Αναΐς Νιν: Δυο διηγήματα

Οι μικρές ιστορίες της αποτελούν και μόνες τους υπόδειγμα «αυτοανακάλυψης» του γυναικείου παραδόξου

by Times Newsroom

Αναΐς Νιν

 

“Η Μάχα”

 

Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ Νοβάλις είχε μόλις παντρευτεί τη Μαρία, μια Ισπανίδα την οποία είχε ερωτευτεί επειδή έμοιαζε στον πιο αγαπημένο του πίνακα, τη Μάχα[i] Ντενούδα[ii] του Γκόγια.

Πήγαν να ζήσουν στη Ρώμη. Η Μαρία χτύπησε τα χέρια της με τη χαρά ενός παιδιού όταν είδε την κρεβατοκάμαρα, θαυμάζοντας την πολυτελή βενετσιάνικη επίπλωση με την υπέροχη διακόσμηση από ψηφίδες μαργαριταριού και έβενου.

Εκείνη την πρώτη νύχτα η Μαρία, ξαπλώνοντας σε ένα πελώριο κρεβάτι που είχε φτιαχτεί για τη σύζυγο ενός δόγη, ρίγησε από ευχαρίστηση, απλώνοντας τα άκρα της πριν τα κρύψει κάτω από τα ωραία σεντόνια. Οι ροζ πατούσες των παχουλών της ποδιών κουνήθηκαν σαν να καλούσαν τον Νοβάλις.

Καθώς στεκόταν πλάι στο κρεβάτι, ο Νοβάλις την κοίταξε με σουφρωμένα φρύδι, και τον κυρίευσε μια επιθυμία που δίστασε να εκφράσει. Ήθελε να τη δει, να τη θαυμάσει. Δεν την ήξερε ακόμα καλά, πέρα από εκείνες τις νύχτες στο ξενοδοχείο όταν ακούγανε παράξενες φωνές από την άλλη πλευρά των λεπτών τοίχων. Αυτό που ζητούσε δεν ήταν το καπρίτσιο ενός εραστή, αλλά η επιθυμία ενός ζωγράφου, ενός καλλιτέχνη. Τα μάτια του πεινούσαν για την ομορφιά της.

Η Μαρία αντιστάθηκε, κοκκινίζοντας, λιγάκι θυμωμένη, οι βαθύτερές της προκαταλήψεις είχαν θιγεί.

«Μην γίνεσαι ανόητος, αγαπητέ Νοβάλις», είπε η Μαρία. «Έλα στο κρεβάτι».

Όμως εκείνος επέμεινε. Πρέπει να ξεπεράσει τους αστικούς της ενδοιασμούς, συλλογίστηκε. Η Τέχνη χλεύαζε την τόση σεμνότητα, η ανθρώπινη ομορφιά έπρεπε να εκτίθεται σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια και όχι να κρατιέται κρυμμένη, περιφρονημένη. Τα χέρια του, συγκρατημένα απ’ το φόβο μην την πονέσει, τράβηξαν ελαφρά τα αδύνατά της χέρια, που ήταν ακόμα σταυρωμένα πάνω στο στήθος της.

Εκείνη γέλασε. «Ανόητε. Με γαργαλάς. Με πονάς».

Αλλά λίγο-λίγο, η γυναικεία της περηφάνια άρχισε να κολακεύεται από αυτή τη λατρεία στο κορμί της, παραδόθηκε, επέτρεψε στον εαυτό της να τη μεταχειριστεί σαν παιδί, με γλυκές επιπλήξεις, σαν να περνούσε ένα ευχάριστο μαρτύριο.

Το κορμί της, απελευθερωμένο από τα πέπλα, έλαμπε ολόλευκο σαν μαργαριτάρι. Η Μαρία έκλεισε τα μάτια σαν να ήθελε να το βάλει στα πόδια από τη ντροπή της γύμνιας της. Πάνω στο απαλό σεντόνι, η όλο χάρη μορφή της μέθυσε τα μάτια του καλλιτέχνη.

«Είσαι η γοητευτική μικρή μάχα του Γκόγια», είπε εκείνος.

Στις εβδομάδες που ακολούθησαν ούτε πόζαρε για κείνον ούτε του επέτρεψε να χρησιμοποιεί μοντέλα. Εμφανιζόταν απρόσμενα στο ατελιέ του και κουβέντιαζε μαζί του ενώ εκείνος ζωγράφιζε. Κάποιο απόγευμα όταν η Μαρία μπήκε άξαφνα στο ατελιέ του είδε πάνω στο βάθρο των μοντέλων μια γυμνή γυναίκα ξαπλωμένη σε γούνες, να αποκαλύπτει τις καμπύλες της φιλντισένιας της πλάτης.

Αργότερα η Μαρία έκανε σκηνή. Ο Νοβάλις την παρακάλεσε να ποζάρει για κείνον. Εκείνη υπέκυψε. Εξαντλημένη από τη ζέστη, αποκοιμήθηκε. Κείνος δούλεψε για τρεις ώρες χωρίς σταματημό.

Χωρίς ίχνος σεμνότητας,  θαύμασε τον εαυτό της στον καμβά έτσι όπως έκανε στο μεγάλο καθρέφτη στην κρεβατοκάμαρα. Ζαλισμένη από την ομορφιά του ίδιου της του κορμιού, έχασε προς στιγμήν την αυτεπίγνωσή της. Επιπλέον, ο Νοβάλις είχε ζωγραφίσει ένα διαφορετικό πρόσωπο στο κορμί της έτσι ώστε κανένας δε θα μπορούσε να την αναγνωρίσει.

Αλλά στη συνέχεια, η Μαρία βυθίστηκε πάλι στις σκέψεις της, όπως συνήθιζε να κάνει και αρνήθηκε να ποζάρει. Έκανε σκηνή κάθε φορά που ο Νοβάλις χρησιμοποιούσε κάποιο μοντέλο, παρακολουθώντας και ακούγοντας πίσω από τις πόρτες και καβγαδίζοντας συνεχώς.

Σχεδόν αρρώστησε από αγωνία και νοσηρούς φόβους και άρχισε να πάσχει από αϋπνίες. Ο γιατρός της έδωσε χάπια που την έριξαν σε βαθύ ύπνο.

Ο Νοβάλις παρατήρησε πως όταν η Μαρία έπαιρνε εκείνα τα χάπια δεν τον άκουγε όταν ξυπνούσε, περπατούσε, ή ακόμα όταν έριχνε αντικείμενα μέσα στο δωμάτιο. Κάποιο πρωινό ξύπνησε νωρίς, με την πρόθεση να δουλέψει, και την είδε να κοιμάται, τόσο βαθιά που σχεδόν δεν κουνιόταν καθόλου. Μια παράξενη ιδέα πέρασε από το μυαλό του.

Τράβηξε τα σεντόνια που την σκέπαζαν, και σιγά-σιγά άρχισε να σηκώνει το μεταξωτό της νυχτικό. Μπορούσε να το ανεβάσει μέχρι πάνω από τα στήθη της χωρίς εκείνη να δίνει σημάδι  πως θα ξυπνήσει. Τώρα όλο της το κορμί ήταν ξεσκέπαστο και μπορούσε να το ατενίζει όσο εκείνος ήθελε. Τα χέρια της ήταν τεντωμένα προς τα έξω. Τα στήθη της απλώνονταν κάτω από τα μάτια του σαν δώρο. Ήταν διεγερμένος από τον πόθο του γι’ αυτήν αλλά ούτε τότε τόλμησε να την αγγίξει. Αντί γι’ αυτό έφερε το χαρτί του σχεδίου και τα μολύβια του, κάθισε δίπλα της και τη σχεδίασε. Καθώς δούλευε, είχε την εντύπωση ότι χάιδευε την κάθε τέλεια γραμμή στο κορμί της. Μπόρεσε να συνεχίσει για δυο ώρες. Όταν παρατήρησε ότι η επίδραση των υπνωτικών χαπιών άρχισε να εξασθενεί, κατέβασε το νυχτικό της, τη σκέπασε με το σεντόνι κι έφυγε από το δωμάτιο.

Αργότερα, η Μαρία κατάπληκτη πρόσεξε ένα νέο ενθουσιασμό για δουλειά στο σύζυγό της. Εκείνος κλειδώθηκε στο ατελιέ του για πολλές μέρες, χρωματίζοντας τα σκίτσα που έκανε τα πρωινά.

Με αυτό τον τρόπο, ολοκλήρωσε αρκετούς πίνακές της, πάντα ξαπλωμένη, πάντα κοιμισμένη, όπως ήταν την πρώτη μέρα που ποζάρισε. Η Μαρία έμενε κατάπληκτη από την εμμονή του. Πίστευε ότι ήταν απλώς μια επανάληψη της πρώτης πόζας. Εκείνος πάντα άλλαζε το πρόσωπό της. Κι όπως η πραγματική της έκφραση ήταν βλοσυρή και αυστηρή, κανείς που έβλεπε εκείνους τους πίνακες δεν μπορούσε να φανταστεί πως το φιλήδονο κορμί ήταν της Μαρίας.

Ο Νοβάλις δεν ποθούσε πια τη γυναίκα του όταν ήταν ξύπνια, με την πουριτανική της έκφραση και το βλοσυρό της βλέμμα Την ποθούσε όταν κοιμόταν, έκλυτη, χυμώδη και αφράτη.

Τη ζωγράφιζε αδιάκοπα. Όταν ήταν μόνος με ένα νέο πίνακα μέσα στο ατελιέ του, καθόταν στον καναπέ μπροστά από αυτόν, και τότε μια θέρμη κυλούσε σε όλο του το κορμί, καθώς τα μάτια του ήταν καρφωμένα στα στήθη της μάχα, στην κοιλάδα της κοιλιάς της, στην ήβη ανάμεσα στα πόδια της. Έμενε κατάπληκτος από τη βίαιη επίδραση του πίνακα.

Κάποιο πρωινό στάθηκε μπροστά από τη Μαρία που ήταν ξαπλωμένη και κοιμόταν. Είχε καταφέρει να της ανοίξει τα πόδια ελαφρά, έτσι που μπορούσε να δει τη γραμμή ανάμεσά τους. Παρακολουθώντας την ανεπιτήδευτη πόζα της, τα ανοιχτά της πόδια, ψηλάφησε το πέος του με τα δάχτυλα, με τη φαντασίωση πως το έκανε εκείνη. Πόσο συχνά της είχε οδηγήσει το χέρι της στο πέος του, προσπαθώντας να πάρει από αυτήν αυτό το χάδι, αλλά εκείνη ήταν πάντα απωθητική και τραβούσε το χέρι της μακριά. Τώρα εκείνος έσφιξε το πέος του μέσα στο δικό του δυνατό χέρι.

Η Μαρία σύντομα αντιλήφθηκε πως είχε χάσει την αγάπη του. Δεν ήξερε πώς να την κερδίσει πίσω. Πρόσεξε ότι ήταν ερωτευμένος με το κορμί της μόνο όταν το ζωγράφιζε.

Πήγε στην εξοχή να μείνει με φίλους για μία εβδομάδα. Αλλά μετά από μερικές μέρες αρρώστησε και γύρισε πίσω για να δει το γιατρό της. Όταν έφτασε στο σπίτι ένοιαζε ακατοίκητο. Βάδισε στις άκρες των ποδιών της προς το ατελιέ του Νοβάλις. Δεν ακουγόταν τίποτα. Τότε η Μαρία άρχισε να φαντάζεται ότι εκείνος έκανε έρωτα με κάποια γυναίκα. Πλησίασε στην πόρτα. Σιγά και αθόρυβα, σαν τον κλέφτη, την άνοιξε. Και είδε πάνω στο πάτωμα του ατελιέ έναν πίνακα, του εαυτού της. Και ξαπλωμένο πάνω του, να τρίβεται, το σύζυγό της, γυμνό, με τα μαλλιά ανακατεμένα, έτσι όπως δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ της, με το πέος του ορθωμένο.

Κουνιόταν πάνω στον πίνακα λάγνα, φιλώντας τον, αγκαλιάζοντάς τον ανάμεσα στα πόδια του. Ξάπλωνε πάνω του έτσι όπως ποτέ δεν είχε ξαπλώσει πάνω της. Φαινόταν λυσσασμένος, και γύρω του υπήρχαν κι άλλοι πίνακες με το κορμί της, γυμνό, φιλήδονο, όμορφο. Τους έριχνε ένα παθιασμένο βλέμμα και συνέχιζε τη φανταστική του αγκαλιά. Ήταν ένα όργιο που έκανε μαζί της, με μια σύζυγο που ποτέ δεν είχε γνωρίσει στην πραγματικότητα. Στη θέα αυτού, το συγκρατημένο σαρκικό πάθος της Μαρίας φούντωσε, ελεύθερο για πρώτη φορά. Όταν έβγαλε τα ρούχα της, του αποκάλυψε μια καινούργια Μαρία, μια Μαρία που έλαμπε από πάθος, έκλυτη όπως στους πίνακες, που πρόσφερε το κορμί της αναίσχυντα, χωρίς δισταγμό σε όλες του τις αγκαλιές, παλεύοντας να σβήσει τους πίνακες από τα συναισθήματά του, να τους ξεπεράσει.

  • Αναΐς Νιν
  • Το μοντέλο και άλλες ιστορίες
  • Μετάφραση: Ευάγγελος Θώδος
  • Εκδόσεις Καστανιώτη

“Η βασίλισσα”

Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ καθόταν πλάι στο μοντέλο του αναμειγνύοντας χρώματα ενώ  μιλούσε για τις πόρνες που τον είχαν διεγείρει. Το  πουκάμισό του ήταν ανοιχτό, αφήνοντας να φαίνεται ένας δυνατός, λείος λαιμό και μια τούφα μαύρες τρίχες. Η ζώνη του ήταν χαλαρή για να νιώθει άνετα, ένα κουμπί έλειπε από το παντελόνι του, και τα μανίκια του ήταν γυρισμένα για να έχει ελευθερία κινήσεων.

Έλεγε: «Προτιμώ περισσότερο μια πόρνη επειδή νιώθω ότι ποτέ δε θα γαντζωθεί πάνω μου, ποτέ δε θα εμπλακεί συναισθηματικά μαζί μου. Με κάνει να αισθάνομαι ελεύθερος. Δεν πρέπει να της κάνω έρωτα. Η μοναδική γυναίκα που μου πρόσφερε ποτέ μια τέτοια ηδονή ήταν κάποια γυναίκα ανίκανη να ερωτευτεί, που δινόταν σαν πόρνη σε άντρες που περιφρονούσε. Αυτή η γυναίκα υπήρξε όντως πόρνη και ήταν ψυχρότερη και από άγαλμα. Οι ζωγράφοι την είχαν ανακαλύψει και τη χρησιμοποιούσαν ως μοντέλο. Ήταν έξοχο μοντέλο. Ήταν η πεμπτουσία της πόρνης. Κατά κάποιο τρόπο το ότι η ψυχρή μήτρα της πόρνης υποτάσσεται στον πόθο, προκαλεί το εξής φαινόμενο: όλος ο ερωτισμός αναδύεται στην επιφάνεια. Τα να ζει συνεχώς με ένα πέος μέσα της προκαλεί κάτι τα γοητευτικό σε μια γυναίκα. Η μήτρα φαίνεται να εκτίθεται, να είναι παρούσα σε κάθε της εκδήλωση.

»Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ακόμα και τα  μαλλιά της πόρνης φαίνονται διαποτισμένα με έρωτα. Τα μαλλιά εκείνης της γυναίκας… ήταν τα πιο αισθησιακά μαλλιά που είχα δει ποτέ. Τέτοια μαλλιά πρέπει να είχε και η Μέδουσα, με αυτά ξελόγιαζε τους άντρες που μάγευε. Ήταν γεμάτα ζωή, πλούσια, και με τόσο δριμιά μυρωδιά σαν να είχαν λουστεί με σπέρμα. Εμένα πάντα μου φαινόντουσαν σαν να είχαν τυλιχτεί γύρω από ένα πέος και είχαν μουσκευτεί από τις εκκρίσεις. Ήταν το είδος των μαλλιών που ήθελα να τυλίξω γύρω από το δικό μου φύλο. Ήταν ζεστά και μυρωδάτα, στιλπνά, δυνατά. Ήταν σαν τρίχωμα ζώου. Ορθώνονταν όταν κανείς τα άγγιζε. Και μόνο που περνούσα τα δάχτυλά μου ανάμεσά τους, μπορούσε να με διεγείρει. Με ευχαριστούσε και μόνο που τα άγγιζα.

