Οι λαϊκιστικές αφηγήσεις του Κυριάκου Βελόπουλου

Να πώς η περί λαϊκισμού ανάλυση επιστρέφει στο προσκήνιο, παρά το γεγονός πως προσπαθούμε να αποφύγουμε κάτι τέτοιο.

  • ΣΙΜΟΣ ΑΝΔΡΟΝΙΔΗΣ

Πριν από λίγες ημέρες, ξεκίνησε η παρουσίαση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης, κατά την διάρκεια της οποίας τοποθετήθηκαν και οι πολιτικοί αρχηγοί των κομμάτων της αντιπολίτευσης.

Μεταξύ αυτών, και ο Κυριάκος Βελόπουλος της Ελληνικής Λύσης, που εν προκειμένω αισθάνθηκε ανακουφισμένος μετά την είσοδο του στη Βουλή, σπεύδοντας εξαρχής να στοχοποιήσει τους ‘Σπαρτιάτες’ και τον Βασίλη Στίγμα, διαβλέποντας τον κίνδυνο οι ‘Σπαρτιάτες’ να αναδειχθούν η κυριότερη πολιτική δύναμη στον λεγόμενο εθνικο-πατριωτικό χώρο.1 Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως η ομιλία του Κυριάκου Βελόπουλου στη Βουλή δεν μας κατέστησε σοφότερους, ούτε μας εξέπληξε θετικά.

Αντιθέτως, κινήθηκε στα γνωστά μοτίβα της άρνησης, της έλλειψης θετικών αναφορών που να εμπεριέχουν κάποια προοπτική, όντας γεμάτη από ό,τι οι Ερνέστο Λακλάου και Σαντάλ Μουφ προσδιορίζουν ως «στοιχεία»2 (elements). Και μέσω αυτών των στοιχείων επεδίωξε ξεκάθαρα να ‘καθηλώσει’ το κοινό του.

1 Προκειμένου να υπερκεράσει τις όποιες θέσεις και προτάσεις θα μπορούσε να διατυπώσουν οι ‘Σπαρτιάτες,’ ο Κυριάκος Βελόπουλος δεν δίστασε να κάνει λόγο για την πραγματοποίηση πέντε εξεταστικών επιτροπών, επενδύοντας συμβολικούς-στρατηγικούς πόρους προς την κατεύθυνση του καταγγελτικού εθνικο-λαϊκισμού, στο εγκάρσιο σημείο όπου εντός αυτής της ανεδαφικής πρότασης, υπεισέρχεται η απλοϊκή διχοτομική λογική τύπου ‘Σπαρτιάτες, εάν αποδεχθείτε την πρόταση μας αυτό θα σημάνει πως είστε αληθινοί πατριώτες, εάν πάλι όχι, δεν είστε παρά fake, σφουγκοκωλάριοι του Μητσοτάκη και της εξουσίας του.’ Υπό αυτό το πρίσμα, θα πούμε πως το γεγονός πως η Ελληνική Λύση έσπευσε από την αρχή κιόλας της νέας κοινοβουλευτικής περιόδου να κάνει χρήση ενός σημαντικού κοινοβουλευτικού ‘εργαλείου,’ αποδεικνύει τον φόβο που διαπερνά τα στελέχη και τα μέλη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας μπροστά στο ενδεχόμενο να είναι οι ‘Σπαρτιάτες’ αυτοί που θα ασκήσουν καλύτερη και πιο αποτελεσματική αντιπολίτευση στο Κοινοβούλιο.

2 Βλέπε σχετικά, Laclau, Ernesto., & Mouffe, Chantal., ‘Hegemony and Socialist strategy: Towards a radical Democratic Politics,’ Verso, London-New York, 1985. Δεν είμαστε θιασώτες της περί λαϊκισμού και λαϊκιστικού λόγου αντίληψης των Λακλάου και Μουφ.

Δηλαδή, να ‘καθηλώσει’ τους παρευρισκόμενους (ας πούμε το κοινοβουλευτικό ακροατήριο),3 τους τηλεθεατές που τυχόν παρακολουθούσαν την ομιλία του στη Βουλή και, τελευταίο αλλά όχι έσχατο, τους δημοσιογράφους που έδιναν το παρών (τρία επίπεδα).

Το να σταθούμε στις λαϊκιστικές αφηγήσεις του Κυριάκου Βελόπουλου θα ήταν επιστημονικά, κάτι πολύ ορθό.

Όμως, θα ξεφύγουμε από την πεπατημένη, επισημαίνοντας πως αφενός μεν ο «λόγος» του (ακολουθούμε εδώ την προσέγγιση του Γρηγόρη Μάρκου, για τον οποίο ο λόγος με πεζό το αρχικό ‘λ’ σημαίνει τα «απλά λόγια»)4 επικεντρώθηκε σε κάτι που ‘πολύ βλέπουν αλλά λίγοι γνωρίζουν’ (το πρόγραμμα της Ελληνικής Λύσης), και, αφετέρου δε, στη διατύπωση προδήλως αντι-φιλελεύθερων, επικίνδυνων και αντι-δημοκρατικών προτάσεων όπως είναι η πρόταση περί κλεισίματος των ανεξάρτητων αρχών με το καινοφανές επιχείρημα (αλλά απολύτως ‘λογικό’ για την δική του οπτική πάνω στα πράγματα), πως τα στελέχη τους λαμβάνουν υψηλούς μισθούς.

Να πώς η περί λαϊκισμού ανάλυση επιστρέφει στο προσκήνιο, παρά το γεγονός πως προσπαθούμε να αποφύγουμε κάτι τέτοιο.

Σε τέτοιες ακραίες διατυπώσεις ή αλλιώς, σε τέτοιες ‘στρεβλώσεις’ οδηγεί η με ζήλο φανατικού ‘λατρεία’ του ‘λαού,’ που ‘υποφέρει’ και ‘πεινάει’ αν και ‘κυρίαρχος’ για να ‘κάνουν άλλοι ζωάρα,’ για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο της στρατιωτικής ιδιολέκτου που θεωρούμε πως κακώς δεν χρησιμοποιείται για την ανάλυση του λαϊκιστικού λόγου και των απλουστευτικών διχοτομήσεων του.

Πέραν αυτού, υπερασπίστηκε τις πολιτικοϊδεολογικές του αναφορές με όρους Δημήτρη Κουτσούμπα, αυτός, ένας καθ’ έξιν αντι-κομμουνιστής πολιτικής της ‘παλαιάς φρουράς’ (‘μην προσπαθήσεις να απαντήσεις γιατί πολύ απλά θα χάσεις’), ενώ επίσης, υπερασπίστηκε τις αντίστοιχες πολιτισμικές-αξιακές με ζήλο πρωτοεμφανιζόμενου βουλευτή: ‘Ήρθα εδώ για να σας τσακίσω όλους.’

Καταλήγοντας στο τέλος αυτής, να απευθύνεται στα μέλη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος του, έχοντας την ικανότητα να «ακυρώνει»,5 κατά την διατύπωση του Άρη Αλεξόπουλου, και μάλιστα εν τη γενέσει της, την «υπερβολική επιρροή» που θα μπορούσε να αποκτήσει κάποιος βουλευτής, κρατώντας με αυτόν τον τρόπο «συμπαγή» και «συντονισμένη» την Κοινοβουλευτική Ομάδα. Και ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως δεν φαίνεται πως η Ελληνική Λύση διαθέτει τους κατάλληλους κοινοβουλευτικούς για να επικρατήσει με επιτυχία στον ανταγωνισμό επί άλλων πολιτικών κομμάτων. Το αυτό μπορεί να ειπωθεί και για την ‘ΝΙΚΗ’ η οποία διαθέτει όμως ένα συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι της Ελληνικής Λύσης. Και ποιο είναι αυτό;

Η θεωρούμενη ως ‘σεβάσμια’ προσωπικότητα του αρχηγού της, εκεί όπου ο ίδιος προσλαμβάνεται ως ένα ‘υβρίδιο’ μεταξύ ‘σεβάσμιου δασκάλου’ που τον ‘ακούς όπως και να έχει,’ και ιερέα που θέλεις να ‘σκύψεις και να του φιλήσεις το χέρι.’

