Ο Παλαμάς και το Μεσολόγγι

- Μερικοί λένε, πως η ποίησή μου είναι σαν τον Δούναβη που κυλώντας περιβρέχει πολλές χώρες. Δεν το παραδέχομαι. Εγώ λέω πως μοιάζει με το ρέμα της πατρίδας μου, με τα τσακίσματα και τις ροδοδάφνες του Κ. Παλαμάς)

by Times Newsroom
  • ΡΗΓΑΣ ΓΚΟΛΦΗΣ

Όποιος επισκεφτεί το Μεσολόγγι και μείνει εκεί λίγον καιρό, θα νιώσει ένα ιδιαίτερο αίστημα, θα το ’λεγα, περίπαθο, υποβλητικό, αίστημα ρεμβασμού και αόριστης συγκίνησης. Γιατί το Μεσολόγγι έχει το χάρισμα να τριγυρίζεται από μια ξεχωριστή, τόσο απλή, όσο μαζί και συνθεμένη από τόσα γοητευτικά στοιχεία, πλάση. Χαμηλός ο τόπος, χλωροφύτευτος, ατάραχη γύρω η λιμνοθάλασσα, που παίζει απάνω της το πρωινό και το δειλινό φως και της χαρίζει πολυποίκιλα μαγικά χρώματα. Έξω, μακριά από το τέναγος, που το στεφανώνουν και ττο κλείνουν η Κλείσοβα, το Βασιλάδι, ο Άη Σώστης και τ’ άλλα αμμόστρωτα ερημικά νησάκια, η τρικυμισμένη πλατιά θάλασσα βογγά, δαρμένη από τους ανέμους που φέρνει ορμητικούς ώς εκεί το Ιόνιο. Στο βάθος της στεριάς τα βουνά του Ζυγού, από εδώ τα χαμηλοβούνια του Αντελικού κ’ εκείθε ο καλλιεργημένος καρποφόρος κάμπος του Μποχωριού. Στη μέση αραδιασμένη η μικρή πολιτεία, στα στενά της σύνορα, και λίγο πίσω απ’ αυτή τα λιοστάσια, τ’ αμπέλια και τα περιβόλια με τα καλοθρεμμένα δεντροπορτόκαλα. Και πάνω απ’ όλα η ηρωική ατμοσφαίρα της δόξας, θρύλοι και θύμησες παλιές, ανακατεμένοι με νεώτερη δημιουργική ζωή της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας του Κράτους. Κοινωνία από τζάκια παλαιά και νέα, από άλλον κόσμο νοικοκυραίων, εργατιά της λίμνης της καλοψάρευτης, πολυταξιδεμένοι καραβοκύρηδες και ναύτες θαλασσομάχοι.

Σ’ αυτόν τον τόπο ανατράφηκε, από εφτά χρονώ παιδί, μεγάλωσε και γνώρισε τον εαυτό του ο ποιητής. Οι πρόγονοί του, ιεροφάντες πιστοί, μελετητές και καλλιεργητές αδάμαστοι των ελληνικών γραμμάτων, στο μακρύ χρονικό διάστημα της δουλείας, κράτησαν εκεί, με την Παλαμαία Ακαδημία, το πολύτιμο πνευματικό φως, άσβεστο και λαμπερό, σα κατόπι τόσο ιστορικά εκείνα χώματα. Από τους πρώτους διδασκάλους του γένους, ο θεμελιωτής της σημαντικής Σχολής, ο Παναγιώτης Παλαμάς, γεννημένος στα 1722, εκατό ολάκερα χρόνια πριν από την επανάσταση, γενάρχης της οικογένειας και του κλάδου των λογιωτάτων απογόνων του, σπουδασμένος στα Γιάννενα και στην Πόλη. Και η Ακαδημία των Παλαμάδων, από τα 1760 που ιδρύθηκε, ακολούθησε την ιστορική τύχη της πολύπαθης χώρας της. Στο αποτυχημένο κινημα, που ξεσήκωσε στα ελληνικά μέρη ο Ορλώφ με το ρούσικο στόλο της Μεγάλης Αικατερίνας, το Μεσολόγγι καταστράφηκε, η Σχολή έκλεισε και ο σχολάρχης Παλαμάς πέρασε πρόσφυγας, για καιρό, στη Ζάκυνθο. Όταν γύρισε πάλι, η σχολή ξαναφύτρωσε για να δώσει τους άξιους καρπούς της. Οι απόγονοι του πρώτου Παλαμά διατήρησαν με ζήλο κ’ επιμονή τη λειτουργία της, κ’ έτσι από πολλά μέρη συγκεντρώνονταν όσοι διψούσανε γνώση και μάθηση. Εκεί μαθήτεψαν ο περίφημος κατόπιν ινδολόγος Δημήτριος Γαλανός, οι δυο μεσολογγίτες πρωθυπουργοί, ο Ζαφείρης Βάλβης, που έκανε και αντιβασιλεύς στη μεταπολίτευση, και ο Σπυρίδων Τρικούπης ιστοριογράφος, πατέρας του Χαρίλαου Τρικούπη. Μα η Σχολή βρέθηκε αργότερα μέσα στην τρικυμία της μεγάλης Επανάστασης του ’21, όσο που τον Απρίλη του 1826, ύστερ’ από τη σκληρή πολιορκία, με την περίφημη ηρωική εκείνη Έξοδο, ερειπώθηκε η πόλη κ’ έκλεισε για πάντα η Παλαμαϊκή Ακαδημία. Ο τόπος που στεγάζονταν η Σχολή, το ιδιόχτητο δηλαδή σπίτι των Παλαμάδων δείχνεται ακόμα στους ευλαβικούς επισκέφτες.

Ο Κωστής Παλαμάς έτυχε να γεννηθεί στην Πάτρα, όπου ο πατέρας του Μιχαήλ Παλαμάς υπηρετούσε ως πρωτοδίκης. Νωρίς, χάνοντας πατέρα και μητέρα, βρέθηκε έρημος με κλεισμένο το σπίτι μαζί με τ’ άλλα του δυο αδέρφια, το μεγαλύτερο Χρήστο κι το μικρότερο Νίκο. Τους περιμάζωξε τότε, ο αδερφός του πατέρα τους Δημήτριος Παλαμάς, καθηγητής, συγγραφέας και ρήτορας, από τους πρωταγωνιστές της επανάστασης του ’62. Τους ανάθρεψε σαν παιδιά του μέσα στο πατρογονικό σπίτι των Παλαμάδων, που σώζεται ακόμα στο Μεσολόγγι και βρίσκεται στην οδό Βύρωνος αριθμός 23. Ο ίδιος ο ποιητής αναφέρειi πως μπήκε στην καινούργια φαμελιά του θείου του, καθώς βγήκε από το καΐκι που τους κουβάλησε από την Πάτρα, μπήκε ορφανός αυτός, βαστώντας στο χέρι ένα βιβλίο. Τον περίφημο “Γεροστάθη”, το βιβλίο εκείνο του Λέοντος Μελά, που έθρεψε στον καιρό του γενεές ολάκερες. Το άνοιξε το βιβλίο κ’ έσκυψε να διαβάζει. Κίνημα που έδειξε αμέσως το σχηματισμένο του χαραχτήρα και τη μελλοντική του αγάπη για τ’ αποτράβηγμα, τη μοναξιά και την καταφυγή στη σκέπη της συλλογής. Κι αληθινά μέσα στο σπίτι των Παλαμάδων, τριγυρισμένο από το θρύλο και την παράδοση των γραμματισμένων προγόνων, βρήκε την πνευματική τροφή που λαχτάριζε. Τα βιβλία τού έγιναν οι πρώτες ερωμένες. “Η αγάπη του ποιητή προς τα βιβλία, είν’ ένα από τα φανερώματα της αγάπης προς τον άνθρωπο, κόσμο μέσα στον κόσμο, μέσα στην πλάση πλάσμα με ορίζοντες, ομορφιές και ποίηση όμοια πλατιά”ii.

Μα σύγκαιρα με τα βιβλία τον συνεπήρε η γύρω του χώρα. Μέσα από το κλεισμένο το σπίτι λαχτάριζε τη ζωή στη θάλασσα και στον ανοιχτόν αέρα.

