Βουλγαρική κατοχή ελληνικών εδαφών (1941-44)

Η Κατοχή 1941-44 αποτέλεσε την τρίτη κατα σειρά βουλγαρική κατοχή της περιοχής μετά την Α΄ Βουλγαρική Κατοχή (1913) και τη Β΄ Βουλγαρική Κατοχή (1916-1918)

by Times Newsroom

Χάρτης της σύγρονης Ελλάδας υπό τριπλή Κατοχή: Κόκκινο: Ναζιστική Γερμανία Γαλάζιο: Βασίλειο της Ιταλίας Πράσινο: Βουλγαρία Μπλε: Βασίλειο της Ιταλίας (προπολεμική κτήση)

Η Βουλγαρική κατοχή ελληνικών εδαφών κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου προέκυψε από τη συνεργασία της Βουλγαρίας με τις δυνάμεις του Άξονα κατά την επίθεσή τους εναντίον της Ελλάδας. Ξεκίνησε με την είσοδο του βουλγαρικού στρατού στις 20 Απριλίου 1941 και έληξε με την οριστική αποχώρηση των στρατευμάτων στις 26 Οκτωβρίου 1944. Οι περιοχές που καταλήφθηκαν αρχικά ήταν η Ανατολική Μακεδονία και η ελληνική Θράκη, εκτός από μία έκταση στα ελληνικά σύνορα με την Τουρκία στο νομό Έβρου, που παρέμεινε υπό τον έλεγχο των Γερμανών. Μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας, η σφαίρα επιρροής της Βουλγαρίας στα ελληνικά εδάφη μεγεθύνθηκε και ο βουλγαρικός στρατός προωθήθηκε στην Κεντρική Μακεδονία μέχρι τον Αξιό, εξαιρουμένης της Θεσσαλονίκης και μιας έκτασης 20 μιλίων γύρω από αυτήν.

Οι Βούλγαροι ακολούθησαν πολιτική εξόντωσης και απελάσεων του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής, με στόχο τον εκβουλγαρισμό της περιοχής και την οριστική προσάρτηση της από την Βουλγαρία. Στην προσπάθειά τους αυτή πραγματοποίησαν απελάσεις δημοσίων υπαλλήλων, κλείσιμο ελληνικών σχολείων και διωγμό εκπαιδευτικών, αντικατάσταση ελλήνων κληρικών από βούλγαρους ιερείς και πραγματοποίηση μετονομασιών. Με ένα σύστημα έκδοσης αδειών άσκησης επαγγέλματος κατέστησαν αδύνατη την άσκηση επαγγελμάτων από Έλληνες. Μέχρι τα τέλη του 1941 είχαν εκδιώξει περισσότερους από 100.000 Έλληνες πραγματοποιώντας παράλληλα εποικισμούς με βουλγαρικούς πληθυσμούς.

Έλληνες πρόσφυγες, κάτοικοι του νομού Σερρών που βρέθηκαν υπό βουλγαρική Κατοχή το 1916, κατευθύνονται προς την περιοχή δυτικά του ποταμού Στρυμόνα που είχε παραμείνει υπό ελληνική διοίκηση, για να διασωθούν από τις βουλγαρικές διώξεις.

Η Κατοχή 1941-44 αποτέλεσε την τρίτη κατα σειρά βουλγαρική κατοχη της περιοχής μετά την Α΄ Βουλγαρική Κατοχή (1913) και τη Β΄ Βουλγαρική Κατοχή (1916-1918).

Ιστορικό υπόβαθρο

Η Βουλγαρία θεωρούσε την περιοχή της ελληνικής Μακεδονίας και της Θράκης ως ιστορικά βουλγαρικό έδαφος που βρισκόταν υπό ελληνική κατοχή. Ο βουλγαρικός εθνικισμός, με ερείσματα στον πανσλαβισμό, την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου που είχε χαρίσει πρόσκαιρα στη Βουλγαρία αυτά τα εδάφη και στον ιστορικό αναθεωρητισμό που δεν αποδεχόταν την απώλεια των εδαφών της Δυτικής Θράκης κατά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, επανέφερε το ζήτημα της ανάκτησης πολλάκις κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου.

Α΄ Βουλγαρική Κατοχή (1913)

Στα 1912 η Ανατολική Μακεδονία έπαψε να βρίσκεται υπό Οθωμανική Διοίκηση και το 1913 ανέλαβαν τη διοίκηση της περιοχής οι Βούλγαροι. Όμως τις τελευταίες ημέρες της κατοχής της περιοχής και γνωρίζοντας πως ο ελληνικός στρατός προελαύνει, ο βουλγαρικός στρατός πριν αποχωρήσει προέβη σε πρωτοφανείς σφαγές και ποικίλες βιαιότητες, βιασμούς, ληστείες και καταστροφές κτιρίων. Οι Βούλγαροι συνέλαβαν στις 25 Ιουνίου 1913 στο Ντεμίρ Ισσάρ τον Μητροπολίτη Μελενίκου Κωνσταντίνο Ασημιάδη και τον κατακρεούργησαν μαζί με τον ιερέα Σταύρο και τον πρόκριτο Θωμά Παπαχαριζάνο, ενώ την επομένη ημέρα σφάγιασαν εκατό κάτοικους.

Στις 26 Ιουνίου 1913 οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν το Δοξάτο Δράμας και σχηματίστηκε ελληνική ομάδα πολιτοφυλακής που απέκρουσε επίθεση των Βουλγάρων στις 28 Ιουνίου. Την ίδια μέρα οι Σέρρες πυρπολήθηκαν από τους Βουλγάρους. Το πρωί της Κυριακής 30ής Ιουνίου 1913 ο βουλγαρικός στρατός επιτέθηκε με πεζικό, ιππικό και 4 πυροβόλα κατά του Δοξάτου, όπου οι Βούλγαροι σφάγιασαν 650 Έλληνες, άνδρες γυναίκες και παιδιά. Ακολούθησε η λεηλασία και πυρπόληση του Δοξάτου από τους Βούλγαρους. Ο τότε Μητροπολίτης Δράμας Αγαθάγγελος στο Ημερολόγιό του την Κυριακή 30 Ιουνίου 1913 σημειώνει ότι αδυνατεί να πιστέψει τον φρικτό τρόπο με τον οποίο κατέστρεψαν οι Βούλγαροι το Δοξάτο και διερωτάται εάν είναι Χριστιανοί αυτοί που προέβησαν σε αυτές τις πράξεις. Την 1η Ιουλίου 1913 ο Ελληνικός Στρατός απελευθέρωσε τη Δράμα. Όταν οι Έλληνες στρατιώτες εισήλθαν στη Δράμα και ενημερώθηκαν για τα όσα συνέβησαν στο Δοξάτο αμέσως έσπευσαν εκεί. Στο Δοξάτο, όπου οι διασωθέντες τους υποδέχθηκαν ως απελευθερωτές, οι Έλληνες στρατιώτες ήταν οι πρώτοι που αντίκρισαν το θέαμα των εκατοντάδων νεκρών που κείτονταν παντού. Τους ακολούθησαν και ξένοι, όπως ο Βρετανός πλοίαρχος Κάρνταλ που έγραψε σχετικά στη Daily Telegraph ενώ ανταπόκριση για τις σφαγές έστειλε ο Κρόφοντ Πράις στους «Times».

Β΄ Βουλγαρική Κατοχή (1916-1918)

Το 1914 η πόλη της Δράμας είχε πληθυσμό 25.000 κατοίκων, εκ των οποίων 4.000 πέθαναν από πείνα και ασθένειες κατά τη Βουλγαρική κατοχή ελληνικών εδαφών (1916-1918) (αρχείο Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου Η.Π.Α.).

Εξόριστοι Έλληνες επιστρέφουν από τη Βουλγαρία το 1918 σε κλειστά βαγόνια τραίνων, τα οποία προορίζονταν για μεταφορά ζώων και εμπορευμάτων (φωτογραφία Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού).

Τον Αύγουστο του 1916, μονάδες του Βουλγαρικού Στρατού κατέλαβαν πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας βίαια για δευτερη φορά μετά την Α΄ Βουλγαρική Κατοχή το έτος 1913. Στη διάρκεια της Β’ Βουλγαρικής Κατοχής (1916-1918) ο ελληνικός πληθυσμός στις πόλεις και τα χωριά υπέστη διώξεις, λιμοκτονία, ομηρίες καθώς και συλλήψεις, φυλακίσεις, βιαιοπραγίες και βασανισμούς από τη μυστική βουλγαρική αστυνομία και τον κατοχικό βουλγαρικό στρατό. Ως αποτέλεσμα χιλιάδες Έλληνες έχασαν τη ζωή τους.

Ταυτόχρονα εφαρμόστηκε από τους Βούλγαρους ένα σκληρό μέτρο εξόντωσης του πληθυσμού: η εκτόπιση και η ομηρία χιλιάδων Ελλήνων κατοίκων, μεταξύ αυτών και του συνόλου σχεδόν των ιερέων, της Ανατολικής Μακεδονίας σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικά έργα στη Βουλγαρία. Υπολογίζεται, πως 42.000 Ελληνες ηλικίας κυρίως 17-60 ετών εκτοπίσθηκαν στη Βουλγαρία, από τους οποίους περίπου 12.000 δεν κατόρθωσαν τελικά να επιστρέψουν ζωντανοί. Γκόστιβαρ, Κίτσεβο, Σεβλίεβο, στρατόπεδο της Σούμλας και Κάρνομπατ υπήρξαν ορισμένοι από τους τόπους εξορίας, στους οποίους τοποθετήθηκαν οι Ελληνες αιχμάλωτοι. Ατέλειωτα καραβάνια αιχμαλώτων μεταφέρονταν πεζή και στη συνέχεια με τρένα κάτω από αντίξοες συνθήκες. Ακόμη χειρότερες όμως υπήρξαν οι συνθήκες διαβίωσής τους στη βουλγαρική ενδοχώρα.

Ενδεικτικά την περίοδο της Βουλγαρικής κατοχής εξορίστηκαν από την πόλη της Δράμας 1.965 άτομα, από τα οποία επέστρεψαν μόνο 1.359. Πέθαναν στην εξορία 606 ατομα, δηλαδή το 1/3 των εξορίστων. Από την πόλη των Σερρών και τα χωριά συνελήφθησαν τον Ιούνιο του 1917 3.000 περίπου άνδρες και εκτοπίστηκαν σε διάφορα μέρη της Βουλγαρίας ως όμηροι για καταναγκαστική εργασία ενώ και το καλοκαίρι του 1918 (τρεις μήνες περίπου προ της ανακωχής) συνελήφθησαν άλλοι 5.000 περίπου άνδρες και εκτοπίστηκαν στη Βουλγαρία και αυτοί ως όμηροι στα Ντουρντουβάκια. Η λέξη ντουρντουβάκι αποτελεί ελληνοποιημένη παραφθορά της βουλγαρικής λέξης για τα τάγματα εργασίας (трууJдови войски – τρούντοβι βόιτσκι) ή για τον φαντάρο αγγαρείας (трууJдов войник – τρούντοβ βόινικ). Πάνω από το 1/4 των εκπατρισθέντων έχασαν τη ζωή τους από τις στερήσεις, τα βασανιστήρια και την εξοντωτική εργασία και δεν επέστρεψαν ποτέ στην πατρίδα τους.

Στο Σεβλίεβο εξορίστηκαν 216 Έλληνες ιερείς από την υπό βουλγαρική κατοχή Μακεδονία. Μετά από τρίμηνη παραμονή στην περιοχή οδηγήθηκαν σε εγκλεισμό σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξοντωτική συμμετοχή σε χειρωνακτικά έργα. Δεκατρείς από τους Έλληνες ιερείς πέθαναν εκεί.

Μετά την ήττα του βουλγαρικού στρατού και την επακόλουθη ανακωχή, τον Σεπτέμβριο του 1918, όσοι όμηροι επέζησαν από τις κακουχίες και τα καταναγκαστικά έργα επέστρεψαν σε άσχημη ψυχολογική και σωματική κατάσταση.

Στην περιοχή της Καβάλας ο Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως Γερμανός Σακελλαρίδης μετά από πεντάμηνη φυλάκιση και βασανισμούς, απαγχονίζεται από Βούλγαρους στρατιώτες του κατοχικού στρατού, τη νύχτα της 5ης προς 6η Ιουλίου του 1917.

Στη διάρκεια της Β’ Βουλγαρικής Κατοχής (1916-1918) κλάπηκαν από τον κατοχικό βουλγαρικό στρατό, και κρατούνται έως σήμερα στη Βουλγαρία, τα κειμήλια και οι θησαυροί της Μονής Παναγίας Εικοσιφοινίσσης Παγγαίου της Μητροπόλεως Δράμας, και πλήθος έτερων ελληνικών κειμηλίων από τη Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών, τη Μονή Παναγίας Αρχαγγελιώτισσας Ξάνθης και τη Μονή Παναγίας Καλαμούς Ξάνθης. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι Ιερές Μητροπόλεις καθώς και οι αρχές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν διατυπώσει επισήμως αίτημα για την επιστροφή των κλαπέντων ελληνικών κειμηλίων.

Σύμφωνα με έκθεση του Ελληνα πρεσβευτή στη Σόφια, έως τον Απρίλιο του 1917 περίπου 6 χιλιάδες άτομα πέθαναν από ασιτία μόνο στην περιοχή της Καβάλας. Η επισιτιστική και ανθρωπιστική κρίση που δημιουργήθηκε σε βάρος των Ελλήνων της Ανατολικής Μακεδονίας στη διάρκεια της Β΄ Βουλγαρικής κατοχής, διαπιστώθηκε σε όλο το εύρος της μετά την απελευθέρωση των περιοχών οπότε και οργανώθηκαν συσσίτια, πρόχειρα νοσοκομεία και διανομή ιατροφαρμακευτικού εξοπλισμού.

Ο βουλγαρικός στρατός κατοχής αποχώρησε το 1918, με τη λήξη του πολέμου. Το έτος 1918, η κατάσταση με την οποία ήρθαν αντιμέτωποι οι Ελληνες στρατιωτικοί και πολιτικοί αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ανατολικής Μακεδονίας, αλλά και της Δυτικής Θράκης λίγο αργότερα, μετά από την Βουλγαρική κατοχή ελληνικών εδαφών (1916-1918) ήταν τραγική. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της κατάστασης, επισκεπτόμενος άμεσα τις Σέρρες, όπου αντιπροσωπεία των κατοίκων, παρουσίασε αναλυτικά τα δεινά της βουλγαρικής κατοχικής διοίκησης. Μια από τις πρώτες μέριμνες της ελληνικής διοίκησης ήταν ο επισιτισμός της περιοχής. Ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, όπως ο Κωνσταντίνος Ρακτιβάν και ο Αναστάσιος Αδοσίδης, στάλθηκαν επί τόπου προς συντονισμό της ανθρωπιστικής αποστολής για τον ελληνικό πληθυσμό που μαστιζόταν από φτώχεια και επικίνδυνες συνθήκες διαβίωσης. Από κοινού δραστηριοποιούνταν και ανθρωπιστικές αποστολές συμμαχικών δυνάμεων καθώς και ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός με επικεφαλής την Πηνελόπη Δέλτα και την Ελλη Αδοσίδου. Συσσίτια, πρόχειρα νοσοκομεία και διανομή ιατροφαρμακευτικού εξοπλισμού υπήρξαν οι πρώτες ενέργειες για την αντιμετώπιση της κρίσης. Ακόμη, καθοριστική ήταν η συμβολή της επιτροπής αποτελούμενης από την Πηνελόπη Δέλτα, την Έλλη Αδοσίδου και τον Αλέξανδρο Ζάννα, στην ενεργοποίηση του κρατικού μηχανισμού καθώς και στο σχεδιασμό, την οργάνωση και την εκτέλεση του δύσκολου έργου της παλιννόστησης των χιλιάδων Ελλήνων Ανατολικομακεδόνων ομήρων που βρίσκονταν σε βουλγαρικά στρατόπεδα συγκέντρωσης εκτελώντας καταναγκαστικά έργα στο εσωτερικό της Βουλγαρίας την περίοδο 1917-1918.

Πριν την κήρυξη του πολέμου του ΄40

Πριν από την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία εναντίον της Ελλάδας οι επίσημες θέσεις του βουλγαρικού κράτους τάσσονταν υπέρ της ουδετερότητας παρόλο που είχε αρχίσει ήδη η προσέγγιση με τον Άξονα Αυτές οι συνομιλίες κατέληξαν στην υπογραφή του πρωτοκόλλου της 1ης Μαρτίου που σφράγισε την είσοδο της Βουλγαρίας στον Άξονα και καθόρισε τους όρους της συμφωνίας (παραχώρηση στη βουλγαρική διοίκηση της περιοχής της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης πέραν του Έβρου, ελεύθερη διάβαση των γερμανικών στρατευμάτων μέσω της Βουλγαρίας) που έγινε αποδεκτή από το σύνολο σχεδόν του βουλγαρικού πολιτικού κόσμου και του λαού.

Γ΄ Βουλγαρική Κατοχή ελληνικών εδαφών (1941-44)

Η Βουλγαρία κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με την κατοχή ελληνικών εδαφών της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης.

Βούλγαροι στρατιώτες του κατοχικού στρατού με τα κομμένα κεφάλια των Ελλήνων ανταρτών. Σεπτέμβριος 1941, Δράμα.

Είσοδος των βουλγαρικών στρατευμάτων στο ελληνικό έδαφος

Με απόφαση του παλατιού, τα βουλγαρικά στρατεύματα προχώρησαν επίσημα στην είσοδό τους σε ελληνικό έδαφος στις 20 Απριλίου 1941 χωρίς η Βουλγαρία να έχει κηρύξει τον πόλεμο στην Ελλάδα και χωρίς να έχουν διακοπεί οι διπλωματικές τους σχέσεις. Για την Γερμανία, ο σκοπός της εισόδου των βουλγαρικών στρατευμάτων ήταν καταρχήν η διαφύλαξη της τάξης με την απεμπλοκή των γερμανικών στρατευμάτων που θα ήταν χρήσιμα σε άλλες εμπόλεμες ζώνες ενώ οποιαδήποτε αναθεώρηση των συνόρων και εφαρμογή άμεσου πολιτικού ελέγχου προς όφελος των Βουλγάρων θα αποφασιζόταν με το πέρας του πολέμου. Σε αυτές τις απόψεις των συμμάχων τους αντιτάχθηκαν σφόδρα οι βουλγαρικές αρχές που με την έναρξη της διοίκησης (de facto κατοχής) της περιοχής ξεκίνησαν τις διαδικασίες ενσωμάτωσής της στον κύριο κορμό του βουλγαρικού κράτους.

Διαχείριση των κατεχόμενων περιοχών

Το βουλγαρικό κράτος ονόμασε την κατεχόμενη περιοχή «Μπελομόριε» («Αιγαΐδα») και ξεκίνησε την αναθεώρηση της πραγματικότητας της περιοχής με την αντικατάσταση των ελληνικών πολιτικών και αστυνομικών υπηρεσιών με αντίστοιχες βουλγαρικές και την αναθεώρηση του πολιτικού χάρτη (χάραξη νέων επαρχιών κι ενσωμάτωση άλλων σε υπάρχουσες βουλγαρικές). Κύριο όργανο στην προσπάθεια αυτή υπήρξαν και οι διάφοροι βουλγαρικοί πατριωτικοί και αθλητικοί σύλλογοι και οι κατά τόπους βουλγαρικές εφημερίδες. Έγιναν προσπάθειες υπαγωγής του πληθυσμού στο βουλγαρικό εκπαιδευτικό σύστημα οι οποίες ωστόσο δεν είχαν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, παράλληλα με απαγόρευση χρήσης της ελληνικής γλώσσας και επιβολής χρήσης της βουλγαρικής στη δημόσια ζωή. Επίσης η ελληνική εκκλησιαστική δομή αναιρέθηκε για να ενταχθούν οι εκκλησίες στην βουλγαρική εξαρχία.

Οι πολιτικές πολιτικής και οικονομικής καταδίωξης των Ελλήνων και των λοιπών εθνοτικών ομάδων της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (κυρίως Πομάκων μα και μουσουλμάνων) συμπεριέλαβαν επιστράτευση για αμισθί εργασία σε έργα στην κατεχόμενη Γιουγκοσλαβία, στην Βουλγαρία ή στα κατεχόμενα ελληνικά εδάφη για την κατασκευή σιδηροδρόμων και την καταστροφή ελληνικών οχυρωματικών έργων. Τα τάγματα εργασίας ήταν συνώνυμο της εξόντωσης καθώς πολλοί δεν άντεχαν τις δοκιμασίες και πέθαναν από τις κακουχίες και τα βασανιστήρια. Οι συνθήκες εργασίας και διαβίωσης στα «ντουρντουβάκια» (όπως ονομάζονταν τα τάγματα εργασίας) ήταν απάνθρωπες, χωρίς στοιχειώδεις κανόνες υγιεινής, με λίγο νερό και κακής ποιότητας φαγητό. Ο δριμύς λοιμός του χειμώνα του 1942-43 βρήκε τους Έλληνες κατοίκους να στερούνται βασικές προμήθειες αγαθών (φαρμάκων και τροφίμων) και να υπόκεινται σε οικονομική διάκριση με αποτέλεσμα τον θάνατο πολλών από ασιτία.

Όσον αφορά την οικονομική πραγματικότητα, οι βουλγαρικές αρχές πήραν μέτρα για τον περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας των Ελλήνων. Ο οικονομικός αυτός διωγμός εντάθηκε και με τις ευρύτατες καταστροφές που προκάλεσαν οι βουλγαρικές αρχές στην οικονομική δραστηριότητα των κατεχόμενων. Οι ζημιές στην ελληνική οικονομία από την ευρύτερη διαχείριση των Βουλγάρων των περιοχών αυτών ανήλθαν στα 985.000.000 δολάρια με τραγική μείωση των δασών και συμβολή στην ερήμωση της υπαίθρου.

Η κατάσταση στη Μακεδονία το 1943

Από την άνοιξη του 1943 είχε αρχίσει να φαίνεται η κατάρρευση της Ιταλίας και από τις αρχές Ιουλίου είχε ξεκινήσει η απόβαση των Συμμαχικών δυνάμεων στη Σικελία. Στις 14 Ιουλίου 1943 δημοσιεύτηκε στον ελληνικό τύπο ανακοίνωση των γερμανικών αρχών στην οποία αναφέρονταν ότι παραχωρούνταν η «από στρατιωτικής απόψεως ασφάλειαν στην περιοχή ανατολικά του Αξιού» στις βουλγαρικές δυνάμεις λόγω της κατάστασης που επικρατούσε στα πολεμικά μέτωπα και «εξαιτίας της πληγής των ανταρτών». Επίσης σημειώνονταν ότι τη διοίκηση «εις τα υπό των βουλγαρικών στρατευμάτων μέλλοντα να καταληφθούν τμήματα της χώρας» θα είχαν Γερμανοί διοικητικοί υπάλληλοι και η Γερμανική αστυνομία ενώ γινόταν αναφορά ότι δεν θα υπήρχε καμία μεταβολή στα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και ότι στην εν λόγω περιοχή θα παρέμεναν σε ισχύ η ελληνική νομοθεσία και τα διοικητικά μέτρα της ελληνικής κυβέρνησης. Από την επέκταση των αρμοδιοτήτων των βουλγαρικών δυνάμεων στην κεντρική Μακεδονία εξαιρέθηκαν η Θεσσαλονίκη και περιοχές γύρω από την πόλη καθώς και οι τρεις χερσόνησοι της Χαλκιδικής. Εντωμεταξύ στις αρχές Ιουλίου 1943 η 7η Βουλγαρική Μεραρχία Πεζικού είχε ήδη εισβάλλει στην περιοχή μεταξύ Στρυμόνα και Αξιού και είχε αναλάβει αστυνομικά καθήκοντα υπό τις διαταγές του Γερμανού Διοικητή Θεσ/νίκης –Αιγαίου Ενάντια στην παρουσία βουλγαρικών στρατευμάτων στην κεντρική Μακεδονία έγιναν διαδηλώσεις σε όλη την Ελλάδα. Στις 8 Ιουλίου έγινε μεγάλη διαδήλωση στην συνοικία της Επταλόφου στη Θεσσσαλονίκη, ενώ τις επόμενες μέρες έγιναν διαδηλώσεις στο Κιλκίς, στην Έδεσσα, στην Αριδαία αλλά και νοτιότερα μέχρι και στην Καλαμάτα. Στις 22 Ιουλίου 1943 πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα γενική απεργία και διαδήλωση υπό την καθοδήγηση του ΕΑΜ, στην οποία πήραν μέρος περισσότερα από 100.000 άτομα, ενάντια στην προοπτική επέκτασης της βουλγαρικής κατοχής στο μεγαλύτερο τμήμα της Κεντρικής Μακεδονίας. Κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης έχασαν τη ζωή τους τουλάχιστον 15 άνθρωποι ενώ περισσότεροι από 50 τραυματίστηκαν.

Ο Αλέξανδρος Σβώλος κατά την περίοδο 1941–1943, διατέλεσε πρόεδρος της Επιτροπής Μακεδόνων και Θρακών και συνέταξε υπομνήματα προς τις γερμανικές Αρχές Κατοχής καταγγέλλοντας τις ωμότητες των Βουλγάρων κατά των πληθυσμών των δύο αυτών περιοχών.

Δημογραφική πραγματικότητα κατά την διάρκεια της κατοχής

Ο ελληνικός πληθυσμός της περιοχής παρουσίασε τρομερές μειώσεις καθώς πολλοί αναγκάστηκαν σε έξοδο προς την γερμανοκρατούμενη Μακεδονία, την Αθήνα και τον Πειραιά με την φυγή ατόμων να υπολογίζεται σε 170.000. Αρκετοί μουσουλμάνοι μα και χριστιανοί διέφυγαν και προς την Τουρκία ενώ οι εκτοπισμένοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Κεντρικής Ευρώπης Εβραίοι υπολογίζονται γύρω στους 4.000. Από την άλλη πλευρά οι βουλγαρικές αρχές προσπάθησαν να προσελκύσουν κατοίκους της Βουλγαρίας με σκοπό τον εποικισμό των κατεχομένων περιοχών. Υπολογίζεται ότι περίπου 120.000 έποικοι εγκαταστάθηκαν στα 3 χρόνια της κατοχής αν και τόσο το χαμηλό επίπεδο των εποίκων όσο και η αντικειμενική πραγματικότητα της περιοχής απέτρεψαν την ουσιαστική μεταβολή του χαρακτήρα των κατεχόμενων.

Εθνική Αντίσταση στην Ανατολική Μακεδονία

Το κοινοτάφιο (κοινός τάφος) των μαρτύρων της Σφαγής της Δράμας (1941).

Ήδη από τον Ιούλιο του 1941 δρούσε στη Βισαλτία του Σερρών το αντιστασιακό σώμα «Οδυσσέας Ανδρούτσος». Η πρώτη μαζική εξέγερση του ελληνικού λαού η οποία έλαβε καθαρά μαχητικό και επαναστατικό χαρακτήρα συνέβη στην περιοχή της Δράμας, όπου η βουλγαρική κατοχική διοίκηση επιχειρούσε με μεθοδικότητα τον εκβουλγαρισμό των κατοίκων. Ο πληθυσμός αντέδρασε στην βίαιη προσπάθεια αφελληνισμού. Στις 28 προς 29 Σεπτεμβρίου 1941 ο λαός της Δράμας και των γύρω χωριών εξεγείρεται και καταλύει τις βουλγαρικές αρχές. Η αυθόρμητη αυτή εξέγερση της Δράμας, καταπνίγεται από τους Βούλγαρους που εκτελούν ομαδικά 3.000 πατριώτες στην πόλη της Δράμας, στην Προσοτσάνη, τη Χωριστή, το Δοξάτο αλλά και τα χωριά Κύργια, Κουδούνια, Αδριανή, Άγιος Αθανάσιος, Κοκκινόγεια, Μικρόπολη, Χαριτωμένη, Φωτολίβος, Σιταγροί, Μικρόκαμπος, Μυλοπόταμος και Μαυρότοπος.

Τα γεγονότα της Δράμας είχαν συγκλονιστική επίδραση σε ολόκληρο τον υπόδουλο ελληνικό λαό. Και καθώς σε αυτά προσθέτονταν οι καθημερινές εκτελέσεις Ελλήνων από τα στρατεύματα κατοχής, ως αντίποινα για σποραδικές αντιστασιακές ενέργειες, και η ομαδική εξόντωση των κατοίκων των χωριών Άνω και Κάτω Κερδυλίων (17 Οκτωβρίου 1941), Μεσόβουνου Κοζάνης (23 Οκτωβρίου 1941) και Κλειστού, Κυδωνίας και Αμπελοφύτου Κιλκίς (25 Οκτωβρίου 1941) από τους Γερμανούς, γίνεται κοινή συνείδηση ότι μόνο με τον ένοπλο αγώνα ήταν δυνατό να αντιμετωπιστεί ο κατακτητής.

Τον Σεπτέμβριο του 1944 στην Προσοτσάνη και ενώ η ευρύτερη Ανατολική Μακεδονία βρισκόταν ακόμη υπό την κατοχή των Βουλγάρων, ο δημοδιδάσκαλος Κωνσταντίνος Καζάνας μαζί με τον Αστέριο Αστεριάδη υπέστειλαν τη βουλγαρική σημαία και ύψωσαν την ελληνική, στην κεντρική πλατεία της πόλης, παρά την τρομοκρατία και τις απειλές των κατακτητών. Το γεγονός αυτό καταδίκασε τον Κωνσταντίνο Καζάνα σε εξορία στις φυλακές στη Σόφια αλλά αποτέλεσε πλήγμα για τις φασιστικές βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής και ταυτόχρονα αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων αγωνιστών και του τοπικού πληθυσμού. Είναι η μοναδική υποστολή σημαίας Δύναμης του Άξονα που συνέβη υπό το φως της ημέρας και υπό το βλέμμα των Στρατιωτικών Δυνάμεων Κατοχής, σε ολόκληρη την κατακτημένη Ευρώπη.

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή