Γράφει ο ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΒΟΥΤΣΙΝΑΚΗΣ
…Ήταν τότε, τώρα οι θεατές είναι άλλοι, ακόμα και το έργο. ‘Οσο κι αν η νοσταλγία κι η λαχτάρα για εκείνα τα χρόνια ωθεί εμάς που τα ζήσαμε, το μόνο σίγουρο είναι, ότι όλα είναι διαφορετικά, εντός και εκτός μας. Ακόμα και η «καλησπέρα» του τότε, έγινε τώρα «καληνύχτα», για τις ανάγκες της παράστασης «Αν σωθούν τα τραγούδια…»
Πρέπει να το ομολογήσω εξαρχής, ότι οι επανεκδόσεις, οι επαναλήψεις, τα… reunion της καθομιλούμενης ή τα… remake τής εποχής δημιουργούν μέσα μου έναν φόβο, μια επιφύλαξη, έναν προβληματισμό για τον λόγο και τη σκοπιμότητα που κάθε φορά συμβαίνουν.
Μου θυμίζουν συναντήσεις με παλιούς συμμαθητές ή συναδέλφους, που, αν τύχει να πραγματοποιηθούν αραιά και πού ή μετά από πολλά χρόνια, τη χαρά και την πρώτη συγκίνηση επισκιάζει η αμηχανία κι η μελαγχολία· η θλίψη.
«Οι συγκυρίες τό ‘φεραν να συναντηθούμε πάλι σε μια εποχή σκληρή και παράλογη και η πιο μεγάλη μας ανταμοιβή, πέρα απ’ την επιτυχία, ήταν η παρουσία ενός κοινού ιδιαίτερα ευαίσθητου που στήριξε τις επιλογές μας», διαβάζω μεταξύ άλλων απ’ αυτά που σημείωνε ο Γιώργος Νταλάρας στο εσώφυλλο του διπλού LP, που κυκλοφόρησε το 1991 με αφορμή τις συναυλίες που έδωσε μαζί με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου στον κινηματογράφο «Αττικόν» τον χειμώνα της ίδιας χρονιάς.
«Οι θεατές» στον εξαιρετικό στίχο του Αντώνη Ανδρικάκη, το κοινό του τότε, πέρασε από σαράντα κύματα μέσα στα 34 χρόνια από την εποχή που συναντήθηκαν για πρώτη φορά οι δυο «αταίριαστοι» -όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο ίδιο σημείωμα ο Γιώργος Νταλάρας.
Κάποιοι απ’ αυτούς τους «θεατές» πιθανόν να βρίσκονταν μεταξύ εκείνων που τον προπηλάκιζαν στις συναυλίες του τη «σκληρή και παράλογη» εποχή των μνημονίων ή κάποιοι άλλοι να διαμαρτύρονταν μαζί με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου στα κάγκελα της κλειστής ΕΡΤ.
‘Ολοι, εκείνοι κι εγώ μαζί, αισθάνομαι να είμαι κάτι διαφορετικό από εκείνον που, αρχές της δεκαετίας του ’90, κοιτούσα μπροστά, αισιοδοξούσα και, παρά τα προβλήματα και τις δυσκολίες εκείνης τής συγκυρίας, τα τραγούδια, οι στίχοι, οι μουσικές, έφταναν μελωδικά στ’ αυτιά για να καταλήξουν και να σταλάξουν στην ψυχή σαν βάλσαμο, σαν παρηγοριά ή σαν παράπονο· σαν έρωτας.
«Ό,τι ακούω να ακούς, μέσα σε κόσμους μυστικούς θ’ ανακαλύψεις μια πατρίδα ξεχασμένη, παραδομένη στους καιρούς και σε πελάτες πονηρούς σε συμπληγάδες μια ζωή παγιδευμένη», ο στίχος και τα χείλη συντονισμένα σ’ έναν ρυθμό, που οι φωνές του Γιώργου Νταλάρα και του Βασίλη Παπακωνσταντίνου μαζί έκαναν να φαίνεται ότι συμβαίνει κάπου αλλού, σε κάποιους άλλους, αλλά κι αν ακόμα κάτι συμβεί, εμείς μπορούμε -νομίζαμε- «μέσα από λόγια και λυγμούς, της εποχής μας τους χρησμούς, να ξεχωρίσουμε απ’ τις οφθαλμαπάτες».
Ώσπου οι χρησμοί επαληθεύτηκαν κι όχι μόνο τις οφθαλμαπάτες δεν μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε, αλλά, στης ψυχής τον πανικό, τα τραγούδια μεταλλάχθηκαν, έγιναν ξένα, εχθρικά, επιθετικά, έγιναν μισαλλοδοξία, παραφωνία, κραυγή και κατάρα.
Οι «θεατές» του «Αττικόν» βρέθηκαν ν’ ακροβατούν σε άλλους γκρεμούς, ξέχασαν γρήγορα και εύκολα. Οι νύχτες εκείνης της παράστασης πέρασαν στη λησμονιά και μετά την πυρπόληση και της αίθουσας το 2012, ο διπλός δίσκος εκείνης της παράστασης στοίχειωσε στη δισκοθήκη μου.
Δεν ξέρω αν, παρακολουθώντας την παράσταση, ξαναγυρίσω πίσω στο πατρικό μου σπίτι, όπως υποστηρίζει ο Οδυσσέας Ιωάννου που επιμελείται τα κείμενα. Δεν ξέρω αν αυτή είναι μια απόπειρα συμφιλίωσης ή εξορκισμού του θυμού, της απογοήτευσης και της πίκρας που πνίγει το λαρύγγι μου κι εμποδίζει να τραγουδήσω «Θέλω ν’ αρχίσω από δω, αλλιώς τα πράγματα να δω» μαζί με τους άλλους «θεατές». Δεν ξέρω τι θέλω πια να δω, πού να κοιτάξω που είναι όλα κι όλοι διαφορετικά και ξένα, όλα αλλιώς.
Όλα εκτός, ίσως, απ’ το χρώμα τής φωνής του Γιώργου Νταλάρα, αυτό κι ο επαγγελματισμός του, ο ακάματος χαρακτήρας του.