Τα πρώτα μου χρόνια τ’ αξέχαστα τα ’ζησα
κοντά στ’ ακρογιάλι,
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.

Και κάθε φορά που μπροστά μου η πρωτάνθιστη
ζωούλα προβάλλει,
και βλέπω τα ονείρατα κι ακούω τα μιλήματα
των πρώτω μου χρόνω κοντά στ’ ακρογιάλι,

στενάζεις, καρδιά μου, το ίδιο αναστένασμα:
Να ζούσα και πάλι
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.

Στο σκολειό που μαθήτευε, όσο κι αν φαινόταν συμμαζωμένος στον εαυτό του κι μοναχικός, λογαριάζοταν από τους πιο ζωηρούς. Σώζεται και υπάρχει ένα ενδειχτικό του Παλαμά από τη δεύτερη τάξη του Γυμνασίου στο Μεσολόγγι με βαθμό 5 και διαγωγή “καλή”. Αυτό σημαίνει στη γλώσσα του σκολειού μαθητής κάπως άταχτος, ζόρικος. Ώστε ο ποιητής δεν έδειχνε διαγωγή “κοσμιωτάτη” μα μήτε “κοσμία”. Το πως ο Παλαμάς είτανε τρελόπαιδο τ’ ομολογεί και ο ίδιος σε κάποια του διηγήματα και σε μερικές σελίδες από “τα χρόνια και τα χαρτιά του”. Τα διηγήματά του είναι πλούσια σε αυτοβιογραφικό υλικό. Πολλά απ’ αυτά ζωγραφίζουνε την παιδιάτικη ζωή του. Μεσολογγίτες φίλοι ή γνωστοί του, που ζούσαν ακόμα εδώ και λίγον καιρό, θυμούντανε πως ο Κωστής ανακατεύοταν με γλεντζέδες. Μερικά σαββατόβραδα έσμιγε με φιλική του παρέα που ξεφάντωνε με τα όργανα και το κρασί. Στο τραγούδι συχνά ο Μπαταριάς που ο Κωστής τόνε θαύμαζε. Από τις ταβέρνες του ψαροπάζαρου αρχινώντας, τελειώνανε στο καφέ αμάν που βρίσκοταν στο Απάνου παζάρι. Στο μεταξύ όσο να φτάσουν εκεί περνούσαν από τα σοκάκια και τους μαχαλάδες, από σπίτια που κάθονταν όμορφες νοικοκυροπούλες, τρυφερές συμπάθειες των νεαρών χαροκόπων. Το κέφι το ξεδιάλυνε ξημερώνοντας η Κυριακή. Γυρίζανε στα σπίτια τους – σαν είτανε χειμώνας – με τα ταμπάρα, ένας είδος μπέρτες μακριές που φορούσανε, καταλασπωμένα στους γύρους και να στάζουν βροχή. Ιστορία, που θυμίζει “Μπαταριά” του Μαλακάση.

Ο Παλαμάς πολύ νωρίς, από παιδί ακόμα, άρχισε να γράφει στίχους. Είταν η εποχή του άκρατου ρομαντισμού, με τον Παπαρρηγόπουλο και τον Βασιλειάδη, και τόνε συνέπαιρνε ο Παρασχισμός της Αθήνας. Αργότερα τον μάγεψε η μεγαλοστομία του Βαλαωρίτη. Μα η αρχή της ποίησής του, όπως και το τέλος της, στάθηκε η πατριδολατρεία. Άρχισε με το θαυμασμό του σττο μικρό Μεσολόγγι και τέλειωσε με τον ψαλμό του για τη μεγάλη του μάνα, την Ελλάδα. Ανέκδοτοι είναι ακόμα καθαρευουσιάνικοι στίχοι του, ενός από τα πρώτα του λογοτεχνικά γραψίματα (1874) εμπνευσμένου από τη λιμνοθάλασσα.

Τού Μεσολογγίου χαίρε, ω ενδοξοτάτη λίμνη !
Τής δειλής μου προς σε λύρας αναπέμπονται οι ύμνοι,
Τών θριάμβων μας η μάρτυς, λίμνη τεναγώδης χαίρε!
Δευ ! Παρήλθον αι ωραίαι των αγώνων μας ημέραι,
και συ μένεις σιωπώσα και σχεδόν λησμονημένη,
της ευκλείας σου εκείνους τους καιρούς ενθυμουμένη.

Ο Παλαμάς πολύ αργότερα, στους “Καημούς της λιμνοθάλασσας” άφησε τη θύμησή του να ζωγραφίσει όλη τη νεανική του εκείνη εποχή, και να την τραγουδήσει με δύναμη και χάρη, ζωντάνια, πάθος και λεβεντιά. Μα ώς τα τελευταία του χρόνια θυμότανε με συγκίνηση άμετρη κάθε περιστατικό της περασμένης ζωής του, που σχετίζονταν με τη μικρή φτωχή του πατρίδα.

Στο Βασιλάδι χτύπησα με το σκληρό καμάκι
για το ξανθό αβγοτάραχο τον κέφαλο, ψαράς.
Ξενύχτησα στης Κλείσοβας το πρόσχαρο εκκλησάκι,
ξεφαντωτής αμαρτωλός, του πειρασμού ραγιάς.

Αϊ-Σώστη, εσύ με ξάφνισες· του πλατιού πέλαου βόγκοι,
και τα καράβια τ’ άφταστα και τα διαβατικά!
Μ’ έδειρες, λιμνοθάλασσα, με πήρες, Μισολόγγι.
Δαρμοί, πληγές αγιάτρευτες, ονείρατ’ αδειανά.iii

Θυμότανε πρόσωπα και πράγματα που σβήσανε, τους ζωηρούς του έρωτες, τις πυρωμένες λαχτάρες, ελπίδες και απελπισίες, τους χαμένους φίλους, τις φιλοδοξίες που τον κεντρίζανε, κάθε του ξεχωριστή εντύπωση κι ονειροπόλημα από τις μέρες της χρυσής νιότης.

Ω γνωριμιές, φωλιές, πατρίδες πρώτες,
φυσκοστεφάνωτοι γιαλοί, ρηχοδαρμένοι μόλοι,
πάντα οι καημοί μου ταξιδιώτες,
πάντα γι’ αυτούς καθένας σας κι από ’να αραξοβόλι.iv

Σε νέους συντοπίτες του που λογαριάζανε να βγάλουνε στο Μεσολόγγι λογοτεχνικό φύλλο με τον τίτλο “Βίγλα”, τ’ όνομα μιας θέσης λίγο έξω από τη χώρα, θέση που γινόταν ο κοσμικός κυριακάτικος περίπατος και όνομα που το διατήρησε η παράδοση από τα ηρωικά πολεμικά χρόνια, έγραφε ο ποιητής πως ξανάβλεπε στη θέρμη της ανάμνησης, μαθητούδι ακόμα τον εαυτό του “δουλεύοντας από τότε το στίχο κι από τότε νεραϊδοπαρμένο από δόξες ποιητικές και πάντα ερωτοχτύπητο”… “Πρόσμενε, λέει, με λαχτάρα το δειλινό της Κυριακής, που θα τον έφερνε στη Βίγλα. Έπαιζεν εκεί η μπάντα η στρατιωτική τα κομμάτια της, τον Κυνηγό που μας μάγευε, κάποιες ιταλικές μελωδίες παθητικές, χορευτικές ευκολομνημόνευτες.”v Δυναμώνανε μέσα του την κλίση προς το ρεμβασμό και πλανεύοντας τη φαντασία κάναν και φυτρώνανε φτερά μιας Λάουρας πετραρχικής και μιας Ελβίρας του Λαμαρτίνου στην ανυποψίαστη παιδούλα που στα ολόασπρα ντυμένη έφερνε βόλτες εκεί στον κυριακάτικο περίπατο της Βίγλας. Στη Βίγλα πάλι μια στρογγυλοφέγγαρη καλοκαιριού βραδιά, γιόρτασε με συνομήλικους συντρόφους την απολύτρωσή του γύρω στ’ορεχτικότατο γκιουβέτσι με το μπρούσκο βυσσινόχρωμο κρασί. Απολύτρωση από τι; Έμπαινε σε άλλη περίοδο ζωής. Κ’ έβλεπε μέσα του πως πρώτ’ απ’ όλα χρειαζόταν να υπακούει στον εαυτό του. Μα τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με την ανάμνηση της βρυσούλας. Ο βασιλικός θησαυρός της Βίγλας. Γιατί έτρεχε απ’ τη βρυσούλα ένα νεράκι ολόδροσο και πίνοντάς το σού έφτανε να δοκιμάσεις τη χαρά του κόσμου. Είπανε πως είχε για καιρό χαθεί το θαυματουργό νεράκι και πως πάλι ξαναγύρισε στον τόπο του με την πρώτη του δροσιά, τη διαφανάδα, τη χάρη. Μα η Κασταλία για τον Παλαμά δε στάθηκε μόνο η βρυσούλα της Βίγλας. Έσκυψε και ήπιε στην ψυχή του λαού και βύζαξε το γάλα της δραματικής ιστορίας αυτού του λαού, που αιώνες αιώνων, από τ’ αρχαία χρόνια, πάντα ανήσυχος και ζωντανός, παλεύει, κατηφορίζει και υψώνεται, βλέποντας πάντα εμπρός προς τα ιδανικά ενός γνήσιου ελληνικού πολιτισμού.

Λίγο έξω από το Μεσολόγγι περνά ένα ρέμα με λιγοστό νερό, μα γεμάτο ροδοδάφνες. Μ’αυτό το ρέμα τού άρεσε να παρομοιάζει την ποίησή του.

– Μερικοί λένε, πως η ποίησή μου είναι σαν τον Δούναβη που κυλώντας περιβρέχει πολλές χώρες. Δεν το παραδέχομαι. Εγώ λέω πως μοιάζει με το ρέμα της πατρίδας μου, με τα τσακίσματα και τις ροδοδάφνες του.

Στις 19 Ιουνίου 1937, στο Μεσολόγγι, γινότανε μια εξαιρετική γιορτή. Έστηνε η ιδιαίτερη πατρίδα τού ποιητή την προτομή του στην άκρη της λιμνοθάλασσας. Ο ζωντανός Παλαμάς την ίδια εκείνη μέρα, με την ευκαιρία αυτή, δημοσίευε τέσσερες στίχους. Ονειρευότανε τι τάχα θα βλέπουν ατάραχα και παντοτινά από την άκρη εκείνη του γιαλού τα μαρμαρένια του μάτια. Οι τέσσερες αυτοί στίχοι παίρνουν πιο βαθύ και πιο συγκινητικό νόημα από τότε που έκλεισε για πάντα τα προφητικά του μάτια κ’ έφυγε από τη ζωή ο ποιητής.

«Σας βλέπω με τα ονείρατα τα πλάνα του βραδιού
και με της μέρας τους σκληρούς καθημερνούς αγώνες,
νερά ιερά της Κλείσοβας και του Βασιλαδιού,
μικρή πατρίδα που με ζης, μεγάλη στους αιώνες.»

(Πρώτη δημοσίευση: Περ. “Νέα Εστία”, έτος ΚΒ΄, τόμος 43ος, τεύχος 496, 1 Μαρτίου 1948)

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

i“Ποιητική”, σ. 78.

ii“Ποιητική”, σ. 84.

iii“Καημοί της λιμνοθάλασσας”

iv“Καημοί της λιμνοθάλασσας”

vΤο γράμμα καθώς και αρκετές από τις παραπάνου πληροφορίες μού ανακοίνωσε ο μεσολογγίτης ποιητής Γεράσιμος Κασόλας.

Ρήγας Γκόλφης (Μεσολόγγι, 21 Ιανουαρίου 1886 – 1 Ιανουαρίου 1958) ήταν ποιητής, κριτικός και συνεργάτης του περιοδικού Ο Νουμάς και υπήρξε από τους πιο μαχητικούς δημοτικιστές της εποχής του χωρίς να μετατρέψει όμως ποτέ την ποίηση του σε πολιτική συνθηματολογία.

 

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com