Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄

Αναγνωρίστηκε εθνομάρτυρας, ενώ η Ορθόδοξη Εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο τιμώντας τη μνήμη του στις 10 Απριλίου, ημέρα του απαγχονισμού του από τους Οθωμανούς Τούρκους.

by Times Newsroom

Ο Γρηγόριος Ε΄ (1746 – 10 (Ι.Η.) / 22 Απριλίου (Γ.Η.) 1821) διετέλεσε τρεις φορές Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, (1797-1798, 1806-1808 και 1818-1821). Αναγνωρίστηκε εθνομάρτυρας, ενώ η Ορθόδοξη Εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο τιμώντας τη μνήμη του στις 10 Απριλίου, ημέρα του απαγχονισμού του από τους Οθωμανούς Τούρκους.

Πρώτα χρόνια

Η πατρική οικία του Γρηγορίου Ε΄ στη Δημητσάνα

Γεννήθηκε το 1745 ή 1746 στη Δημητσάνα από φτωχή οικογένεια και το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος Αγγελόπουλος. Γονείς του ήταν ο βοσκός Ιωάννης και η Ασημίνα Αγγελοπούλου. Μετά τις βασικές σπουδές στο χωριό του, το 1765 πήγε στην Αθήνα για δύο χρόνια, όπου μαθήτευσε παρά τον Δημήτριο Βόδα, ιεροκήρυκα από τα Ιωάννινα. Το 1767 μετέβη στη Σμύρνη, όπου ένας θείος του που υπηρετούσε νεωκόρος στο ναό του Αγίου Γεωργίου τον βοήθησε να σπουδάσει στο περιώνυμο Γυμνάσιο της πόλης για πέντε χρόνια. Από την παιδική του ηλικία ο Γεώργιος Αγγελόπουλος είχε σχέση με τη Μονή Φιλοσόφου της Αρκαδίας, μέσω της οποίας ενισχύθηκε ο έμφυτος ασκητισμός του. Έτσι, αποσύρθηκε στις Στροφάδες και στην εκεί Μονή του Αγίου Διονυσίου εκάρη μοναχός λαμβάνοντας το όνομα Γρηγόριος.

Στη συνέχεια ο Γρηγόριος, αφού σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία στην Πατμιάδα Σχολή υπό τους Δανιήλ Κεραμέα και Βασίλειο Κουταληνό, επέστρεψε στη Σμύρνη κατόπιν πρόσκλησης του τότε Μητροπολίτη Προκόπιου, όπου και χειροτονήθηκε διάκονος και αρχιδιάκονος. Γρήγορα χειροτονήθηκε ιερέας και κατόπιν ανέλαβε πρωτοσύγκελλος Σμύρνης, θέση που διατήρησε μέχρι το 1785. Κατά την περίοδο της Διακονίας και Αρχιδιακονίας του στη Σμύρνη, ο Γρηγόριος διατηρούσε αλληλογραφία με τον εκ Δημητσάνας επίσκοπο Μεθώνης Άνθιμο Καράκολο, γνωστό υποκινητή της περιοχής στην ανεπιτυχή επανάσταση των Ελλήνων στα Ορλωφικά. Από την αλληλογραφία εκείνη σώθηκε μια πολύτιμη ιστορικά επιστολή του με ημερομηνία 4 Αυγούστου 1778, όπου θλιμμένος από την ατυχή έκβαση εκείνης της εξέγερσης ενημερώνει τον Άνθιμο ότι 60.000 περίπου Έλληνες από την Πελοπόννησο, μετά τις εκτεταμένες καταστροφές που τους προξένησαν Αλβανοί, έχουν καταφύγει πρόσφυγες στη Σμύρνη και στις γύρω περιοχές, όπου έγιναν πρόθυμα δεκτοί από τους Αγάδες ως εργάτες, επιτρέποντάς τους να δημιουργήσουν οικισμούς, εκκλησίες κ.λπ. και χορηγώντας τους απαλλαγή φόρων για μια δεκαετία. Πολλοί δε εξ αυτών άρχισαν να αναπτύσσουν εμπόριο και μέσα στη Σμύρνη.

Το 1785 ο Προκόπιος εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης, οπότε την 1η Ιουλίου ο Γρηγόριος χειροτονήθηκε επίσκοπος και τον διαδέχθηκε ως Μητροπολίτης Σμύρνης. Από αυτή τη θέση ανέπτυξε πλούσια δραστηριότητα, η οποία τον έκανε ευρύτερα γνωστό. Έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο κήρυγμα και την κοινωνική δράση, ασχολούμενος ιδίως με την παιδεία του ποιμνίου του.

Πρώτη Πατριαρχία – εξορία

Η είσοδος του Πατριαρχικού Ναού του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι

Την 1η Μαΐου του 1797, μετά την παραίτηση του τότε Οικουμενικού Πατριάρχη Γερασίμου Γ΄ (1791-1797) λόγω γήρατος, διάδοχός του εξελέγη ομόφωνα ο από Σμύρνης Γρηγόριος, ο οποίος και ανέλαβε στις 9 Μαΐου 1797 ως Γρηγόριος Ε΄.

Η πατριαρχία του συνέπεσε με μια δύσκολη και καθόλου ανέφελη περίοδο. Τα κηρύγματα του Ρήγα Φεραίου άρχιζαν να καλλιεργούν επαναστατικές δράσεις. Παρά ταύτα ο Γρηγόριος, αντιμετωπίζοντας με φρόνηση την κατάσταση, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την κοινωνική δράση προς ανόρθωση της Εκκλησίας και της χριστιανικής κοινωνίας, προχωρώντας και στον έλεγχο κάποιων επισκόπων. Εκτός από τα κηρύγματα του Θείου Λόγου, που επιδιδόταν ο ίδιος, μερίμνησε για την παιδεία, ίδρυσε σχολεία, καθώς και το Πατριαρχικό Τυπογραφείο, από το οποίο και εξέδωσε πλείστα βιβλία. Ο Πατριάρχης τέθηκε επικεφαλής εκστρατείας εναντίον των διαφωτιστικών ιδεών αφορίζοντας πρόσωπα όπως ο Ρήγας Φεραίος, καταδικάζοντας τα νεωτερικά ρεύματα ιδεών και απειλώντας με αφορισμό όσους διάβαζαν ύποπτα βιβλία.

Κατά το έτος της εκλογής του, ο Μέγας Ναπολέων κατέλαβε τα Επτάνησα και ετοίμαζε την εκστρατεία στην Αίγυπτο. Στην εξέλιξη εκείνη ο Τσάρος Παύλος Α΄ της Ρωσίας συμμάχησε με τον Σουλτάνο επί μια διετία (1798-1799). Τότε ο Γρηγόριος απέστειλε εγκύκλιο στους κατοίκους των Ιονίων, με την οποία κατηγορούσε τους Γάλλους για αθεΐα και κακή διοίκηση, ενώ τους συμβούλευε να υποστηρίξουν τις ενωμένες ρωσικές, αγγλικές και οθωμανικές δυνάμεις που θα φτάσουν. Η εγκύκλιος αυτή του 1797 πιστεύεται ότι γράφτηκε με διαταγή του σουλτάνου Σελίμ Γ΄, ο οποίος φοβόταν την επέκταση της Γαλλίας στην ηπειρωτική Ελλάδα. Με μια τέτοια εγκύκλιο είχε εφοδιασθεί και ο Ρώσος ναύαρχος Θεόδωρος Ουσάκωφ στην κατάληψη των Επτανήσων 1799. Το 1798 οι Γάλλοι προσπαθούσαν να ξεσηκώσουν τα παράλια της Ηπείρου σε επανάσταση. Ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων πληροφόρησε σχετικά την Πύλη προθυμοποιούμενος να καταστείλει ο ίδιος την επανάσταση. Η Πύλη, γνωρίζοντας τους σκοπούς του Αλή, ετοίμασε στρατό από την Κωνσταντινούπολη να μεταβεί στη Δυτική Ελλάδα. Ο Γρηγόριος έμαθε τις σχετικές ετοιμασίες από τους ομογενείς και ζήτησε από την Πύλη να μεσολαβήσει ο ίδιος για να σταματήσει τις φημολογούμενες ταραχές. Η Πύλη συμφώνησε και ο Γρηγόριος έστειλε για το σκοπό αυτό στην Άρτα τον πρωτοσύγγελο Ιωαννίκιο Βυζάντιο ο οποίος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη φέροντας και αναφορά (ιλάμι) του Μουλά της Άρτας που διαβεβαίωνε ότι δεν υπάρχει εξέγερση. Έτσι σώθηκε η Αμβρακία από την εκστρατεία του οθωμανικού στρατού.

Παράλληλα όμως, προς καταστολή του γενικότερου επαναστατικού οργασμού των Ελλήνων, συνελήφθη ο Ρήγας Φεραίος και θανατώθηκε. Ακολούθως, μετά και την αποτυχία του Βοναπάρτη, η Ρωσία διέκοψε τη φιλική στάση της προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία, με συνέπεια ο Γρηγόριος να μείνει έκθετος επί του συνεχιζόμενου αναβρασμού. Επωφελούμενοι της κατάστασης εκείνης, επίσκοποι που είχαν προηγουμένως ελεγχθεί αυστηρά από τον Γρηγόριο για πειθαρχικά θέματα, καθώς και πολιτικοί, τον διέβαλαν αυτόν στον Σουλτάνο Σελίμ Γ΄ ως υποκινητή ταραχών, γεγονός που ανάγκασε τον τελευταίο να διατάξει την καθαίρεση και εξορία του Γρηγορίου στη Χαλκηδόνα. Το βεζυρικό διάταγμα της απομάκρυνσής του ανέφερε ότι ήταν άνθρωπος βίαιος και ανίκανος να διατηρήσει τον λαό σε υποταγή.

Η Μονή Παναγίας Εικοσιφοινίσσης Δράμας, όπου διέμεινε ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄.
Άποψη της Μονής Ιβήρων.

Έτσι, στις 19 Δεκεμβρίου 1798 εκθρονίστηκε (τυπικά παραιτήθηκε) και εξορίστηκε αρχικά στη Χαλκηδόνα και μετά από μερικούς μήνες στη Δράμα και τη Μονή Παναγίας Εικοσιφοινίσσης. Κατέληξε στη Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους, όπου και παρέμεινε επί μια επταετία. Στη δε θέση του, Πατριάρχης ανέλαβε ο προηγουμένως εκδιωχθείς Νεόφυτος Ζ΄. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Άγιο Όρος, ο Γρηγόριος επιδόθηκε στη μελέτη ιερών κειμένων και επισκεπτόμενος τις διάφορες Μονές δίδασκε τους μοναχούς, παρακολουθώντας όμως και τα διάφορα γεγονότα που συνέβαιναν τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Κωνσταντινούπολη που διαμόρφωναν νέες εξελίξεις, ιδιαίτερα το 1805, κατά την ένταση του Ρωσο-Γαλλικού ανταγωνισμού. Με παρέμβασή του αντικαταστάθηκαν το 1806, ως ρωσόφιλοι, οι Ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας Αλέξανδρος Μουρούζης και Κωνσταντίνος Υψηλάντης και στη θέση τους ανέλαβαν οι Φαναριώτες (γαλλόφιλοι) Αλέξανδρος Ν. Σούτσος και Σκαρλάτος Καλλιμάχης αντίστοιχα. Οι τελευταίοι με τη σειρά τους προέτρεψαν τον τότε Πατριάρχη Καλλίνικο Ε΄ σε παραίτηση υπέρ του Γρηγορίου, γεγονός που συνέβη στις 22 Σεπτεμβρίου του 1806.

Δεύτερη Πατριαρχία – εξορία

Στις 24 Σεπτεμβρίου του 1806 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης με την παρουσία του Μ. Διερμηνέα Αλέξανδρου Χαντζερή, του Μ. Λογοθέτη Αλέξανδρου Μάνου και αντιπροσώπων των λαϊκών οργανώσεων επανεξέλεξε ομόφωνα Πατριάρχη τον Γρηγόριο Ε΄, ο οποίος και επέστρεψε στη Κωνσταντινούπολη στις 18 Οκτωβρίου, γενόμενος δεκτός με λαϊκό ενθουσιασμό. Και αυτή όμως η πατριαρχία υπήρξε δυσχερέστατη.

Λίγες ημέρες πριν αναλάβει καθήκοντα, η διεθνής σκηνή είχε ανατραπεί. Ο ρωσικός στρατός είχε εισβάλει στη Μολδαβία και τον Δεκέμβριο κηρύχθηκε ο νέος Ρωσικός πόλεμος κατά της Τουρκίας. Μετά την κατάληψη του Βουκουρεστίου από το ρωσικό στρατό, παραμονή των Χριστουγέννων, ο Σουλτάνος Σελίμ Γ΄ κήρυξε επίσημα και εκ μέρους του τον νέο Ρωσοτουρκικό πόλεμο στις 5 Ιανουαρίου του 1807. Την ημέρα αυτή κάλεσε και τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ να εκδώσει προς όλους τους Έλληνες «εκκλησιαστικόν και συμβουλευτικόν γράμμα» (αντίστοιχο με φετφά) στη δημοτική γλώσσα εναντίον των Ρώσων, συνιστώντας παράλληλα τυφλή υποταγή στον Σουλτάνο.

Πράγματι ο Πατριάρχης υπάκουσε στη σουλτανική εντολή και καλούσε τους Έλληνες να αποφύγουν κάθε σύμπραξη με τους Ρώσους. Για τον λόγο αυτό απέστειλε στον Μοριά τον επίσκοπο Ανδρούσης Ιωσήφ. Ένα μήνα αργότερα, στις 20 Φεβρουαρίου 1807, εμφανίστηκε στην απροετοίμαστη Κωνσταντινούπολη αγγλικός στόλος, αξιώνοντας την άμεση διακοπή κάθε σχέσης της Υψηλής Πύλης με τη Γαλλία. Τότε στα άμεσα οχυρωματικά έργα που διέταξε η τουρκική κυβέρνηση, ο Γρηγόριος όχι μόνο προέτρεψε τους Έλληνες να συμμετάσχουν στην κατασκευή τους, αλλά και ο ίδιος συμμετείχε χειρωνακτικά στην ενίσχυση των οχυρώσεων της πόλης κατἀ τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τον Άγγλο ναύαρχο. Εκτιμώντας ο Σουλτάνος την κίνηση αυτή τίμησε τον Πατριάρχη με πολλά δώρα, ενώ ο αγγλικός στόλος απέπλευσε άπρακτος.

Ενώ φαινόταν η αναταραχή να είχε κοπάσει, περί τον Μάρτιο του 1807 ο Ρώσος ναύαρχος Ντιμίτρι Σενιάβιν διένειμε προκηρύξεις «Προς τους Χριστιανούς κατοίκους του Οθωμανικού κράτους». Αυτόν ακολουθώντας πιστά και σε συνεννόηση ο Θεσσαλός αρματωλός Νίκος Τσάρας ή Νικοτσάρας προκάλεσε επανάσταση. Εναντίον αυτού ο Σουλτάνος διέταξε τον Αλή Πασά να σπεύσει για την καταστολή. Ο τελευταίος με ορδές Αλβανών κατέλαβε τη Θεσσαλία, ενώ οι Έλληνες επαναστάτες κατέφυγαν στη Σκιάθο, όπου συγκροτώντας στόλο με 70 πλοία ενωμένοι και με άλλους επαναστάτες άρχισαν καταδρομικές επιχειρήσεις στις ακτές της Θεσσαλίας, Μακεδονίας, ακόμα και Μικράς Ασίας, συνεπικουρούμενοι και από πλοία του αγγλικού στόλου. Κατά την εξέλιξη αυτή ο Σουλτάνος κάλεσε τον Γρηγόριο Ε΄ όπως προτρέψει τους Έλληνες επαναστάτες να διαλυθούν. Πράγματι στη πατριαρχική εντολή που ακολούθησε, οι επαναστάτες υπάκουσαν, εκτός τον Νικοτσάρα που παρέμεινε εγκαταλειμμένος στη Σκόπελο.

Στο μεταξύ, στις 29 Μαΐου (1807) στην Κωνσταντινούπολη εκδηλώθηκε πραξικόπημα υπό τον Καμπακτσή Μουσταφά, διοικητή παλαιού στρατού, ο οποίος, ως ενάντιος των μεταρρυθμίσεων, κατέλαβε τα ανάκτορα, έθεσε τον Σουλτάνο Σελίμ Γ΄ υπό περιορισμό και αναβίβασε στο θρόνο τον ξάδελφο του προηγουμένου Μουσταφά Δ΄. Ένα μήνα περίπου αργότερα, η Ρωσία συνομολογεί με τη Γαλλία την ιστορική Συνθήκη του Τιλσίτ, με την οποία ουσιαστικά δρομολογούταν αφενός ο διαμελισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αφετέρου ο απελευθερωτικός αναβρασμός σχεδόν σε όλη τη Βαλκανική.

Αμέσως μετά των παραπάνω άλλοι απεσταλμένοι των Ρώσων μεταβαίνοντας μέσω Σερβίας στον Όλυμπο προκάλεσαν εκεί νέα επανάσταση. Της επανάστασης αυτής ηγήθηκε ο ηρωικός παπάς Ευθύμιος Βλαχάβας, ο οποίος πανέξυπνα συνασπίστηκε με Τούρκους της περιοχής Λάρισας και Τρικάλων κατά του Αλή Πασά. Και σε αυτή την περίπτωση ο Πατριάρχης Γρηγόριος, μετά από αίτημα του Σουλτάνου εξέδωσε ειδικό γράμμα προς τον Ε. Βλαχάβα που πείστηκε τελικά και σταμάτησε την επανάσταση, πλην όμως μετά από προδοσία συνελήφθη από τον Αλή Πασά και υπέστη φρικώδη θάνατο στα Ιωάννινα.

Η αλλαγή των Σουλτάνων δεν επηρέασε τον Γρηγόριο Ε΄ που φέρεται να έχαιρε του γενικού θαυμασμού για την έντονη δράση του. Στη διάρκεια δε της δεύτερης πατριαρχίας του κατόρθωσε να επιτελέσει πολλά έργα, μεταξύ των οποίων ήταν η μέριμνα περί των οικονομικών του Πατριαρχείου, η κοινωνική φιλανθρωπία, η οργάνωση της εσωτερικής ζωής των μοναστηριών, η ρύθμιση ζωής των αρχιερέων και του κλήρου και ιδιαίτερα οι υπέρ της ελληνικής παιδείας και των γραμμάτων ενέργειές του που προκάλεσαν ακόμα και τον έπαινο του Αδ. Κοραή που τις χαιρέτησε ως «επερχόμενην αναγέννησιν της Ελλάδος».

Τη λαμπρή του όμως αυτή δράση διέκοψε νέο πραξικόπημα που εκδηλώθηκε στις 21 Ιουνίου του 1808, αυτή τη φορά από τον Αγά του Ρουτσούκ (Βουλγαρία), τον Μουσταφά Αλεντάρ Πασά, ή Μουσταφά Μπαϊρακτάρ Πασά, ο οποίος ως υποστηρικτής του Σελίμ Γ΄ καθαίρεσε τον Σουλτάνο Μουσταφά Δ΄. Δεν πρόλαβε όμως να σώσει τον Σελίμ Γ΄ και στο θρόνο αναβίβασε αναγκαστικά τον πρίγκιπα Μαχμούτ, αδελφό του Σουλτάνου Μουσταφά, ως Μαχμούτ Β΄, από τον οποίο και ανέλαβε ο ίδιος δύο ημέρες μετά Μέγας Βεζίρης. Λίγο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Μπαϊρακτάρ αξίωσε την άμεση απομάκρυνση του Γρηγορίου του Ε΄. Έτσι ο τελευταίος αναγκάσθηκε σε νέα παραίτηση στις 10 Σεπτεμβρίου (1808), οπότε και απομακρύνθηκε στη Μονή Μεταμόρφωσης στην Πρίγκηπο και μετά ένα έτος και πάλι στο Άγιο Όρος. Στον πατριαρχικό θρόνο τον διαδέχθηκε ο προηγουμένως παραιτηθείς Καλλίνικος Ε΄.

Και κατά τη δεύτερη εξορία του στο Άγιο Όρος ο Γρηγόριος ο Ε΄ επιδόθηκε στις εκεί προσφιλείς του πνευματικές ασκήσεις και μελέτες επί εννέα χρόνια. Από το ερημητήριό του όμως δεν έπαψε να παρακολουθεί τα δρώμενα της Εκκλησίας και του Γένους. Περί τα μέσα του 1818 τον επισκέφθηκε ο Ιωάννης Φαρμάκης και του ανακοίνωσε τα σχετικά με τη Φιλική Εταιρεία. Μάλιστα, όπως ο ίδιος ο Φαρμάκης αφηγείται «ο πατριάρχης έδειξεν ευθύς ζωηρότατον ενθουσιασμόν» και «ηυχήθη από καρδίας» υπέρ της επιτυχίας του σκοπού της Εταιρείας. Αρνήθηκε όμως να δώσει τον σχετικό όρκο, λέγοντάς του «εμένα μ΄ έχετε που μ΄ έχετε», επικαλούμενος ως κληρικός αδυναμία να ορκιστεί, προσθέτοντας ότι ο όρκος μπορούσε να βλάψει, διότι αν εμφανισθεί το όνομα του Πατριάρχη στα βιβλία της Εταιρείας και αποκαλυφθούν αυτά στη συνέχεια τότε «θέλει κινδυνεύσει ολόκληρον το έθνος, του οποίου καίτοι εξόριστος προείχε πάντοτε». Τέλος δε της συνομιλίας εκείνης ο πατριάρχης συμπλήρωσε: «να προσέξωσι πολύ οι Εταίροι, μήπως βλάψωσιν αντί να ωφελήσωσι την Ελλάδα».

Τρίτη Πατριαρχία

Στις 14 Δεκεμβρίου 1818, μετά την παραίτηση του Πατριάρχη Κυρίλλου Στ΄ την προηγουμένη ημέρα, Πατριάρχης εξελέγη για τρίτη φορά ο Γρηγόριος Ε΄, ο οποίος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη στις 19 Ιανουαρίου του 1819 και ανέλαβε καθήκοντα. Πρώτη ενέργειά του υπήρξε τότε η δημιουργία του φιλανθρωπικού ιδρύματος «Κιβώτιον του Ελέους» για την οικονομική βοήθεια των πτωχών και την αποφυλάκιση κρατουμένων για χρέη. Παράλληλα μερίμνησε για την ενίσχυση των νοσοκομείων με οικονομικές εισφορές από τους ναούς, καθώς και για το κήρυγμα του Θείου Λόγου καλώντας προς τούτο στην Κωνσταντινούπολη τον διαπρεπή τότε εκκλησιαστικό ρήτορα Κωνσταντίνο Οικονόμου. Τον Μάρτιο, κατόπιν υπόδειξης του Κωνσταντίνου Κούμα περί της ανάγκης μεταρρύθμισης των διδασκομένων στις σχολές μαθημάτων, ο Γρηγόριος Ε΄ εξέδωσε τον περίφημο συνοδικό τόμο «Περί των Ελληνομουσείων» προτρέποντας τη μόρφωση των Ελλήνων στη σπουδή της ορθής ελληνικής γλώσσας, σημειώνοντας: «…και να μη προτιμώσι μαθήματα, δι ών εγεννάτο αδιαφορία και ψυχρότης προς τας εκκλησιαστικάς διατάξεις και προς την αμώμητον ημών πίστιν». Η έκδοση της παραπάνω «εγκυκλίου» εναντίον των Διαφωτιστών οδήγησε στο κλείσιμο σχολείων της Σμύρνης, των Κυδωνιών, της Χίου και της Μυτιλήνης (Ιησουϊτικών) και το επόμενο έτος προσπάθησε να επιβάλει προληπτική θεολογική λογοκρισία σε όλα τα ελληνικά βιβλιοπωλεία της Κωνσταντινούπολης.

Τον επόμενο χρόνο, (1820) αναμόρφωσε το «Πατριαρχικόν Τυπογραφείον», το οποίο είχε ιδρύσει ο ίδιος και το οποίο εξέδιδε πολλά συγγράμματα.

Επανάσταση των Ελλήνων

Στη διάρκεια της τρίτης του Πατριαρχίας ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση του 1821, η οποία υπήρξε η κρισιμότερη περίοδος του Πατριαρχείου από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Είναι γεγονός ότι πολύ πριν του έτους αυτού, οι Φιλικοί πολλές φορές χρησιμοποίησαν το όνομα του Πατριάρχη, όπως και του Τσάρου, ζητώντας έτσι κάποια ηθική συνδρομή αλλά και για το ηθικό των μυημένων. Προκειμένου μάλιστα να αποφύγουν τις υποψίες της Υψηλής Πύλης, διακήρυσσαν ότι οι Πελοποννήσιοι που βρίσκονταν στο Ιάσιο αποφάσισαν να ιδρύσουν στην Πελοπόννησο Μεγάλη Σχολή, για την οποία και ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ είχε αποστείλει πολλές επιστολές προς οποιονδήποτε προύχοντα που θα μπορούσε να συνεισφέρει. Υπό το όνομα όμως της Σχολής οι Φιλικοί εννοούσαν την αναμενόμενη επανάσταση.

Στις 30 Ιουλίου του 1819 σε επιστολή του προς τον ηγεμόνα της Μάνης Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ο Γρηγόριος Ε΄ κάνοντας μνεία περί της Σχολής αυτής αποκαλύπτει την επ´ αυτής έννοια των Φιλικών. Εξ αυτού του γράμματος αποφάσισε στη συνέχεια ο Μαυρομιχάλης να συμμετάσχει στον Αγώνα με όλους τους οπλαρχηγούς της Μάνης. Αλήθεια πάντως είναι ότι με τις επιστολές εκείνες η Φιλική Εταιρεία είχε ενισχυθεί και οικονομικά και αριθμητικά με εγγραφή νέων μελών, όπως και πολλών κληρικών. Αλλά και άλλες εγκύκλιοι που αφορούσαν την «Κιβωτό του Ελέους» οι Φιλικοί τις χρησιμοποίησαν κατάλληλα.

Ο Πατριάρχης δεν εκδήλωσε ποτέ δημόσια τη θέση του απέναντι στη Φιλική Εταιρεία, αλλά ούτε και οι επιστολές που έστελνε την εποχή εκείνη θα μπορούσαν να γίνουν ευρύτερα γνωστές ακόμα και στους μυημένους. Ο ίδιος μάλιστα φέρεται να δήλωνε «Γνωρίζων…δεν ήθελον γίνει προδότης του έθνους μου. Αλλά δια τούτο δεν θέλω να γνωρίζω τίποτε εκ των πολιτικών, δια να μη γίνω επίορκος, ή ψεύστης, εαν εξεταζόμενος ηρνούμην». Πολλοί όμως, εκτός των κατακριτών του, ήταν και εκείνοι που θεωρούσαν ότι ενεργούσε με ιδιαίτερα μεγάλη περίσκεψη απέναντι στον Σουλτάνο. Οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι ο Γρηγόριος γνώριζε για τη Φιλική Εταιρεία και άλλοι ισχυρίζονται ότι του ζητήθηκε να γίνει μέλος. Ο ίδιος ανεχόταν την Εταιρεία αλλά δεν δέχτηκε να γίνει μέλος της για ιδεολογικούς και πολιτικούς λόγους, καθώς η Εταιρεία εκπροσωπούσε τις ιδέες που από το β’ μισό του 18ου αιώνα αντιστρατευόταν η Εκκλησία ως ασύμβατες με την κοσμοθεωρία της. Πολιτικά, η συμμετοχή του θα έθετε σε κίνδυνο όχι μόνο μεμονωμένους ιεράρχες αλλά κυρίως το θεσμό του Πατριαρχείου. Οι συνέπειες τυχόν συμμετοχής του στην Εταιρεία θα μπορούσαν να είναι καταστροφικές για όλους τους Έλληνες, μια θυσία που δεν μπορούσαν να την αναλάβουν. Ωστόσο, δεν έδωσε πληροφορίες στις οθωμανικές αρχές για τις δραστηριότητές της. Αυτή η στάση παραλληλίζεται με τη στάση του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Τον Απρίλιο του 1820 τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ επισκέφθηκε στην Κωνσταντινούπολη ο διερχόμενος από εκεί για την Αγία Πετρούπολη Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος και του επέδωσε επιστολή του Παλαιών Πατρών Γερμανού που ρωτούσε «Τι πρέπει να κάμουν και πως πρέπει να φερθούν». Ο Γρηγόριος φέρεται να είπε στον κομιστή «Περιττόν να μας ζητούν συμβουλή δια πράγματα τα οποία γνωρίζουν. Χρεωστούμεν να ποιμαίνωμεν καλώς τα ποίμνιά μας και χρείας τυχούσης να κάμωμε όπως έκαμεν ο Ιησούς δι΄ ημάς δια να μας σώσει». Παράλληλα έδωσε και επιστολή προς τον πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη στην οποία επαναλάμβανε τη λέξη «φρόνησις, φρόνησις, φρόνησις». Σε άλλη δε επιστολή προς Ιωάννη Ζωσιμά έγραφε «βοήθεια, βοήθεια, βοήθεια». Αμφότεροι όμως, έχοντας παρεξηγήσει τις λέξεις, διαμήνυσαν δια του Παπαρρηγόπουλου που επανέκαμψε στην Πόλη, ο μεν Υψηλάντης ότι υπάρχει έτοιμο πλοίο για να μεταφέρει τον Πατριάρχη στην Οδησσό ή Πελοπόννησο, ο δε Ζωσιμάς ότι αποστέλλει χρήματα για τη φυγή του Πατριάρχη. Τότε ο Γρηγόριος εξήγησε ότι με τις συνθηματικές λέξεις ήθελε να επιστήσει την προσοχή των Φιλικών, για δε τα χρήματα του Ζωσιμά θα δοθούν στον Αγώνα, όσο για το πλοίο μόνο νεκρόν θα μπορούσε να τον μεταφέρει αλλού.

Θα μπορούσε όμως να είχε φύγει, όπως τον παρακάλεσε και ο Παπαρρηγόπουλος. Μάλιστα όταν ο Παπαρρηγόπουλος τον ενημέρωσε ότι πολύ σύντομα θα ξεσπούσε η επανάσταση, ο πατριάρχης φέρεται να δήλωσε ότι ήταν φρονιμότερο να περιμένουν ένα ρωσοτουρκικό πόλεμο προσθέτοντας «Λυπούμαι, μήπως η πατρίς πάθει όσα έπαθε και άλλοτε». Κατά τον Πατριάρχη, η επανάσταση έπρεπε να ξεκινούσε αργότερα μετά την καταστροφή του Αλή πασά και μάλιστα από την Πελοπόννησο και όχι από τη Μολδοβλαχία.

Αφορισμοί

Επιστολή του Γρηγορίου Ε´με την οποία αποκηρύσσεται η εξέγερση και αφορίζεται ο Αλέξανδρος Υψηλάντης

Μετά την εκδήλωση της επανάστασης του Υψηλάντη στη Βλαχία, άρχισαν μαζικές διώξεις κατά των χριστιανών της Κωνσταντινούπολης, με σφαγές και φυλακίσεις. Μεταξύ των άλλων φυλακίστηκαν ή εκτελέστηκαν πολλοί επίσκοποι, όπως ο Εφέσου Διονύσιος Καλλιάρχης, ο οποίος απαγχονίστηκε πρώτος «κατά την οδόν ιχθυοπωλείου (Μπαλούκ-παζάρ)», φυλακίστηκαν οι Νικομηδείας Αθανάσιος και Δέρκων Γρηγόριος, ο Αγχιάλου Ευγένιος, ενώ ο Σουλτάνος διέτασε τον Πατριάρχη να στείλει και άλλους για φυλάκιση. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες («υπό την δαμόκλειαν σπάθην την κρεμαμένην … επί της κεφαλής του ελληνικού πληθυσμού της Κωνσταντινουπόλεως») ο Πατριάρχης, επικεφαλής συνόδου αρχιερέων και λαϊκών, αναγκάστηκαν να εκδώσουν δύο αφορισμούς. Αυτοί υπογράφονται από 21 αρχιερείς του Πατριαρχείου, αλλά στη σύνοδο που έλαβε την απόφαση συμμετείχαν και λαϊκοί προύχοντες της Κωνσταντινούπολης, όπως ο πρώην ηγεμόνας της Βλαχίας Σκαρλάτος Καλλιμάχης, ο μεγάλος διερμηνέας της Πύλης Κων. Μουρούζης, ο αδελφός του, διερμηνέας του στόλου Νικ. Μουρούζης, ηγέτες των συντεχνιών κ.ά., συνολικώς 72 άτομα. Οι μεν λαϊκοί αποφάσισαν να υποβάλουν αναφορά αποκήρυξης της επανάστασης και δήλωση υποταγής με αναφορές στη «συνήθη καλοκαγαθία του σουλτάνου», οι δε ιερωμένοι να συνθέσουν την πράξη αφορισμού. Δεν είναι ακριβώς γνωστές οι ημερομηνίες που υπεγράφησαν οι αφορισμοί. Πολλοί ιστορικοί εκτιμούν ότι έγινε την 23η Μαρτίου. Ο πρώτος αφορισμός συνοδευόταν από διαβιβαστική πατριαρχική επιστολή, την οποία μερικοί συγγραφείς εκλαμβάνουν επίσης ως αφοριστικό έγγραφο και έτσι αναφέρονται σε συνολικά τρείς αφορισμούς, ενώ ουσιαστικά πρόκειται για δύο. Οι οθωμανικές αρχές, αφού επέβαλαν στον Πατριάρχη την έκδοση των εν λόγω αφορισμών, είχαν τοποθετήσει στο περιβάλλον του Τουρκοκρητικούς που γνώριζαν την ελληνική γλώσσα ώστε να παρακολουθούν τις εργασίες των συνόδων και τα κείμενα. Φαίνεται ότι ο πρώτος αφορισμός που περιοριζόταν στην επαρχία της Ουγγροβλαχίας δεν ικανοποιούσε τον Σουλτάνο και τον σεϊχουλισλάμ, οι οποίοι επέβαλαν και δεύτερο αφορισμό που να περιλαμβάνει όλους τους χριστιανούς της Αυτοκρατορίας. Εκτιμάται ότι ο δεύτερος αυτός αφορισμός εκδόθηκε την Κυριακή 27 Μαρτίου. Εξέταση του κειμένου του δεύτερου αφορισμού αποδεικνύει ότι έγινε προσπάθεια ώστε το δεύτερο κείμενο να είναι διπλωματικό και να αφήνει κενά ως προς τη θεολογική ερμηνεία του. Για παράδειγμα, δεν επαναλαμβάνει τις κατάρες του πρώτου, και ενώ στον πρώτο αφορισμό αναφέρεται «αφωρισμένοι υπάρχουσι», στο δεύτερο η έγκλιση γίνεται ευκτική μέλλοντος «αφωρισμένοι υπάρχοιεν». Ο πρώτος αφορισμός αναφέρει ότι «Ὑπεγράφη συνοδικῶς ἐπὶ τῆς ἁγίας Τραπέζης». Ο ίδιος ο Υψηλάντης, έχοντας προβλέψει το ενδεχόμενο, καθησύχαζε με επιστολή του της 29ης Ιανουαρίου τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ότι «ο μεν Πατριάρχης βιαζόμενος παρά της Πόρτας σας στέλλει αφοριστικά και εξάρχους παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρτα, εσείς όμως να τα θεωρείτε ταύτα ως άκυρα, καθότι γίνονται με βία και δυναστείαν και άνευ θελήσεως του πατριάρχου.

Γενικώς οι απόψεις και οι κρίσεις που διατυπώθηκαν για το θέμα, κατατάσσονται σε 4 κατηγορίες. Η πρώτη υποστηρίζει ότι πρόκειται για πραγματικό αφορισμό και είναι προϊόν συνειδητής τουρκόφιλης και αντεπαναστατικής θέσης του Πατριάρχη και των λοιπών συνοδικών. Υποστηρικτές αυτής της άποψης είναι κυρίως οι Π. Πιπινέλης, Γ. Κορδάτος και Γ. Καρανικόλας και διάφοροι μαρξιστές ιστορικοί. Η δεύτερη άποψη δέχεται ότι ο αφορισμός είναι πραγματικός (δηλ. έγκυρος) αλλά έγινε υπό την απειλή βίας. Αυτή υποστηρίζεται από αγωνιστές της Επανάστασης και μεταγενέστερους ιστορικούς. Για παράδειγμα, ο Αναστ. Εμμ. Παπάς σε επιστολή του προς τον αδελφό του Αθανάσιο, την 18 Απριλίου 1821 γράφει «Οι εξορκισμοί δεν έχουν πέραση, διότι είναι φτιαγμένοι κατά διαταγήν του Σουλτάνου». Το ίδιο υποστηρίζουν οι Ι. Φιλήμων, Τ. Γκόρντον, Μ. Οικονόμου, Τζ. Φίνλεϋ, Απ. Βακαλόπουλος και άλλοι. Η τρίτη άποψη δέχεται επίσης ότι ο αφορισμός είναι πραγματικός, αλλά ανακλήθηκε λίγο αργότερα. Την παράδοση αυτή αναφέρουν ο Ι. Φιλήμων, ο Σπηλιάδης, ο Γ. Πιλάβιος στη βιογραφία του Γρηγορίου (1872), ο Μ. Οικονόμου και νεώτεροι μελετητές. Σύμφωνα με αυτή, ο αφορισμός ανακλήθηκε σε μυστική τελετή το ίδιο βράδυ ή τη Μ. Δευτέρα ή τη Μ. Παρασκευή. Κατά την τέταρτη άποψη ο αφορισμός είναι «οικονομικός» (εισαγωγικά συγγραφέα) ή εικονικός, προς το θεαθήναι και όχι πραγματικός. Αυτή η εκδοχή υποστηρίζεται από τον Ι. Φιλήμονα, Ι. Χατζηφώτη και άλλους. Σύμφωνα με τον Τάκη Κανδηλώρο, βιογράφο του Πατριάρχη, ο Γρηγόριος «ως αντιπρόσωπος του Χριστού ουδέποτε έπρεπεν να υπογράψει έγγραφον εις το οποίον δεν επίστευεν. Αλλ’ ως αρχηγός κινδυνεύοντος έθνους ώφειλε να στέρξει μέτρον, όπερ έστω και προσωρινώς έσωζε τους ανίσχυρους και εμπεπιστευμένους αυτώ πληθυσμούς εκ της σφαγής» και έδρασε εκβιαζόμενος. Ο Ιωάννης Κολιόπουλος χαρακτηρίζει τον αφορισμό «μνημείο της εκκλησιαστικής γλώσσας που είχε φιλοτεχνήσει η Ανατολική Ορθόδοξος Εκκλησία τους αιώνες της τουρκικής κυριαρχίας» και τον ερμηνεύει στο συγκείμενο της αναγνώρισης από την Εκκλησία της νομιμότητας του καθεστώτος του Σουλτάνου, του οποίου αποτελούσε οργανικό τμήμα, και της εναντίωσης στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό του εθνικού κινήματος των Ελλήνων. Ο Τάκης Σταματόπουλος θεωρεί ότι ο Πατριάρχης αντέδρασε στην επανάσταση και αναφέρει πως «μ’ αλλεπάλληλα έγγραφά του και αφορισμούς συνιστούσε πάντα πίστη και τυφλήν υποταγή στους Τούρκους».

Σε επιστολή του προς τον επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα της 28ης Δεκεμβρίου 1820, ο Γρηγόριος Ε΄ έγραφε: «…Κρυφά υπερασπίζου αυτόν (σσ. Η του Παπανδρέου πράξις πατριωτική), εν φανερόν δε άγνοια υποκρίνου, έστι δε ότε και επίκρινε τοις θεοσεβέσι αδελφοίς και αλλοφύλοις ιδία. Πράυνον βεζύρην λόγοις και υποσχέσεσιν αλλά μη παραδοθήτω εις λέοντος στόμα. Άσπασον συν ταις εμαίς ευχαίς τους ανδρείους αδελφούς, προτρέπον εις κρυψίνοιαν δια τον φόβον των Ιουδαίων». Σώζονται επίσης και επιστολές του του Μαρτίου 1821 προς τους επισκόπους Βλαχίας, Παλαιών Πατρών Γερμανό, Τριπόλεως και Αμυκλών Δανιήλ στις οποίες τους παρότρυνε να συνεχίσουν την πολιτική «ειλικρινούς ευπειθείας και υποταγής […] εις την κραταιάν βασιλείαν».

«Ο Πατριάρχης Γρηγορίος Ε΄ συρόμενος στην αγχόνη», Λεπτομέρεια από τον πίνακα του Νικηφόρου Λύτρα

Απαγχονισμός

Εν τω μεταξύ ο Σουλτάνος, υπό την πίεση ακραίων μουσουλμανικών διαδηλώσεων κατά των Ελλήνων, ζήτησε από τον Σεϊχουλισλάμη Χατζή Χαλίλ να εκδώσει διαταγή (φετouά) σχετικά με τη γενική σφαγή των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Ο Χατζή Χαλίλ, ύστερα από διαβουλεύσεις με τον Γρηγόριο, ο οποίος του ξεκαθάρισε πως ο ίδιος και το Γένος ήταν αμέτοχοι στην επανάσταση, και βασιζόμενος σε ένα εδάφιο του Κορανίου, αρνήθηκε να εκδώσει τη φετφά τoυ Σουλτάνου, ο οποίος εξοργισμένος τον τιμώρησε με θάνατο και θεώρησε υπεύθυνο και τον Γρηγόριο Ε’.

Σύμφωνα με τον πανηγυρικό που εκφώνησε για τον Πατριάρχη το 1853 ο Γεώργιος Τερτσέτης, όπως αυτός μεταφέρεται από τον ανιψιό του Πατριάρχη, ο Γρηγόριος Ε’ απέρριψε προτάσεις υπαλλήλων ξένων πρεσβειών να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη λέγοντας: «Μη με προτρέπετε εις φυγήν, μάχαιρα θα διέλθη τας ρύμας της Κωνσταντινουπόλεως και των λοιπών πόλεων των χριστιανικών επαρχιών. Υμείς επιθυμείτε, εγώ μετημφιεσμένος να καταφύγω…ουχί! Εγώ δια τούτω είμαι πατριάρχης, όπως σώσω το έθνος μου…ο θάνατός μου ίσως επιφέρει μεγαλυτέραν οφέλειαν από την ζωή μου…Ναι, ας μη γίνω χλεύασμα των ζώντων. Δε θα ανεχτώ ώστε εις τα οδούς της Οδησσού, της Κέρκυρας και της Αγκώνος, διερχόμενον εν μέσω των αγύιων, να με δακτυλοδεικτούσι λέγοντες, Ιδού έρχεται ο φονεύς πατριάρχης».

Μετά τη λειτουργία του Πάσχα (10 Απριλίου 1821) ο Γρηγόριος συνελήφθη, κηρύχθηκε έκπτωτος και φυλακίστηκε. Το απόγευμα της ίδιας μέρας απαγχονίστηκε στην κεντρική πύλη του Πατριαρχείου, όπου παρέμεινε κρεμασμένος για τρεις ημέρες, εξευτελιζόμενος από τον όχλο.

Η κεντρική πύλη του Πατριαρχείου, όπου απαγχονίστηκε ο Γρηγόριος Ε΄, η οποία παραμένει κλειστή ως σήμερα
Το σκήνωμα του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’ ρίχνεται από τους Εβραίους στον Κεράτιο Κόλπο. Πίνακας του Peter von Hess.

Κατόπιν, μια ομάδα τριών Εβραίων αγόρασαν το πτώμα του, το περιέφεραν στους δρόμους και το έριξαν στον Κεράτιο κόλπο. Τα ονόματα των τριών αυτών Εβραίων ήταν Μουτάλ, Μπιταχί και Λεβύ. Τη σκηνή της περιφοράς του σκηνώματος από τους τρεις Εβραίους έχει αποδώσει παραστατικά σε πίνακά του ο Γερμανός ζωγράφος Πέτερ φον Ες. Ένας Κεφαλονίτης πλοίαρχος, ονόματι Νικόλαος Σκλάβος, βρήκε το σκήνωμα και το μετέφερε στην Οδησσό, όπου και ετάφη[2] στον ελληνικό ναό της Αγίας Τριάδος. Το συγκλονιστικό επικήδειο λόγο εκφώνησε ο ιεροκύρηκας Κωνσταντίνος Οικονόμος, λόγος που μεταφράστηκε άμεσα στα Ρωσικά, καθαρογράφηκε και προκάλεσε αίσθηση στη ρωσική πρωτεύουσα Αγία Πετρούπολη. Το σκήνωμα του Πατριάρχη Γρηγορίου μεταφέρθηκε τιμητικά στην Αθήνα, 50 χρόνια μετά, και έκτοτε φυλάσσεται σε μαρμάρινη λάρνακα στο Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών.

Η κεντρική πύλη του Πατριαρχείου, όπου απαγχονίστηκε ο Γρηγόριος Ε΄, παραμένει κλειστή και σφραγισμένη μέχρι και σήμερα, σε ένδειξη τιμής. Στο Πατριαρχείο εισέρχεται κανείς έκτοτε μόνο από τις πλάγιες πύλες.

Το μαρτύριο των αρχιερέων

Την ίδια ημέρα – 10 Απριλίου – μετά τον απαγχονισμό του Γρηγορίου Ε΄, στο πλαίσιο των σουλτανικών αντιποίνων, οι μητροπολίτες Αγχιάλου Ευγένιος, Εφέσου Διονύσιος, Νικομήδειας Αθανάσιος, Δέρκων Γρηγόριος, Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, Αδριανουπόλεως Δωρόθεος, Τυρνόβου Ιωαννίκιος συνελήφθησαν από τις οθωμανικές αρχές και φυλακίσθηκαν στις φυλακές του Μποσταντζή της Κωνσταντινούπολης. Ακολούθως ο Αγχιάλου Ευγένιος μεταφέρθηκε στην Πύλη του Γαλατά δίπλα στην ομώνυμη γέφυρα και οι Νικομήδειας Αθανάσιος και Εφέσου Διονύσιος σε άλλα σημεία της πόλης, όπου και απαγχονίστηκαν. Στο στήθος τους τοποθετήθηκε επιγραφή που τους χαρακτήριζε προδότες και αποστάτες. Τα σώματά τους παρέμειναν κρεμασμένα επί τριήμερο, μετά την αποκαθήλωσή τους, αφού σύρθηκαν και διαπομπεύθηκαν ατιμωτικά στους δρόμους της πόλης από τουρκικό όχλο αλλά και Εβραίους στη συνέχεια ρίχτηκαν στη θάλασσα. Λίγες ημέρες μετά ανασύρθηκαν από κάποιους ευσεβείς Χριστιανούς όπου και τάφηκαν κάποια στο Επταπύργιο και άλλα σε κοντινό νησί απροσδιόριστου σημείου. Ακολούθησαν, στις 3 Ιουνίου 1821, οι απαγχονισμοί των υπόλοιπων φυλακισμένων μητροπολιτών σε διαφορετικά σημεία της Κωνσταντινούπολης: του μητροπολίτη Τυρνόβου Ιωαννικίου στο Αρναούτκιοϊ, του μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Δωροθέου στο Μέγα Ρεύμα, του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ιωσήφ στο Νεοχώρι και τέλος του μητροπολίτη Δέρκων Γρηγορίου στα Θεραπειά.

Ευαγγέλιο με το οποίο ετάφη ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄. Ιστορική και Εθνολογική εταιρεία Πελοποννήσου, Εν Πάτραις.

Αντιδράσεις

«Ω τον ηλίθιον Σουλτάνον! Τους φίλους του σφάζει, αντί να τους φορέση καυτάνι!».
Επιστολή Αδαμάντιου Κοράη προς τον Ιάκωβο Ρώτα της 26ης Δεκεμβρίου 1821.

Μετά την εκτέλεση του Πατριάρχη, ο Ρώσος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη βαρώνος Στρογγάνωφ διαμαρτυρήθηκε στο όνομα των Χριστιανών υπηκόων του Σουλτάνου, οι οποίοι σύμφωνα με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή βρίσκονταν υπό την προστασία του αυτοκράτορα της Ρωσίας, ότι η Πύλη μετέτρεπε τον πόλεμο σε θρησκευτικό, αλλά και για το εμπάργκο στα σιτοφόρα πλοία που έπληττε το εμπόριο στα στενά και απείλησε με αποχώρηση από την Πόλη. Ο Βρετανός πρεσβευτής επέλεξε να ακολουθήσει τη γραμμή της εμπιστοσύνης στην Πύλη και ισχυριζόμενος ότι επρόκειτο για εσωτερικό θέμα της αυτοκρατορίας, επέλεξε να μην εξετάσει επιστολές του Πατριάρχη προς μητροπολίτες της Πελοποννήσου τις οποίες η Πύλη παρουσίαζε απόδειξη της ανάμιξης του Γρηγορίου στη εξέγερση. Τελικά ο Τσάρος Αλέξανδρος απέστειλε αυστηρό τελεσίγραφο στο Σουλτάνο, που παραδόθηκε στις 18 Ιουλίου, αλλά δεν εξέτασε το ενδεχόμενο ανάληψης στρατιωτικής δράσης.

Διαφωτιστές, όπως ο Κοραής, υποδέχτηκαν με ανακούφιση την εκτέλεση του Πατριάρχη εξαιτίας φημών που υπήρχαν για σχέδιο εξόντωσής τους από την Εκκλησία και της πολιτικής αναγνώρισης της οθωμανικής νομιμότητας που ακολουθούσε η Εκκλησία.

Ο ανδριάντας του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ στα προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών

Αναγνώριση – Τιμές – Αγιοκατάταξη

Το 1871 τα οστά του Γρηγορίου μεταφέρθηκαν από την Οδησσό στην Αθήνα και εναποτέθηκαν σε μαρμάρινη λάρνακα που βρίσκεται μέχρι και σήμερα στη Μητρόπολη Αθηνών. Στην οπίσθια όψη της λάρνακας υπάρχει η επιγραφή:

ΗΔΕ ΚΕΧΑΝΔΕ ΝΕΚΥΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΙΟ
ΛΑΡΝΑΞ, ΟΝ Τ ΑΣΕΒΕΙΣ ΧΕΙΡΕΣ ΑΠΗΓΧΟΝΙΣΑΝ
ΒΟΣΠΟΡΙΟΝ Τ ΕΙΣ ΟΙΔΜΑ ΒΑΛΟΝ, ΚΕΙΘΕΝ Δ ΟΜΟΦΥΛΩΝ
ΝΗΥΣ ΚΟΜΙΣ ΕΙΣ ΑΚΤΑΣ ΤΗΛΕ ΒΟΡΥΣΘΕΝΙΔΑΣ.
ΝΥΝ Δ ΑΥΤ ΕΚ ΠΟΝΤΟΥ ΧΘΟΝ ΕΣ ΕΛΛΑΔΑ ΒΟΥΛΗΙ ΑΝΑΧΘΕΙΣ
ΕΛΛΗΝΩΝ, ΛΑΩΙ ΚΕΙΤΑΙ ΑΠΑΝΤΙ ΣΕΒΑΣ.
Η λάρνακα του Γρηγορίου του Ε’

Τον επόμενο χρόνο, το 1872, με δαπάνη του Γεωργίου Αβέρωφ, ο γλύπτης Γεώργιος Φυτάλης φιλοτέχνησε ανδριάντα του, ο οποίος τοποθετήθηκε δεξιά της εισόδου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η συμπερίληψη του Πατριάρχη στο πάνθεον των ηρώων της Επανάστασης συνδεόταν με την ταύτιση Ελληνισμού και Ορθοδοξίας, το αίτημα για εθνική ενότητα και την αλυτρωτική διάθεση της εποχής. Στις 8 Απριλίου 1921 αγιοκατατάχθηκε επίσημα από την Εκκλησία της Ελλάδος.

Έργο

Ο Γρηγόριος Ε΄ ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για θέματα παιδείας. Μετέφρασε και εξέδωσε τους «Περὶ Ἱερωσύνης λόγους» του Ιερού Χρυσοστόμου. Επίσης εξέδωσε στο πατριαρχικό τυπογραφείο τα «Ἠθικὰ» του Μεγάλου Βασιλείου, εξήγηση των ομιλιών του στη Εξαήμερο και άλλα έργα, όλα σε γλώσσα απλουστευμένη, προκειμένου να γίνεται κατανοητή.

Εκτός των θεμάτων Παιδείας, ασχολήθηκε με τη στέγαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και διαρρύθμισε τον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου. Παρά το βραχυχρόνιο της πατριαρχίας του, εξέδωσε πλήθος τόμων, σιγιλίων, εγκυκλίων και επιστολών, μέσα από τις οποίες διαφαίνεται η σταθερή του προσήλωση στους εκκλησιαστικούς κανόνες και την παράδοση. Υπήρξε ο ίδιος πρότυπο ήθους προς τους κληρικούς και το λαό, επέδειξε χρηστή οικονομική διαχείριση επιλύοντας πολλά προβλήματα, αλλά πήρε και αποφάσεις που τακτοποιούσαν χρονίζοντα κοινωνικής φύσεως θέματα, όπως αυτά των αρραβώνων και της προίκας, των γάμων και διαζυγίων, και άλλα.

Υποσημειώσεις

  1. Ιστορικοί αναφέρουν την «Ε’ Κυριακή των Νηστειών 23 Μαρτίου», όμως η 23 Μαρτίου δεν ήταν Κυριακή αλλά Τετάρτη, ενώ Κυριακή ήταν η 20ή και 27η Μαρτίου. Ο Θ. Σιμόπουλος προσδιορίζει την ημερομηνία στις 20 Μαρτίου. Κατά τον Γ. Γεωργαντζή που μελέτησε τις λεπτομέρειες της υπόθεσης, είναι πιθανό ότι πρώτα, στις 20 ή 23 Μαρτίου, υπεγράφη ο αφορισμός (για την ακρίβεια «απανταχούσα») προς τον επίσκοπο Ουγγροβλαχίας με τον οποίο αφορίζεται ο Αλ. Υψηλάντης και ο Σούτσος και συνιστάται στους εκεί χριστιανούς να μην επαναστατήσουν. Έτσι η πατριαρχική σύνοδος προσπάθησε ώστε το κείμενο να έχει τοπικό χαρακτήρα.
  2. Η κηδεία τελέστηκε στις 18 Ιουλίου 1821

Σχετικά Άρθρα

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή