Θεοφράστου Χαρακτήρες… (11)

Θεόφραστος (Τύρταμος ή Εύφραστος) ο Ερέσιος (372-287 π.Χ.)

by ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ

11. [Βδελυρίας] Βδελυρία – Βδελυρός

Δεν είναι δα και δύσκολο ώστε τη βδελυρία[1]
να την ορίσεις· είναι σαν τα πιο χυδαία αστεία.
Είναι τέτοιος ο βδελυρός, που όταν συναντήσει
κυρίες, ήτοι ελεύθερες[2], στους δρόμους που γυρίζει,
ανασηκώνει πάραυτα τα ρούχα στο κορμί του,
κι αναξιοπρεπέστατα τους δείχνει το πουλί του!
Στο θέατρο χειροκροτεί κι όταν πάψουν οι άλλοι,
τους δε καλούς ηθοποιούς αυτός σφυρίζει, πάλι·
οι θεατές όταν κοιτούν με προσοχή τη δράση,
σηκώνεται για να ρευτεί -*[ή ίσως και να κλάσει]*-
ώστε οι παρακείμενοι, γυρνώντας το κεφάλι,
θέλει να τον κοιτάξουνε -*[καθότι είναι γκαφάλι!]*-
Όταν πηγαίνει αγορά κι είναι κόσμο γεμάτη,
πάει στα μέρη όπου πωλούν μήλα, καρύδια[3] ή κάτι,
από αυτά οπού μπορεί όρθιος να τρώγει,
μιλώντας δε ταυτόχρονα με τον οπωροπώλη.
Φωνάζει τους περαστικούς όλους με τ’ όνομά τους,
που πριν λίγο τους γνώρισε -*[σαν βρέθηκε κοντά τους]*-
και σ’ άλλους που ’ναι βιαστικοί, κι αυτούς υποχρεώνει,
να τόνε περιμένουνε αυτόν καλά και σώνει.
Μπορεί στο δικαστήριο την ώρα που πηγαίνει,
κάποιος που δίκη έχασε, απ’ αίθουσα να βγαίνει,
δίπλα του να παραβρεθεί, κι ευθύς κοντά του τρέχει,
ώστε να τόνε συγχαρεί με άνεση προστρέχει!
Μόνος του πάει στις αγορές[4] τα ψώνια του να κάνει,
ή τραγουδιάρες[5] για να βρει μ’ ενοίκιο να πάρει,
και σ’ όσους δει στον δρόμο του δείχνει τι έχει ψωνίσει,
και κάτι απ’ τα φαγώσιμα θα τους ενεχειρίσει[6].
Μπρος από τα μπαρμπέρικα ή τα μυροπωλεία[7],
λέει θα μεθύσει –πίνοντας– χωρίς μια δυσκολία…

Απόδοση, μετάφραση, ερμηνεία: ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ


[1] «Ἡ ἀρχὴ τοῦ ὁρισμοῦ τούτου εἶναι ἀσυνήθης· τοῦτο δεικνύει ὅτι ἔγινε εἰς αὐτὸν κάποια διασκευή. Ἡ λέξις βδελυρία ἔχει ἐδῶ περιωρισμένην σημα-σίαν· βδελυρὸς κατὰ τὸν Θεόφραστον εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν λαμβάνει ὑπ’ ὅψιν ἂν οἱ λόγοι ἢ αἱ πράξεις του εἶναι ἀπρεπεῖς· ἑπομένως ἀναιδής, βω-μολόχος, σιχαμμένος.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).

[2] «οίος υπαντήσας γυναιξίν ελευθέραις»: «Ελεύθεραι και Έλλησιν ελέγοντο αι γυναίκες των πολιτών· παρ’ ημίν δε Κυρίαι νυν καλούνται.» (Σημ. Γ. Ζαχαριάδου, 1845).

[3] «Μὲ τὴν λέξιν κάρυα ὠνόμαζον οἱ Ἀττικοὶ ὅλους τοὺς καρποὺς μὲ κέλυ-φος (κάστανα, ἀμύγδαλα κλ).» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).

[4] «Ἐθεωρεῖτο ἀπρεπὲς νὰ μεταφέρη ὁ ίδιος ὁ ἀγοραστης τὰ ὀψώνια ἀπὸ τὴν ἀγορὰν εἰς τὸ σπίτι του· τοῦτο ἐξετέλουν οἱ δοῦλοι ἢ ἰδιαίτεροι ὑπηρέ-ται τῆς ἀγορᾶς, οἱ ὁποῖοι ἐλέγοντο προὔνεικοι (πρὸ καὶ ἤνεικα = ἤνεγκα).» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940). – «Στην Αθήνα ήσαν κουβαλητές για να μεταφέρουν με μικρήν αμοιβή τα ψώνια από την αγορά στα σπίτια.» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939).

[5] «Αἱ αὐλητρίδες ἦσαν ἀπαραίτητοι εἰς τὰ συμπόσια διὰ τὰς σπονδὰς καὶ τὸν παιᾶνα, τὸν ὁποῖον συνώδευον μὲ τὸν αὐλόν των· ἐκτὸς τῆς μουσικῆς μετήρχοντο καὶ τὸ ἐπάγγελμα τῶν ἑταιρῶν.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940).

[6] Πρόκειται για ειρωνική αναφορά του Θεόφραστου, για τον καρμίρη και βδελυρό τύπο – χαρακτήρα.

[7] «Τὰ κουρεῖα καὶ μυροπωλεῖα ἦσαν μέρη, ὅπου ἐσύχναζον οἱ ἄνεργοι, ὅπως συμβαίνει σήμερον εἰς τὰ καφενεῖα. Ἐκεῖ συνεζήτουν περὶ διαφόρων ζητημάτων διὰ τοῦτο ὁ Θεόφραστος “ἄοινα συμπόσια παίζων ἐκάλει τὰ κουρεῖα διὰ τὴν λαλιὰν τῶν προσκαθιζόντων” Θεοφρ. ἀποσπ. ἐκδ. Wimmer LXVI σ. 182.» (Σημ. Ε. Δαυΐδ, 1940). – «Στα κουρεία εσύχναζαν οι άνεργοι και οι φιλοπερίεργοι. Ο Δημοσθένης εκατηγορούσε τον δημαγωγόν Αριστογείτονα επειδή δεν έλειπε ποτέ από τα κουρεία.» (Σημ. Μ. Σιγούρου, 1939).

Σχετικά Άρθρα

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com