Ο εν γένει συγκρατημένος χαρακτήρας του Νατσιού, είναι αρκετά πιθανό να τον προφυλάξει από γλωσσικά ολισθήματα στα οποία μπορεί να υποπέσει ο ένθερμος και συναισθηματικός Βελόπουλος.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Προκειμένου να υπερκεράσει τις όποιες θέσεις και προτάσεις θα μπορούσε να διατυπώσουν οι ‘Σπαρτιάτες,’ ο Κυριάκος Βελόπουλος δεν δίστασε να κάνει λόγο για την πραγματοποίηση πέντε εξεταστικών επιτροπών, επενδύοντας συμβολικούς-στρατηγικούς πόρους προς την κατεύθυνση του καταγγελτικού εθνικο-λαϊκισμού, στο εγκάρσιο σημείο όπου εντός αυτής της ανεδαφικής πρότασης, υπεισέρχεται η απλοϊκή διχοτομική λογική τύπου ‘Σπαρτιάτες, εάν αποδεχθείτε την πρόταση μας αυτό θα σημάνει πως είστε αληθινοί πατριώτες, εάν πάλι όχι, δεν είστε παρά fake, σφουγκοκωλάριοι του Μητσοτάκη και της εξουσίας του.’ Υπό αυτό το πρίσμα, θα πούμε πως το γεγονός πως η Ελληνική Λύση έσπευσε από την αρχή κιόλας της νέας κοινοβουλευτικής περιόδου να κάνει χρήση ενός σημαντικού κοινοβουλευτικού ‘εργαλείου,’ αποδεικνύει τον φόβο που διαπερνά τα στελέχη και τα μέλη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας μπροστά στο ενδεχόμενο να είναι οι ‘Σπαρτιάτες’ αυτοί που θα ασκήσουν καλύτερη και πιο αποτελεσματική αντιπολίτευση στο Κοινοβούλιο.

2 Βλέπε σχετικά, Laclau, Ernesto., & Mouffe, Chantal., ‘Hegemony and Socialist strategy: Towards a radical Democratic Politics,’ Verso, London-New York, 1985. Δεν είμαστε θιασώτες της περί λαϊκισμού και λαϊκιστικού λόγου αντίληψης των Λακλάου και Μουφ. θ

3 Συνήθως παραβλέπεται θεωρητικά πως ο Κυριάκος Βελόπουλος αποτελεί πλέον έναν ‘παλαιό κοινοβουλευτικό παίκτη’, που έχει στο παλμαρέ του όχι τρόπαια, αλλά αρκετές κοινοβουλευτικές θητείες, αν και όχι συνεχόμενες. Πιο συγκεκριμένα, εξελέγη βουλευτής με τον Λαϊκό Ορθόδοξο Συναγερμό του Γιώργου Καρατζαφέρη το 2007 και το 2009. Εν συνεχεία απουσίασε από τα κοινοβουλευτικά έδρανα για πολλά χρόνια, εισερχόμενος ξανά σε αυτά το 2019, αυτή την φορά ως αρχηγός πολιτικού κόμματος, πετυχαίνοντας μία πλήρη κοινοβουλευτική θητεία. Τώρα, ξεκίνησε την τέταρτη κοινοβουλευτική του θητεία. Ως προς αυτό, θα τονίσουμε πως παρά το γεγονός πως φαντάζει και είναι πολιτικός ‘δευτέρας τάξεως,’ έχει πετύχει μία σχετικά μακροχρόνια κοινοβουλευτική παρουσία (εάν αθροίσουμε συνολικά τα έτη που έχει διατελέσει βουλευτής), επιτυγχάνοντας εκεί που απέτυχαν άλλοι (βλέπε Κωνσταντίνος Αϊβαλιώτης), διανθίζοντας το παλμαρέ του με βραχύβια περάσματα από τον χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, εκεί όπου δεν έχει να επιδείξει όχι κάποια αξιοσημείωτη, αλλά καμία επιτυχία (πιστεύουμε πως αν ο Κυριάκος Βελόπουλος πετύχαινε να εκλεγεί περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας το 2010, η πολιτική του καριέρα θα είχε λάβει διαφορετική κατεύθυνση, καθότι θα επεδίωκε την επανεκλογή του), με σημείο τομής να είναι η ίδρυση της Ελληνικής Λύσης το 2016, μέσω του οποίου κατάφερε να προσελκύσει συντηρητικούς σε πιστεύω και σε απόψεις ψηφοφόρους που την ίδια στιγμή αποστρέφονταν τις ‘εξαλλοσύνες’ και την βίαιη ακτιβιστική δράση της Χρυσής Αυγής, ζητώντας κάτι διαφορετικό πολιτικά και βρίσκοντας στο πρόσωπο του ‘αρχηγού’ την σαφήνεια που δεν έβρισκαν στο πρόσωπο του Γιώργου Καρατζαφέρη. Η στρατηγική Βελόπουλου επικεντρώθηκε, αφενός μεν στην προσέλκυση ανέστιων πολιτικών στελεχών που είχαν θητεία σε όμορους πολιτικούς χώρους και κυρίως στον ΛΑΟΣ, και, αφετέρου δε, στην στρατολόγηση προσώπων σχετικά επιδραστικών (βλέπε τον Αντώνη Μυλωνάκη ο οποίος, λειτούργησε και λόγω της τηλεοπτικής του παρουσίας, ως η ‘φωνή’ του κόμματος στην Αττική, διαθέτοντας ένα background παρόμοιο με αυτό του Βελόπουλου) και αναγνωρίσιμων, με αποτέλεσμα να είναι το μόνο εξω-κοινοβουλευτικό κόμμα το οποίο ήσαν έτοιμο να συμμετάσχει στις βουλευτικές εκλογές της 7ης Ιουλίου του 2019, πολύ πριν αυτές προκηρυχθούν.

4 Τι μπορεί να σημαίνουν όμως τα «απλά λόγια»; Σημαίνουν πως μετά από κάποια χρόνια, ουδείς καθηγητής κάποιου τμήματος Πολιτικών Επιστημών ανά την επικράτεια θα χρησιμοποιήσει αυτή την ομιλία ως παράδειγμα ορθού κοινοβουλευτικού λόγου, ως ομιλία που ανυψώνει την πολιτική συνείδηση των πολιτών και τους μυεί στα ενδότερα της δημοκρατικής-κοινοβουλευτικής λειτουργίας. Ίσως δεν χρειάζεται να επεκταθούμε περαιτέρω: Η ομιλία Βελόπουλου επιμερίζεται σε πολλά «απλά λόγια», που είναι σαφώς, πολύ καταγγελτικά, με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να δέχεται πολλά λεκτικά ‘πυρά,’ απλά και μόνο για να ‘σταματήσει να μιλάει.’ Βλέπε και, Μάρκου, Γρηγόρης., ‘Αριστερός λαϊκισμός στην εξουσία σε Ευρώπη και Λατινική Αμερική: οι περιπτώσεις του ΣΥΡΙΖΑ (Ελλάδα) και του PJ-Frente Para La Victoria (Αργεντινή) στις αρχές του 21ου αιώνα,’ Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2020, σελ. 78, Διαθέσιμη στο: Μάρκου Γρηγόριος (2020 Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ)) Αριστερός λαϊκισμός στην εξουσία σε Ευρώπη και Λατινική Αμερική: οι περιπτώσεις του ΣΥΡΙΖΑ (Ελλάδα) και του PJ-Frente Para La Victoria (Αργεντινή) στις αρχές του 21ου αιώνα (ekt.gr) Ο Κυριάκος Βελόπουλος επεδίωξε να μεταφέρει τον χρόνο μπροστά ως άλλος ‘μάγος της ρητορικής’, κατά πως θα έλεγε ο Ανδρέας Πανταζόπουλος, ‘μαντεύοντας’ το τι ‘τελικά’ δεν θα επιτύχει η Νέα Δημοκρατία, προσδίδοντας ο ίδιος στον κοινοβουλευτικό του λόγο μία εσάνς ελαφρότητας.

5 Βλέπε σχετικά, Αλεξόπουλος, Άρης., ‘ «Veto Players» στο ελληνικό κομματικό σύστημα,’ στο: Κοντογιώργης, Γιώργος., Λάβδας, Κώστας., Μενδρινού, Μαρία., & Χρυσοχόου, Δημήτρης., (επιμ.), ‘Τριάντα χρόνια Δημοκρατία: Το Πολιτικό Σύστημα της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας (1974-2004),’ Πρακτικά Συνεδρίου, Ρέθυμνο Κρήτης, 2004, σελ. 190. Θα παραβιάζαμε θεωρητικά ‘ανοιχτές θύρες’ εάν λέγαμε πως η Ελληνική Λύση διαθέτει υψηλή «εσωτερική συνοχή σε ζητήματα πολιτικής μεταρρύθμισης», επιτρέποντας στον εαυτό της παρεκκλίσεις από τον κανόνα μόνο σε περίπτωση όπου διαφαίνεται πως ένα νομοσχέδιο έχει την υποστήριξη της κοινωνικής πλειοψηφίας (βλέπε το νομοσχέδιο για την δημιουργία της πανεπιστημιακής αστυνομίας). Όσο περισσότερο πολωτικό πολιτικοϊδεολογικά μπορεί να είναι ένα νομοσχέδιο, τόσο περισσότερο αυξάνονται οι πιθανότητες να συμμετάσχει στην σχετική κοινοβουλευτική συζήτηση το σύνολο των μελών της Κοινοβουλευτικής της Ομάδας. Η Ελληνική Λύση όμως, συνεπεία και του χαμηλού επιπέδου πολιτικής κατάρτισης των μελών της, δεν είναι σε θέση να μονοπωλήσει τα ζητήματα δημόσιας τάξης και ασφάλειας.

Σχετικά Άρθρα

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή