- Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη οι Ισαπόστολοι
- Όσιος Παχώμιος ο Νέος ο Οσιομάρτυρας
- Όσιος Κασσιανός ο Έλληνας και Θαυματουργός
- Άγιος Κωνσταντίνος και οι υιοί αυτού Μιχαήλ και Θεόδωρος οι Πρίγκιπες και Θαυματουργοί
- Άγιος Χριστόφορος Α’ Πατριάρχης Αντιοχείας
- Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου της Τρυφερής
- Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου του Βλαδιμήρου
- Άγιος Κωνσταντίνος ο Νεομάρτυρας και οι συν αυτώ μαρτυρήσαντες
- Αγία Ελένη η πριγκίπισσα
- Όσιος Οσπίτιος ο Ερημίτης
- Άγιος Κωνσταντίνος ο διά Χριστόν σαλός
- Άγιος Κύριλλος Β’ Επίσκοπος Ροστώβ
- Άγιος Αγαπητός ο Οσιομάρτυρας

- Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη οι Ισαπόστολοι.
Πατέρας του ήταν ο Κωνστάντιος, που λόγω της χλωμότητος του προσώπου του ονομάσθηκε Χλωρός, και ήταν συγγενής του αυτοκράτορα Κλαυδίου. Μητέρα του ήταν η Αγία Ελένη, θυγατέρα ενός πανδοχέως από το Δρέπανο της Βιθυνίας.
Το 305 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος ευρίσκεται στην αυλή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού στη Νικομήδεια με το αξίωμα του χιλίαρχου. Το ίδιο έτος οι δύο Αύγουστοι, Διοκλητιανός και Μαξιμιανός, παραιτούνται από τα αξιώματά τους και αποσύρονται. στο ύπατο αξίωμα του Αυγούστου προάγονται ο Κωνστάντιος ο Χλωρός στη Δύση και ο Γαλέριος στην Ανατολή. Ο Κωνστάντιος ο Χλωρός πέθανε στις 25 Ιουλίου 306 μ.Χ. και ο στρατός ανακήρυξε Αύγουστο τον Μέγα Κωνσταντίνο, κάτι όμως που δεν αποδέχθηκε ο Γαλέριος. Μετά από μια σειρά διαφόρων ιστορικών γεγονότων ο Μέγας Κωνσταντίνος συγκρούεται με τον Μαξέντιο, υιό του Μαξιμιανού, ο οποίος πλεονεκτούσε στρατηγικά, επειδή διέθετε τετραπλάσιο στράτευμα και ο στρατός του Κωνσταντίνου ήταν ήδη καταπονημένος.
Από την πλευρά του ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε κάθε λόγο να αισθάνεται συγκρατημένος. δεν είχε καμία άλλη επιλογή εκτός από την επίκληση της δυνάμεως του Θεού. Ήθελε να προσευχηθεί, να ζητήσει βοήθεια, αλλά καθώς διηγείται ο ιστορικός Ευσέβιος, δεν ήξερε σε ποιόν Θεό να απευθυνθεί. Τότε έφερε νοερά στη σκέψη του όλους αυτούς που μαζί τους συνδιοικούσε την αυτοκρατορία. Όλοι τους, εκτός από τον πατέρα του, πίστευαν σε πολλούς θεούς και όλοι τους είχαν τραγικό τέλος. Άρχισε, λοιπόν, να προσεύχεται στον Θεό, υψώνοντας το δεξί του χέρι και ικετεύοντάς Τον να του αποκαλυφθεί. Ενώ προσευχόταν, διαγράφεται στον ουρανό μία πρωτόγνωρη θεοσημία. Περί τις μεσημβρινές ώρες του ηλίου, κατά το δειλινό δηλαδή, είδε στον ουρανό το τρόπαιο του Σταυρού, που έγραφε «τούτῳ νίκα». Και ενώ προσπαθούσε να κατανοήσει τη σημασία αυτού του μυστηριακού θεάματος, τον κατέλαβε η νύχτα. Τότε εμφανίζεται ο Κύριος στον ύπνο του μαζί με το σύμβολο του Σταυρού και τον προέτρεψε να κατασκευάσει απομίμηση αυτού και να το χρησιμοποιεί ως φυλακτήριο πιο πολέμους.
Έχοντας ως σημαία του το Χριστιανικό λάβαρο, αρχίζει να προελαύνει προς την Ρώμη εκμηδενίζοντας κάθε αντίσταση.
Όταν φθάνει στη Ρώμη ενδιαφέρεται για τους Χριστιανούς της πόλεως. Όμως το ενδιαφέρον του δεν περιορίζεται μόνο σε αυτούς. Πολύ σύντομα πληροφορείται για την πενιχρή κατάσταση της Εκκλησίας της Αφρικής και ενισχύει από το δημόσιο ταμείο τα έργα διακονίας αυτής.
Το Φεβρουάριο του 313 μ.Χ., στα Μεδιόλανα, όπου γίνεται ο γάμος του Λικινίου με την Κωνσταντία, αδελφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, επέρχεται μια ιστορική συμφωνία μεταξύ των δύο ανδρών που καθιερώνει την αρχή της ανεξιθρησκείας.
Τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Μέγας Κωνσταντίνος ήσαν πολλά. Η αιρετική διδασκαλία του Αρείου, πρεσβυτέρου της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, ήλθε να ταράξει την ενότητα της Εκκλησίας. Η διδασκαλία αυτή, που ονομάσθηκε αρειανισμός, κατέλυε ουσιαστικά το δόγμα της Τριαδικότητας του Θεού.
Μόλις ο Μέγας Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε τα όσα θλιβερά συνέβαιναν στην Αλεξάνδρεια, απέστειλε με τον πνευματικό του σύμβουλο Όσιο, Επίσκοπο Κορδούης της Ισπανίας, επιστολή στον Επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο (313 – 328 μ.Χ.) και τον Άρειο. Η προσπάθεια επιλύσεως του θέματος δεν ευδοκίμησε. Έτσι αποφασίσθηκε η σύγκλιση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ.
Η περιγραφή της εναρκτήριας τελετής από τον ιστορικό Ευσέβιο είναι ομολογουμένως ενδιαφέρουσα. στο μεσαίο οίκο των ανακτόρων είχαν προσέλθει όλοι οι σύνεδροι. Επικρατούσε απόλυτη σιγή και όλοι περίμεναν την είσοδο του αυτοκράτορα, τον οποίο οι περισσότεροι θα έβλεπαν για πρώτη φορά. Ο Κωνσταντίνος εισήλθε ταπεινά, με σεμνότητα και πραότητα. στην ομιλία του προς τη Σύνοδο χαρακτηρίζει τις ενδοεκκλησιαστικές συγκρούσεις ως το μεγαλύτερο δεινό και από τους πολέμους. Ο λόγος του υπήρξε ευθύς και σαφής. Δεν ήθελε να ασχοληθεί παρά μονάχα με θέματα που αφορούσαν στην ορθοτόμηση της πίστεως. Η κρίσιμη φράση του, «περὶ τῆς πίστεως σπουδάσωμεν», διασώζεται σχεδόν από όλους τους ιστορικούς συγγραφείς.
Μετά το πέρας των εργασιών της Συνόδου ο αυτοκράτορας ανέλαβε πρωτοβουλίες για την εδραίωση των αποφάσεών της. Απέστειλε εγκύκλιο επιστολή προς την Εκκλησία της Αιγύπτου, Λιβύης, Πενταπόλεως, Αλεξανδρείας, στην οποία γνωστοποιεί τις αποφάσεις της Συνόδου. Ο ίδιος γνωστοποιεί προς όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας την καταδίκη του Αρείου και απαγορεύει την απόκτηση και την απόκρυψη των συγγραμμάτων του. Η εντυπωσιακή του όμως ενέργεια είναι η επιστολή του προς τον Άρειο. Επιτιμά τον αιρεσιάρχη και τον καταδικάζει με αυστηρότητα για τις κακοδοξίες του.
Όμως περί τα τέλη του 327 μ.Χ. ο Μέγας Κωνσταντίνος καλεί τον Άρειο στα ανάκτορα. Ο αιρεσιάρχης φυσικά δεν χάνει την ευκαιρία και υποβάλλει μία ομολογία γεμάτη από έντεχνες θεολογικές ανακρίβειες, πείθοντας μάλιστα τον Μέγα Κωνσταντίνο ότι αυτή δεν διαφέρει ουσιαστικά από όσα είχε αποφασίσει η Α’ Οικουμενική Σύνοδος. Τελικά ο αυτοκράτορας συγκαλεί νέα Σύνοδο, το Νοέμβριο του 327 μ.Χ., η οποία ανακαλεί τον Άρειο από την εξορία και αποκαθιστά τους εξόριστους Επισκόπους Νικομηδείας Ευσέβιο και Νικαίας Θεόγνιο. Η ανάκληση του Αρείου και η αποκατάσταση των περί αυτών πυροδότησε νέες έριδες πιο κόλπους της Εκκλησίας. Ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας Αλέξανδρος και στην συνέχεια ο διάδοχός του Μέγας Αθανάσιος αρνούνται να δεχθούν τον Άρειο στην Αλεξάνδρεια. Ο Μέγας Κωνσταντίνος απειλεί με καθαίρεση τον Μέγα Αθανάσιο, ενώ σε Σύνοδο που συνήλθε στην Αντιόχεια το 330 μ.Χ. καθαιρείται και εξορίζεται από τους αιρετικούς ο Άγιος Ευστάθιος, Επίσκοπος Αντιοχείας (τιμάται 21 Φεβρουαρίου). Η Σύνοδος της Τύρου της Συρίας, που συνήλθε το 335 μ.Χ., καταδικάζει ερήμην με την ποινή της καθαιρέσεως τον Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος φεύγει, για να συναντήσει τον Μέγα Κωνσταντίνο.
Είναι γεγονός πως ο Μέγας Κωνσταντίνος δεν έδειξε να αποδέχεται το αίτημα του Μεγάλου Αθανασίου για ακρόαση. Πείσθηκε όμως να τον ακούσει, όταν ο Μέγας Αθανάσιος του απηύθυνε την ρήση: «Δικάσει Κύριος ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ». Ο Μέγας Κωνσταντίνος κατενόησε την κατάφωρη αδικία και τις άθλιες μεθοδεύσεις σε βάρος του Μεγάλου Αθανασίου και έκανε δεκτό το αίτημά του νά προσκληθούν όλοι οι συνοδικοί της Τύρου και η διαδικασία να λάβει χώρα ενώπιόν του.
Ο Ευσέβιος Νικομηδείας αγνόησε την αυτοκρατορική εντολή. Πήρε μόνο ελάχιστους από τους συνοδικούς και εμφανίσθηκε στον αυτοκράτορα. Ξέχασε όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες και για πρώτη φορά έθεσε το θέμα της δήθεν παρακωλύσεως της αποστολής σιταριού προς την Βασιλεύουσα. Ο αυτοκράτορας εξοργίζεται και εξορίζει τον Μέγα Αθανάσιο στα Τρέβιρα της Γαλλίας. Παρά ταύτα δεν επικυρώνει την απόφαση της Συνόδου της Τύρου για καθαίρεση και ούτε διατάσσει την αναπλήρωση του επισκοπικού θρόνου της Αλεξάνδρειας.
Η τελευταία περίοδος της ζωής του Μεγάλου Κωνσταντίνου είναι αυτή που τον καταξιώνει στην εκκλησιαστική συνείδηση και τον οδηγεί στο απόγειο της πνευματικής του πορείας. Ο Άγιος, κατά τον Απρίλιο του 337 μ.Χ., αισθάνεται τα πρώτα σοβαρά συμπτώματα κάποιας ασθένειας. Οι πηγές μάς πληροφορούν πως ο Μέγας Κωνσταντίνος κατέφυγε σε ιαματικά λουτρά. Βλέποντας όμως την υγεία του να επιδεινώνεται θεώρησε σκόπιμο να μεταβεί στην πόλη Ελενόπολη της Βιθυνίας, που είχε ονομασθεί έτσι λόγω της Αγίας μητέρας του. Εκεί παρέμεινε στο ναό των Μαρτύρων, όπου ανέπεμπε ικετήριες ευχές και λιτανείες προς τον Θεό. Ο Μέγας Κωνσταντίνος αντιλαμβάνεται πως η επίγεια ζωή του πλησιάζει στο τέλος της. Η μνήμη του θανάτου καλλιεργείται στην καρδιά του και τον οδηγεί στο μυστήριο της μετάνοιας και του βαπτίσματος. Μετά από αυτά καταφεύγει σε κάποιο προάστιο της Νικομήδειας, συγκαλεί τους Επισκόπους και τους απευθύνει τον εξής λόγο: «Αυτός ήταν ο καιρός που προσδοκούσα από παλιά και διψούσα και ευχόμουν να καταξιωθώ της εν Θεώ σωτηρίας. Ήλθε η ώρα να απολαύσουμε και εμείς την αθανατοποιό σφραγίδα, ήλθε η ώρα να συμμετάσχουμε στο σωτήριο σφράγισμα, πράγμα που κάποτε επιθυμούσα να κάνω στα ρείθρα του Ιορδάνου, στα οποία, όπως παραδίδεται, ο Σωτήρας μας έλαβε το βάπτισμα εις ημέτερον τύπον. Ο Θεός όμως, που γνωρίζει το συμφέρον, μας αξιώνει να λάβουμε το βάπτισμα εδώ. Ας μην υπάρχει λοιπόν καμία αμφιβολία. Γιατί και εάν ακόμη είναι θέλημα του Κυρίου της ζωής και του θανάτου να συνεχισθεί η επίγεια ζωή μας και να συνυπάρχω με το λαό του Θεού, θα πλαισιώσω τη ζωή μου με όλους εκείνους τους κανόνες που αρμόζουν στον Θεό».
Μετά το βάπτισμα ο Άγιος Κωνσταντίνος δεν ξαναφόρεσε τον αυτοκρατορικό χιτώνα, αλλά παρέμεινε ενδεδυμένος με το λευκό ένδυμα του βαπτίσματος, μέχρι την ημέρα της κοιμήσεώς του το 337 μ.Χ. Ήταν η ημέρα εορτασμού της Πεντηκοστής, γράφει ο ιστορικός Ευσέβιος.
Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει ο Ευσέβιος τα γεγονότα, τα οποία ακολούθησαν την κοίμηση του Αγίου. Όλοι οι σωματοφύλακες του αυτοκράτορα, αφού έσχισαν τα ρούχα τους και έπεσαν στο έδαφος, έκλαιγαν και φώναζαν δυνατά, σαν να μην έχαναν το βασιλέα τους, αλλά τον πατέρα τους. Οι ταξίαρχοι και οι λοχαγοί έκλαιγαν τον ευεργέτη τους. Οι δήμοι ήσαν λυπημένοι και κάθε κάτοικος της Κωνσταντινουπόλεως πενθούσε, σαν να έχανε το κοινό αγαθό.
Αφού οι στρατιωτικοί τοποθέτησαν το σκήνωμα του Αγίου σε χρυσή λάρνακα, το μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη και το εναπέθεσαν σε βάθρο στον βασιλικό οίκο. Το ιερό λείψανό του ενταφιάσθηκε στο ναό των Αγίων Αποστόλων.
Δίκαια η ιστορία τον ονόμασε Μέγα και η Εκκλησία Ισαπόστολο.
Σημείωση: Σύμφωνα με άλλες πηγές, ο Άγιος Κωνσταντίνος κατηχήθηκε και βαπτίστηκε από τον Άγιο Σιλβέστρο, Πάπα Ρώμης (βλέπε 2 Ιανουαρίου). Διαβάστε εδώ την πολύ ωραία ανάλυση του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη σχετικά με το θέμα αυτό.
Η Αγία Ελένη γεννήθηκε στο Δρέπανο της Βιθυνίας της Μικράς Ασίας περί το 247 μ.Χ. Φαίνεται ότι ήταν ταπεινής καταγωγής. στην ιστοριογραφία υπάρχει σχετική διχογνωμία ως προς το αν η μητέρα του Αγίου Κωνσταντίνου υπήρξε σύζυγος ή νόμιμη παλλακίδα του Κωνσταντίου του Χλωρού.
Μεταξύ των ετών 272 – 288 μ.Χ. γέννησε στη Ναϊσό της Μοισίας τον Κωνσταντίνο. Όταν, πέντε έτη αργότερα, ο Κωνσταντίνος Χλωρός έγινε Καίσαρας από τον Διοκλητιανό, αναγκάσθηκε να την απομακρύνει, για να συζευχθεί τη Θεοδώρα, θετή κόρη του αυτοκράτορα Μαξιμιανού, και να έχει έτσι το συγγενικό εκείνο δεσμό, ο οποίος θα εξασφάλιζε τη στερεότητα του Διοκλητιανού τετραρχικού συστήματος. Παρά το γεγονός αυτό ο Μέγας Κωνσταντίνος τιμούσε ιδιαίτερα τη μητέρα του. Της απένειμε τον τίτλο της αυγούστης, έθεσε τη μορφή της επί νομισμάτων και έδωσε το όνομά της σε μία πόλη της Βιθυνίας.
Η Αγία έδειξε την ευσέβειά της με πολλές ευεργεσίες και την ανοικοδόμηση νέων Εκκλησιών στη Ρώμη (Τιμίου Σταυρού), στην Κωνσταντινούπολη (Αγίων Αποστόλων), στη Βηθλεέμ (βασιλική της Γεννήσεως) και επί του Όρους των Ελαιών (βασιλική της Γεθσημανή). Η Αγία Ελένη πήγε το 326 μ.Χ. στην Ιερουσαλήμ, όπου «μὲ μέγαν κόπον καὶ πολλὴν ἔξοδον καὶ φοβερίσματα ηὗρεν τὸν τίμιον σταυρὸν καὶ τοὺς ἄλλους δύο σταυροὺς τῶν ληστῶν», όπως γράφει ο Κύπριος Χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς. Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, ένα χρόνο μετά την εύρεση του Τιμίου Σταυρού του Κυρίου, η Αγία Ελένη πέρασε και από την Κύπρο.
Η Αγία Ελένη κοιμήθηκε με ειρήνη μάλλον το 327 μ.Χ. σε ηλικία ογδόντα ετών. Ο ιστορικός Ευσέβιος γράφει ότι η Αγία προαισθάνθηκε το θάνατό της και με διαθήκη άφησε την περιουσία της στον υιό της και τους εγγονούς της.
Όπως ήταν φυσικό ο υιός της μετέφερε το τίμιο λείψανό της στην Κωνσταντινούπολη και την ενταφίασε στο ναό των Αγίων Αποστόλων.
Η Σύναξη αυτών ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησία, στο ναό των Αγίων Αποστόλων και στον ιερό ναό αυτών στην κινστέρνα του Βώνου.
Οι Βυζαντινοί τιμούσαν ιδιαίτερα τον Μέγα Κωνσταντίνο και την Αγία Ελένη. Απόδειξη τούτου αποτελεί το γεγονός ότι κατά το Μεσαίωνα ήταν πολύ δημοφιλής στους Βυζαντινούς η απεικόνιση του πρώτου Χριστιανού βασιλέως με τη μητέρα του, που κρατούσαν στο μέσον Σταυρό. Η παράδοση αυτή διατηρείται μέχρι και σήμερα με τα κωνσταντινάτα.
Ἦχος πλ. δ’.
Τοῦ Σταυροῦ σου τὸν τύπον ἐν οὐρανῷ θεασάμενος, καὶ ὡς ὁ Παῦλος τὴν κλῆσιν οὐκ ἐξ ἀνθρώπων δεξάμενος, ὁ ἐν βασιλεῦσιν, Ἀπόστολός σου Κύριε, Βασιλεύουσαν πόλιν τῇ χειρὶ σου παρέθετο· ἣν περίσωζε διὰ παντὸς ἐν εἰρήνη, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, μόνε Φιλάνθρωπε.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Πρῶτος πέφηνας, ἐν Βασιλεῦσι, θεῖον ἕδρασμα, τῆς εὐσεβείας, ἀπ’ οὐρανοῦ δεδεγμένος τὸ χάρισμα· ὅθεν Χριστοῦ τὸν Σταυρὸν ἐφανέρωσας, καὶ τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν ἐφήπλωσας. Κωνσταντῖνε Ἰσαπόστολε, σὺν Μητρὶ Ἑλένῃ τῇ θεόφρονι, πρεσβεύσατε ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Κωνσταντῖνος σήμερον, σὺν τῇ μητρὶ τῇ Ἑλένη, τὸν Σταυρὸν ἐμφαίνουσι, τὸ πανσεβάσμιον ξύλον, πάντων μὲν τῶν Ἰουδαίων αἰσχύνην ὄντα, ὅπλον δὲ πιστῶν, ἀνάκτων κατ᾽ ἐναντίων, δι᾽ ἡμᾶς γὰρ ἀνεδείχθη, σημεῖον μέγα, καὶ ἐν πολέμοις φρικτόν.
Μεγαλυνάριον
Τους της ευσέβειας θείους πυρσούς, και των Αποστόλων, θιασώτας και μιμητός, συν τω Κωνσταντίνω, Ελένην την Αγίαν, ως βασιλέων δόξαν, ανευφημήσωμεν.
- Όσιος Παχώμιος ο Νέος ο Οσιομάρτυρας.
Ο Όσιος Οσιομάρτυς Παχώμιος καταγόταν από τη Μικρά Ασία και γεννήθηκε από γονείς φιλόθεους και ευσεβείς. Υπηρετώντας ως στρατιώτης στο Ρωσικό στρατό, συνελήφθηκε αιχμάλωτος από τους Τατάρους, πουλήθηκε σε κάποιον Τούρκο βυρσοδέψη, ο οποίος τον έφερε στην πατρίδα του Ουσάκι της Φιλαδελφείας. Ο Όσιος παρέμεινε στην υπηρεσία του Τούρκου επί είκοσι επτά έτη, υπομένοντας βασανιστήρια και εξευτελισμούς και πιεζόταν καθημερινά να αλλαξοπιστήσει. Αυτός όμως παρέμενε ακλόνητος στη Χριστιανική πίστη και εξ αιτίας αυτού, αφού ο αφέντης του απηύδησε, τον άφησε ελεύθερο.
Ενώ ετοιμαζόταν να αναχωρήσει, ασθένησε, και Τούρκοι, που επωφελήθηκαν την κατάσταση αυτή, διέδωσαν ότι ο Παχώμιος εξέφρασε την επιθυμία να γίνει Μωαμεθανός, πριν πεθάνει. Όταν λοιπόν, αυτός ανέρρωσε, τον έντυσαν με τουρκικά ενδύματα και τον άφησαν ελεύθερο. Αμέσως ο Παχώμιος αναχώρησε και μέσω Σμύρνης μετέβη στο Άγιον Όρος, στη μονή του Αγίου Παύλου, και τέθηκε υπό την προστασία ενάρετου ιερομονάχου, που ονομαζόταν Ιωσήφ.
Μετά την δωδεκαετή παραμονή στη μονή, μετοίκησε στα Καυσοκαλύβια, μιμούμενος δε τη θαυμαστή πολιτεία του Οσίου Ακακίου του Καυσοκαλυβίτου (τιμάται 12 Απριλίου) έγινε υπόδειγμα μοναχού και ήταν αγαπητός σε όλους τους αδελφούς.
Κινούμενος από θείο ζήλο, εξέφρασε την επιθυμία να μαρτυρήσει για τον Χριστό. Πράγματι, αφού επί ένα έτος δοκιμάσθηκε με διάφορους Κανόνες και παιδαγωγίες, συνοδευόμενος από τον ιερομόναχο Ιωσήφ, μετέβη στο Ουσάκι της Φιλαδελφείας, στο μέσο δε της αγοράς διεκήρυξε την πίστη του προς τον Χριστό. Αμέσως συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον του κριτού με την κατηγορία του εξομώτου. Ο Μάρτυρας Παχώμιος με πνευματική ανδρεία αντέκρουσε τους κατηγόρους του και δήλωσε ότι ουδέποτε αρνήθηκε τον Χριστό, αλλά ήταν και θα παρέμενε πιστός στην πατρώα ευσέβεια μέχρι τέλους της ζωής του. Κατόπιν τούτου ο κριτής διέταξε τον εγκλεισμό του στη φυλακή. Μετά τρείς ημέρες, αφού κλήθηκε και πάλι να αρνηθεί τον Χριστό και δεν το αποδέχθηκε, καταδικάσθηκε σε θάνατο και παραδόθηκε στον δήμιο. Έτσι ο Οσιομάρτυς Παχώμιος μαρτύρησε δι’ αποκεφαλισμού το 1730 μ.Χ., την Πέμπτη της Αναλήψεως.
Το ιερό λείψανό του το παρέλαβαν μετά τρείς ημέρες ευσεβείς Χριστιανοί και το ενταφίασαν με ευλάβεια. Σήμερα δε, βρίσκεται στη μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου της Πάτμου. Τεμάχιο του ιερού τούτου λειψάνου παραχωρήθηκε στη μονή του Αγίου Παύλου του Αγίου Όρους και μετακομίσθηκε σε αυτή από την Πάτμο, με την έγκριση και ευλογία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στις 26 Ιανουαρίου 1953 μ.Χ.
- Όσιος Κασσιανός ο Έλληνας και Θαυματουργός.
Ο Όσιος Κασσιανός του Ούγκλιχ, κατά κόσμο Κωνσταντίνος, ήταν ελληνικής καταγωγής και απόγονος της πριγκιπικής οικογένειας των Μανκουτίων. Συμμετείχε στη Βυζαντινή αντιπροσωπεία, η οποία μετέβη στη Μόσχα, στον μεγάλο πρίγκιπα Ιβάν Γ’ Βασίλεβιτς (1438 – 1505 μ.Χ.), ο οποίος με τον γάμο του με την Σοφία Παλαιολογίνα το 1472 μ.Χ., συγγένεψε με την τελευταία Βυζαντινή δυναστεία και έλαβε ως έμβλημά του το δικέφαλο αετό.
Αποφασίζοντας ο Κωνσταντίνος να αφιερώσει την ζωή του στον Θεό, παρέμεινε στην δικαστική υπηρεσία του τσάρου της Μόσχας ζώντας κοντά στον Επίσκοπο της πόλεως Ροστώβ Ιωάσαφ. Όταν ο Επίσκοπος Ιωάσαφ αποσύρθηκε στη μονή του Αγίου Θεράποντος, ο Κωνσταντίνος εγκατέλειψε τα εγκόσμια και τον ακολούθησε. Έγινε μοναχός μετά από ένα θαυμαστό όραμα, στο οποίο είδε τον Όσιο Μαρτινιανό (κοιμήθηκε το 1483 μ.Χ.) να τον καλεί στο μοναχικό βίο και έλαβε το όνομα Κασσιανός.
Μετά από μία χρονική περίοδο άφησε τη μονή και εγκαταστάθηκε κοντά στην πόλη Ούγκλιχ, στη συμβολή των ποταμών Βόλγα και Ούχμα, όπου ίδρυσε μοναστήρι προς τιμήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η φήμη της αγιότητας του βίου του διαδόθηκε ευρέως και πολλοί τον επισκέπτονταν, για να λάβουν την ευλογία του και να ακούσουν τις πνευματικές νουθεσίες του. Ο Όσιος δεχόταν τον καθένα με περισσή αγάπη και με διάκριση τον οδηγούσε προς τον λιμένα της σωτηρίας. Ο Όσιος Κασσιανός κοιμήθηκε με ειρήνη σε βαθύ γήρας, στις 2 Οκτωβρίου του 1504 μ.Χ., ημέρα της μνήμης του. Η μνήμη του κατά την 21η Μαΐου εορτάζεται, επειδή στο κοσμικό του όνομα ονομαζόταν Κωνσταντίνος, προς τιμήν του Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Η μνήμη της μετακομιδής των ιερών λειψάνων του Οσίου Κασσιανού εορτάζεται στις 23 Αυγούστου.
- Άγιος Κωνσταντίνος και οι υιοί αυτού Μιχαήλ και Θεόδωρος οι Πρίγκιπες και Θαυματουργοί.
Οι Άγιοι μακάριοι πρίγκιπες Κωνσταντίνος και οι υιοί αυτού, Μιχαήλ και Θεόδωρος, έζησαν κατά τον 11ο και 12ο αιώνα μ.Χ. στη Ρωσία. Ο μακάριος Κωνσταντίνος, απόγονος του ισαποστόλου πρίγκιπα Βλαδίμηρου, ζήτησε από τον πατέρα του, τον πρίγκιπα Σβιατοσλάβο του Τσέρνιγκωφ, να γίνει ηγεμόνας της πόλεως Μούρωμ, που κατοικείτο από ειδωλολάτρες, με σκοπό να διαφωτίσει τους κατοίκους και να διαδώσει σε αυτούς τη χριστιανική πίστη. Ο πρίγκιπας έστειλε στο Μούρωμ, ως απεσταλμένο του, τον υιό του Μιχαήλ, όμως οι ειδωλολάτρες τον σκότωσαν.
Όταν ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος έφθασε κοντά στα τείχη της πόλεως με το στρατό του, οι κάτοικοι υποτάχθηκαν και τον αποδέχθηκαν, αλλά για αρκετό χρονικό διάστημα αντιστέκονταν στην αλήθεια και παρέμεναν στο σκότος και την πλάνη της ειδωλολατρίας. Κάποια στιγμή πλησίασαν την οικία του πρίγκιπα με σκοπό να τον δολοφονήσουν. Όμως αυτός, ατρόμητος, εμφανίσθηκαν μπροστά τους κρατώντας στα χέρια του την εικόνα της Θεοτόκου του Μούρωμ. Ξαφνικά οι ειδωλολάτρες υποτάχθηκαν και βαπτίσθηκαν Χριστιανοί στα νερά του ποταμού Οκά.
Στο σημείο που σκοτώθηκε ο υιός του, ο Μιχαήλ, ο πιστός πρίγκιπας Κωνσταντίνος, έκτισε ναό προς τιμήν του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και αργότερα ανήγειρε άλλο ναό αφιερωμένο στους Αγίους Βόριδα και Γκλέμπ. Ο μακάριος πρίγκιπας κατέβαλε πολλές προσπάθειες για την εξάπλωση της χριστιανικής πίστεως πιο κατοίκους του Μούρωμ. Στο ιεραποστολικό αυτό έργο τον βοηθούσε με ένθερμο ζήλο ο υιός του, πρίγκιπας Θεόδωρος. Το 1129 μ.Χ. ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος κοιμήθηκε με ειρήνη και ενταφιάσθηκε στην εκκλησία του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, δίπλα στους υιούς του, τους Αγίους Μιχαήλ και Θεόδωρο.
- Άγιος Χριστόφορος Α’ Πατριάρχης Αντιοχείας.
Ο Άγιος Ιερομάρτυς Χριστόφορος εξελέγη Πατριάρχης Αντιοχείας το 960 μ.Χ., κατά το 14ο έτος του χαλίφη Αλ Μουτί (946 – 974 μ.Χ.), όπως μάς πληροφορεί ο Άραβας χρονογράφος Γιαχ-γιά. Τη νύχτα της Δευτέρας προς την Τρίτη του 967 μ.Χ. φονεύθηκε από τους Άραβες, αφού κατηγορήθηκε ότι συνεννοείται με τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Νικηφόρο Φωκά που εκστράτευσε κατά της Αντιοχείας και το τίμιο λείψανο αυτού ρίχθηκε στον ποταμό Ορόντη. Αναφέρεται δε ότι ο φόνος έγινε στην οικία του ευεργετηθέντος από τον Πατριάρχη Ίμπν-Μάνικ. Μετά οκτώ ημέρες οι Χριστιανοί βρήκαν το λείψανο αυτού και το ενταφίασαν με ευλάβεια σε κάποια νησίδα του ποταμού, κατόπιν δε, μετακόμισαν αυτό στην εκτός της πόλεως μονή του Αγίου Αρσενίου.
- Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου της Τρυφερής.
Η ιερή εικόνα της Παναγίας της Τρυφερής βρέθηκε το 1521 μ.Χ. στη μονή των Σπηλαίων και μεταφέρθηκε στην πόλη του Πσκώφ από τους ευλαβείς Χριστιανούς Βασίλειο και Θεόδωρο. Τιμάται ιδιαίτερα, αφού θεωρείται προστάτιδα της πόλεως κατά την διάρκεια της πολιορκίας αυτής από τον Πολωνό βασιλέα Στέφανο Μπάθορυ (1533 – 1586 μ.Χ.). Η εικόνα τιμάται, επίσης, και στις 7 Οκτωβρίου, ημέρα της απελευθέρωσης του Πσκώφ από την εισβολή του Ναπολέοντα, το 1812 μ.Χ.
- Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου του Βλαδιμήρου.
Η παράδοση αποδίδει την ιστόρηση της ιεράς εικόνος της Παναγίας του Βλαδιμήρου στον Ευαγγελιστή Λουκά, της οποίας αντίγραφο του πρωτοτύπου βρισκόταν στο ναό της Ελεούσας Κωνσταντινουπόλεως, που κτίσθηκε από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Β’ Κομνηνό (1118 – 1143 μ.Χ.). Η εικόνα μεταφέρθηκε από την Κωνσταντινούπολη στο Κίεβο, περί το 1131 μ.Χ., ως γαμήλιο δώρο στο μεγάλο πρίγκιπα Βλαδίμηρο.
Η εικόνα είναι μία Βρεφοκρατούσα του τύπου της Ελεούσας. Αρχικά την τιμούσαν στη γυναικεία μονή του Βόσγκοροντ. Το 1155 μ.Χ., στους χρόνους του πρίγκιπα Ανδρέα Μπογκολιούμπσκϊυ, την έφεραν στον καθεδρικό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της πόλεως του Βλαδιμήρου και το 1395 μ.Χ. η εικόνα μεταφέρθηκε στη Μόσχα. Μπροστά της ανακηρύσσονταν οι Πατριάρχες και στέφονταν οι τσάροι. Τον 15ο αιώνα μ.Χ., μετά από διαμαρτυρίες και απαίτηση των κατοίκων του Βλαδιμίρ, που ζητούσαν την εικόνα τους, ο Άγιος Ανδρέας (Ρούμπλιεφ) αγιογράφησε ένα αντίγραφο, το οποίο τοποθέτησε στο Βλαδιμίρ στη θέση του πρωτοτύπου. Η εικόνα του Βλαδιμήρου τιμάται, επίσης, στις 23 Ιουνίου, για την απελευθέρωση της Μόσχας από την επιδρομή του χάνου Ακμάτ (1480 μ.Χ.) και στις 26 Αυγούστου, για τη σωτηρία του Ρωσικού λαού από την εισβολή του Ταμερλάνου (1395 μ.Χ.).
- Άγιος Κωνσταντίνος ο Νεομάρτυρας και οι συν αυτώ μαρτυρήσαντες.
Ο Άγιος Νεομάρτυς Κωνσταντίνος γεννήθηκε το 1654 μ.Χ., στο χωριό Μπρινκοβάνι της Ρουμανίας και διετέλεσε πρίγκιπας της Βλαχίας κατά τα έτη 1688 – 1714 μ.Χ. Από την ηλικία του ενός έτους έμεινε ορφανός από πατέρα, ο οποίος φονεύθηκε τον Φεβρουάριο του 1655 μ.Χ. σε μία εξέγερση του λαού εναντίον του τότε ηγεμόνος. Τον ανέθρεψαν η μητέρα του και οι παππούδες του Πάουνα και Κωνσταντίνος Καντακουζηνός, στην πατρική του οικία, στο Βουκουράστι. Σπούδασε την ελληνική και λατινική γλώσσα. Μετά τον θάνατο των δύο αδελφών του έμεινε κληρονόμος όλης της περιουσίας του πατέρα του και νυμφεύθηκε τη Μαρίκα, ανιψιά του Αντωνίου Βόδα από το Ποπέστ. Το 1678 μ.Χ., όταν ο θείος του Σερμπάνος Καντακουζηνός έγινε ηγεμόνας, βοήθησε τον Κωνσταντίνο να φθάσει στα υψηλότερα αξιώματα.
Επωφελούμενος στην αρχή της ηγεμονίας του από την ειρήνη στην χώρα, έβαλε τα θεμέλια για την ίδρυση της μονής Χουρέζ, όπου κατασκεύασε την οικογενειακή κατοικία του και το παρεκκλήσιό του. Αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες και πιέσθηκε από τους Τούρκους να πληρώνει μεγαλύτερο φόρο. Παρ’ όλα αυτά εργάσθηκε σκληρά για την πολιτιστική και οικονομική ανάπτυξη της Βλαχίας. Το 1709 μ.Χ. συμμάχησε με τον τσάρο Πέτρο Α’ της Ρωσίας (1672 – 1725 μ.Χ.) ενάντια στους Τούρκους και τον σουλτάνο Αχμέντ Γ’ (1673 – 1736 μ.Χ.). Επειδή αρνήθηκε να ασπασθεί τη μουσουλμανική πίστη, κατηγορήθηκε για προδοσία, συνελήφθη και αποκεφαλίσθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1715 μ.Χ.
Σύμφωνα με ένα Χρονικό στις 24 Μαρτίου 1714 μ.Χ., τη Μεγάλη Τρίτη, ήλθε στο Βουκουρέστι ο Μουσταφά Αγάς, ο οποίος τον συνέλαβε μαζί με τα τέσσερα παιδιά του, όλους τους γαμπρούς του, τη μεγαλύτερη νύμφη του, τον εγγονό του Κωνσταντίνο και το θησαυροφύλακα Γιαννάκη Βακαρέσκου. Μετά από πικρό ταξίδι τριών εβδομάδων, έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου βασανίσθηκαν σκληρά. Καταδικάσθηκαν σε θάνατο στις 15 Αυγούστου 1714 μ.Χ., την ημέρα Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Mε τα πρώτα κτυπήματα του ξίφους έπεσε κάτω η κεφαλή του θησαυροφύλακος Γιαννάκη Βασαρέσκου, κατόπιν του μεγαλύτερου υιού του και ακολούθησαν των άλλων τριών, του Στεφάνου, του Ράδου και του Ματθαίου. Tα ιερά λείψανά τους τα έριξαν στα νερά του Βοσπόρου, ενώ τις τίμιες κεφαλές τους τις κάρφωσαν σε κοντάρια, τις περιέφεραν στις οδούς της Πόλεως, και, τέλος τις τοποθέτησαν στην πρώτη πόρτα του Σεραγίου, όπου έμειναν τρείς ημέρες και, κατόπιν τις έριξαν και αυτές στη θάλασσα. Mε προτροπή του Οικουμενικού Πατριαρχείου πήγαν κρυφά ευσεβείς Χριστιανοί και, αφού τις έβγαλαν έξω από την θάλασσα και τις ενταφίασαν μυστικά στη νήσο Χάλκη, έξω από την εκκλησία της μονής της Θεοτόκου, την οποία είχε κτίσει ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε’ ο Παλαιολόγος (1341 – 1391 μ.Χ.). Τα ιερά λείψανα του Μάρτυρα Κωνσταντίνου και των θείων του μετεκομίσθηκαν μυστικά στη Ρουμανία από τη σύζυγό του Μαρίκα το 1720 μ.Χ., τον καιρό της ηγεμονίας του Νικολάου Μαυροκορδάτου και τοποθετήθηκαν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Νέου.
- Αγία Ελένη η πριγκίπισσα.
- Όσιος Οσπίτιος ο Ερημίτης.
- Άγιος Κωνσταντίνος ο διά Χριστόν σαλός.
- Άγιος Κύριλλος Β’ Επίσκοπος Ροστώβ.
- Άγιος Αγαπητός ο Οσιομάρτυρας.
Ο Άγιος Οσιομάρτυς Αγαπητός του Μαρκούσεφ, έζησε στη Ρωσία περί τον 16ο αιώνα μ.Χ. Αρχικά έγινε μοναχός στη μονή των Αγίων Βόριδος και Γκλέμπ του Σολφυτσεγκόντσκ και μαρτύρησε το 1584 μ.Χ. Το 1576 μ.Χ., όταν ο Άγιος ασθένησε βαριά, εμφανίσθηκε σε αυτόν η εικόνα του Αγίου Νικολάου του Θαυματουργού, που ονομάζεται Βελικορέσκαγια και του έδωσε εντολή να πάει στον ποταμό Μαρκούζα και να ιδρύσει εκεί ένα καινούργιο μοναστήρι. Ο Όσιος, θεραπευμένος την ίδια στιγμή, εκπλήρωσε το καθήκον που του είχε ανατεθεί, κατασκευάζοντας πρώτα ένα ξύλινο παρεκκλήσι και αργότερα, το 1578 μ.Χ., δύο ναούς αφιερωμένους με σεβασμό στον Άγιο Νικόλαο και στον Άγιο Προκόπιο του Ούγκλιχ.
Το ίδιο έτος, ο Όσιος Αγαπητός πήγε στη Μόσχα, για να ζητήσει από τον τσάρο ένα χώρο και την άδεια να κατασκευάσει στον ποταμό Λόχτα ένα μύλο, από τον οποίο θα εξασφάλιζε τη συντήρησή του το μοναστήρι. Έτσι και έγινε. Όμως οι κάτοικοι του διπλανού χωριού, του Καλίνιν, από το φόβο ότι τα κτήματά τους θα προσαρτόνταν στο μοναστήρι, συνωμότησαν να σκοτώσουν τον Όσιο Αγαπητό. Οδηγούμενοι από έναν βλάσφημο χωρικό, που ονομαζόταν Βόγκνταν Λγιάτσωφ, επιτέθηκαν στον Όσιο Αγαπητό κοντά στον μύλο στις 21 Μαΐου 1584 μ.Χ., τον σκότωσαν και έριξαν το λείψανό του στον ποταμό Ουστγίγκα. Οι μοναχοί βρήκαν το τίμιο σκήνωμα και το ενταφίασαν με ευλάβεια σε ένα παρεκκλήσι, το οποίο ανυψώθηκε ανάμεσα στους δύο ναούς του μοναστηριού. Το 1712 μ.Χ., ο Επίσκοπος του Χολμογκόρυ Βαρνάβας, αφού επισκέφθηκε το μοναστήρι, συνέλεξε πληροφορίες σχετικά με το βίο του Οσίου Αγαπητού και σχετικά με όλα τα θαύματα της εικόνας του Αγίου Νικολάου. Έτσι, το 1715 μ.Χ. με εντολή του ιδίου του Επισκόπου συντάχθηκε ο βίος του Οσιομάρτυρος Αγαπητού.