Ο Τζον Φιτζέραλντ «Τζακ» Κέννεντι (John Fitzgerald “Jack” Kennedy) (Μπρούκλαϊν, Μασαχουσέτη, 29 Μαΐου 1917 – Ντάλας, Τέξας, 22 Νοεμβρίου 1963), αποκαλούμενος συχνά και με τα αρχικά του J.F.K., ήταν Αμερικανός πολιτικός, ο οποίος υπηρέτησε ως ο 35ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, από τον Ιανουάριο του 1961 έως τη δολοφονία του τον Νοέμβριο του 1963.
Ο Τζον Κένεντι, γόνος μίας από τις πλουσιότερες οικογένειες των ΗΠΑ, γεννήθηκε στις 29 Μαΐου 1917 στη Μασαχουσέτη των ΗΠΑ, ήταν Ιρλανδικής καταγωγής και ο πρώτος καθολικός Πρόεδρος. Ο πατέρας του, Τζόζεφ Κέννεντυ, είχε διατελέσει πρεσβευτής των ΗΠΑ στο Λονδίνο, όπως και πρόεδρος της Επιτροπής Ναυτικών Υποθέσεων των ΗΠΑ, επί προεδρίας του Φραγκλίνου Ρούσβελτ. Η μητέρα του Ρόζα, το γένος Φιτζέραλντ ήταν κόρη πρώην δημάρχου Βοστώνης, ο οποίος ανήκε στο Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ. Η οικογένεια απέκτησε τρεις γιους (Τζον, Ρόμπερτ, Έντουαρντ) και τέσσερις κόρες. Ο Τζων αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ το 1940 και υπηρέτησε στο Ναυτικό των ΗΠΑ (USN). Μετά τον πόλεμο εξελέγη μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων για την πολιτεία της Μασαχουσέτης και το 1953 εξελέγη Γερουσιαστής, πάλι της ίδιας πολιτείας. Την ίδια χρονιά στις 12 Σεπτεμβρίου παντρεύεται την 24χρονη Ζακλίν Μπουβιέ με την οποία απέκτησε 2 παιδιά.
Στα εφηβικά του χρόνια ασχολήθηκε με τον αθλητισμό, ενώ υπήρξε πρωταθλητής της κολύμβησης. Το 1935, ο Κέννεντυ γράφτηκε στη Σχολή Οικονομικών Επιστημών του Λονδίνου και ακολούθως φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, αποκτώντας διδακτορικό στη Νομική επιστήμη (1940). Εν συνεχεία κατατάχθηκε στο Ναυτικό των ΗΠΑ και πολέμησε στο Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Με το βαθμό του σημαιοφόρου, ως κυβερνήτης τορπιλακάτου στον Ειρηνικό, τραυματίσθηκε στις 2 Αυγούστου του 1943. Τιμήθηκε με μετάλλιο επί ανδραγαθία και από το 1945 εργάσθηκε σαν δημοσιογράφος. Τον επόμενο χρόνο εκλέχτηκε μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων, θέση στην οποία επανεκλέχτηκε το 1948 και το 1950. Το 1952 εκλέχτηκε για πρώτη φορά Γερουσιαστής και ξανά το 1958, με 6ετή θητεία. Το 1956 διεκδίκησε του Δημοκρατικού Κόμματος, για την Αντιπροεδρία των ΗΠΑ.
Στις 8 Νοεμβρίου του 1960, ημέρα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών, ο Τζον Κένεντι ήταν υποψήφιος του Δημοκρατικού Κόμματος. Εκείνη την ημέρα, μάλιστα, έλαβε από τον πατέρα του, Τζόζεφ Πάτρικ Κένεντι, ένα τηλεγράφημα: “Αν δεν εκλεγείς πρόεδρος, θα σου αγοράσω μια χώρα για να την κυβερνάς”. Δεν χρειάστηκε, καθώς ο αμερικανικός λαός τον εξέλεξε πρόεδρο (τον νεότερο πρόεδρο στην ιστορία της χώρας) στη θέση του εβδομηκονταετούς πλέον Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Η νίκη του Κένεντι δεν ήταν εύκολη. Ύστερα από μία εξοντωτική προεκλογική εκστρατεία, κατά την οποία πρώτη φορά έγινε έντονη χρήση της τηλεόρασης, ο Κένεντι υπερίσχυσε του αντιπάλου του και αντιπροέδρου του Αϊζενχάουερ, Ρίτσαρντ Νίξον, με ισχνή πλειοψηφία. Τα τελικά αποτελέσματα είχαν ως εξής: Κέννεντι 34.220.984 ψήφοι, Νίξον 34.108.157 ψήφοι ή, όπως το έθεσαν οι New York Times, «ο Κένεντι εξελέγη με λιγότερο από το μισό του 1% των όσων ψήφισαν».
Ο Κένεντι ανέλαβε τα καθήκοντά του τον Ιανουάριο του 1961. Το προφίλ του ενδυναμώθηκε έπειτα από την κρίση των πυραύλων της Κούβας, τον Οκτώβριο του 1962. Το 1963, οι κάτοικοι του Δυτικού Βερολίνου επιφύλαξαν ενθουσιώδη υποδοχή στον Τζον Κένεντι και δεν απογοητεύτηκαν. Λίγα λεπτά αργότερα, το άστρο του Κένεντι υψώθηκε στο ζενίθ της σύντομης διαδρομής του, όταν επισκεπτόμενος το Τείχος του Βερολίνου μαζί με τον Δυτικογερμανό καγκελάριο Κόνραντ Αντενάουερ και τον δήμαρχο της πόλης Βίλι Μπραντ, κορύφωσε την εμπνευσμένη ομιλία του με την ιστορική φράση: Ich bin ein Berliner! («Είμαι ένας Βερολινέζος»).
Δολοφονήθηκε στο Ντάλας του Τέξας στις 22 Νοεμβρίου 1963. Σύμφωνα με την κυβέρνηση των ΗΠΑ, αποκλειστικός υπεύθυνος για τη δολοφονία του ήταν ο Λι Χάρβεϊ Όσβαλντ, άποψη η οποία έχει αμφισβητηθεί.
Συγγραφικό έργο
- “Διατί Εκοιμάτο η Αγγλία” (1940)
- “Μορφαί Θαρραλέων” (που κέρδισε το βραβείο “Πούλιτζερ”; 1956)
- “Η Στρατηγική της Ειρήνης” (συλλογή των κυριότερων λόγων του σε θέματα εξωτερικής πολιτικής; 1960)