”ρευστοποιώ: 1.μετατρέπω μια στερεά ύλη (σώμα) σε ρευστή· (πρβ. υγροποιώ). 2. (μτφ.) μετατρέπω σε ρευστό χρήμα (ανταλλάσσω με ρευστό χρήμα) ένα περιουσιακό στοιχείο, ένα εμπορεύσιμο είδος, …
Tag:
”ρευστοποιώ: 1.μετατρέπω μια στερεά ύλη (σώμα) σε ρευστή· (πρβ. υγροποιώ). 2. (μτφ.) μετατρέπω σε ρευστό χρήμα (ανταλλάσσω με ρευστό χρήμα) ένα περιουσιακό στοιχείο, ένα εμπορεύσιμο είδος, …
Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή