα λέει κι άλλα σχεδιάζει να κάνει. Όλο ζητάει, όλο κάτι θέλει και δεν ησυχάζει μέχρι να το κατορθώσει.

Η πολιτική του Κυριάκου Μητσοτάκη απέναντι στην Τουρκία και οι κατηγορίες για κατευνασμό είναι ένα θέμα με πολλές διαφορετικές απόψεις και δεν μπορούμε να το δούμε μονοδιάστατα. Όπως είπαμε η “πολιτική κατευνασμού” αναφέρεται σε μια στρατηγική όπου μια χώρα κάνει παραχωρήσεις σε μια άλλη, δυνητικά επιθετική χώρα, σε μια προσπάθεια να αποφύγει τη σύγκρουση.

Στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, οι κατηγορίες για κατευνασμό υπονοούν ότι η Ελλάδα υποχωρεί στις απαιτήσεις της Τουρκίας ή αποφεύγει να αντιμετωπίσει τις προκλητικές ενέργειές της για να διατηρήσει τις καλές σχέσεις και να αποφύγει την κλιμάκωση.

Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένοι εγχώριοι πολιτικοί και αναλυτές που υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη ακολουθεί μια πολιτική κατευνασμού απέναντι στην Τουρκία. Ισχυρίζονται ότι η Ελλάδα δεν αντιδρά αρκετά δυναμικά στις τουρκικές προκλήσεις, όπως οι παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου, οι αμφισβητήσεις της ελληνικής κυριαρχίας σε ορισμένα νησιά και οι διεκδικήσεις σε θαλάσσιες ζώνες. Οι επικριτές πιστεύουν ότι αυτή η προσέγγιση ενθαρρύνει την Τουρκία να συνεχίσει την επιθετική της στάση και να προωθήσει την ατζέντα της.

Η κυβέρνηση, όμως, απορρίπτει τις κατηγορίες για κατευνασμό. Υποστηρίζει ότι επιδιώκει έναν ειλικρινή διάλογο με την Τουρκία, με βάση το διεθνές δίκαιο και τις σχέσεις καλής γειτονίας. Τονίζει ότι είναι αποφασισμένη να υπερασπιστεί την εθνική κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, αλλά πιστεύει ότι η διπλωματία και ο διάλογος είναι τα πιο αποτελεσματικά μέσα για την επίλυση των διαφορών. Επισημαίνει επίσης ότι η Ελλάδα έχει ενισχύσει την αποτρεπτική της ικανότητα μέσω της αγοράς νέων οπλικών συστημάτων και της σύναψης στρατηγικών συμμαχιών. Όμως πού θα φτάσει αυτός ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών;

Βέβαια, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι ιστορικά περίπλοκες και συχνά τεταμένες. Υπάρχουν πολλές άλυτες διαφορές μεταξύ των δύο χωρών, συμπεριλαμβανομένων των θαλάσσιων ζωνών, των συνόρων, της Κύπρου και των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Η Τουρκία έχει μια πιο διεκδικητική και επεκτατική εξωτερική πολιτική τα τελευταία χρόνια, γεγονός που έχει αυξήσει τις εντάσεις στην περιοχή.

Είναι δύσκολο να πούμε με βεβαιότητα εάν η πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης συνιστά κατευνασμό. Υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να ανησυχεί κανείς σχετικά με την τουρκική επιθετικότητα και την ανάγκη για μια ισχυρή και αποφασιστική απάντηση. Ωστόσο, είναι επίσης σημαντικό να αναγνωρίσουμε την πολυπλοκότητα των ελληνοτουρκικών σχέσεων και την ανάγκη για μια πολυδιάστατη προσέγγιση που να συνδυάζει τη διπλωματία, την αποτροπή και την ετοιμότητα για διάλογο.

Πρέπει να λάβουμε υπόψη και τον παράγοντα των Ηνωμένων Πολιτειών τώρα που έχει αναλάβει ο Ντόναλντ Τραμπ, αφού ξέρουμε πολύ καλά ότι είναι απρόβλεπτος. Εμείς θέλουμε απλά πράγματα, όπως ότι δεν αμφισβητείται η ελληνικότητα των νησιών, ότι δεν υπάρχει τουρκική μειονότητα στη Θράκη, ότι η περιβόητη ΑΟΖ είναι απλό κυριαρχικό δικαίωμά μας που πρέπει κάποια στιγμή να την ανακηρύξουμε τυπικά και να την ανακοινώσουμε στον γεν. Γραμματέα του ΟΗΕ, ότι μπορεί ανεμπόδιστα να γίνει η πόντιση του καλωδίου της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κρήτης-Κύπρου, ότι η Κύπρος δεν είναι εθνική υπόθεση της Τουρκίας αλλά των Κυπρίων κ.λπ.

Η συζήτηση σχετικά με το εάν η Ελλάδα ακολουθεί πολιτική κατευνασμού απέναντι στην Τουρκία είναι πιθανό να συνεχιστεί.

Οι συναντήσεις μεταξύ του Έλληνα Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι ένα σημαντικό μέρος των προσπαθειών για τη διαχείριση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Το αν αυτές οι συναντήσεις θα έχουν ουσιαστικό αποτέλεσμα είναι ένα σύνθετο ζήτημα, και υπάρχουν διάφορες απόψεις. Οι συναντήσεις μπορούν να συμβάλουν στη δημιουργία ενός πιο θετικού κλίματος στις διμερείς σχέσεις. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των εντάσεων, αποκλιμάκωση των κρίσεων και βελτίωση της επικοινωνίας μεταξύ των δύο χωρών.

Ελλάδα και Τουρκία έχουν κοινά συμφέροντα σε διάφορους τομείς, όπως η οικονομία, η ενέργεια, η μετανάστευση και η καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Οι συναντήσεις μπορούν να ενισχύσουν τη συνεργασία σε αυτούς τους τομείς, προς όφελος και των δύο χωρών. Οι συναντήσεις παρέχουν ένα πλαίσιο για διάλογο και διαπραγμάτευση για τα πιο δύσκολα ζητήματα που χωρίζουν τις δύο χώρες, όπως τα θαλάσσια σύνορα, η Κύπρος και τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Αν και η επίλυση αυτών των ζητημάτων είναι δύσκολη, ο διάλογος είναι απαραίτητος για την εξεύρεση πιθανών λύσεων. Σε περιόδους αυξημένης έντασης, οι άμεσες συναντήσεις μεταξύ των ηγετών μπορούν να βοηθήσουν στην αποτροπή της κλιμάκωσης και στην εξεύρεση διπλωματικών λύσεων.

Υπάρχει, ωστόσο, ο κίνδυνος οι συναντήσεις να μην οδηγήσουν σε ουσιαστική πρόοδο στην επίλυση των κύριων διαφορών μεταξύ των δύο χωρών. Η Τουρκία μπορεί να συνεχίσει να προωθεί την ατζέντα της και να εγείρει νέες απαιτήσεις, καθιστώντας δύσκολη την επίτευξη συμφωνίας. Ορισμένοι επικριτές φοβούνται ότι οι συναντήσεις μπορεί να εκληφθούν ως σημάδι αδυναμίας από την ελληνική πλευρά και να ενθαρρύνουν την Τουρκία να γίνει πιο αδιάλλακτη.

Οι συναντήσεις μπορεί να επικεντρωθούν περισσότερο στη διαχείριση των τρεχουσών εντάσεων παρά στην επίλυση των βαθύτερων προβλημάτων. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών παραμένουν τεταμένες και ασταθείς. Και οι δύο ηγέτες υπόκεινται σε εσωτερικές πολιτικές πιέσεις στις χώρες τους. Αυτό μπορεί να περιορίσει την ικανότητά τους να κάνουν παραχωρήσεις και να επιτύχουν ουσιαστικές συμφωνίες.

Οι συναντήσεις μεταξύ Μητσοτάκη και Ερντογάν έχουν τη δυνατότητα να αποφέρουν θετικά αποτελέσματα, όπως η βελτίωση του κλίματος, η ενίσχυση της συνεργασίας και η διατήρηση του διαλόγου. Ωστόσο, υπάρχει επίσης ο κίνδυνος να μην υπάρξει ουσιαστική πρόοδος και να ενισχυθεί η τουρκική θέση.

Η αποτελεσματικότητα αυτών των συναντήσεων θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες, όπως η πολιτική βούληση και των δύο πλευρών, η δυναμική των περιφερειακών και διεθνών σχέσεων και η ικανότητα των δύο χωρών να διαχειριστούν τις εσωτερικές πολιτικές πιέσεις.

Σχετικά Άρθρα

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή