Η Σίρλεϊ Χ. Τζάκσον (Shirley Hardie Jackson, 14 Δεκεμβρίου 1916 – 8 Αυγούστου 1965) ήταν Αμερικανίδα συγγραφέας. Είναι γνωστή για το διήγημα «Το Λαχείο» (1948), το οποίο αποκαλύπτει ένα σκοτεινό μυστικό σε ένα αμερικανικό χωριό, και για Το Haunting of Hill House (1959), το οποίο θεωρείται ως μία από τις καλύτερες ιστορίες φαντασμάτων που γράφτηκαν ποτέ.
Αν και η Τζάκσον ισχυριζόταν ότι είχε γεννηθεί το 1919, ώστε να εμφανίζεται νεότερη από τον σύζυγό της, τα έγγραφα φανερώνουν ότι γεννήθηκε στο Σαν Φρανσίσκο τον Δεκέμβριο του 1916. Γονείς της ήταν οι Λέσλι και Τζεραλντίν Τζάκσον, που ζούσαν στο καλό προάστιο Μπέρλινγκεϊμ, το οποίο η συγγραφέας αναφέρει στο πρώτο της μυθιστόρημα, το The Road Through the Wall (1948). Η σχέση της με τη μητέρα της, η οποία μπορούσε να ανιχνεύσει στους προγόνους της τον ήρωα της Επαναστάσεως στρατηγό Ναθαναήλ Γκρην, ήταν δύσκολη και από παιδί περνούσε πολύ χρόνο γράφοντας, προς μεγάλη στενοχώρια της μητέρας της. Το βάρος της ως έφηβης παρουσίαζε αυξομειώσεις, γεγονός που της προκαλούσε έλλειψη αυτοπεποίθησης. Μετά τη μετακόμιση της οικογένειας στο Ρότσεστερ (Νέα Υόρκη), η Σίρλεϊ φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ. Δεν ήταν ευχαριστημένη από τα μαθήματά της εκεί και οι καθηγητές της συχνά έκριναν αυστηρά τα γραπτά της. Μετεγγράφηκε έτσι στο Πανεπιστήμιο του Σύρακιουζ, όπου ευδοκίμησε δημιουργικά και κοινωνικά. Ως φοιτήτρια εκεί, ασχολήθηκε με το φοιτητικό λογοτεχνικό περιοδικό, κάτι που έφερε και τη γνωριμία με τον μελλοντικό της σύζυγο, τον Στάνλεϋ Έντγκαρ Χάυμαν(Stanley Edgar Hyman, 1919-1970), μετέπειτα αξιόλογο κριτικό της λογοτεχνίας.
Μετά τον γάμο τους και σύντομες διαμονές στη Νέα Υόρκη και το Γουέστπορτ του Κονέκτικατ, εγκαταστάθηκαν στο χωριό Νορθ Μπένινγκτον του Βερμόντ, όπου ο Χάυμαν έγινε καθηγητής στο τοπικό κολέγιο, ενώ η Τζάκσον συνέχισε να εκδίδει μυθιστορήματα και διηγήματα. Για τον τόμο των Stanley J. Kunitz και Howard Haycraft Twentieth Century Authors (1954), έγραψε:
Αντιπαθώ πολύ το να γράφω για τον εαυτό μου ή για το έργο μου, και όταν πιέζομαι για αυτοβιογραφικό υλικό μπορώ να δώσω μόνο μια γυμνή χρονολογική παράθεση… Πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου μέχρι την ενηλικίωση στην Καλιφόρνια. Παντρεύτηκα το 1940 τον Στάνλεϋ Έντγκαρ Χάυμαν, κριτικό και νομισματολόγο, και ζούμε στο Βερμόντ, σε μια ήσυχη αγροτική κοινότητα με ωραίο τοπίο και επαρκώς μακριά από τη ζωή της πόλης. Οι κυριότερες εξαγωγές μας είναι βιβλία και παιδιά, τα οποία παράγουμε σε αφθονία. Τα παιδιά μας είναι ο Λώρενς, η Τζοάν, η Σάρα και ο Μπάρυ. Τα βιβλία μου περιλαμβάνουν τρία μυθιστορήματα, τα The Road Through the Wall, Hangsaman, The Bird’s Nest, και μία συλλογή διηγημάτων, την The Lottery. Το Life Among the Savages είναι ένα ασεβές υπόμνημα των παιδιών μου.
Η Τζάκσον και ο σύζυγός της ήταν γνωστοί ως φιλόξενοι και καθόλου βαρετοί οικοδεσπότες, που συναναστρέφονταν με λογοτεχνικά ταλέντα, όπως ο Ραλφ Έλισον. Αμφότεροι ήταν ενθουσιώδεις αναγνώστες και η βιβλιοθήκη τους είχε περισσότερα από 100.000 τόμους. Τα 4 παιδιά τους θα ακολουθούσαν τη δική τους πορεία προς τη λογοτεχνική αναγνώριση, ως ήρωες στα διηγήματα της μητέρας τους.
Το 1965 η Τζάκσον πέθανε στον ύπνο της, στο σπίτι της στο Νορθ Μπένινγκτον, από καρδιακή ανεπάρκεια σε ηλικία 48 ετών. Την εποχή του θανάτου της ήταν υπέρβαρη και βαριά καπνίστρια. Είχε υποφέρει σε όλη τη ζωή της από διάφορες νευρώσεις και ψυχοσωματικές ασθένειες, που μαζί με τα διάφορα συνταγογραφούμενα φάρμακα για την αντιμετώπισή τους, ίσως συνετέλεσαν στα καρδιακά της προβλήματα και στον πρόωρο θάνατό της.
Ελληνικές μεταφράσεις
- Ζούσαμε πάντα σ’ ένα κάστρο (We Have Always Lived in the Castle), μετάφρ. Βάσια Τζανακάρη, εκδ. «Μεταίχμιο», Αθήνα 2016, 248 σελ., ISBN 978-618-03-0616-3