Πέτρος Πέτκας, “Ανεπίκαιροι Στοχασμοί” | Βιβλιοκριτική από τον Χρήστο Κεφαλή

"Ανεπίκαιροι στοχασμοί" για την πολιτική, τη δικαιοσύνη, την ταξική εκμετάλλευση, τον ρόλο των ΜΜΕ, κείμενα ενάντια στη γενικευμένη καταθλιπτική επίδραση του κυρίαρχου δημοσιογραφικού λόγου.

by ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΕΦΑΛΗΣ
  • του Χρήστου Κεφαλή*

 

Ανεπίκαιροι Στοχασμοί: Με αυτόν τον τίτλο και υπότιτλο «Μια διαφορετική ερμηνεία της ελληνικής κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας» κυκλοφόρησε στα τέλη του 2023 από τις Εκδόσεις Πανοπτικόν το βιβλίο του Πέτρου Πέτκα. Είναι μια ογκώδης συλλογή άρθρων, δημοσιευμένων σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά (Ουτοπία, Σκαντζόχοιρος, Παρέμβαση, Νέα Προοπτική). Η θεματολογία τους, όπως δηλώνεται στο οπισθόφυλλο, εκτείνεται στην πολιτική, τη δικαιοσύνη, την ταξική εκμετάλλευση και το ρόλο των ΜΜΕ στη χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Θίγουν όμως, όπως θα δούμε, και ευρύτερα ζητήματα φιλοσοφίας, θρησκείας, κ.ά., στο βαθμό που εμπλέκονται με την πολιτική και κοινωνική εστίαση των κειμένων.

Ο Πέτκας είναι ένας συγγραφέας με ένα ευρύ φάσμα από προοδευτικές επιρροές. Αντλεί στοιχεία από την αναρχική παράδοση, τη σοσιαλιστική σκέψη και το Διαφωτισμό. Από αυτές τις αφετηρίες ασκεί πολεμική στην κυρίαρχη ιδεολογία, στο θρησκευτικό σκοταδισμό, στις νοθεύσεις του αριστερού λόγου από τα σταλινικά (ΚΚΕ) και ρεφορμιστικά (ΣΥΡΙΖΑ) ρεύματα των ημερών μας. Αυτή η ποικιλία γόνιμων επιρροών δίνει ενδιαφέρον στην αρθρογραφία του, με την οποία επιχειρεί πάντα να θίγει την ουσία των ζητημάτων. Αξίζει να ρίξουμε μια ματιά σε ορισμένα κείμενα της συλλογής, που αναδεικνύουν τις θετικές αλλά και μερικές συζητήσιμες πλευρές των απόψεών του.

Η πολεμική στο θεολογικό σκοταδισμό είναι ένα κεντρικό θέμα στην αρθρογραφία του Πέτκα. Στα σχετικά κείμενά του καταγράφει σκοταδιστικές διακηρύξεις των σύγχρονων εκπροσώπων της εκκλησίας, παίρνοντάς τις σαν αφορμή για να αναδείξει το διαχρονικό ρόλο της ως ταγού της κοινωνικής ιεραρχίας.

Σε ένα από αυτά, «…Αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού τεταγμέναι εισί», παραθέτει τις κατάρες του Αμβρόσιου, του γνωστού για το σκοταδισμό του μητροπολίτη Καλαβρύτων, «να σαπίσει το χέρι του υπουργού Παιδείας αν υπογράψει διάταγμα για την κατάργηση του μαθήματος των Θρησκευτικών». Αυτό τον παρακινεί σε μια αναφορά σε εκκλησιαστικά ρητά και δόγματα που πιστοποιούν την ταύτιση της εκκλησίας με τις κυρίαρχες τάξεις, από το γνωστό αγγλικανικό ύμνο, «Ο πλούσιος στον πύργο του/ ο φτωχός στου πλούσιου τη θύρα/ο Θεός τους έπλασε ανώτερους ή ταπεινούς/και όρισε το έχειν τους», ως το απόφθεγμα του Κλήμη του Αλεξανδρέα για την ελεημοσύνη, «Τι υπέροχο εμπόριο! Τι θεϊκή συναλλαγή». Ο Πέτκας έχει δίκιο ότι συνολικά αυτό ήταν το πνεύμα της επίσημης εκκλησίας και ότι στην Ελλάδα οι ιεράρχες αποδείχτηκαν «θαλαμηπόλοι του ξένου δεσποτισμού» (σελ. 288 κ.ε.).

Σε ένα άλλο άρθρο, «Κρείσσον εστί γαμήσαι ή πυρούσθαι», παραθέτει τις μισαλλόδοξες δηλώσεις του Αμβρόσιου για τους ομοφυλόφιλους,. Με αφορμή την τότε νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ για τη συμβίωση των ομόφυλων ζευγαριών, ο Αμβρόσιος είχε παρακινήσει το εκκλησίασμα ενάντια στους ομοφυλόφιλους: «Ε, λοιπόν, αυτούς τους ξεφτιλισμένους φτύστε τους! Αποδοκιμάστε τους! Είναι εκτρώματα της φύσεως. Ψυχικά και πνευματικά πάσχουν! Είναι άτομα με διανοητική διαταραχή! Δυστυχώς αυτοί είναι τρισχειρότεροι και πολύ πιο επικίνδυνοι από κάποιους που ζουν στα τρελοκομεία!» (σελ. 391 κ.ε.). Στη δίκη του που ακολούθησε για υποκίνηση μίσους ο ίδιος αυτός εκπρόσωπος της «θρησκείας της αγάπης» είχε προτρέψει ανοικτά σε πογκρόμ: «Το φτύστε τους είναι το λιγότερο. Αν είχα όπλο και μπορούσα από το νόμο, θα το χρησιμοποιούσα να τελειώνουμε» (στο ίδιο).

Το πρόβλημα, τονίζει παραπέρα ο Πέκτας, δεν αφορά μόνο στον ίδιο τον Αμβρόσιο, αλλά γενικά στην Εκκλησία, που κάλυψε και καλύπτει τέτοιες στάσεις, παρότι σύμφωνα με τους κανόνες της, ακόμη και η ανθρωποκτονία από αμέλεια είναι λόγος καθαίρεσης ενός κληρικού (σελ. 393). Ο Πέτκας δεν κάνει το λάθος να καθολικεύσει αυτή την κριτική. Αναφέρεται σε εξαιρέσεις φωτισμένων κληρικών όπως εκείνοι που συμμετείχαν στην επανάσταση του 1821 και την εθνική αντίσταση στη χώρα μας και στα λαϊκά ριζοσπαστικά κινήματα διεθνώς. «Η έμπρακτη συμπεριφορά τους», γράφει, «η Επανάστασή τους, συγκροτούσε μια θεσπέσια εξαίρεση το καταληκτήριο αποτέλεσμα της οποίας συνοψίζονταν στην αγάπη για τον άνθρωπο» (σελ. 395). Αλλά βέβαια αυτές είναι τιμητικές εξαιρέσεις και όχι ο κανόνας.

Σε ένα άλλο άρθρο, «Βατοπεδινές ιστορίες», γίνεται αναφορά στις μπίζνες και τα συμφέροντα πίσω από την «ηθικά αδιάλλακτη» βιτρίνα της επίσημης εκκλησίας. Το θέμα του, όπως το μαρτυρά και ο τίτλος, είναι η δυσώδης υπόθεση του Βατοπεδίου, στην οποία το Δημόσιο αποζημίωσε πλούσια την Εκκλησία για μια έκταση για την οποία η δικαιοσύνη είχε αποφανθεί ότι του ανήκε. Τελικά όλοι οι εμπλεκόμενοι ιερείς, κρατικοί λειτουργοί και άλλοι αθωώθηκαν στη δίκη που ακολούθησε λόγω παραγραφής και έλλειψης δόλου. Ο Πέτκας τονίζει την αποσυνθετική επίδραση τέτοιων αποφάσεων στο κοινωνικό σώμα:

«Οι υπεύθυνοι του μοναστηριού (Εφραίμ και Αρσένιος), οι υπεύθυνοι “υπηρεσιακοί παράγοντες” της Κτηματικής Εταιρίας του Δημοσίου και λοιποί εμπλεκόμενοι κηρύχτηκαν άπαντες αθώοι. Αυτό είναι το άμεσο, το ορατό αποτέλεσμα της δίκης… Τέτοιου είδους δικαστικές αποφάσεις ωθούν τους ανθρώπους, έστω και ως “αθέλητη επίπτωση”, σε έναν προελαύνοντα κυνισμό… Σήμερα στην ελληνική κοινωνία η κρατούσα πολιτική δεν αποκαλύπτει πλέον κανένα ευρύτερο, ούτε βαθύτερο, νόημα στους απλούς ανθρώπους. Πρόκειται για μια ξεκάθαρη κερδοσκοπική δραστηριότητα που αποδιώχνει τους ανθρώπους, τους διαφθείρει ηθικά, εξουδετερώνει την κοινωνική τους συνείδηση και, στο τέλος, τους απογυμνώνει από κάθε δύναμη αντίστασης. Εν τέλει η εξαχρείωση μετατρέπεται σε πεποίθηση» (σελ. 337, 340).

Άλλα άρθρα στη συλλογή αναδεικνύουν τις διαχρονικές ευθύνες της ελληνικής αστικής τάξης γι’ αυτή τη φαυλότητα: η προκλητική, απροσχημάτιστη ταξική υπηρεσία των κυβερνώντων στην ολιγαρχία του πλούτου, ο αντικομμουνισμός, η θέσπιση αντιδραστικών νόμων που καταστρατηγούν κάθε έννοια δημοκρατίας είναι ορισμένες από τις πρακτικές που την εξέθρεψαν.

Σε ένα άρθρο, «Salus patriae suprema lex esto (Υπέρτατος νόμος ας είναι η σωτηρία της πατρίδας)», παίρνοντας αφορμή από μια ψευδοπατριωτική αγόρευση του Γ. Παπανδρέου στη Βουλή, ο Πέτκας κάνει μια αναδρομή στο Μεσοπόλεμο, υπενθυμίζοντάς μας τα περιστατικά που συνδέθηκαν με τη θέσπιση του ιδιώνυμου. Πρόκειται για μια κομβική στιγμή στην ελληνική ιστορία, αφού ο κομμουνισμός ποινικοποιήθηκε και ο αντικομμουνισμός έγινε για πρώτη φορά επίσημη πολιτική του ελληνικού κράτους. Και αυτό όχι από κάποιον άλλο, αλλά από τον κατά τεκμήριο πιο «φωτισμένο», οξυδερκή πολιτικό της ελληνικής αστικής τάξης, τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Ο Πέτκας παραθέτει ενδιαφέροντα αποσπάσματα από την αγόρευση του Βενιζέλου στη Βουλή, που όπως σωστά εκτιμά αδικούν την εγνωσμένη ευφυΐα του ως κύριου εκπροσώπου του ελληνικού αστισμού. Ο Βενιζέλος είχε υποστηρίξει μεταξύ άλλων ότι το ιδιώνυμο δεν στρεφόταν εναντίον του κομμουνισμού, αλλά εναντίον της Τρίτης Διεθνούς και του μπολσεβικισμού. Επιχειρώντας να κάνει σαφή τη διάκριση ανάμεσα στην ελευθερία της σκέψης και την προπαγάνδα, διατύπωνε τη θέση ότι αν κάποιος εξέδιδε ένα βιβλίο υπέρ του κομμουνισμού και το διέθετε στα βιβλιοπωλεία προς πώληση δεν θα διωκόταν, αν όμως το διέθετε δωρεάν θα διωκόταν, γιατί αυτό θα ήταν προπαγάνδα (σελ. 27-28)!

Στην ίδια συζήτηση άλλοι ηγετικοί εκπρόσωποι του αστισμού είχαν τοποθετηθεί με τρόπο αποκαλυπτικό των επιμέρους αντιθέσεων ανάμεσα στις διάφορες αστικές πτέρυγες, αλλά και της ομοφωνίας πάνω στο κύριο, το κτύπημα του κομμουνισμού και των λαϊκών δικαιωμάτων. Ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε αποκαλέσει τον κομμουνισμό κοινωνική μάστιγα της οποίας η εξαφάνιση αποτελεί συμφέρον της εργατικής τάξης, αλλά είχε «εναντιωθεί» στο ιδιώνυμο με το επιχείρημα ότι «ο διωγμός ζωογονεί τις ιδέες του κομμουνισμού» (σελ. 26). Από τη δημοκρατική πτέρυγα, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου είχε προβεί σε μια μάλλον ευκαιριακή καταδίκη του νομοσχεδίου. Μόνο ο Γεώργιος Καφαντάρης είχε εντοπίσει τα βαθύτερα κίνητρα του ιδιώνυμου, στη βίαιη επιβολή της τάξης και την παρεμπόδιση κάθε προοδευτικής μεταρρύθμισης, με τελικό αποτέλεσμα, πρόβλεπε προφητικά, το μαρασμό της χώρας για ένα διάστημα και καταστροφικούς συγκλονισμούς στη συνέχεια (σελ. 26-27).

Όσον αφορά τα αίτια της νομοθέτησης του ιδιώνυμου, ο Πέτκας εκτιμά εύστοχα ότι δεν ήταν η αντιμετώπιση του ΚΚΕ, το οποίο ήταν τότε ιδιαίτερα αποδυναμωμένο, με μόνο 1600 μέλη και 24.000 ψήφους στις εκλογές του 1928. Η ελληνική άρχουσα τάξη τρόμαζε από τις συνέπειες της μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης του 1928 που έφτασε σύντομα και στην Ελλάδα, υποβιβάζοντας το επίπεδο ζωής του λαού περίπου στο 50% εκείνου του 1914, ενώ η ανεργία στα 1928-32 τριπλασιάστηκε. Ενώ τα διεκδικητικά κινήματα που ξέσπασαν είχαν κυρίως αυθόρμητο χαρακτήρα, ο Βενιζέλος φοβόταν, σωστά από τη σκοπιά του, ότι θα μπορούσε στην πορεία να βρουν τον πολιτικό τους φορέα στο ΚΚΕ, όπως όντως έγινε, αν και η αντιδημοκρατική δομή του εμπόδισε τη νίκη του κινήματος (σελ. 32).

Στις συνθήκες αυτές επιδιωκόταν με το ιδιώνυμο η πάταξη στη γένεσή τους των κάθε λογής λαϊκών κινητοποιήσεων, απεργιών, κοκ. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως παραθέτει, «από τον Ιούλιο του 1919, οπότε τέθηκε σε ισχύ το “ιδιώνυμο”, μέχρι το τέλος του Δεκέμβρη του 1934, το 96,4% των ατόμων που καταδικάστηκαν, εξ αιτίας των πολιτικών-συνδικαλιστικών δραστηριοτήτων τους, τιμωρήθηκε με το “ιδιώνυμο”, και μόνο το 3,6% σε εφαρμογή του κοινού ποινικού νόμου». Στην ιδιότυπη κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά τη θέσπισή του, το ΚΚΕ δεν ήταν μεν παράνομο, μπορούσε να συμμετέχει στις εκλογές, να εκδίδει τον Τύπο του, κοκ, αλλά αποτελούσε αδίκημα η διακίνηση και η ανάγνωση αυτού του Τύπου (σελ. 31 κ.ε., 28).

Ο Πέτκας τεκμηριώνει μια σειρά ακόμη αντικομμουνιστικά μέτρα της κυβέρνησης Βενιζέλου. Περιλάμβαναν την «υγειονομική» πολιτική στο στρατό με την κακομεταχείριση των κομμουνιστών φαντάρων, την τροποποίηση του συντάγματος στο πνεύμα της Βαϊμάρης, με την εισαγωγή διάταξης που να επιτρέπει την επιβολή έκτακτων μέτρων με διάταγμα στον πρόεδρο ή την κυβέρνηση, κοκ. Αποτέλεσμά τους, στο όνομα της αντιμετώπισης του κομμουνισμού, ήταν η προπαρασκευή του εδάφους για την επιβολή της μεταξικής δικτατορίας. Ταυτόχρονα δημιουργήθηκε ένα νομικό πλαίσιο για τις μεταπελευθερωτικές αντικομμουνιστικές διώξεις, αλλά και για τη διαιώνιση της διάκρισης ανάμεσα σε «εθνικόφρονες» και «αντεθνικώς σκεπτόμενους» Έλληνες μετά τη μεταπολίτευση του 1974 (σελ. 36 κ.ε.). Είναι μια επίκαιρη κριτική, αφού η διαρκής αυταρχική εκτροπή της αστικής δημοκρατίας επί των ημερών μας εγκυμονεί ολοφάνερα ανάλογους κινδύνους.

Σε ένα άλλο κείμενο, «Όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό δεν πρέπει επίσης να μιλάει και για τον φασισμό», ο Πέτκας φέρνει μια σύνδεση ανάμεσα στο φασισμό του Μεσοπολέμου και την αναβίωση του φασισμού στις μέρες μας. Παίρνοντας αφορμή από μια απατηλή δήλωση του Ευ. Βενιζέλου ενάντια στη Χρυσή Αυγή, θέτει το ζήτημα της φύσης του φασισμού:

«Ο φασισμός δεν είναι παρά το προηγούμενο αστικό καθεστώς, χωρίς τις αναστολές του· στερεοποιεί τις ακραίες ταξικές διακρίσεις που παράγει αναπότρεπτα ο νόμος της υπεραξίας. Ο φασισμός είναι η απάντηση του καπιταλιστικού κόσμου στη σοσιαλιστική πρόκληση, είναι ο καπιταλισμός που περνά συνειδητά στην επίθεση. Είναι το πολιτικό σύστημα του κεφαλαίου όταν βρίσκεται σε κατάσταση ανάγκης. Έτσι καθίσταται αυτόδηλο ότι ο φασισμός, όχι μόνο δεν αντιπαρατίθεται στον καπιταλισμό, ως ιδιοτελώς υποστηρίζουν δημαγωγικά οι φασίστες ακτιβιστές προς άγραν φενακισμένων αστικών συνειδήσεων, αλλά, τουναντίον, αποσκοπεί στο να τον διασώσει, να τον ισχυροποιήσει, διαφυλάττοντας τα μέσα παραγωγής για τη μειονότητα εκείνη που εξήλθε πιο αποφασισμένη από τον ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό» (σελ. 89).

Ο ίδιος παραπέμπει πάλι στην αμαρτωλή δημοκρατία της Βαϊμάρης, η οποία, θεμελιωμένη στην αιματηρή κατάπνιξη των σπαρτακιστών, λειτούργησε στην πράξη σαν θερμοκήπιο των ναζί.

Το εξαγόμενο σε σχέση με το σήμερα, απέναντι σε εξωραϊστικές στάσεις όπως του Βενιζέλου, που καλούν σε ημίμετρα για να σταματηθεί ο φασισμός, είναι ότι ακριβώς οι αντιδραστικές πολιτικές του πολιτικού προσωπικού του κατεστημένου, στις οποίες προσφεύγουν αναπόφευκτα υπερασπίζοντας το καπιταλιστικό σύστημα, θρέφουν το φασιστικό κίνδυνο. Σημαντική είναι και η προειδοποίηση με την οποία καταλήγει ο συγγραφέας αναφορικά με τον εφησυχασμό της επίσημης Αριστεράς:

«Όσοι Έλληνες Αριστεροί διακρίνονται από τη φαταλιστική εμπιστοσύνη στο ένστικτο αυτοσυντήρησης του λαού, ας μη λησμονούν ότι η όρασή του δεν είναι πάντα καθαρή και το φρόνημά του εμφανίζεται, ενίοτε, τρομερά διασπασμένο. Συνακόλουθα, δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι Έλληνες –πρωτίστως οι τελευταίοι– θα διατηρήσουν ζωντανή την ευαίσθητη εκείνη αίσθηση που ενεργοποιείται ακόμη και στα ζώα όταν οδηγούνται στον πάγκο του χασάπη» (σελ. 92).

Στο άρθρο, «“Βασιλικοί άνδρες” με προλεταριακή αμφίεση», ο Πέτκας συζητά την επονείδιστη απόφαση της ηγεσίας του ΚΚΕ για την πολιτική αλλά όχι κομματική αποκατάσταση του Άρη Βελουχιώτη. Η απόφαση αυτή πάρθηκε σε κομματική συνδιάσκεψη του ΚΚΕ το 2011, μαζί με την απόφαση για την πλήρη αποκατάσταση του Ζαχαριάδη.

Η ανάλυση του Πέτκα φέρνει μια ουσιώδη σύνδεση που διαφεύγει συνήθως της προσοχής. Συσχετίζει το αιτιολογικό της απόφασης –σύμφωνα με το οποίο ο Άρης δεν μπορεί να αποκατασταθεί κομματικά γιατί εκφράζοντας ανοικτά τη διαφωνία του με τη Βάρκιζα παραβίασε την κομματική πειθαρχία, συγκεκριμένα τη διαβόητη αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού– με την αρνητική στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ απέναντι στις παραδόσεις του Διαφωτισμού:

«Το προαναφερόμενο ιστορικό και πολιτικό γεγονός σχετίζεται, άμεσα και διαχρονικά, με τον Διαφωτισμό και την αντιμετώπισή του από την εκάστοτε ηγετική ομάδα του ΚΚΕ. Απέναντί του επιδεικνύει στάση ανεμπιστοσύνης και δυσπιστίας· εκφράζεται γι’ αυτόν υποτιμητικά και επιτιμητικά φροντίζοντας, σχεδόν πάντοτε, να προτάσσει προ αυτού το επίθετο “αστικός” ως ένδειξη δηλωτική του γεγονότος ότι ήδη είναι παρωχημένος, ότι φέρει ανεξίτηλα αστικά χαρακτηριστικά που τον καθιστούν αναξιόπιστο στις σημερινές συνθήκες… Η φιλοσοφία του Διαφωτισμού αντιλαμβάνεται ως κύριο καθήκον της, το μέγα έργο της εκκοσμίκευσης της σκέψης. Αυτός ο αιώνας που θεώρησε και εξύμνησε το Λόγο και την επιστήμη “ως την υπέρτατη δύναμη του ανθρώπου” δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι κάτι απολύτως παρωχημένο και χαμένο για μας. Πολλώ δε μάλλον είναι άστοχο να λοιδορούμε τον Διαφωτισμό. Απέναντί του πρέπει να τηρούμε τη ρήση του Σπινόζα, να ικανοποιούμε το αίτημά του “Να μη γελάς, να μη θρηνείς ούτε να καταριέσαι, αλλά να κατανοείς”… Όταν κατανοείς μια κατάσταση, τότε μπορείς και να την ελέγξεις… Το να αντιτίθεσαι στον Διαφωτισμό, εν ονόματι μάλιστα του Μαρξισμού, σημαίνει να αντιτίθεσαι στο αξίωμα “βούλομαι και πράττω είναι ακριβώς το ίδιο με το να είμαι ελεύθερος”· σημαίνει πως τηρείς εχθρική στάση απέναντι στο σύνθημα του Διαφωτισμού (sapere aude – τόλμησε να γνωρίζεις), πως ωθείς τα στελέχη, τα μέλη και τους οπαδούς του “επαναστατικού κόμματός” σου “να μην τολμούν να σκέφτονται με τον δικό τους νου”, δηλαδή τους ωθείς σε εκούσια απαλλοτρίωση της σκέψης τους» (σελ. 299-300).

Αυτές οι παρατηρήσεις εκθέτουν έξοχα το σκοταδισμό της ηγεσίας του ΚΚΕ, εκδηλωμένο τόσο στην απόφαση για τη μη κομματική αποκατάσταση του Άρη όσο και σε μια πληθώρα άλλων περιπτώσεων και θα συμφωνήσουμε πλήρως τους. Το μη ικανοποιητικό στοιχείο είναι ότι ο Πέτκας παίρνει τις μετρητοίς τις αξιώσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ ότι με αυτή της τη στάση μένει πιστή στις λενινιστικές αρχές, ότι η μη αποκατάσταση του Άρη απορρέει από αυτές τις αρχές στην αυθεντική τους έννοια. Αναπτύσσει αυτή την άποψη κυρίως σε ένα άλλο άρθρο, «“Δημοκρατικός συγκεντρωτισμός”: έννοια ασφυκτικής πληρότητας και αναλλοίωτης ταυτότητας» (σελ. 354-367).

Μια ενδελεχέστερη μελέτη θα έδειχνε ότι η λενινιστική αντίληψη του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού δεν ενέχει διόλου την έννοια της τυφλής πειθαρχίας, της αποδοχής μιας οποιασδήποτε θέσης ή πολιτικής γραμμής επειδή το λέει η κομματική ηγεσία. Ο Λένιν ασφαλώς τόνιζε την ανάγκη της κομματικής πειθαρχίας, ενόψει της ισχύος της αστικής τάξης, της διαβρωτικής επίδρασης των ιδεών της, κοκ. Ποτέ όμως δεν ανήγαγε την πειθαρχία και γενικά τις οργανωτικές αρχές σε αυτοσκοπό, σε ένα φετίχ του οποίου η πιστή τήρηση και η λατρεία χαρακτηρίζει τους κομμουνιστές.

Για τον Λένιν, όπως και για όλους τους επιφανείς μαρξιστές, το αληθινά αποφασιστικό είναι ο επαναστατικός σκοπός, είναι ο πολιτικός αγώνας για το σοσιαλισμό. Οι οργανωτικές αρχές πρέπει να υποτάσσονται στον επαναστατικό σκοπό και όχι αντίστροφα. Αν δε στην πορεία η όραση του σκοπού χαθεί και η πειθαρχία καταστεί αυτοσκοπός, τότε είναι όχι μόνο δικαίωμα αλλά και καθήκον των κομμουνιστών να παραβαίνουν την πειθαρχία για να υπερασπίσουν την επανάσταση, ιδιαίτερα όταν η κομματική πολιτική είναι τόσο λαθεμένη που να οδηγεί σε προδοσία της.

Ο Λένιν τα διακήρυξε όλα αυτά πολλές φορές, για παράδειγμα:

«Αν… υπάρχουν ριζικές και βαθιές διαφωνίες αρχών… μήπως αυτές δεν δικαιολογούν ακόμη και τις πιο έντονες και φραξιονιστικές εκδηλώσεις; Αν πρέπει να πει κανείς κάτι το καινούργιο και το ακατανόητο, μήπως αυτό δεν δικαιολογεί κάποτε ακόμη και τη διάσπαση; Φυσικά τη δικαιολογεί, όταν οι διαφωνίες είναι πραγματικά εξαιρετικά βαθιές και αν δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλο τρόπο η διόρθωση της λαθεμένης κατεύθυνσης της πολιτικής του Κόμματος ή της εργατικής τάξης» (Λένιν, Άπαντα, εκδ. ΣΕ, τόμ. 42, σελ. 275).

Και ο Λένιν δεν τα έλεγε μόνο αλλά τα εφάρμοσε και στην πράξη απειλώντας να παραιτηθεί από την ηγεσία των Μπολσεβίκων τις παραμονές του Οκτώβρη, για να κάμψει τις ταλαντεύσεις της κομματικής ηγεσίας στο θέμα της εξουσίας, οι οποίες θεωρούσε ότι οδηγούσαν στην καταστροφή της επανάστασης.

Η στάση του Άρη απέναντι στην προδοτική συμφωνία της Βάρκιζας ανταποκρίνεται πλήρως στις παραπάνω θέσεις του Λένιν. Γι’ αυτό όχι μόνο δεν περιείχε τίποτα αντικομματικό, αλλά αποτελεί το υψηλότερο κομματικό πρότυπο σε όλη την ιστορία του ΚΚΕ. Αν πραγματικά υπάρχουν κάποιοι που δεν αξίζουν να είναι μέλη ενός κομμουνιστικού κόμματος και ντροπιάζουν την ιδιότητα του κομμουνιστή, δεν είναι ο Άρης αλλά οι εκάστοτε ηγεσίες του ΚΚΕ που λοιδόρησαν τη στάση του σαν «αντικομματική», ιδιαίτερα η ζαχαριαδική ηγεσία και η ηγεσία Παπαρήγα.

Ενδιαφέροντα είναι και τα κείμενα για τη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ με την υποταγή του στα μνημόνια και την ευρύτερη προσαρμογή του στο σύστημα, ιδιαίτερα μετά τη νίκη του στις εκλογές του 2015 και την άνοδό του στην κυβέρνηση: «Ο ΣΥΡΙΖΑ και η ορθοδοξία», «Ο ταξικός διαχωρισμός δεν είναι κυρίαρχος», «Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Πάπας», «ΕΛΑΣ: εμπροσθοφυλακή της κοινωνίας;», «Για τα μετα-γραφικά ήθη του ΣΥΡΙΖΑ», κ.ά. Σε αυτά τα κείμενα ο Πέτκας δείχνει πώς η πολιτική προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ στο κατεστημένο συνοδεύτηκε από μια ιδεολογική ενσωμάτωση, μια αποδοχή των θεσμικών και ιδεολογικών βάθρων του συστήματος και μια αυξανόμενη δυσπιστία απέναντι στο μαζικό κίνημα.

Δεν θα επιμείνουμε όμως άλλο σε αυτά τα θέματα. Στην κατακλείδα θα συζητήσουμε ένα πιο σύνθετο, ενδιαφέρον θέμα, όπου γίνονται κατά τη γνώμη μας αισθητές οι αδυναμίες της θεώρησης του Πέτκα: την αποτίμησή του της φιλοσοφίας του Πλάτωνα στο άρθρο του «“Αριστερές” (πλατωνικές) παρανοήσεις». Στο ζήτημα αυτό τυχαίνει να έχει «εμπλοκή» και ο γράφων, αφού η αφορμή του άρθρου δόθηκε από μια παρουσίαση στο Πριν του βιβλίου του Σον Σέγιερς Πλάτωνος Πολιτεία, το οποίο είχα μεταφράσει πριν μερικά χρόνια. Αυτονόητα εδώ μπορεί να θίξουμε μόνο αδρά και συνοπτικά την ουσία του ζητήματος.

Ο Πέτκας θεωρεί λαθεμένο να αναγνωρίζουμε προοδευτικά στοιχεία στην κοινωνική και πολιτική θεωρία του Πλάτωνα. Ο Πλάτων, υποστηρίζει –δικαιολογημένα κατ’ αρχήν– σκιαγράφησε στην Πολιτεία του μια ιεραρχική, καταπιεστική κοινωνική δομή, που δεν έχει τίποτα κοινό με τα ιδεώδη του σοσιαλισμού. Όπως ο ίδιος το θέτει: «Η διαβίωση των ανθρώπων στην πλατωνική πολιτεία, εκείνη την “σιδερόφρακτη ολιγαρχία”, δεν συνοδεύεται από αφύπνιση ικανοτήτων, από πυροδότηση ιδεών, από εκλέπτυνση συναισθημάτων. Τουναντίον, πρόκειται για κοινωνία ασφυκτικής επιτήρησης, ανελευθερίας και θηριώδους καταστολής… Ο Πλάτων “ένας από τους παράφορους και πιο επικίνδυνους εχθρούς που είχε ποτέ η ελευθερία”, όπως επί λέξει τον χαρακτηρίζει ο C.E.M. De Ste Croix, δεν είναι ποτέ δυνατό να θεωρηθεί “προοδευτικός” φιλόσοφος… Η πολιτική του φιλοσοφία έχει την εκτυφλωτική λάμψη ενός επιχρυσωμένου τάφου που δεν κατορθώνει να κρύψει την εσωτερική του σήψη» (σελ. 245).

Από την παραπάνω κριτική διαφεύγει η ιστορική διάσταση. Ο Πλάτων πράγματι ήταν ένας συντηρητικός στοχαστής, εκπρόσωπος της δουλοκτητικής αριστοκρατίας και η «ιδανική» κοινωνική δομή του στην Πολιτεία ανταποκρίνεται στα συμφέροντά της, όντας αυταρχική, κοκ. Ο Πέτκας όμως παραβλέπει το γεγονός ότι αυτή η αριστοκρατία ήταν ακόμη στην ανοδική περίοδό της και συνεισέφερε στην οργάνωση του πολιτισμού (κάτι το οποίο, παρεμπιπτόντως, αναγνωρίζει και αναπτύσσει διεξοδικά ο ίδιος αναφορικά με τον Αριστοτέλη σε ένα άλλα άρθρο, σημειώνοντας ότι αν και οι μεγάλοι αρχαίοι στοχαστές δεν ήταν γενικά οπαδοί της δημοκρατίας, «ό,τι γνωρίζουμε ως ελληνικό πολιτισμό εκφράστηκε πάνω απ’ όλα μ’ αυτούς και μέσω αυτών» (σελ. 247 κ.ε.). Ο Πέτκας έχει, βέβαια, δίκιο να επικρίνει τη θέση του Σέγιερς ότι το εμπόριο αποσύνθετε την αθηναϊκή κοινωνία και ότι η κριτική του Πλάτωνα επισήμαινε τους κινδύνους του· στην πραγματικότητα, η ανάπτυξη του εμπορίου διεύρυνε τους ανθρώπινους ορίζοντες παρακινώντας τα γράμματα και τις τέχνες. Αλλά η αξία του Πλάτωνα έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι ενώ πολεμούσε αυτές τις οικονομικές τάσεις, που αποσύνθεταν την αριστοκρατία και όχι γενικά την κοινωνία, ήταν ταυτόχρονα ο πρώτος που έδωσε μια ευρεία φιλοσοφική σύνθεση των επιτευγμάτων στα οποία έδιναν γένεση. Ακριβέστερα, παρουσίασε τις νέες μορφές της σκέψης που προήγαγαν αυτές οι αναπτύξεις, ως κάτι a priori δεδομένο και ξέχωρο από τα υλικά θεμέλια και περιεχόμενα της εξέλιξης, τα οποία συμπλήρωσε στη συνέχεια, όσο ήταν δυνατό στο δοσμένο ιστορικό πλαίσιο, ο Αριστοτέλης. Ακριβώς στο βαθμό που εκπληρώνει αυτή την εργασία, και εκεί που την εκπληρώνει, η σκέψη του Πλάτωνα, τόσο η φιλοσοφική όσο και η κοινωνική, έχει αυθεντικά προοδευτικά στοιχεία, έστω και με μια αντιφατική, οδηγημένη σε ισχυρά συντηρητικά συμπεράσματα, μορφή. Κοντολογίς –θα μπορούσαμε να πούμε, συνοψίζοντας αυτή την αντιφατικότητα– ο Πλάτων έδωσε μια σύνοψη της κίνησης της κοινωνίας της εποχής του προς τα εμπρός με το πρόσωπό του στραμμένο προς τα πίσω.

Θα εκτιμήσουμε καλύτερα την αντιφατική προοδευτικότητα του Πλάτωνα μέσα από τις κρίσεις που διατυπώνει γι’ αυτόν ο Νίτσε, ένας πραγματικά οξυδερκής αντιδραστικός και πρόδρομος του φασισμού. Περιέχονται στο έργο του για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, ένα πρώιμο έργο, γραμμένο όταν δεν είχε ολοκληρώσει την αντιδραστική του συγκρότηση τόσο ώστε να διαστρεβλώνει ριζικά την ουσία των φιλοσοφικών ζητημάτων και έκανε ακόμη εύστοχες επισημάνσεις· ένα γεγονός που διευκολύνει τη συζήτησή μας. Εξηγώντας γιατί συζητά εκεί μόνο τους προπλατωνικούς φιλοσόφους, ο Νίτσε γράφει:

«Από τον Πλάτωνα και δώθε λείπει από τους φιλοσόφους κάτι το ουσιαστικό, αν τους συγκρίνουμε με αυτή τη δημοκρατία των μεγαλοφυών που εκτείνεται από τον Θαλή ως τον Σωκράτη. Αν θελήσει να κρίνει κανείς δυσμενώς αυτούς τους παλιούς διδασκάλους, μπορεί να τους βρει με περιορισμένη αντίληψη και να πει πως οι επίγονοί τους, με τον Πλάτωνα επικεφαλής, είναι περισσότερο νοήμονες. Θα ’ταν δικαιότερο και ειλικρινέστερο αν λέγαμε πως οι τελευταίοι είναι τραγέλαφοι και οι πρώτοι τύποι αγνοί. Ο ίδιος ο Πλάτων είναι ο πρώτος μέγας τραγέλαφος, τόσο στη φιλοσοφία του όσο και στην προσωπικότητά του. Η θεωρία του περί των Ιδεών περικλείει στοιχεία σωκρατικά, πυθαγόρεια και ηρακλειτικά, γι’ αυτό δεν είναι φαινόμενο τύπου αγνού. Κι ως άνθρωπος επίσης ο Πλάτων συγκεντρώνει στον εαυτό του τη βασιλική επιφύλαξη και την επιβλητική αταραξία του Ηράκλειτου, τη μελαγχολική ευαισθησία του νομοθέτη Πυθαγόρα και τη διαλεκτική του ψυχογνώστη Σωκράτη. Όλοι οι κατοπινοί φιλόσοφοι είναι τέτοιοι τραγέλαφοι… Είναι αληθινή δυστυχία που δεν μας διασώθηκαν παρά τόσα λίγα κείμενα από αυτούς τους πρώτους διδασκάλους της φιλοσοφίας και δεν έφτασαν ίσα με μας παρά μόνο αποσπασματικά. Η απώλεια τούτη μας αναγκάζει αθέλητα να τους μετρούμε με πλαστά μέτρα, κι από το εντελώς τυχαίο γεγονός ότι από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη δεν έλειψαν ποτέ οι θαυμαστές και οι αντιγραφείς, γινόμαστε άδικοι προς τους προκατόχους των» (Φ. Νίτσε, Η Γέννηση της Φιλοσοφίας, εκδ. Μάρη, σελ. 31-32).

Αυτό που απαξιώνει εδώ σαν «τραγέλαφο» στον Πλάτωνα ο Νίτσε, η συνένωση στη σκέψη του πολλών στοιχείων που υπήρχαν χωριστά στους προκατόχους του, αντιπροσωπεύει στην πραγματικότητα τη μεγαλοσύνη του Πλάτωνα. Υποκειμενικά, αυτό μιλά για το μεγαλύτερο εύρος των διανοητικών χαρισμάτων του, τη συνθετότητα της προσωπικότητάς του, κοκ. Αντικειμενικά όμως η αξία του Πλάτωνα έγκειται στο γεγονός ότι συνέθεσε τα επιτεύγματα των προκατόχων του σε ένα όλο, ότι έδωσε πρώτος μια συνολική, συστηματική εικόνα της διανοητικής (και έμμεσα έτσι και της πραγματικής) κίνησης της εποχής του, εκεί που οι άλλοι έφερναν στο προσκήνιο, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία και την ταξική τους θέση, μόνο ένα ή μερικά στοιχεία. Το ότι η σύνθεση αυτή, κρυσταλλωμένη στην πρώτη συστηματική επεξεργασία της διαλεκτικής, έγινε σε ιδεαλιστική βάση έκανε αναπόφευκτο να περιέχει παραφωνίες, συχνά σημαντικές. Δεν ήταν όμως τραγέλαφος, ούτε παράταιρη, γιατί ήταν ακριβώς εκείνη η σύνθεση που ανταποκρινόταν στις πραγματικές κοινωνικές σχέσεις της εποχής, εκφράζοντας τα προωθητικά τους στοιχεία. Τραγέλαφους παράγουν οι αντιδραστικοί α λα Νίτσε που απεχθάνονται την ολότητα της εξέλιξης και την πολεμούν κραδαίνοντας εναντίον της μεμονωμένα στοιχεία που αποσπούν και ανακατεύουν αυθαίρετα από προηγούμενους στοχαστές. Και το κάνουν αυτό γιατί εκφράζοντας τη σύγχρονη, αστική αντίδραση που έχει γίνει αναχρονιστική, διατηρούν την ιδεαλιστική βάση του Πλάτωνα όταν αυτή δεν είναι πλέον αναγκαία και με τις «βουλήσεις για δύναμη» και τις άλλες ασυναρτησίες τους οικοδομούν ένα πολύ χειρότερο και άθλιο ιδεαλισμό.

Η θεωρία του Πλάτωνα για τα τρία μέρη του εγώ, λογικό, συναισθηματικό και ενστικτώδες, και η έμφασή του στην υπεροχή του λογικού (με σύμμαχο το συναίσθημα) απέναντι στα ένστικτα, τις παρορμήσεις, κοκ, την οποία εκθέτει στην Πολιτεία, είναι μια αναμφισβήτητα προοδευτική άποψη της φιλοσοφίας του και μια διαρκής κατάκτηση της ανθρώπινης σκέψης. Είναι αλήθεια ότι ο Πλάτων υπερτόνισε το λογικό και ότι στον τονισμό του αυτό, σε βαθμό που να καταπνίγει τις παρορμήσεις, ξεκινούσε από αντιδραστικά κίνητρα: το ενστικτώδες ήταν γι’ αυτόν ο φορέας των εξεγερσιακών τάσεων των καταπιεσμένων, που ξεσπούσαν πράγματι ενστικτωδώς στις δουλοκτητικές κοινωνίες. Αλλά παρ’ όλα αυτά ο Πλάτων δεν παύει να είναι σύμμαχος στον αγώνα ενάντια στην ανερχόμενη φασιστική αντίδραση των ημερών μας, που αποθεώνει τα τυφλά, βάρβαρα ένστικτα. Ο Νίτσε, αντίθετα, με τους υπερανθρώπους, τα ξανθά κτήνη, τις αιώνιες επιστροφές και τις άλλες ανορθολογικές μυθοπλασίες του είναι ο κατ’ εξοχήν εκφραστής αυτής της αντίδρασης, όπως είναι στις μέρες μας και οι διάφοροι Πόπερ, που πολεμούν στον Πλάτωνα και τον Χέγκελ τη διαλεκτική, καλώντας να συνεχίσουμε τον αγώνα του Σοπενχάουερ εναντίον τους.

Ή πάλι, η παρουσίαση, επίσης στην Πολιτεία, της πορείας της διάνοιας από τις γνώμες και τις δοξασίες στο σχηματισμό εννοιών και ιδεών (κατηγοριών, κοκ), αντανακλά, όπως αρκετά καλά το δείχνει ο Σέγιερς, την πραγματική ανάπτυξη της γνωστικής διαδικασίας, την πραγματική πορεία της νόησης προς τη διαλεκτική σύλληψη και αναπαραγωγή της πραγματικότητας. Και εδώ φυσικά ο Πλάτων το διαστρέφει αυτό σαν να παρουσιάζει όχι την πρόσληψη της φύσης από την οικεία ανθρώπινη νόηση αλλά μια θεία, επουράνια και αιώνια νόηση που προϋπάρχει αυτής και δεν έχει τίποτα να κάνει με τη φύση. Δεν παύει όμως να εκθέτει, ιδεαλιστικά και ανεστραμμένα, όπως το έκανε αργότερα και ο Χέγκελ, τη διαλεκτική της γνωστικής διαδικασίας, την παραγωγή των μορφών της διάνοιας στα διαδοχικά, κοινωνικά καθορισμένα στάδιά της.

Το τελευταίο περιστατικό εξηγεί γιατί ο Πλάτων μπόρεσε να ασκήσει μια τόσο ισχυρή προοδευτική επιρροή στην Αναγέννηση. Η Αναγέννηση ήταν ακριβώς μια εποχή μορφοποίησης, μια εποχή όπου ξεκινούσε η αστική διάλυση της μεσαιωνικής στασιμότητας και η πρόσχαρη, ενθουσιώδης αυγή του αστικού πολιτισμού. Έτσι, δεδομένου ότι ο Αριστοτέλης είχε απολιθωθεί από τους σχολαστικούς και τα πιο σύνθετα περιεχόμενά του δεν ανταποκρίνονταν στις ανάγκες αυτού του σταδίου, οι στοχαστές και οι καλλιτέχνες της Αναγέννησης μπόρεσαν να βρουν πολλά από όσα χρειάζονταν στον Πλάτωνα, επιφέροντάς τους τις κατάλληλες τροποποιήσεις. Αν αντίθετα πούμε, μαζί με τον Νίτσε, ότι η επιρροή του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη οφείλεται στο ότι «εντελώς τυχαία» βρέθηκαν ένα σωρό αντιγραφείς για τα δικά τους έργα και όχι για εκείνα των άλλων, τότε κοροϊδεύουμε και παρανοούμε εντελώς την εξέλιξη των φιλοσοφικών ιδεών.

Ο Πέτκας αποδέχεται τη διαλεκτική στην υλιστική της εκδοχή, τονίζοντας τα απελευθερωτικά περιεχόμενα και τις συνέπειές της: την αμφισβήτηση κάθε αποστέωσης και κάθε καταπιεστικής τάξης πραγμάτων που εμπεριέχει η αναγνώριση της διαρκούς κίνησης και αλλαγής. Συνοψίζει ως εξής τη φιλοσοφία του Ντιντερό:

«Ο φιλόσοφος του Διαφωτισμού Ντιντερό υποστήριζε πως ο κόσμος ολοένα γεννιέται και πεθαίνει· κάθε στιγμή βρίσκεται στην αρχή του και στο τέλος του. Στον αχανή ωκεανό της ύλης δεν υπάρχει σωματίδιο που να παραμένει ίδιο με τον εαυτό του, έστω και για μια στιγμή. Τα πάντα αλλάζουν, τα πάντα χάνονται· μόνο το όλο έχει διάρκεια. Εκείνη η φωτεινή σκέψη δεν επαναπαυόταν στη θεώρηση του υπαρκτού και του δεδομένου, υπερβαίνει το στατικό κοσμοείδωλο και το μετατρέπει σε καθαρά δυναμικό. Δεν επιτρέπει σε πάγιους προκαθορισμούς και προδιαγραφές να στενέψουν τον ορίζοντα της εμπειρίας! Έμβλημα του Ντιντερό είναι αυτό που ο ίδιος αποκαλεί “αιώνιο έμβλημα του κόσμου”: rerum novus nascitur ordo (γεννιέται νέα τάξη πραγμάτων). Γι’ αυτό και θεωρεί πως δεν μπορεί να υπάρχει πιο επικίνδυνη πλάνη και πιο βλαβερό σόφισμα από το σόφισμα του εφήμερου (le sophisme del’ éphémère), από την πίστη δηλαδή ότι όπως είναι ο κόσμος τώρα έτσι και πρέπει αναγκαστικά να είναι. Αυτό το “είναι” αποτελεί μια φευγαλέα στιγμή του γίγνεσθαί του» («Το “σόφισμα του εφήμερου”», σελ. 225).

Θα προσυπογράψουμε όλο αυτό το επιχείρημα εκτός από ένα σημείο, εκεί που βεβαιώνεται ότι το διαλεκτικό κοσμοείδωλο είναι «καθαρά δυναμικό». Η μαρξιστική διαλεκτική παραδέχεται και ορισμένα σταθερά –σχετικά και όχι απόλυτα– υποστατικά στοιχεία μέσα στην καθολική κίνηση. Στην ύπαρξη τέτοιων στοιχείων θεμελιώνεται ακριβώς η μορφή της κίνησης, το γεγονός ότι η αλλαγή δεν είναι τυχαία και άμορφη, αλλά συνιστά μια διαλεκτική διαδικασία. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα η εργατική τάξη ορίζεται στον καπιταλισμό από την απουσία πρόσβασης στα μέσα παραγωγής. Αυτό είναι ένα υποστατικό στοιχείο, που δεν προέρχεται βέβαια από κάποια μυστηριώδη εξωγενή πηγή (τη θεία νόηση ή βούληση) αλλά αποτυπώνει την ίδια την ουσία της κεφαλαιοκρατικής σχέσης, και που επιπλέον είναι μόνο σχετικά σταθερό, με την έννοια ότι ακόμη και στο πλαίσιο του καπιταλισμού αλλάζει και αναδιαμορφώνεται. Αλλά ταυτόχρονα δεν παύει να είναι ένα στοιχείο αμετακίνητο όσο διαρκεί ο καπιταλισμός. Αν το αρνηθούμε αυτό και επεκτείνουμε αυθαίρετα το δυναμισμό σε μια «καθαρή δυναμικότητα» που να αναγνωρίζει και αυθαίρετες, μη υφιστάμενες στο δοσμένο πλαίσιο δυνατότητες αλλαγής, τότε διατρέχουμε τον κίνδυνο του σχετικισμού, που ήταν η αχίλλειος πτέρνα των σοφιστών της Αρχαιότητας.

Ένα άλλο επίτευγμα του Πλάτωνα αποτελεί εδώ η αναγνώριση αυτής της υποστατικότητας. Όταν π.χ. αντικρούει στην Πολιτεία τον σχετικισμό και την αποθέωση της γυμνής ισχύος από τον Θρασύμαχο με τους πραγματικούς ορισμούς του γιατρού, του βοσκού, κοκ, ως γνωστών μιας καθορισμένης δραστηριότητας (ο σκοπός του βοσκού δεν είναι πώς να αρπάξει ό,τι μπορεί –αν ήταν έτσι η κοινωνία δεν θα διαρκούσε– αλλά να φροντίζει το κοπάδι του) τονίζει αυτό που είναι υποστατικό σε κάθε τύπο δράσης. Αυτή η υποστατικότητα δεν είναι καθόλου το ίδιο με το αφηρημένο, ταυτόσημο «είναι», το «ον» του Παρμενίδη, αλλά ακριβώς μια αναγνώριση του σχετικά σταθερού μέσα στην αλλαγή. Ακόμη και αν το συσκοτίζει ιδεαλιστικά στη συνέχεια, ο Πλάτων κάνει έτσι το πρώτο, αποφασιστικό βήμα που οδηγεί στην αναγνώριση της εργασίας ως «ουσίας», ως θεμελιώδους δραστηριότητας του ανθρώπου σε κάθε κοινωνία, από τον Μαρξ, και παραπέρα στην οντολογική προσέγγιση του κοινωνικού είναι από τον Λούκατς. Η υπονόμευση της ιδεαλιστικής απολυτότητας στα τελευταία του έργα, με την αναγνώριση της αλληλοσύνδεσης των ιδεών (η σωκρατική μέθεξη), είναι ένα παραπέρα βήμα του Πλάτωνα στην ίδια κατεύθυνση. Και αυτά τα προοδευτικά στοιχεία εκφράστηκαν και πολιτικά, στο διαχωρισμό της θέσης του από τους τριάκοντα τυράννους, το τρόπον τινά τότε αντίστοιχο του φασισμού.

Δεν θα επεκταθούμε παραπέρα σε αυτό το θέμα και σε ζητήματα που θέτουν άλλα άρθρα της συλλογής. Η ως τώρα συζήτηση θα έχει δώσει, πιστεύουμε, μια εικόνα των προτερημάτων αλλά και των αδυναμιών του Πέτκα. Θα επισημάνουμε μόνο εδώ μια ουσιώδη αστοχία του όταν συνδέει τον Φίχτε και τον Χέγκελ με τη φασίζουσα φεουδαλική και αστική ιδεολογία (Γκομπινό, Καρλάιλ, κ.ά., βλέπε σελ. 283 κ.ε.). Ο Πέτκας αναπαράγει εδώ κρίσεις του Ρόκερ, ενός ατομικιστή αναρχικού που παραποιεί την ιστορία της φιλοσοφίας. Συνολικά, ο Φίχτε και ο Χέγκελ ήταν εκπρόσωποι της προοδευτικής αστικής τάξης και δεν συνδέονταν ουσιωδώς με την αστική απολογητική, πόσω μάλλον με τη φασίζουσα αντίδραση και τα ιδεολογήματά της. Ο Φίχτε ιδιαίτερα, στο Ο Προορισμός του Ανθρώπου, αντικρούει τις φυλετικές προλήψεις και το προοδευτικό κράτος που σκιαγραφεί εκεί είναι μια γενικευμένη εκδοχή της επαναστατικής γαλλικής δημοκρατίας.

Στο παιχνίδι του σκακιού, όπως και στη ζωή, υπάρχουν δυο κατηγορίες λαθών, οι αβλεψίες και οι ανακρίβειες. Οι αβλεψίες, που χάνουν μια προφανή κίνηση ή δυνατότητα, είναι τα λιγότερο ενδιαφέροντα. Οι ανακρίβειες, αντίθετα, παραβλέπουν μια κρυφή σχέση στη σκακιέρα η σημασία της οποίας αναδεικνύεται μόνο μέσα από την ανάλυση των αποφασιστικών για την πορεία της παρτίδας χαρακτηριστικών και δυνατοτήτων της θέσης. Αυτά τα τελευταία λάθη είναι πάντα εξαιρετικά ενδιαφέροντα και μέσα από την κατανόησή τους προοδεύει η σκακιστική θεωρία.

Ο Πέτκας προωθεί θετικά και γόνιμα μια σειρά ζητήματα, ακριβώς γιατί τοποθετείται στο έδαφος της ιστορικής προόδου, του αγώνα ενάντια σε κάθε καταπίεση και εκμετάλλευση, καθώς και ενάντια σε κάθε επίπλαστη θεώρηση, ακόμη και αν παρουσιάζεται με τα άμφια της προόδου και του σοσιαλισμού. Οι αδυναμίες της επιχειρηματολογίας του ανήκουν γενικά στη δεύτερη κατηγορία, τις ανακρίβειες που παρακινούν σε μια ευρύτερη και επαρκέστερη σύλληψη των θεωρητικών προβλημάτων.

*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι συγγραφέας, μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης. Πρόσφατα επιμελήθηκε τη συλλογή Καρλ Μαρξ. Για τον καπιταλισμό, εκδόσεις Τόπος, Αθήνα 2024.

Σχετικά Άρθρα

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή