Τζούλιαν Μπαρνς: Περί ανέμων (απόσπασμα)

... Και άντε πάλι απ'' την αρχή! Να γελάς μέχρι δακρύων, κι ύστερα να κλαις μέχρι που γέλιο και κλάμα να γίνονται ένας κλαυσίγελος που σε πνίγει μπροστά σ'' ένα μικρόφωνο όπου έχεις στηθεί για να μιλήσεις Περί ανέμων...

by Times Newsroom

Εκείνος, ο Στούαρτ, εκείνη, η Τζίλιαν, κι ο “άλλος”, ο Όλιβερ. Μια αρκετά συνηθισμένη ιστορία, ένα τρίγωνο… Μμμμ, όχι ακριβώς. Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Γιατί χορεύοντας ένα τρελό ερωτικό γαϊτανάκι, οι ήρωες αλλάζουν θέσεις. Ο “άλλος” γίνεται “εκείνος”, κι “εκείνος” γίνεται ο “άλλος”. Μόνο εκείνη, σαν το στύλο στο γαϊτανάκι, μένει αμετακίνητη στο κέντρο, σαν τον άξονα του κόσμου, μ” όλον τον κόσμο να γυρίζει γύρω της. Να ξετρελαίνεις τον άντρα σου μέχρι που να νιώθει σαν νεροκολοκύθα, να ξετρελαίνεις τον καλύτερό του φίλο μέχρι που να τον προδίδει για να σε αρπάξει απ” αυτόν… Και άντε πάλι απ” την αρχή! Να γελάς μέχρι δακρύων, κι ύστερα να κλαις μέχρι που γέλιο και κλάμα να γίνονται ένας κλαυσίγελος που σε πνίγει μπροστά σ” ένα μικρόφωνο όπου έχεις στηθεί για να μιλήσεις Περί ανέμων…

ΤΖΙΛΙΑΝ: Ακούστε, δεν πιστεύω πως αφορά κανέναν αυτό το ζήτημα. Σοβαρά το λέω. Εγώ είμαι ένα συνηθισμένο άτομο. Δεν έχω τίποτα να πω. Όπου κι αν στραφείς σήμερα, βλέπεις ανθρώπους που επιμένουν να σου διηγηθούν όλη τους τη ζωή. Όποια εφημερίδα κι αν ανοίξεις, θα δεις αναγνώστες να κραυγάζουν «ελάτε να μπείτε στη ζωή μου!» Ανοίξτε την τηλεόραση, και στα μισά απ’ τα προγράμματα θα δείτε κάποιον ή κάποια να μιλάει για τα προβλήματά του/της, για το διαζύγιό του/της, για τις παρανομίες του/της, τον αλκοολισμό, την τοξικομανία, το σεξουαλικό βιασμό, την ψυχοθεραπεία του, την αγγειοεκτομή του, την μαστεκτομή της, τη σκωληκοειδίτιδά τους. Μα γιατί το κάνουν αυτό το πράγμα; «Κοιτάξτε με», φωνάζουν, « ακούστε με!» Γιατί δε συνεχίζουν, απλώς, τη ζωή τους; Γιατί πρέπει σώνει και καλά να κάθονται να μιλάνε για όλα αυτά;

Το ότι εμένα δε μ’ αρέσει να κάθομαι να κάνω εξομολογήσεις, δε σημαίνει και ότι ξεχνάω το τι έχει συμβεί την κάθε φορά. Θυμάμαι τη βέρα μου ακουμπισμένη σ’ ένα παχύ μπορντό μαξιλαράκι, πώς ένιωθα όταν ο Όλιβερ φυλλομετρούσε τον τηλεφωνικό κατάλογο γυρεύοντας αστεία ονόματα. Όλα αυτά όμως δεν είναι για δημόσια κατανάλωση. Το τι θυμάμαι εγώ αφορά εμένα.

[…]

Όταν αποφοίτησα από το πανεπιστήμιο, εκπαιδεύτηκα ως κοινωνική λειτουργός. Δε φτούρησα πολύ σ’ αυτή τη δουλειά, αλλά θυμάμαι κάτι που είχε πει σε κάποιο μάθημα ένας από τους εκπαιδευτές: «Να θυμάστε πως η κάθε κατάσταση είναι μοναδική αλλά και ταυτόχρονα κοινότοπη».

Το κακό, όταν μιλάς όπως ο Στούαρτ, είναι ότι οι άλλοι βγάζουν βιαστικά συμπεράσματα. Για παράδειγμα, όταν μαθεύτηκε πως ο πατέρας μου το είχε σκάσει με μια μαθήτρια, όλοι με κοίταζαν μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο, που σήμαινε ένα από τα ακόλουθα δυο πράγματα – ή και τα δυο: πρώτον, αφού ο πατέρας σου το έσκασε με κάποια δυο μόλις χρόνια μεγαλύτερή σου, σημαίνει πως στην πραγματικότητα ήθελε να το σκάσει μ’ εσένα. Και, δεύτερον, είναι γνωστό τοις πάσι πως τα κορίτσια που ο πατέρας τους το έχει σκάσει από το σπίτι προσπαθούν να αναπληρώσουν το κενό δημιουργώντας δεσμούς με μεγάλους άντρες. Αυτό κάνεις κι εσύ;

Σε όλα αυτά, εγώ έχω να απαντήσω, πρώτον, πως δεν έχουν εξετάσει και το μάρτυρα, να πει τα δικά του, και, δεύτερον, πως όταν κάτι είναι «γνωστό τοις πάσι», δεν ισχύει απαραίτητα και για μένα. Η κάθε κατάσταση είναι κοινότοπη, και ταυτόχρονα μοναδική. Το αξίωμα αυτό ισχύει και αντίστροφα.

Δεν ξέρω γιατί κάνουν αυτό το πράγμα ο Στούαρτ και ο Όλιβερ. Ίσως είναι άλλο ένα από τα παιχνίδια του;. Όπως όταν ο Στούαρτ κάνει πως δεν έχει ακουστά τον Πικάσο και ο Όλιβερ προσποιείται πως δεν καταλαβαίνει καμιά από τις μηχανές που εφευρέθηκαν από το κλωστήριο και μετά. Αυτό εδώ το παιχνίδι, όμως,  εγώ δε θέλω να το παίξω· ευχαριστώ πολύ. Τα παιχνίδια είναι για τα παιδιά, κι εγώ την παιδικότητά μου την έχασα πολύ νωρίς.

Το μόνο που θέλω να πω είναι ότι δε συμφωνώ με την περιγραφή του Στούαρτ για κείνο το καλοκαίρι με τον Όλιβερ. Ασφαλώς και περνούσαμε πάρα πολύ χρόνο μόνοι μας οι δυο μας, αρχίσαμε να πλαγιάζουμε μαζί κι όλα αυτά, και, ναι, ασφαλώς κι είχαμε τη λογική να καταλαβαίνουμε ότι ακόμα κι όταν είσαι στην αρχή του έρωτα δεν πρέπει να βρίσκεσαι συνεχώς μέσα στο τσεπάκι του άλλου. Αυτό, όμως, κατά τη δική μου άποψη, δε σημαίνει πως έπρεπε και να βγαίνουμε συνεχώς με τον Όλιβερ. Τον συμπαθούσα φυσικά – δε γίνεται να μην τον συμπαθήσεις όταν τον γνωρίσεις – μα είχε την τάση να μονοπωλεί τα πάντα. Να μας υπαγορεύει, σχεδόν, τι έπρεπε να κάνουμε. ΄΄Όχι πως παραπονιέμαι δηλαδή. Μια μικρή διόρθωση κάνω.

Αυτό είναι το κακό, όταν κάθεσαι και συζητάς τέτοια πράγματα. Όλο και κάτι στραβό θα λεχθεί για το άτομο για το οποίο συζητάς.

Γνωρίστηκα με το Στούαρτ. Τον ερωτεύτηκα. Τον παντρεύτηκα. Σιγά τη σπάνια ιστορία!

[…]

Μπορώ να πω ότι κάτι με τρώει με το Στούαρτ. Καμιά φορά που κάθομαι  και εργάζομαι εδώ πάνω, στο στούντιό μου – βαρύγδουπος χαρακτηρισμός γι’ αυτό το δωμάτιο που είναι μόλις τριάμισι επί τριάμισι μέτρα, μα τέλος πάντων – έχω ανοιχτό το ραδιόφωνο, και δουλεύω μηχανικά. Και τότε σκέφτομαι, μακάρι να μην απογοητευτεί μαζί μου ο Στούαρτ. Παράξενο πράγμα να το λες, όταν είσαι παντρεμένη ένα μόνο μήνα, αλλά είναι αληθινό. Είναι κάτι που με τρώει.

Δεν αναφέρομαι συχνά στο γεγονός ότι έχω εκπαιδευτεί ως κοινωνική λειτουργός. Είναι κι αυτό ένα θέμα για το οποίο ο κόσμος κάνει βιαστικά σχόλια ή καταλήγει σε βιαστικά συμπεράσματα. Για παράδειγμα, είναι εμφανέστατο ότι αυτό που προσπαθούσα να κάνω για τους πελάτες μου ήταν να μπαλώσω τι ζωές τους και τις σχέσεις τους μ’ έναν τρόπο που δεν μπόρεσα να εφαρμόσω στους γονείς μου. Αυτό είναι εμφανέστατο  για όλους, έτσι; Για όλους, εκτός από μένα.

Οπωσδήποτε οι προσπάθειές μου δεν ήταν επιτυχείς. Άντεξα δεκαοχτώ μήνες σ’ αυτή τη δουλειά, κι είδα ένα σωρό απογοητευμένους ανθρώπους. Σχεδόν κάθε μέρα έβλεπα ζημιές, ανθρώπους με ανυπέρβλητα προβλήματα – συναισθηματικά, κοινωνικά, οικονομικά – συχνά δημιουργημένα από τους ίδιους, τις περισσότερες φορές δημιουργημένα από άλλους.

Καταστάσεις που τις δημιουργούσαν οι οικογένειές τους, οι γονείς, οι σύζυγοι. Καταστάσεις που δεν τις ξεπέρασαν ποτέ.

Και υπήρχαν και οι άλλοι, οι απογοητευμένοι. Εκεί να δεις αληθινές ζημιές και βλάβες. Ανεπανόρθωτες. Μιλάω γι’ ανθρώπους που άρχισαν τη ζωή τους με τόσες ελπίδες, κι ύστερα έδωσαν την εμπιστοσύνη τους σε ψυχοπαθείς και φαντασιόπληκτους, ακούμπησαν την πίστη τους σε μέθυσους και βίαιους. Κι ωστόσο συνέχισαν έτσι για πολλά χρόνια, μ’ απίστευτη επιμονή, εξακολουθώντας να πιστεύουν ακόμα κι όταν δεν υπήρχε κανένας λόγος για να το κάνουν, όταν είχαν διαπιστώσει ότι ήταν πια τρελό να εξακολουθήσουν να πιστεύουν. Μέχρι που μια μέρα το έβαλαν κάτω – έτσι, απλά. Και τι μπορούσε τάχα να κάνει γι’ αυτούς η μαθητευόμενη κοινωνική λειτουργός των είκοσι δυο χρόνων; Πιστέψτε με, ο επαγγελματισμός και το πηγαίο κέφι ελάχιστα επηρέαζαν αυτούς τους ανθρώπους.

Υπάρχουν άνθρωποι το πνεύμα των οποίων έχει τσακίσει. Κι εγώ αυτό δεν το αντέχω. Αργότερα, όταν άρχισα να αγαπάω  το Στούαρτ, μου ήρθε τούτη η σκέψη: Θεέ μου, σε παρακαλώ,  ας μην απογοητευτεί αυτός. Ποτέ άλλοτε δεν είχα νιώσει έτσι για κάποιον άνθρωπο. Να ανησυχώ για το μέλλον του, για το τι θα απογίνει. Να με νοιάζει το τι θα σκεφτεί, όταν κάποτε,  ύστερα από χρόνια,  σταθεί και κοιτάξει πίσω του.

Κοιτάξτε, εγώ δεν το παίζω αυτό το… παιχνίδι. Ταυτόχρονα, όμως, δεν είμαι από κείνους που κάθονται στη γωνία με βουλωμένο το στόμα. Θα πω αυτά που έχω να πω, αυτά που ξέρω.

Είχα βγει με αρκετούς άντρες προτού γνωρίσω το Στούαρτ. Κόντεψα να ερωτευτώ, μου έκαναν δυο προτάσεις γάμου. Πέρασα όμως κι ένα χρόνο χωρίς άντρα, χωρίς σεξ – μ’ ενοχλούσαν και τα δυο. Μερικοί απ’ αυτούς με τους οποίους έβγαινα, ήταν «αρκετά μεγάλοι για να είναι πατεράδες μου», όπως λένε. Κι απ’ την άλλη, αρκετοί δεν ήταν μεγάλοι. Ποιο είναι λοιπόν το συμπέρασμα; Με μια τόση δα πληροφορία, ο κόσμος στρώνεται αμέσως κι αρχίζει να αραδιάζει θεωρίες. Μήπως παντρεύτηκα το Στούαρτ επειδή πίστεψα ότι αυτός δε θα μ’ απογοήτευε όπως ο πατέρας μου; Όχι. Τον ποθώ. Στην αρχή δεν τον έκανα πολύ κέφι. Ούτε απ’ αυτό όμως βγάζω κανένα συμπέρασμα, εκτός απ’ το ότι ο  πόθος είναι κάτι το περίπλοκο.

Ήμασταν σ’ εκείνο το ξενοδοχείο και κρατούσαμε από ένα μεγάλο ποτήρι σέρι ο καθένας. Τι ήταν εκεί; Καμιά ζωοπανήγυρη; Όχι. Ήταν μια λογική ομάδα ανθρώπων που έκαναν ένα λογικό βήμα στη ζωή τους. Εμάς των δυο μας βγήκε σε καλό· ήμασταν τυχεροί. Δεν ήταν όμως απλώς θέμα τύχης. Δεν γνωρίζεσαι με κόσμο, όταν κάθεσαι και οικτίρεις τον εαυτό σου.

Πιστεύω πως στη ζωή πρέπει να προσπαθήσεις να ανακαλύψεις σε ποιο πράγμα είσαι καλός, να εντοπίσεις τι μπορείς να κάνεις, να αποφασίσεις τι θέλεις, να βάλεις το στόχο ου – κι ύστερα να προσπαθείς να μην το μετανιώσεις. Ευσεβείς πόθοι, ε; Μα πώς αλλιώς να το πεις;

Ίσως αυτός να είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους μ’ αρέσει η δουλειά μου: δεν έχει να κάνει με λόγια. Κάθομαι στο δωμάτιό μου, στην κορφή του σπιτιού, με τα πατσαβούρια και τα διαλυτικά μου, τα πινέλα και τα χρώματά μου. Εγώ μόνη μου, ο πίνακας μπροστά μου, μουσική απ’ το ραδιόφωνο, αν θέλω, κι όχι τηλέφωνο. Δε μου πολυαρέσει να ’ρχεται εδώ πάνω ο Στούαρτ. Μου χαλάει την ατμόσφαιρα.

Υπάρχουν φορές που ο πίνακας πάνω στον οποίο εργάζεσαι, ανταποκρίνεται στις προσπάθειές σου. Το πιο συναρπαστικό σημείο είναι όταν αφαιρείς αλλεπάλληλα στρώματα μπογιάς κι από κάτω τους ανακαλύπτεις κάτι άλλο. Δε συμβαίνει συχνά αυτό, φυσικά, και γι’ αυτό είναι ακόμα μεγαλύτερη η ικανοποίηση όταν συμβαίνει. Για παράδειγμα, είναι αμέτρητα τα στήθη που κρύφτηκαν με μπογιά κατά το δέκατο ένατο αιώνα. Τυχαίνει λοιπόν να καθαρίζεις έναν πίνακα που υποτίθεται πως είναι πορτρέτο κάποιας Ιταλίδας αρχόντισσας, και σιγά-σιγά σου αποκαλύπτεται ένα μωρό που θηλάζει. Η αρχόντισσα μεταβάλλεται σε Μαντόνα μπροστά στα μάτια σου. Λες κι είσαι ο πρώτος άνθρωπος στον οποίο λέει το μυστικό τη ύστερα από χρόνια και χρόνια.

Τον περασμένο μήνα καθάριζα έναν πίνακα που εικόνιζε ένα δάσος κι ανακάλυψα έναν κάπρο που κάποιος τον είχε σκεπάσει με μπογιά· η εικόνα μπροστά μου άλλαξε εντελώς. Στην αρχή ήταν σαν να έδειχνε μια συντροφιά από ιππείς να κάνει μια ήσυχη κι ωραία βόλτα στο δάσος. Όταν όμως ανακάλυψα το ζώο, έγινε φανερό πως επρόκειτο για κυνηγετική σκηνή. Ο κάπρος ήταν κρυμμένος πίσω από ένα μεγάλο και καθόλου πειστικό θάμνο για εκατό περίπου χρόνια. Και ξαφνικά, μέσα στο στούντιό μου, χωρίς να ειπωθεί ούτε μια λέξη, έγιναν όλα ξανά όπως έπρεπε να είναι. Αποκαλύφθηκαν. Απλώς είχε αφαιρεθεί ένα επιζωγράφισμα.

Julian BARNES

Μετάφραση: Γιάννης Σπανδωνής

Αποτέλεσμα εικόνας για Julian BARNES

Ο ΤΖΟΥΛΙΑΝ ΜΠΑΡΝΣ γεννήθηκε το 1946 στο Λέστερ της Μεγάλης Βρετανίας. Σπούδασε νομικά και γαλλική φιλολογία στην Οξφόρδη και εργάστηκε ως λεξικογράφος για το Oxford English Dictionary, κριτικός λογοτεχνίας στους Times και τηλεκριτικός στον Observer. Ζει στο Λονδίνο. Έκανε την πρώτη του εμφάνιση ως πεζογράφος το 1980 με το μυθιστόρημα METROLAND. Ακολούθησαν άλλα πέντε μυθιστορήματα που τον καθιέρωσαν ως έναν από τους γνωστότερους και καλύτερους εκπροσώπους της νεότερης αγγλικής λογοτεχνίας. Από αυτά, Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ (1984) του χάρισε διεθνή φήμη και λογοτεχνικά βραβεία στην Αγγλία, Ιταλία και Γαλλία. Το 1986 η Ακαδημία Τεχνών και Γραμμάτων των ΗΠΑ του απένειμε το Βραβείο Ε.Μ.Forster. Το 1988 χρίστηκε ιππότης του γαλλικού Τάγματος Τεχνών και Γραμμάτων. Επίσης, ο Τζούλιαν Μπαρνς έχει εκδώσει και αστυνομικά μυθιστορήματα με το ψευδώνυμο Dan Kavanagh.

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com