Αλέξανδρος Αδαμόπουλος: Η καρφίτσα και το μπαλόνι

Απόμεινε σκεφτικός χαϊδεύοντας αφηρημένα το βελούδινο μπράτσο τού καθίσματός του κι ύστερα πάτησε ένα κουμπί δίπλα εκεί στο γραφείο του. Εντελώς αθόρυβα μπήκε χαμηλοθώρης κομμάτι χλωμός ένας ψιλόλιγνος νεαρός ιερωμένος με αραιά γένια. Σηκώθηκα κι εγώ να φύγω· τόσην ώρα ήμουν εκεί.

by Times Newsroom

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ

Η καρφίτσα και το μπαλόνι

-Δεν έχω ξεδιαλύνει ακόμα μέσα μου γιατί είχα πάντα την ανάγκη από μικρός να φτιάχνω με τα χέρια όλη μου τη ζωή

-Αυτό είναι ευγενικός πνευματικός αγώνας

-Όχι ακριβώς· homo faber, με τα χέρια: Ό,τι έπαιζα, ό,τι φορούσα· τόξα, βέλη, αποφόρια, ξύλινα σπαθιά, σκαμνάκια, τάβλες για τον ύπνο· ράφια, καθίσματα, γραφείο, βιβλιοθήκες· τα πάντα ει δυνατόν

-Και ο Απόστολος Παύλος δούλευε με τα χέρια του για να ζήσει

-Δεν το έκανα για να πληρωθώ, ούτ’ έστελνα επιστολές εδώ κι εκεί για να ιδρύσω νέα θρησκεία· απλώς ερχόταν φυσικό δίχως να ξέρω το γιατί και πώς

-Και για εκείνον έτσι ήταν

-Πολύ πιθανόν. Εμένα όμως δεν μ’ ένοιαζε -μικρό παιδί, ούτε μετά- να επιβάλλω κανόνες ζωής στους άλλους. Το δρόμο μου έψαχνα κι ήθελα να τον φτιάξω με τα ίδια μου τα χέρια σα να ’μουν εγώ δημιουργός

-Έχει και μια αλαζονεία αυτό…

-Δεν λησμονούσα πως ήμουν δημιούργημα· πέρασα όμως άπειρες ώρες δουλεύοντας σαν εργάτης

-Τα χέρια σου δεν δείχνουν διόλου κάτι τέτοιο

-Ίσως· λέω αλήθεια όμως και μετανιώνω που δούλευα τόσο πολύ μ’ αυτά

-Γιατί;

-Γιατί σκέφτηκα κι έγραψα λιγότερο

-Ίσως τόσο μπορούσες

-Λογικό. Με πικραίνει πάντως· μετανιώνω γιατί δεν έγραψα ό,τι είχα να γράψω

-Πώς είσαι τόσο σίγουρος;

-Το ξέρω

-Δεν μιλάς ταπεινά και δεν αισθάνομαι πως δείχνεις μετάνοια

-Σας το λέω· τι άλλο να κάνω; Με διαλύει που χωρίς να το συνειδητοποιώ καν η χειρωναξία είχε τόσο μεγάλο μερτικό σ’ όλη μου τη ζωή · σα να ’θελα να είμ’ εγώ ο ίδιος ο μόνος δημιουργός της

-Δεύτερη φορά· τι φρικτή αλαζονεία…

-Μακαριότατε διαφωνούμε· αφήστε με όμως να σας πω

-Σ’ αφήνω τόσην ώρα

-Ανεξάρτητα απ’ όλ’ αυτά τώρα πια· εγώ θα ήθελα πολύ να έβλεπα πώς θα είμαι όταν θα έχω πεθάνει

-Τι πράγμα;

-Θα ’θελα να δω μια φωτογραφία που να με δείχνει νεκρό. Μια φωτογραφία που θα ’χει τραβήξει κάποιος άλλος μόλις αφήσω την τελευταία μου πνοή

-Μα τι λες…

-Δεν έχω πεθάνει άλλη φορά· δεν ξέρω: Ίδιος μ’ εμένα· ολόιδιος, μόνος κατάμονος· έτσι που θα ’μαι νεκρός. Ένα σώμα νεκρό, δίχως σκέψη ούτε θέλω. Μόνο εγώ· ο αληθινός εαυτός μου, οριστικά και αμετάκλητα, χωρίς άλλη ανάσα πια. Ούτε καθρέφτης να κοιταχτείς…

-Τι…

-…στόμα μισάνοιχτο, κλειστό, σφιγμένο; Πρόσωπο συσπασμένο, αφημένο, ήρεμο, παραδομένο; Ανοιχτά βλέφαρα· κλειστά;

-Πώς μπορείς…

-Μα δεν έχω πεθάνει άλλη φορά και θέλω να ξέρω. Έτσι κι αλλιώς εγώ δεν έχω σχέσεις με την εκκλησία

-Το ξέρω

-Και δεν πιστεύω στην ανάσταση νεκρών σωμάτων…

-Πάψε

-…και με ποιους όρους γίνεται αυτό… Ίσως εσείς είστε ο πλέον αρμόδιος

-Πάψε είπα!

-Συγγνώμη

-Αρχικά δίνεις άλλη εικόνα· δεν φαίνεσ’ έτσι ωμός και κυνικός

-Εσείς μού ζητήσατε να είμ’ εντελώς ειλικρινής μαζί σας

-Και στο σχολείο έτσι ήσουν· ατίθασος πάντα κι απείθαρχος. Έγραφες τις καλύτερες εκθέσεις αλλά δεν ήσουν ποτέ ο τύπος του καλού μαθητή κι αυτό μ’ ενοχλούσε

-Μα τι θυμάστε τώρα…

-Το θυμάμαι πολύ καλά. Ήσασταν οι τελευταίοι μαθητές μου· σας θυμάμαι όλους έναν-έναν

-Πάνε πολλά χρόνια

-Πάρα πολλά· όσα η χειροτονία μου

-Ήμουν κι εγώ εκεί

-Το ξέρω, το θυμάμαι

-Μας είχε εντυπωσιάσει η απόφασή σας

-Εγώ παντρεύτηκα την εκκλησία τότε· λυτρώθηκα. Εσύ όμως βλέπω ακόμα παραδέρνεις τριάντα χρόνια, έτσι που μιλάς… Και σού έγραψα και κριτική με λόγια πολύ θερμά για το βιβλίο που μου έστειλες

-Δεν την έχω δείξει πουθενά την επιστολή σας. Αν αλλάξατε γνώμη μπορώ να σας την επιστρέψω.

*

Απόμεινε σκεφτικός χαϊδεύοντας αφηρημένα το βελούδινο μπράτσο τού καθίσματός του κι ύστερα πάτησε ένα κουμπί δίπλα εκεί στο γραφείο του. Εντελώς αθόρυβα μπήκε χαμηλοθώρης κομμάτι χλωμός ένας ψιλόλιγνος νεαρός ιερωμένος με αραιά γένια. Σηκώθηκα κι εγώ να φύγω· τόσην ώρα ήμουν εκεί.

-Πού πας εσύ· κάθισε

-Μακαριότατε μη σας απασχολώ άλλο, η ώρα είναι περασμένη· σας ευχαριστώ πολύ που με δεχτήκατε και είπαμε τόσα πράγματα

-Κάθισε· δεν τελειώσαμε ακόμα… Δοσίθεε βλέπεις τι παιδιά είχα εγώ τότε; Ο κύριος ήτανε μαθητής μου τρία χρόνια. Να μού θυμίσεις να σου δώσω να διαβάσεις το τελευταίο του βιβλίο· πραγματικό διαμάντι: Αναρωτιέμαι πώς τα κατάφερε να φτιάξει τώρα στην εποχή μας, έμμετρα και με τι ρυθμούς, ένα έργο τόσο αυστηρά δομημένο, γεμάτο σκληρές αλήθειες χωρίς τίποτε περιττό. Ειλικρινά με εντυπωσίασε. Έγραψα και μια κριτική γι’ αυτό.

-Μακαριότατε υπερβάλλετε· ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια

-Δεν υπερβάλλω… Δοσίθεε παιδί μου, για σήμερα η μέρα έκλεισε· να μην με ενοχλήσει κανείς. Το βράδυ θα δειπνήσω πολύ ελαφρά.

Αμίλητος ο Δοσίθεος υποκλίθηκε, έκανε μεταβολή και με το κεφάλι σκυφτό βγήκε το ίδιο αθόρυβα όπως μπήκε σα να τον φυσούσε ανεπαίσθητα έν’ αεράκι απ’ το πάτωμα.

*

-Οπότε υποθέτω πως δεν χρειάζεται να σας επιστρέψω την κριτική

-Μη σπεύσεις να τη δημοσιεύσεις όμως· κάνε λίγη υπομονή, δεν είμαι καλά· δεν θα είμαι ζωντανός για πολύ καιρό ακόμα

-Για όνομα του θεού τι λέτε τώρα;

-Άφησε τον Θεό κατά μέρος. Ξέρω τι λέω· είμαι τριάντα χρόνια μεγαλύτερός σου. Αν ήσουν μάλιστα κοντά μου μπορεί να είχες εσύ την ευκαιρία να με φωτογραφίσεις νεκρό· ίσως να δω κι εγώ πώς θα είμαι εκείνη τη στιγμή.

Πράγματι βαριανάσαινε, η φωνή του ήταν σβησμένη, τα χέρια του έτρεμαν και τα σφυρά του κάτω απ’ τα ράσα μέσ’ απ’ τις μαύρες κάλτσες ήσαν αφύσικα πρησμένα, όπως και το ισχνό πρόσωπό του.

-Συγγνώμη Μακαριότατε, δεν ήθελα να σας ανησυχήσω

-Και μη με λες έτσι· προτιμώ την προσφώνηση τού γράμματός σου. Αυτή μ’ έκανε να διαβάσω αμέσως το βιβλίο

-Δηλαδή αν δεν σας έλεγα ‘κύριε καθηγητά’ μπορεί και να μην το διαβάζατε

-Με συγκίνησε, μού θύμισες πάρα πολλά. Ήταν πολύ συνειδητή εκείνη η απόφασή μου τότε, εντελώς ενήλικη· άλλαξε όλη η ζωή μου. Εσύ παντρεύτηκες;

-Τρεις φορές

-Τρεις γυναίκες στη ζωή σου…

-Δυστυχώς ήσαν πολύ περισσότερες

-Πολύ περισσότερες;

-Πάνω κάτω όσα τα γράμματα του αλφαβήτου

-Έμαθες να γράφεις τουλάχιστον;

-Αυτό υποτίθεται μας το είχατε μάθει εσείς· δεν αρκούσε όμως

-Τι έλειπε;

-Η ζωή

-Πες το ψέματα· μόνο έτσι μαθαίνεις και τα δίδακτρα είναι πολύ ακριβά. Γι’ αυτό εγώ παντρεύτηκα την εκκλησία

-Μάθατε;

-Εσύ τι έμαθες με τόσες γυναίκες;

-Ό,τι γράφτηκε μέσα μου. Θα μπορούσα όμως και να ’χω γίνει μοναχός

-Μοναχός εσύ· Αγιορείτης;

-Οπουδήποτε. Αλλά μοναχός· monachus monachus, χωρίς τη συντροφιά κανενός
-Απείθαρχος πάντα…

-Ίσως να ’ναι κι έτσι, μα δεν πιστεύω πως για να βρεις απάντηση σε τέτοια θέματα χρειάζεσαι κι άλλους· βόηθα με να σε βοηθώ για να βρούμε τον θεό

-Έχεις εξομολογηθεί ποτέ;

-Όχι

-Ούτε στο σχολείο τότε;

-Όχι

-Γιατί;

-Γιατί δεν είχα τίποτε να εξομολογηθώ· κάτι που να με βάραινε: Να πάω και ν’ ακούω κάποιον άλλον να με ρωτάει αν ήμουν καλό παιδί με τους γονείς με τους δασκάλους και τους φίλους μου κι αν χάιδευα τη νύχτα το πουλί μου

-Δεν σε βάραινε τίποτα;

-Όχι

-Και τώρα, τόσην ώρα τι κάνεις;

-Μιλώ ειλικρινά μαζί σας. Εξομολογούμαι κατά κάποιο τρόπο, μα δεν βλέπω κάτι το θείον ανάμεσά μας· μού αρκεί το ενδιαφέρον σας.

-Η Εξομολόγησις είναι Μυστήριον

-Ίσως είναι κι αρρωστημένη περιέργεια· μια προσπάθεια επιβολής τύψεων. Στην καλύτερη περίπτωση, ακόμα και η εξομολόγηση του Νικολάι Σταυρόγκιν στους ‘Δαιμονισμένους’ δεν τον λύτρωσε: Όταν έφτασε ο κόμπος στο χτένι και τα είπε όλα στον ηγούμενο Τύχωνα, έκανε πίσω αμέσως μετά· αυτοσαρκάστηκε έσπασε τον σταυρό που κρατούσε στα χέρια κι έφυγε τρέχοντας. Κι ύστερα πήγε και κρεμάστηκε

-Σε μαγνητίζει ο Νικολάι Σταυρόγκιν μου φαίνεται

-Πιθανόν. Θαρρώ πως τον καταλαβαίνω περισσότερο απ’ όλες τις κατηχητικές ομολογίες πίστης και βρίσκω την αντίδρασή του ειλικρινέστερη απ’ όσους βαυκαλίζονται νομίζοντας πως μιλούν με τον θεό

-Αν έβαζε ειλικρινή μετάνοια και έκανε ό,τι του είπε ο Τύχων, μπορεί να σωζόταν

-Αυτό μπορούσε να το κάνει και μόνος· μα δεν μπορούσε και η εξομολόγηση δεν τον βοήθησε. Εκεί ακριβώς είναι το κρίσιμο σημείο: Η καρφίτσα και το μπαλόνι.

-Η καρφίτσα και το μπαλόνι;

-Εκεί δοκιμάζονται όλα: Εκεί που το άλλο, το έξω από εσένα, νοιώθεις να σε ξεπερνά· σ’ εκμηδενίζει, σε διαλύει, μα δεν το δέχεσαι την οριακή εκείνη στιγμή. Και το σπας. Έτσι γίνεται πάντα σε κάθε σχέση· είτ’ επιφανειακή είναι είτε όχι. Και με τον θεό το ίδιο

-Και με τα 24 γράμματά σου· δεν τα βρήκες ποτέ με καμία;

-Ολότελα όχι. Ούτε με τον Ιησού.

-Πώς τολμάς! Τι σχέση έχει; Άφησέ τον Αυτόν

-Αυτό προσπαθώ να σας πω: Έρχεται η στιγμή που το άλλο, το έξω από σένα δεν το δέχεσαι. Κι αντί να εκμηδενιστείς ο ίδιος, παίρνεις εσύ μια καρφίτσα και το τρυπάς, το καταστρέφεις. Ξέρετε, εκείνα τα χρόνια μας είχατε επηρεάσει πολύ και πέρασα κι εγώ κάμποσο καιρό μαζί με την ιστορία του γλυκύτατου Ιησού -που μπορεί και να μην ήτανε διόλου έτσι- μα δεν πείστηκα ποτέ μου ολότελα

-Τι εννοείς ολότελα;

-Να είσ’ εντελώς ενωμένος δίχως κανένα κενό: Εδώ όμως έχουμ’ ένα μαύρο, κατάμαυρο, βουβό κενό μονάχα, που αιώνες τώρα το φωτίζουμε μ’ ό,τι χρώματα θέλουμε και του φοράμε ό,τι ήχους μας αρέσει. Αριστουργήματα πολλές φορές, δε λέω· ανθρώπινες όμως, υποκειμενικές δημιουργίες· αν δεν είναι κιόλας πράξεις εξουσίας. Τύφλα να ’χει ο Δον Κιχώτης με τους ανεμόμυλους. Δεν με καλύπτει διόλου το παραμύθι αυτό που υφάνθηκε με τους αιώνες

-Παραμύθι;

-Άτεχνο μάλιστα. Χίλιες φορές ο Δίας με τις μικρότητές του

-Δεν το περίμενα: Δωδεκαθεϊστής κι εσύ· με χλαμύδα και σανδάλια!

-Όχι βέβαια: Απλά θέλω να πω· ξέροντας πως όλ’ αυτά είν’ ανθρώπινες δημιουργίες: Τού Ομήρου ας πούμε που είναι και ποιητής ολκής, μα όχι κάτι άλλο· εξ ουρανού και θεία επινεύσει. Όχι πως μιλά ο ίδιος ο θεός, που δεν μίλησε ποτέ σε κανέναν, κάνοντας ιδιωτικά συμφωνητικά με κάποιους. Τι φρίκη να υποκρίνεσαι διαρκώς ευλάβεια, κοροϊδεύοντας τον εαυτό σου και λέγοντας ψέματα

-Να υποκρίνεσαι ευλάβεια… Δεν νοιώθεις τίποτα εσύ

-Μα μια ζωή σκηνοθετώντας κάθε μέρα, χρόνια τώρα, χορογραφώντας με κάθε κίνηση ένα παράλληλο ανύπαρκτο σύμπαν…

-Σ’ εμένα αναφέρεσαι;

-Όχι κατ’ ανάγκην, αλλά μ’ εσάς μιλάω. Ειλικρινά· με όλον το σεβασμό, δεν την καταλαβαίνω όλην αυτή την αέναη σκιαμαχία· εκτός και αν…

-Εκτός και αν;

-Εκτός κι αν τη δεχτούμε σαν αναπόσπαστο σκηνικό της ζωής

-Χρειάζεται και αυτό. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι· δεν έχουν όλοι τις ίδιες δυνατότητες στη ζωή…

-Στην επίγεια ζωή όμως: Καμιά σχέση με το επέκεινα· τίποτε το πνευματικό

-Τίποτε πνευματικό;

-Τώρα πια· δεισιδαιμονία μόνο και μηχανική επανάληψη δίχως κάτι πνευματικό· ούτ’ ένα σμίξιμο ολοκληρωτικό

-Ολοκληρωτικό;

-Α ναι· το ξέρω, το ’χω ζήσει αυτό πολύ συγκεκριμένα· έστω και στιγμιαία

-Και γιατί να μην έχει κάποιος ανάλογη εμπειρία με το Θείον;

-Συγκεκριμένα· όχι με μια ιδεοληψία…

-Ιδεοληψία η πίστις;

-Δεν με πείθει διόλου κάποιος αλλοπαρμένος φανατικός που μιλάει, λέει, με τον θεό και σπεύδει να οργανώσει τον κόσμο γύρω του όπως τον βολεύει

-Υπεραπλουστευμένη ανάλυση

-Πέστε το κι έτσι

-Το θαύμα…

-Η αιχμή τού δόρατος τής επιβολής: Όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει θαύμα

-Και η προσευχή;

-Κατ’ εξοχήν· τα επίχειρα τής ελλιπούς πίστης

-Δυστυχισμένε, δεν έχεις καταλάβει τίποτα· όλα τα ερμηνεύεις τόσο ρηχά

-Πιθανόν. Έχω βιώσει όμως την τέλεια ένωση κι όχι με λέξεις

-Αλλά με τι;

-Με νου σώμα χέρια πόδια σάρκα βλέμματα. Με τη Φύση, με τον Έρωτα. Και με το Θείον ίσως

-Βλέπεις…

-Όχι, δεν βλέπω· αν και κάποια στιγμή στο γυμνάσιο ήμουν έτοιμος να πεθάνω γι’ αυτό, ακούγοντας μουσική. Και μη σας φανεί παράξενο· αλήθεια λέω

-Τι μουσική;

-Δεν έχει σημασία, μα κυριολεκτώ. Τρομακτικό βίωμα· πιστέψτε με. Ήξερα όμως πως είναι κάτι ανθρώπινο αυτό, δικό μου, που το γεννούσε ο ήχος. Κι εγώ ολότελ’ ανοιχτός το δεχόμουν το αφομοίωνα και το πολλαπλασίαζα εντός μου. Μα δεν παραμυθιαζόμουν πως άκουγα φωνές από το υπερπέραν σαν τη Ζαν ντ’ Άρκ, ούτε ήμουν τρελαμένος με τον Ιησού σαν την Αγία Θηρεσία τού Σταυρού.

-Μην εστιάζουμε σε ορισμένες υπερβολές

-Υπερβολή η Ανάσταση;

-…

-Βλέπετε; Να γιατί μιλώ για ιδεοληψίες: Πώς να ενωθείς ολότελα όταν προσδοκάς ανάσταση νεκρών;

-Πάψε!

-Και σε τι μορφή άραγε· νέοι, γέροι; Με τα σάβανα; Με τις γάζες και τα σεντόνια του νοσοκομείου; Με τη φωτογραφία ταυτότητας; Πνιγμένοι· με μια σφαίρα στο κεφάλι;

-Πάψε, είπα. Είσαι τελείως άθεος…

Κάθε άλλο: O magnum mysterium… Πράγματι τρομακτικό μυστήριο και τυχεροί όσοι θαρρούν πως το ’χουν λύσει. Εγώ πάντως ομολογώ πως το σενάριο δεν το ξέρω: Ποιος το σκέφτηκε, πώς το ’στησε, γιατί, πού πάει, πώς εξελίσσεται μες στους αιώνες, πού τελειώνει. Κι αν ποτέ μου συναντούσα τον θεό θα τον ρωτούσα ποιοι τον έφτιαξαν και ποιοι ήσαν οι γονείς του

-Τι απύθμενη αναίδεια…

-Δεν με καλύπτει να θυμιατίζω κάθε στιγμή τους φόβους μου, θρυμματίζοντας το δώρο της ζωής

-Πάψε· σε παρακαλώ

-Συγγνώμη, παρασύρθηκα

-Δεν προσεύχεσαι ποτέ;

-Δεν ξέρω σε τι να προσευχηθώ. Βρίσκω τρομαχτικά προσβλητική μικρότητα όμως προς το θείον, προς την όποια ανώτερη δύναμη, το να ζητάς βοήθεια όταν το ’χεις ανάγκη. Τι προσευχή να κάνω; Συνείδηση και γαλήνη γυρεύω, απ’ τον εαυτό μου

-Είσαι πολύ μακριά απ’ αυτό… Τόσες προσευχές όμως· τόσοι ύμνοι θεσπέσιοι…

-Σ’ αυτό μ’ όλη μου την ψυχή συμφωνώ μαζί σας· υπέροχοι ψαλμοί, βάλσαμο αληθινό: ‘Μή αποστρέψεις τό πρόσωπόν σου από τοῦ παιδός σου…’

‘…ότι θλίβομαι…’

*

Έπιασε αμέσως το νήμα κι άρχισε να ψέλνει τον ύμνο πολύ αργά, σταθερά, σιγανά κι εντελώς αβίαστα. Και το είπε τόσο ατόφιο, τόσο σπαρακτικά θλιμμένο εκείνο το ‘…θλίβομαι…’ που βούρκωσα κι εγώ καθώς είχαν βουρκώσει τα μάτια του χωρίς να κάνει καμιά προσπάθεια να κρύψει δυο σεμνά δάκρυα που λύθηκαν μόνα τους και πήραν να κυλούν ήσυχα κι ορφανά, παράλληλα στο κόκαλο τής μύτης, ενώ με τρεμάμενο χέρι ψαχούλευε δίπλα του το κουμπί για να καλέσει πάλι τον νεαρό Δοσίθεο, συνεχίζοντας να ψέλνει:

‘…τάχει επάκουσόν μου, πρόσχες τῇ ψυχῇ μου καί λύτρωσε αυτήν…’ Το ξέρεις λοιπόν αυτό;

-Αυτό είναι όπως σας είπα πριν που ακούγοντάς το θα μπορούσα να πεθάνω αφήνοντας στον αέρα ξεκρέμαστη την τελευταία μου ανάσα χωρίς να πάρω πίσω άλλη. Ολότελα μόνος και ήρεμος, με πλήρη παραδοχή, θα μπορούσα έτσι ξέπνοος τη στιγμήν εκείνη χάνοντας τις αισθήσεις μου ν’ αφήσω την καρφίτσα να με διαπεράσει και να σβήσω οριστικά

-Δεν το έκανες όμως

-Ήμουν πολύ νέος· ίσως περίμενα κάτι ακόμη. Προτίμησα τη ζωή, τη ζωή μου

-Έκανες πίσω…

-Πράγματι· έγινα εγώ η καρφίτσα: Ανάσανα. Ξαναγύρισα. Ήταν όμως τρομακτική στιγμή: Ήταν το βίωμα. Ολοζώντανο και τώρ’ ακόμη που μιλάμε. Αυτό ακριβώς είναι το οριακό σημείο· εκεί παίζονται όλα. Τότε δοκιμάζονται και ζυγίζονται: Τι μετρά περισσότερο· το άλλο, το έξω από σένα, ή εσύ και η δική σου ύπαρξη;

-Εγώ προτίμησα την εκκλησία

-…

-Τι με κοιτάς;

-…

-Γιατί σωπαίνεις;

-…

-Πες μου

-…

-Πες μου· ελεύθερα

-Έχω την αίσθηση πως προτιμήσατε μία λαμπρή καριέρα

-Αυτό μόνο;

-Ουδέν μεμπτόν

-Γίνεσαι ειρωνικός…

-Όχι κύριε καθηγητά, ειλικρινά όχι· είμαι ο τελευταίος που μπορεί να σας κρίνει

-Ποιος ξέρει… Και οι έσχατοι έσονται πρώτοι…

-Δεν πιστεύω στην Ανάσταση

-Το είπες και πριν

-Αναρωτιέμαι μόνο…

-Αναρωτιέσαι;

-…

-Τι;

-…

-Πες μου

-Αναρωτιέμαι αν η εκκλησία σας διαπέρασε σα να ’τανε καρφίτσα και νομίζετε πως μιλάτε με τον θεό, ή αν γίνατε εσείς η καρφίτσα παίζοντας το ρόλο σας.

Σώπασε.

In dubio pro reo*ψιθύρισε αχνά.

Μόλις που ακούστηκε το δακρυσμένο του πρόσωπο. Και με τα μάτια κλειστά έγειρε πίσω ξέπνοος, με την πλάτη στην πλάτη του θρόνου του προσμένοντας τον Δοσίθεο.

Αθήνα 15 Σεπτεμβρίου 2023

©Αλέξανδρος Αδαμόπουλος

alexadam48@hotmail.com

* In dubio pro reo: Εν αμφιβολία υπέρ τού κατηγορουμένου.

* * *

Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Νομικά στο ΕΚΠ, σκηνοθεσία και κλασική κιθάρα στην Αθήνα και παρακολούθησε μεταπτυχιακά –Sociologie Politique– στη Σορβόννη.

Υπήρξε ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος τής μη κερδοσκοπικής ‘Εταιρείας Φίλων Μουσικής Γιάννη Χρήστου’, με σκοπό τη διάσωση και διάδοση τού έργου τού συνθέτη. Εργάστηκε στο Μουσείο Ελληνικών Μουσικών Λαϊκών Οργάνων, από την ίδρυσή του, ως γενικός γραμματέας και ως πρόεδρος τού σωματείου των ‘Φίλων’. Διετέλεσε μέλος και γενικός γραμματέας τού διοικητικού συμβουλίου τού Εθνικού Θεάτρου. Συνεργάστηκε με την Ε.Ρ.Τ, το Γ΄ πρόγραμμα, το Θέατρο Τέχνης, το Κ.Θ.Β.Ε, την Ε.Λ.Σ, το Εθνικό Θέατρο, τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Βόλου, Β. Αιγαίου και Ιωαννίνων, με το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, το χοροθέατρο ‘Ροές’, καθώς και με το Φεστιβάλ Αθηνών, το Υπ. Πολιτισμού, το Μέγαρο Μουσικής, το Künstlerhaus Bethanien Berlin, το Warsaw International Festival ’91, την Norddeutscher Rundfunk Hamburg, το Indira Gandhi International Center for the Arts, την National Academy of Letters N.Delhi, την Frankfurter Buchmesse και το Boğaziçi University Istanbul· όπου εκλήθη και εδίδαξε δυο χρονιές ως επισκέπτης καθηγητής.

Οι συλλογές διηγημάτων του «Δώδεκα και ένα ψέματα» και «Ψέματα πάλι» κυκλοφόρησαν στη Γαλλία Γερμανία Ολλανδία Τουρκία και Ινδία. Το θεατρικό του «Ο Σιμιγδαλένιος» ανέβηκε σε περισσότερες από ογδόντα πέντε διαφορετικές παραγωγές (στο Εθνικό Θέατρο στο Κ.Θ.Β.Ε σε πολλά ΔΗΠΕΘΕ κ.α.) παρουσιάστηκε αγγλικά στο Wesley College τής Μελβούρνης και τουρκικά στο Κρατικό Şehir Tiyatro τής Κωνσταντινουπόλεως.

Άλλα έργα: «Το τσιγάρο και η γιόγκα», «Οχιναιλέγοντας», «Ίναχος ο γιός τού Ωκεανού», «Τα όχι τού ΝΑΙ», «Οι Δαιμονισμένοι», «Auguste Rodin Διαθήκη», «Ο Αδάμ και το μήλο», «Ο κύκλος που δεν κλείνει».

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com