Ο Γιάννης ήταν στρατιώτης…

  • ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΒΟΥΤΣΙΝΑΚΗΣ
Η Στελλίτσα, η αδελφή του, είχε επιστρέψει κι έψαχνε δουλειά, ενώ εγώ βρισκόμουν μέσ’ στην καλή χαρά, όχι τόσο γιατί είχα διακοπές για τις γιορτές απ’ το σχολείο, αλλά επειδή τα πιο αγαπημένα μου ξαδέλφια φιλοξενούνταν προσωρινά εκείνη την περίοδο στο σπίτι μας.
Χρόνια μετανάστες, ο θείος, η θεία και τα παιδιά, σπάνια είχαμε την ευκαιρία να συναντηθούμε από κοντά. Μια ή δυο φορές όλες κι όλες και ποτέ όλοι μαζί· κάποια φορά ο θείος Γιώργος με τη Στελλίτσα κι άλλοτε -καλοκαίρι ήταν θυμάμαι- με τον Γιάννη.
Επικοινωνούσαμε, όμως, τακτικά «δι’ αλληλογραφίας», όπως λέγαμε τότε, περιμένοντας με ανυπομονησία τη μέρα που ο ταχυδρόμος θα χτυπούσε το κουδούνι για να μας παραδώσει τον φάκελο με τα νέα τους απ’ τη Γερμανία.
Κάθε φορά θαύμαζα τον γραφικό χαρακτήρα της Στελλίστας με τα καθαρογραμμένα, ομοιόμορφα κι ευανάγνωστα γράμματά της. Μέσα απ’ τις περιγραφές και τις εξιστορήσεις της ζούσα νοερά στιγμές απ’ τη ζωή τους, απ’ την καθημερινότητά τους στη Γερμανία κι αισθανόμουν τη λαχτάρα, τη νοσταλγία και την ελπίδα για επιστροφή.
Τις φορές που έστελνε και κάποια φωτογραφία δεν χόρταινα να τη χαζεύω για ώρα μέχρι να διακρίνω κάθε της λεπτομέρεια· πέρασα ατέλειωτες ώρες κρατώντας εκείνη με τον Γιάννη μπροστά στο παιχνίδι-τραίνο που έπιανε σχεδόν ολόκληρο δωμάτιο!
Ούτε που θυμάμαι πια τι τους έγραφα, εκτός απ’ το ότι «Είμαστε καλά και το αυτό επιθυμούμε και για εσάς» κι ότι έβαζα τα δυνατά μου κάθε φορά να κάνω τα καλύτερα γράμματα που μπορούσα, αλλά, μετά από λίγο γράψιμο, ξεχνιόμουν και να οι… καλλικατζούρες του Βαγγελάκη!
Μια φορά είχα γεμίσει το φάκελο με αποκόμματα από την εφημερίδα που περιέγραφαν την ιστορική άνοδο του Ατρόμητου Περιστερίου [«Αθηνών» τώρα, παρακαλώ] στην πρώτη εθνική κατηγορία, το 1972 πρέπει να ήταν.
Το Περιστέρι ήταν ο τόπος αναφοράς μας, κυρίως -θα έλεγα- για εκείνους και πιο Κυριακάτικος -αν στέκει η λέξη- για εμένα. Εκεί γεννήθηκαν κι έζησαν, εκεί οι άνθρωποι κι οι πρώτες αναμνήσεις τους. Εκεί, σ’ ένα πατάρι της κουζίνας του έρημου μετά τον ξενιτεμό σπιτιού τους, χάζευα με περιέργεια κι εγώ ανασηκωμένος στις μύτες των παπουτσιών και το μεγάλο ποδήλατο που είχε αφήσει πίσω φεύγοντας ο θείος Γιώργος.
Ο θείος Γιώργος, που του άρεσε πολύ η λαϊκή μουσική και άκουγε με λατρεία τον Γιώργο Μητσάκη να τραγουδάει στις 45 στροφές: «’Οπου Γιώργος και μάλαμα» και «Δεν είμαι ο Γιώργος π’ αγαπούσες μια φορά», είχε ζητήσει τότε απ’ την ξαδέλφη μου να του στείλει τον καινούργιο δίσκο του Καζαντζίδη, τον «Γυάλινο Κόσμο», που κυκλοφόρησε εκείνες τις μέρες, Χριστούγεννα του 1973.
Τότε άκουσα κι ένιωσα για πρώτη φορά, μπορώ να πω, κι εγώ μαζί με τη Στελλίτσα απ’ το ηχείο του φορητού πικ απ μας, του Teppaz, τη φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη να «γεμίζει» το δωμάτιο και ν’ ασφυκτιά τραγουδώντας: «Ποιος θα μου δώσει δύναμη / τον κόσμο αυτό ν’ αλλάξω / να φτιάξω όμορφες καρδιές μεγάλες και πονετικές / τις σκάρτες να πετάξω;»
Τώρα, ξανακούγοντας επί τούτου απ’ το youtube το ίδιο τραγούδι και με αφορμή τις συζητήσεις και τον «θόρυβο» που προκαλεί η κυκλοφορία της ταινίας «Υπάρχω» που εξιστορεί τη ζωή του, δεν έχω κάτι σχετικό να πω ή να προσθέσω για το θέμα, αφού δεν έχω δει -κι ούτε πρόκειται- την ταινία, αλλά -μην σας φαίνεται παράξενο- μ’ αρέσει!…
Μ’ αρέσει, γιατί έγινε η αιτία να γυρίσω πίσω σε χρόνια τρυφερά· να αισθανθώ νοσταλγία και συγκίνηση γι’ αυτά που έχω δει κι έχω ακούσει, γι’ αυτά που ένιωσα σαν παιδί, για τους ανθρώπους μου και τις ζωές τους, για τις χαρές και τις λύπες τους, τα όνειρα και τις επιθυμίες τους.
Τότε που δεν ήταν όλα στον κόσμο όμορφα, δεδομένα και αυτονόητα, είναι όμως μοναδικά, μονάκριβα και πολύτιμα, γιατί δεν είναι σκηνές από ταινία, αλλά κομμάτια απ’ την ίδια τη ζωή, απ’ τη ζωή μας.
Χαρούμενη Πρωτοχρονιά!
Με υγεία, χαρές κι ό,τι άλλο ποθούμε ο Καινούργιος Χρόνος!

Σχετικά Άρθρα

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή