- Γράφει ο ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ
Η φετινή χρονιά έχει ανακηρυχτεί από το Υπουργείο Πολιτισμού της χώρας μας σε «2024 – Έτος Λόρδου Βύρωνα και Φιλελληνισμού». Έτσι, πλήθος πνευματικών εκδηλώσεων που έλαβαν χώραν ή πρόκειται στο μέλλον να διοργανωθούν –μέχρι την λήξη του έτους αυτού– είναι ενταγμένες στο πνεύμα αυτού του εορτασμού.
Τζορτζ Γκόρντον Μπάυρον, 6ος Βαρόνος Μπάυρον (George Gordon Byron, 6th Baron Byron), [22.1.1788 – 19.4.1824], γνωστός εν Ελλάδι ως Λόρδος Βύρων |
Grigore H. Grandea Μοσχοπολίτικης-Βλάχικης καταγωγής ποιητής της Ρουμανίας [26.10.1843-8.11.1897] ισχυριζόμενος «εγγράφως» ότι είναι «εγγονός του ποιητή Βύρωνα» |
Τα βιογραφικά του Λόρδου Βύρωνα μπορεί να τα βρει ο αναγνώστης σε οποιαδήποτε «Εγκυκλοπαίδεια» (ηλεκτρονική ή μη) έχει δυνατότητα πρόσβασης. Εδώ, όμως, θέλω να σταθώ στις «σχέσεις» του ποιητή με τον νέο ελληνικό κόσμο, με τους ανθρώπους των «ελληνικών χωρών» του καιρού του. Δίνω, χρονολογικά, αυτές τις «σχέσεις»:
1) Τον Σεπτέμβριο του 1809, πέρασε με το αγγλικό πολεμικό πλοίο «Σπάιντερ», στο οποίο επέβαινε, έξω από το Μεσολόγγι, πόλη στην οποία μετά 14 έτη θα άφηνε την τελευταία πνοή του, και αποβιβάστηκε τελικά στην Πρέβεζα. Θέλοντας να γνωρίσει εκ του σύνεγγυς τον Αλή Πασά μετέβη στα Γιάννινα, κι επειδή ο σατράπης της Ηπείρου βρισκόταν τότε στο Τεπελένι, ο ποιητής πήγε εκεί να τον συναντήσει. Όντως, στο Τεπελένι ο Αλής τον φιλοξένησε, και το 1812 ο ποιητής αποτύπωσε σε ποίημά του (Childe Harold’s Pilgrimage, Cantos I & II, 1812) τις εντυπώσεις από την βάρβαρη αίγλη εκείνης της φιλοξενίας. «Από εκεί, επιστρέφοντας μέσω Ιωαννίνων στην Πρέβεζα, απέπλευσε για την Πάτρα, πλην όμως λόγω μεγάλης θαλασσοταραχής αναγκάσθηκε να επιστρέψει. Τελικά αλλάζοντας δρομολόγιο, διέσχισε μαζί με τους συντρόφους του την Ακαρνανία φθάνοντας στο Μεσολόγγι απ’ όπου και πήγε στην Πάτρα, και από εκεί μέσω Βοστίτσας (Αιγίου), έφθασε στην Ιτέα, απ’ όπου μέσω Αράχωβας, Λιβαδειάς και Φυλής έφθασε στην Αθήνα το βράδυ των Χριστουγέννων του 1809, καταλύοντας στην οικία της αδελφής του Έλληνα υποπρόξενου της Αγγλίας. Κατά την διάρκεια της τρίμηνης παραμονής του στην Αθήνα, ο Μπάυρον επισκέφθηκε τις πιο ιστορικές τοποθεσίες της Αττικής, ενώ παράλληλα ερωτεύτηκε σχεδόν παράφορα την Τερέζα Μακρή, την μόλις 12χρονη κόρη του Άγγλου προξένου Προκόπιου Μακρή, στην οποία αφιέρωσε και το ποίημά του “Κόρη των Αθηνών” (Maid of Athens, Ere We Part, 1809).»
2) Το 1810, με το αγγλικό δίκροτο «Πυλάδης», ο ποιητής ταξίδεψε από τον Πειραιά στην Σμύρνη, όπου παρέμεινε λίγες ημέρες, και από εκεί με την αγγλική φρεγάτα «Σαλσέτ» συνέχισε το ταξίδι του στην Πόλη – στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμεινε για δύο μήνες. Κατόπιν, με το ίδιο πλοίο επέστρεψε μέσω Κέας/Τζιας στην Αθήνα και κατέλυσε στην Μονή των Φραγκισκανών. Παρέμεινε για 10 μήνες και με ορμητήριο την μονή έκανε εκδρομές σε Μοριά, Σούνιο, Πάτρα και άλλα μέρη. Στις 11 Απρίλη 1811 επιβιβάστηκε σε ένα από τα πλοία που μετέφερε τμήμα των μαρμάρων του Παρθενώνα που ο Λόρδος Έλγιν είχε αποσπάσει από τον Παρθενώνα, και πήγε στην Μάλτα, όπου εκεί αρρώστησε από ελονοσία, και στις 3 Ιούλη 1811 με την αγγλική φρεγάτα «Βολάς» επέστρεψε στην πατρίδα του/
3) Το 1822 βρισκόταν στην Γένοβα, όπου τον επισκέφτηκε ελληνική αντιπροσωπεία Επαναστατών, ζητώντας του να υποστηρίξει τον Αγώνα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας. Από εκεί ταξίδεψε το 1823 με το πλοιάριο «Ηρακλής» στην Κεφαλλονιά, όπου παρέμεινε έξι μήνες φιλοξενούμενος του Κόμη Δελαδέτσιμα, φίλου του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Τελικά εγκαθίσταται στο Μεσολόγγι, σχηματίζει δικό του ιδιωτικό στρατό με 40 Σουλιώτες υπό τους καπεταναίους Τζαβέλλα, Δράκο, Φωτομάρα, και ενισχύοντας οικονομικά την Επανάσταση. Πέθανε στις 19 Απριλίου 1824 στο Μεσολόγγι ύστερα από πυρετό.
Θεωρείται από τους σημαντικότερους λογοτέχνες της Αγγλίας του 19ου αιώνα, με πλούσιο ποιητικό έργο, μεταφρασμένο σχεδόν στο σύνολό του στην νεοελληνική, και η συμμετοχή του στον αγώνα των Ελλήνων για Ανεξαρτησία αύξησε το Φιλελληνικό πνεύμα απανταχού προς την Ελληνική Επανάσταση. Χωλός στην δεξιά του κνήμη.
Είχε άστατη οικονομική και ερωτική ζωή, με ερωτικά σκάνδαλα, όπως η φημολογούμενη με την ετεροθαλή αδελφή του Ωγκάστα Λη, με μόνη νόμιμη κόρη την Έιντα Λάβλεϊς από την σύζυγό του Άννα Ιζαμπέλλα «Ανναμπέλλα» Μίλμπανκ, η οποία τον χώρισε, ενώ στα μη νόμιμα συγκαταλέγονται η Αλλέγκρα Μπάυρον (πέθανε σε μικρή ηλικία), η Ελίζαμπεθ Μεντόρα Λη (κόρη της ετεροθαλούς αδελφής του).
«Ένας από τους στενούς φίλους του Μπάυρον στο Μεσολόγγι ήταν ο σπουδαίος φιλέλληνας Αμερικανός ιατρός, από τη Βοστώνη, Σάμιουελ Γκρίντλεϋ Χάου (1801-1878), ο οποίος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, νεαρός τότε μόλις απόφοιτος του Πανεπιστημίου, είχε έλθει στην Ελλάδα και για έξι χρόνια πρόσφερε εθελοντικά τις ιατρικές υπηρεσίες στους Έλληνες αγωνιστές. Μετά τον θάνατο του Λόρδου Μπάυρον ο Χάου κράτησε ως κειμήλιο της φιλίας το αγγλικό κράνος – περικεφαλαία του Μπάυρον, το οποίο αργότερα, το 1925, το έφερε στην Ελλάδα η μικρότερη κόρη από τα 6 παιδιά του, η Μωντ Χάου (1855-1948, συγγραφέας τιμημένη με το βραβείο Πούλιτζερ, παντρεμένη με τον Άγγλο διακοσμητή/ζωγράφο Τζον Έλλιοτ), και το δώρισε στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας.»
Ας δούμε τώρα και την ιστορία του «εγγονού του Βύρωνα», από τον λίαν σύντομο και περιπετειώδη έρωτά του με μια Βλάχισσα εκ Μοσχοπόλεως, την Ιάνθη, ενός εγγονού ο οποίος ασφαλώς δεν είναι γνωστός εν Ελλάδι… ούτε καν στους Βλάχους! Ίσως εκ του λόγου ότι γεννήθηκε στη «Ρουμανία», εκεί «πολιτογραφήθηκε Ρουμάνος», και ο οποίος υπήρξε λαμπρή προσωπικότητα των γραμμάτων, της δημοσιογραφίας και της πολιτικής στην ανωδουναβική χώρα. Το όνομά του είναι Γρηγόριος Χ. Γκράντεα (Grigore H. Grandea). Σπεύδω να καταθέσω σύντομο βιογραφικό του, και κατόπιν να δούμε τι γράφεται για τον «ισχυρισμό» του σχετικά με το εάν είναι εγγονός του Λόρδου Βύρωνα και ότι στρέφεται γύρω από αυτό το θέμα.
Grigore H. Grandea: Γεννήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 1843, στην κοινότητα Tăndărei, της κομητείας Ialomița και απεβίωσε στις 8 Νοεμβρίου 1897, στο Bacău, όντας ενταφιασμένος στο Κεντρικό Νεκροταφείο. – Σπουδές: Εθνική Σχολή Ιατρικής και Φαρμακευτικής στο Βουκουρέστι (1855-1859). Λύκειο “Άγιος Σάββας” στο Βουκουρέστι (με διακοπές, αποφοίτηση το 1865). Σχολή Γραμμάτων και Φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο της Λιέγης, Βέλγιο (1866-1867, χωρίς πτυχίο). – Επαγγελματική δραστηριότητα: Εσωτερικός βοηθός χειρουργός στο νοσοκομείο Colțea (1860), βοηθός χειρουργός στην περιοχή Ilfov (1861), στρατιωτικός γιατρός Β’ τάξης, στο Βουκουρέστι. Καθηγητής φυσικών επιστημών στην Εθνική Σχολή Ιατρικής και Φαρμακευτικής του Βουκουρεστίου (1862-1863). Γραμματέας στα Αρχεία του Κράτους (1864). Καθηγητής ρουμανικής γλώσσας στο Μακεδονοβλαχικό Σχολείο του Βουκουρεστίου (1868). Βιβλιοθηκονόμος στην Κεντρική Βιβλιοθήκη στο Ιάσιο (1870). Σχολικός επιθεωρητής για τις επαρχίες Gorj και Mehedinţi (1871-1873). Τον Απρίλιο του 1874, μετακόμισε στην Κραϊόβα (όπου ήταν ο αδελφός του Στέφανος, γιατρός), αλλά μη προσαρμοζόμενος στην εκπαίδευση, επέστρεψε στο Βουκουρέστι, ως εκδότης του Timpul si Războul. Υπήρξε παθιασμένος και ταλαντούχος δημοσιογράφος, ήταν ο αρχισυντάκτης πολλών περιοδικών, μεταξύ των οποίων: Albina Pindului (1868-1871, 1875-1876), Liceul român (1870), Steaua Daciai (1871), Tribuna (1873), Curierul Bucureşti (1875), Bucegiul (1879), Sentinela (1887), Noua bibliotecă populară (1889-1891). *Το 1869, οργάνωσε την λογοτεχνική εταιρεία «Orientul» (υπό την προστασία του D. Bolintineanu), η οποία ενθάρρυνε τις συλλογές λαϊκής λογοτεχνίας. Στον κύκλο αυτής της εταιρείας ήταν και ο Μ. Εμινέσκου. *Το 1888 εγκαταστάθηκε στο Bacău και εργάστηκε ως αναπληρωτής καθηγητής Γαλλικών και Ελληνικών στο Γυμνάσιο Αρρένων. από το 1894, για τρία χρόνια, ο Vasiliu D. Gheorghe θα είναι μαθητής του – ο μελλοντικός ποιητής George Bacovia. *Στο Bacău, παντρεύτηκε την Fotinia Bicu, και στο σπίτι του πλούσιου πεθερού (Str. Vântului, αρ. 2) βρήκε ευνοϊκές συνθήκες για παραγωγή λογοτεχνικού έργου. Η αποτυχία πολλών παρεμβάσεων που έγιναν για την αναγνώριση των σπουδών του τον οδήγησαν να δώσει εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο του Ιασίου για την απόκτηση της άδειας άσκησης επαγγέλματος, όταν ήταν ήδη 52 ετών. Τον Ιούλιο του 1897 βρέθηκε στην Agapia, όπου προετοιμαζόταν για τις τελευταίες εξετάσεις. Κουρασμένος κι άρρωστος, έπαθε εγκεφαλική συμφόρηση ακολουθούμενη από αριστερή ημιπληγία. Επέστρεψε στο Bacău, και στις 8 Νοέμβρη 1897 πέθανε. – Λογοτεχνική δραστηριότητα: *Έκανε το ντεμπούτο του ως ποιητής (με την ενθάρρυνση του D. Bolintineanu) το 1859, στο «πολιτικό και λογοτεχνικό φύλλο» Dâmbovița στο Βουκουρέστι. *Συνεργάστηκε σε μεγάλο αριθμό περιοδικών και εφημερίδων της εποχής με ποίηση, πεζογραφία, δοκίμια, μεταφράσεις: Familia, Amicul poporului, Carpathian Trumpet, Romanian, Columna lui Traian, Universul literar, Foaie pentru minte, inima si λογοτεχνία κ.λπ. *Υπέγραψε και με τα ψευδώνυμα Gr Gellianu, G. Miozotescu. *Μετέφρασε έργα από τους: Θεόκριτο, Βιργίλιο, Σαπφώ, Ανακρέοντα, Σενέκα, Οβίδιο, Λουκιανό τον Σαμοσατέα, Δάντη Αλιγκιέρι, Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Αλέξανδρο Πούσκιν, Αλφόνς ντε Λαμαρτίν, Τόμας Γκρέι, Σάλι Προυντόμ, Ιούλιο Βερν, Émile Zola, George Sandew, Adam Mick και άλλους. – Εκδοθέντες τόμοι: *Preludele (στίχοι), εισαγωγή του Gh. Sion, Bucureşti, 1862, *Poesii, ειαγωγή του Gh. Sion, Bucureşti, 1865. *La Meuse (ποιήματα), Liège, 1867. *Fulga sau Ideal şi real (μυθιστόρημα), Turnu Severin, 1872 – στη νέα έκδοση, με διορθώσεις σε κάποια κεφάλαια. *Eroii Pindului (πεζογράφημα), Bucureşti, 1872. *Poezii noue, I, Bucureşti, 1873. *Legende şi epistole (1856-1864), Bucureşti, 1884. *Poesii, Bucureşti, 1885. *Vlăsia sau Ciocoii noi (μυθιστόρημα), Bucureşti, 1887. *Danţul morții. Poezii, Bucureşti, 1918. *Scrieri, έκδοση σε επιμέλεια και εισαγωγή του Pavel Țugui, Bucureşti, 1975.
(https://www.bjbacau.ro/2020/11/08/grigore-h-grandea/)
Αυγούστα Μπάιρον και Αναμπέλα Μιλμπάνκ.
Ο Παππούς μου Λόρδος Βύρων
«Σύμφωνα με τα απομνημονεύματά του, ο Γρηγόρης Χ. Γκράντεα [Grigore H. Grandea] γεννήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 1843 στο Ţăndărei της Ialomiţa, και πέθανε στις 8 Οκτωβρίου 1897 στο Bacău, όπου ζούσε εκείνη την εποχή.
Ο Λόρδος Βύρων και η Τερέζα Τζιούκολι.
Ο εκδότης και δημοσιογράφος έζησε μια τραχιά, πικρή και πολύ περιπετειώδη ζωή. Η βιογραφία του περιλαμβάνει φανταστικά κεφάλαια που δείχνουν μια πληθωρική και εκπληκτική φαντασία. Η γενεαλογία του είναι φανταστική, ο Γκράντεα ισχυρίζεται σταθερά ότι ήταν εγγονός του Λόρδου Βύρωνα, του γνωστού Άγγλου ποιητή! Το ταλέντο του να αφηγείται το δείχνει και μέσα από αυτή την αντιφατική ιστορία, στην οποία ο Λόρδος Μπάιρον έχει συναντήσει τη γιαγιά του Γκράντεα σε ένα ταξίδι του στην Ελλάδα. Την ερωτεύτηκε. Την ερωτική περιπέτεια με την Ιάνθη [Ianta], σύζυγο ενός εμπόρου εκ Μοσχοπόλεως, ακολουθεί η γέννηση του Χαράλαμπου Γεωργίου [Haralambie Georgiu], πατέρα του δημοσιογράφου. Ο πατέρας του πέθανε στην πρώιμη παιδική ηλικία του Γρηγόρη. Ο Γρηγόρης παρέμεινε με την θετή του μητέρα με την οποία δεν τα πήγαινε καλά, καθώς είχε έναν ύποπτο και πεισματάρικο χαρακτήρα. Αργότερα κατείχε ένα σταθερό μέρος της περιουσίας του πατέρα του, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της θα διατεθεί για τις δημοσιογραφικές του περιπέτειες. Ο Γρηγόρης Χαραλάμπη Γκράντεα παρακολούθησε σχετικά σχολεία, συμπεριλαμβανομένου και αυτού για εκπροσώπους υγειονομικής περίθαλψης, που ιδρύθηκε από τον Carol Davila. Σε αυτό υπήρχε ένα είδος στρατιωτικού καθεστώτος, όχι εύκολο να το αντέξει κάποιος. Το 1859 ο νεαρός Γρηγόρης συναντά τον Δημήτριο Μπολιντινεάνου [Dimitrie Bolintineanu] ο οποίος του προσφέρει υποστήριξη. Την ίδια χρονιά ο Μπολιντινεάνου θα δημοσιεύσει τους στίχους του Γκράντεα στην Dâmboviţa.
Προσπαθώντας να καταλάβουμε τις πολιτικές του πεποιθήσεις, παρατηρούμε μια μικρή παρέκκλιση, που μας επιτρέπει να πιστεύουμε ότι ο Γκράντεα ήταν –όπως ο Εμινέσκου [Eminescu]– ως επί το πλείστον ένας πεπεισμένος αντιφιλελεύθερος. Διάνυσε μια μικρή περίοδο κατά την οποία επιτέθηκε στους συντηρητικούς, επειδή ο Τίτος Μαϊορέσκου [Titu Maiorescu] τον προκάλεσε να φύγει από το γραφείο του εντύπου Timpul, αποκαλώντας τον, όπως αναφέρει ο Călinescu, «Γρ. Χ. Γκράντεα, αυτός ο συνολικά κρυπτόμενος», μια υποκειμενική και ανακριβής εκτίμηση φυσικά. Για μεγάλο χρονικό διάστημα ο δημοσιογράφος εκδηλώνεται ως δημοκρατικός, συμμετέχοντας στην εκστρατεία κατά του βασιλιά Carol I. Ως θαυμαστής του Αλεξάνδρου Κούζα, στρατεύεται το 1866 υπέρ ενός ηγεμόνα από το εσωτερικό των Ηνωμένων Πριγκηπάτων (Βλαχίας και Μολδαβίας), υπογράφοντας με τον I. C. Lerescu στην εφημερίδα Dorinţele a doi români şi mediile de a le vedea realitate [Οι ευχές δύο Ρουμάνων και τα μέσα για να τις δεις να πραγματοποιούνται]. Υπογράφει άρθρα στο έντυπο Strechea, μια εφημερίδα που επιμελείται ο προαναφερόμενος I. C. Lerescu, με στόχο τον C. A. Rosetti και τον I. C. Brătianu.» (Stefana-Oana Ciortea Neamtiu, Lucian-Vasile SZABO: Grigore H. Grandea: Politics, Journalism and War, Caiete critice, 1 (339), 2016, pp. 63-71).
Το ανωτέρω κείμενο είναι ενδιαφέρον για την πολιτική δράση του Γρ. Χ. Γκράντεα στην Ρουμανία, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα που μας απασχολεί. Γι’ αυτό θα περιοριστώ σε δημοσιεύματα που σχετίζονται αποκλειστικά με την καταγωγή του και την συγγραφική του δράση. Ιδίως, με το αν είναι «Εγγονός του Λόρδου Βυρωνα».
«Γρηγόρης Χ. Γκράντεα: Γεννήθηκε το έτος 1843 στο χωριό Τσινταρέι, στον νομό Ιαλομίτσα. Ο πατέρας του ήταν καταγωγής Μακεδονοβλαχικής, ενώ η μητέρα του ήταν από την Ρουμανία. Αυτός έχασε διαδοχικά τους γονείς του σε τρυφερή ηλικία, μένοντας ορφανός με τον μικρό αδελφό του Στέφανο. Όντας στο έλεος της τύχης, μετά που έκανε τρεις τάξεις γυμνασίου, εισήλθε στην ιατρική σχολή του γιατρού Νταβίλα, όπου πέρασε πολλά από τα νεανικά του χρόνια. […]» (Vasile Gr. Pop, Conspect asupra literaturei române şi literaţilor ei de la început şi pânâ astă-zi în ordine cronologică, I, 1874))
«Εάν το Gr. Gellianu είναι το ψευδώνυμο κάτω από το οποίο κρύβεται ο συγγραφέας Gr. H. Grandea, τότε η μετάφραση [στα ρουμάνικα] των ποιημάτων του Βύρωνα βρίσκεται στην ψυχική και ηθική δομή εκείνου που προσποιούνταν ή επέμενε ότι ήταν εγγονός … βιολογικός του άγγλου ποιητή που πέθανε μεταξύ των εξεγερμένων Ελλήνων στο Μεσολόγγι. || Mια πρώτη χειροπιαστή απόδειξη της φυσικής σχέσης του Γκράντεα με τον Άγγλο ποιητή είναι η ίδια η ποίηση:
CUPA Η ΚΟΥΠΑ
Am o cupă minunată Έχω μια κούπα ωραία
O fecioară ca un crin Μια κοπέλα σαν τον κρίνο
Care de amor mă-ndată Που μ’ αγάπη η σπουδαία
Ne-ncetat cu ea-mi dă vin. Με κερνάει συνέχεια οίνο.
……………………………….. ………………………»
«Το ενδιαφέρον του Γκράντεα για την ζωή και το έργο του Γεωργίου Γκόρντον Βύρων δεν είναι καθαρά λογοτεχνικό, αλλά περισσότερο για λόγους “φυσιογνωμίας”, γιατί και στο άρθρο του: Lord Byron, Viaţa, caracterul şi pereile sale. Calomnia autoarei Beecher Stowe, “Monitorul official”, Bucureşti, nr. 238, de marţi, 28 oct./9 noiembrie 1869, p. 1071, (με ένα ανακοινωθέν για άσχημο αποτέλεσμα), ο Ρουμάνος ποιητής διολισθαίνει, μετά από μια σειρά Βυρωνικών βιογραφικών στοιχείων σχετικά με την γέννηση, την εκπαίδευση και τις ερωτικές ή και τις πολεμικές περιπέτειες του Άγγλου ποιητή, κάνοντας μια αθώα παρατήρηση: Το καλοκαίρι του 1809, ο υψηλός άρχοντας φεύγει από την Πορτογαλία, ταξιδεύει στην Ισπανία και στην Μάλτα, στη συνέχεια, έχοντας φτάσει στην Αλβανία, σταματά στο Τεπελένι για να συναντηθεί με τον Αλή-Πασά, τον διοικητή των Τούρκων. Εδώ, «Ο Αλή-Πασάς τον αναγνωρίζει ως ευγενή λόγω των σγουρών του μαλλιών και των μικρών αυτιών του. Τον Νοέμβριο [του 1809] φτάνει στο Μεσολόγγι, όπου μένει κατάπληκτος από την ομορφιά μιας κοπέλας από την Βοσκόπολη ή Μοσχόπολη, της Ιάνθης και όπου, μετά από 15 χρόνια, θα πέθαινε εκεί…» || Τα γεγονότα που ακολουθούν στην πορεία ήταν γραμμένα στην μοίρα του Άγγλου ποιητή, αλλά όχι μόνο, γιατί «Στις 5 Ιανουαρίου 1824, αφού δραπέτευσε από μια τουρκική φρεγάτα, ο Λόρδος Μπάιρον αποβιβάστηκε στην επικίνδυνη λιμνοθάλασσα του Μισολογγιού, ανάμεσα σε έναν ενθουσιώδη πληθυσμό, ο οποίος είχε έρθει να τον υποδεχτεί. Η φρουρά της πόλης ήταν εν μέσω διχόνοιας, αλλά αυτός επιδίωξε να την ηρεμήσει, να τους καταλαγιάσει και μέσω του Τύπου. Όμως την επόμενη οι Άγγλοι φίλοι του, ο Stanhope και ο Trelawney, που ήταν μαζί του και άλλοι, ο ένας πήγε με τον Κολοκοτρώνη, ο άλλος με τον Οδυσσέα, άλλοι με το Μαυροκορδάτο. Σε μυστική συνάντηση που είχε με την Ιάνθη, που ήταν τώρα τριάντα ετών, έσμιξε μαζί της ενώ ο σύζυγός της έλειπε για εμπορικές δουλειές στην Ρουμανία». || Η τραγική κατάληξη δεν άργησε να έρθει γιατί, κάτω από αυτές τις συνθήκες, “Η υγεία του Μπάιρον καταστράφηκε από ψυχική ταλαιπωρία και από την ανυπόφορη διαβίωση. Δεν μπορούσε πλέον να αντιμετωπίσει αυτήν την αυξανόμενη αναταραχή. Βίαιοι σπασμοί και μια επίθεση αποπληξίας είχαν ως αποτέλεσμα να του αποδιοργανώσουν το νευρικό του σύστημα. Στις 10 Απριλίου, σε ένα ταξίδι που έκανε με τους φίλους του, τον έπιασε μια καταρρακτώδης βροχή, αλλά ξανανέβηκε στο άλογο την επόμενη μέρα και έκανε μια βόλτα και είδε για τελευταία φορά το πράσινο των ελιών, το χιόνι του Αράκυνθου, και τον ήλιο της Ελλάδας. Επειδή οι Γραικοί δεν τον καλομεταχειρίστηκαν, ήταν θλιβερό θέαμα να βλέπεις εκείνη την υψηλή ύπαρξη να παλεύει με φρικτές παραισθήσεις: Στον καημένο ποιητή, την ώρα που ξεψυχούσε, στο πόδι του κρεβατιού του, σαν ένα πιστό σκυλί που μαντεύει τον πόνο του ήταν η Ιάνθη, χωρίς ωστόσο να την καταλάβει αυτός. Έξω η πόλη έγινε θλιμμένη, οι εορτασμοί του Πάσχα ανεστάλησαν, τα δικαστήρια και τα καταστήματα έκλεισαν και τριάντα επτά κανόνια ανακοίνωναν στην Ελλάδα και στην Ευρώπη ότι στις 19 Απριλίου 1824, ο Λόρδος George Noel Gordon Byron, στο 37ο έτος της ζωής του, έδωσε πίσω το σώμα του στην γη και την ψυχή του στον Θεό.»
«Από εκεί η Ιάνθη, αυτή η όμορφη Βοσκοπολίτισσα, έμεινε έγκυος από αυτόν. Ο σύζυγός της, που βρισκόταν στην Βλαχία απασχολημένος με το εμπόριο, μαθαίνοντας πώς έχουν τα πράγματα, την παράτησε εντελώς. Αυτή αρρώστησε κάμποσα χρόνια ζώντας στην δυστυχία, λούζοντας τον καρπό της μοιχείας της στα δάκρυα της μετάνοιας. Όταν επρόκειτο να πεθάνει, ανέθεσε σε έναν εξάδελφό της να ελεηθεί το μικρό παιδί. Αυτός το έστειλε στον πατριό του, ο οποίος τον δέχτηκε, και τον έκανε υπηρέτη του. Δεν του επέτρεψε να φέρει το όνομά του Γκράντεα και έτσι το παιδί, που ονομαζόταν Χαραλάμπης, πήρε το όνομα Γεώργιος του πραγματικού του πατέρα Georgiu Noel Gordon Byron και κατόπιν ονομάστηκε Χαραλάμπης Γεωργίου [Haralamb Georgiu].
Ο πατριός πατέρας του δεν του έδωσαν καμία εκπαίδευση, γιατί το αίμα το οποίο κυκλοφορούσε στις φλέβες του τον έκανε να μάθει μόνος του την παλιά και την νέα ελληνική, την γαλλική και την ιταλική γλώσσα. Του έμειναν μερικοί κλασικοί συγγραφείς δύσκολοι στο να μεταφραστούν στα γαλλικά, σημειωμένοι από τον ίδιο εκεί όπου πίστευε ότι ο μεταφραστής δεν εξέφραζε καλά τις ιδέες και τις ομορφιές του πρωτότυπου: κάτι που αποδείκνυε ότι είχε από μόνος του αποκτήσει μια εκπαίδευση πολύ καλύτερη από εκείνη. που είχαν κατακτήσει όσοι πέρασαν από τα υψηλόβαθμα σχολεία της χώρας.
Πορτρέτο του Βύρωνα, πίνακας του Richard Vestal (1813).
Ο πατριός πατέρας του βρισκόταν σε μια αρκετά ικανοποιητική οικονομική κατάσταση. Όταν πέθανε, όμως, δεν άφησε τίποτα στον νεαρό Χαραλάμπη και μοίρασε όλη του την περιουσία στους φίλους του.
Όμως τούτος ο νεαρός δεν πτοήθηκε. Ήταν γεννημένος και μεγαλωμένος στο σχολείο των αντιξοοτήτων. Μέσω της εργασίας του δημιούργησε δική του κατάσταση και νυμφεύτηκε. Ζει τη ζωή του με εντιμότητα. Άφησε δύο γιους οι οποίοι φέρουν το όνομά του και έναν που δεν του το επέτρεψαν.
Ο τάφος του βρίσκεται στα δεξιά της Ναού Vergu στο Βουκουρέστι. Ένας ταπεινός πέτρινος σταυρός κοντά στο ιερό δείχνει το μέρος όπου αναπαύονται οι στάχτες αυτού του γιου του μεγάλου ποιητή, και ο οποίος ήταν το ζωντανό πορτρέτο του μέσω της φυσικής ομοιότητας.»
Είναι φυσικό ότι η βυρωνική κάθοδος [το απόγονος του Βύρωνα] του Γρ. Χ. Γκράντεα προκάλεσε μεγάλα γέλια στο λογοτεχνικό και στο δημοσιογραφικό περιβάλλον των Ρουμανικών Πριγκιπάτων, ακόμα και από το γεγονός ότι ο χαρακτήρας Fulga στο μυθιστόρημα Ideal şi Real πηγαίνει στην Ελλάδα και πεθαίνει στον αγώνα της απελευθέρωσης του ελληνικού λαού από την τουρκική καταπίεση, ακριβώς όπως έπραξε και ο Λόρδος Βύρων.
Ο συγγραφέας Ion Ghica, στου οποίου το λογοτεχνικό σαλόνι σύχναζε ο νεαρός Grandea πριν από δέκα χρόνια, του έγραφε του Dimitrie Sturza και για τούτη την αστεία υπόθεση: “Ο μεγάλος ποιητής Haralambe Grandea που δήλωσε εγγονός του Λόρδου Βύρωνα… Ο σύζυγος της όμορφης Tanta, Χαραλάμπης Γκράντεα ήρθε στο Βουκουρέστι αφού χώρισε την γυναίκα του Tanta. Αφού έμαθε αργότερα για τον θάνατο της άπιστης γυναίκας του, έστειλε να ζητήσουν τον καρπό της μοιχείας, που εκείνη έφερε σαν…, αλλά το παιδί έφερε το όνομα Χαραλάμπης Γεωργίου [Haralambie Georgiu], από το όνομα του πραγματικού του πατέρα George Noel Gordon Byron, και έμαθε ελληνικά, λατινικά και άλλες ωραίες τέχνες από διαίσθηση και χάρισε στον κόσμο τον ποιητή Χαραλάμπη Γκράντεα…”.
«Συνεχίζοντας το άρθρο για τον Λόρδο Βύρωνα, ένα χρόνο αργότερα, στο «Albina Pindului» (Ιανουάριος 1870, σ. 28-32), ο «εγγονός» του Άγγλου ποιητή αποκηρύσσει τα απόκρυφα, την ιστορία της εξαφάνισης της όμορφης Ιάνθης, αλλά αυτό δεν απαλλάσσει τον Γκράντεα από τις ειρωνείες των εχθρών του. […]
Ακόμα και ο Grandea αναφέρεται στα αστεία των συναδέλφων ποιητών, γιατί μεταφράζοντας τις Ελεγείες στην Τίρζα του Λόρδο Βύρωνα και δημοσιεύοντας το κείμενο στο περιοδικό «Albina Pindului», έτος II, αρ. 1 Δεκεμβρίου 1869, σ. 14-15, ο επιμελητής προσθέτει μια σημείωση –«για την κατανόηση αυτών των ποιημάτων»– από το βιβλίο Suvenire din Crecia του Giuseppe Barera, Νάπολη 1829, σ. 242, από το οποίο πρέπει να συγκρατήσουμε το απόσπασμα το οποίο αναφέρεται στην Ιάνθη, για την οποία αφηγείται η κυρία Τερέζα Μακρή [Tereza Macri] από την Αθήνα, στην οποία ο Λόρδος Byron εμπιστεύτηκε τις ελεγείες του για την Tirza: “Αλλά να σου πω σε ποιον απευθύνονται αυτοί οι στίχοι. Στην πρώτη του επίσκεψη στην Ελλάδα, γνώρισε μία φίλη μου, την Ιάνθη, μια ευχάριστη δεσποινίδα, της οποίας τα μάτια έδειχναν ότι έχουν σαϊτευτεί σε βάθος. Ήμουν εξαναγκασμένη πολλές φορές να δείχνω τον θαυμασμό μου για εκείνη, κάτι που, πιστεύω, δεν μου έδωσε ιδιαίτερα μεγάλη χαρά. Τρία χρόνια μετά από αυτό λαμβάνω ένα γράμμα από αυτόν, στο οποίο δεν βρήκα άλλη λέξη πέρα από την επιθυμία να μάθω κάτι για την Ιάνθη. Η Ιάνθη παντρεύτηκε με τον εξάδελφό μου… και ότι αυτή για ένα συναίσθημά της (για άνθρωπο που λάτρεψε) ήταν μια αληθινή νεκρή, και του απάντησα ότι αυτή πέθανε. Ο Άγγλος μου βρήκε την ευκαιρία να μου δείξει τα σταθερά του αισθήματα και μου έστειλε μερικά ποιήματα στα οποία θρηνεί για τον θάνατό της.
Και η όμορφη Ελληνίδα έδειξε ένα παράξενο χαμόγελο. Την επόμενη μέρα μου έδωσε τα ποιήματα. Ήταν αυτά τα οποία γνωρίζουμε με την ονομασία Τερέζα».
Γίνεται κατανοητό ότι ο εξάδελφος της κυρίας Τερέζας Μάκρι ήταν ο Γκράντεα.
Καλωσορίζοντας τον Λόρδο Βύρωνα στο Μεσολόγγι, πίνακας του Θεόδωρου Βρυζάκη (1861).
Η επισήμανση του Gr H. Grandea, χωρίς να σημαίνει ότι προσπαθεί να δικαιολογήσει την ποιητική αλλαγή του ονόματος της αγαπημένης από Iάνθη σε Tερέζα, περιέχει όλη την ενόχληση που προέκυψε από τα σχόλια που έγιναν για την καταγωγή του από τον Βύρωνα: «Να αποσιωπήσουμε το όνομα για να μη δώσουμε αφορμή για σαχλαμάρες στους απατεώνες!”
Ο Γκράντεα μεταφράζει και τυπώνει βυρωνιακά κείμενα στο δικό του περιοδικό, «Albina Pindului», έτος I, αρ. 1, 1869 και έτος. II, αρ. 1 Δεκεμβρίου 1869: […] || Ο Γκράντεα δεν είχε το 1875 την ηλικία θανάτου του Βύρωνα, αλλά, θεωρώντας τον εαυτό του εγγονό του Άγγλου ποιητή, πήρε το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει το τελευταίο ποίημα του παππού του για να αποχαιρετήσει το «Revista Contimporană» καθώς και τους ισχυρογνώμονες στο Ιάσιο. […]».
«Τέλος πάντων, ούτε καν στην νεκρολογία που του έκανε ο Al. Macedonski, ο Ρουμάνος ποιητής Gr H. Grandea δεν ξέφυγε από την σκιά του μεγάλου Άγγλου παππού του: “Ένας από τους άξιους ποιητές που ήταν σαν είδος οχήματος ένωσης του δικού μας κλασικισμού και του νεωτερισμού, έφυγε από την ζωή. Είναι λυπηρό που η δημοσιογραφία μας, ούτε στον θάνατό του, δεν συνειδητοποίησε το πόσο σημαντικός ήταν ο Γκράντεα. Οι Emirii [Eμίρηδες] τον έχουν από πολύ καιρό, καθαγιάσει-καθιερώσει, ως μεγάλο ποιητή, ως ποιητική αυθεντία. Αυτός απεβίωσε ξεχασμένος και πικραμένος, αλλά θα μείνει στην ρουμάνικη λογοτεχνία, ένα αστέρι πρώτου μεγέθους. Αναμφίβολα το έργο του είναι άνισο, μερικές φορές πεζό, αλλά η ιδιοφυία σπινθηροβολεί στους Εμίρηδες, που κάνουν το όνομά του αθάνατο. Ο Γκράντεα ήταν μαθητής του Μπολιντινεάνου. Είναι Μακεδονικής/Βλάχικης καταγωγής. Ο Ίων Γκίκας [Ion Ghica], στα σαλόνια του οποίου έγινε γνωστός, λέγεται ότι συνέβαλε στην εξάπλωση της φήμης του Γκράντεα. Λέγεται ότι η μητέρα του ποιητή ήταν φυσική κόρη του Λόρδου Βύρωνα. Η μορφή του η νεανική, όσο και το ποιητικό ταλέντο του, φαίνεται να επιβεβαιώνουν αυτόν τον θρύλο. Ο Γκράντεα πέθανε περιφρονημένος από τους ανθρώπους, λόγω έλλειψης του πατριωτισμού, του ενθουσιασμού, του πνεύματος της δικαιοσύνης, του κοινού αισθήματος, των ελλείψεων που φώλιασαν –όπως ο ίδιος πίστευε– μεταξύ των συγχρόνων του.»
(Studii Eminescologice 9, Coordonatori: Viorica S. Constantinescu, Cornelia Viziteu, Lucia Cifor, Clusium 2007, pp. 105, 130-137).
Ο Λόρδος Μπάιρον στο νεκροκρέβατό του, πίνακας του Joseph Denis Odevare (1826).
Δεν χωράει καμιά αμφιβολία, λοιπόν, ότι ο ποιητής της Ρουμανίας Gr. H. Grandea και με το ψευδώνυμο Gr. Gellianu, υπήρξε εγγονός του Λόρδου Βύρωνα, από την μεριά της μητέρας του πατέρα του, της Ιάνθης, που καταγόταν από την Μοσχόπολη ή Βοσκόπολη, και η οποία διετέλεσε ερωμένη και μοιχαλίς (καθότι ήταν παντρεμένη) του μεγάλου Άγγλου ποιητή, ο οποίος την γνώρισε στο Μεσολόγγι, το 1823, και έσμιξε μαζί της. Το γεγονός ότι αυτή η «ιστορία» μπορεί να προκάλεσε τον γέλωτα στους λογίους και συναδέλφους του Γκράντεα στα δύο πριγκιπάτα άνωθεν του Δουνάβεως (Βλαχία και Μολδαβία), τον καιρό που ζούσε ο ποιητής, πεζογράφος, δημοσιογράφος κ.ά., και το γεγονός ότι μέχρι και σήμερα οι σύγχρονοι Ιστορικοί της Ρουμάνικης Λογοτεχνίας θεωρούν αυτόν τον ισχυρισμό του Γκράντεα σαν «μυθοπλασία» και «λογοτεχνικό τέχνασμα», δεν σημαίνει ότι μπορούν να ακυρώσουν και τις έγκριτες «μαρτυρίες» προσώπων, όπως αυτή του Ίωνος Γκίκα. Έτσι, μπορούν να γνωρίζουν τόσο οι Μοσχοπολίτες Βλάχοι, όσο και οι άλλοι εν Ελλάδι και οι απανταχού στην Οικουμένη διασκορπισμένοι Βλάχοι, ότι ο σπουδαίος Άγγλος ποιητής και φιλέλληνας Λόρδος Βύρων, άφησε «σπορά» του και στο «βλάχικο μιλέτι», τότε πριν χάσει τη ζωή του στο Μεσσολόγγι, το 1823, σμίγοντας ερωτικά με την Μοσχοπολίτισσα Ιάνθη.