»Αλλά δεν ήταν μόνο τα μαλλιά της. Και η επιδερμίδα της επίσης ήταν ερωτική. Μπορούσε να ξαπλώνει για ώρες αφήνοντάς με να τη χαϊδεύω, να ξαπλώνει σαν ζώο, απόλυτα ήρεμη, αποχαυνωμένη… Η διάφανη επιδερμίδα της αποκάλυπτε τα μπλε τιρκουάζ νήματα που ύφαιναν το κορμί της, και αισθανόμουν πως δεν άγγιζα μόνο μετάξι αλλά ζωντανές φλέβες, τόσο ζωντανές που μόλις άγγιζα την επιδερμίδα της μπορούσα να αισθανθώ την κίνηση από κάτω. Μου άρεσε να ξαπλώνω πάνω στους γλουτούς της και να τη χαϊδεύω, να νιώθω τους μυς να συστέλλονται, πράγμα που μαρτυρούσε την ευαισθησία της.

»Το δέρμα της ήταν ξηρό σαν την άμμο της ερήμου. Όταν πρωτοξαπλώσαμε  στο κρεβάτι, το δέρμα της ήταν δροσερό, και ύστερα ζεστό σαν να έκαιγε από πυρετό. Τα μάτια της – είναι αδύνατο να περιγράψω τα μάτια της, εκτός κι αν πω ότι ήταν τα μάτια του οργασμού. Αυτό που συνέβαινε συνεχώς στα μάτια της είχε τέτοια ένταση και φλογερό πάθος που μερικές φορές όταν την κοιτούσα κατάματα κι ένιωθα το πέος μου να ορθώνεται και να δονείται, ένιωθα πως κάτι δονούνταν μέσα στα μάτια της. Στο βλέμμα της και μόνο καθρεφτιζόταν αυτή η ανταπόκριση, αυτή η απόλυτα ερωτική ανταπόκριση, σαν κύματα πυρετού που ανάδευαν εκεί, σαν αποθέματα τρέλας… κάτι σαρωτικό που μπορούσε να γλείψει σαν φλόγα έναν άντρα σε όλο του κορμί και να τον εξοντώσει, με μια πρωτόγνωρη ηδονή.

»Ήταν η βασίλισσα των πορνών, η Μπιζού. Ναι, η Μπιζού. Μόλις πριν από μερικά χρόνια μπορούσε ακόμα να τη δει κανείς να κάθεται σε κάποια μικρά καφέ της Μονμάρτης, σαν ανατολίτισσα Φατιμά, χλομή ακόμα, με εκείνο το φλογερό βλέμμα. Ήταν σαν μήτρα που είχε αποκαλυφθεί στο φως. Το στόμα της δεν ήταν στόμα που σε έκανε να σκεφτείς το φιλί, ή την τροφή, δεν ήταν στόμα για συνομιλία, για να αρθρώνει λέξεις, για να σε χαιρετίζει – όχι, ήταν σαν στόμα γυναικείου φύλου, είχε το σχήμα του, την κίνησή του – ήταν στόμα για να σε παρασύρει, να σε διεγείρει – πάντα υγρό, κόκκινο και ζωντανό σαν τα χείλη ενός φύλου που το χαϊδεύουν… Κάθε του κίνηση είχε τη δύναμη να προκαλέσει  την ίδια κίνηση, τον ίδιο κυματισμό στο φύλο κάποιου άνδρα. Να μεταδώσει την ίδια ενέργεια άμεσα, γρήγορα. Καθώς λικνιζόταν όπως το κύμα, έτοιμο να σε τυλίξει και να σε καταπιεί, ρύθμιζε τους παλμούς του πέους, τους παλμούς της ροής του αίματος. Κι όπως αυτό  μεγάλωνε ελαφρά υγρό, τίναζε τις ερωτικές του εκκρίσεις.

»Κατά κάποιο τρόπο, ολόκληρο το κορμί της Μπιζού καθοδηγούνταν μόνο από ερωτισμό, καθοδηγούνταν από μια ιδιοφυία που ανακάλυπτε όλες τις εκφράσεις του πόθου. Ήταν άσεμνο, σου λέω. Ήταν σαν να ’κανες έρωτα μαζί της δημοσίως, σ κάποιο καφέ, στο δρόμο, μπροστά στα μάτια όλων.

»Δε φύλαγε τίποτα για τη νύχτα, για το κρεβάτι. Όλα τα έβγαζε στο φως, σε κοινή θέα. Ήταν πράγματι η βασίλισσα ανάμεσα στις πόρνες, έτοιμη να παραδοθεί ανά πάσα στιγμή στη ζωή της, ακόμα κι όταν έτρωγε. Κι όταν έπαιζε χαρτιά, δεν καθόταν ανέκφραστη, χωρίς το κορμί της να εκπέμπει ερωτισμό, όπως κάθονταν οι άλλες γυναίκες με την προσοχή τους στραμμένη στο παιχνίδι. Από τη στάση του κορμιού της, από τον τρόπο με τον οποίο βόλευε τον πισινό της στο κάθισμα, ένιωθες πως ήταν κιόλας έτοιμη να κατακτηθεί. Τα στήθη της σχεδόν άγγιζαν  το τραπέζι με την αφθονία τους. Όταν γελούσε, άκουγες το σεξουαλικό γέλιο μιας ικανοποιημένης γυναίκας, το γέλιο ενός κορμιού που απολαμβάνει με κάθε πόρο και κύτταρο της σάρκας του το χάδι ολόκληρου του κόσμου.

»Στο δρόμο, περπατώντας πίσω της μερικές φορές όταν δεν ήξερε πως εγώ ήμουν εκεί, μπορούσα να δω ακόμα και διαβολεμένα πιτσιρίκια να την ακολουθούν. Πριν καλά-καλά δουν το πρόσωπό της, οι άντρες την παίρναν από πίσω. Ήταν σαν να άφηνε ξοπίσω της μυρωδιά ζώου. Παράξενο τι μπορεί να συμβεί σε έναν άντρα όταν αντικρίσει μπροστά του ένα πραγματικά σεξουαλικό ζώο. Η ζωώδης φύση της γυναίκας έχει τόσο επιμελώς μεταμφιεστεί – τα χείλη, ο πισινός και τα πόδια έγιναν για να εξυπηρετούν άλλους σκοπούς, έγιναν, σαν το χρωματιστό φτέρωμα, για να τον περισπούν από τον πόθο του παρά για να του τον εντείνουν.

»Οι γυναίκες που είναι απροκάλυπτα σεξουαλικές, με τη μήτρα ζωγραφισμένη σε όλο τους το πρόσωπο, που προκαλούν αμέσως στον άντρα την επιθυμία να χώσει το πέος του μέσα τους. Οι γυναίκες για τις οποίες τα ρούχα είναι μόνο το μέσο για να κάνουν μερικά τμήματα του κορμιού τους να υπόσχονται περισσότερα, σαν τις γυναίκες που έβαζαν μαξιλαράκια για να τονίζουν τους πισινούς τους, ή σαν αυτές που φορούσαν κορσέδες για να ξεχειλίζουν τα στήθη τους από τα ντεκολτέ τους. Οι γυναίκες που εκπέμπουν σεξουαλικότητα πάνω μας, από τα μαλλιά, τα μάτια, τη μύτη, το στόμα, ολόκληρο το κορμί – είναι οι γυναίκες που αγαπώ.

»Οι άλλες… με ποιο τρόπο να βγάλεις το ζώο από μέσα τους; Το έχουν εξαφανίσει, μεταμφιέσει, αρωματίσει, ώστε να μοιάζουν με κάτι άλλο – με τι; Με άγγελο;

»Θα σου πω τι μου συνέβη κάποτε με την Μπιζού. Η Μπιζού ήταν από τη φύση της άπιστη. Μου ζήτησε να τη βάψω για το Χορό των Καλλιτεχνών. Εκείνη τη χρονιά οι ζωγράφοι και τα μοντέλα έπρεπε να πάνε στο χορό μεταμφιεσμένοι σαν άγριοι της Αφρικής. Έτσι λοιπόν η Μπιζού μου ζήτησε να της κάνω καλλιτεχνικό μακιγιάζ, και γι’  αυτό το σκοπό έφτασε στο ατελιέ μου λίγες ώρες πριν από το χορό.

»Άρχισα να διακοσμώ το κορμί της με αφρικανικά σχέδια δικής μου έμπνευσης. Στάθηκε μπροστά μου άκαμπτη, γυμνή, κι εγώ σηκώθηκα κι άρχισα να ζωγραφίζω πρώτα τους ώμους και τα στήθη της, κι έπειτα έσκυψα για να βάψω την κοιλιά και την πλάτη της. Στη συνέχεια γονάτισα και άρχισα να βάφω το χαμηλότερο μέρος του κορμιού της και τα πόδια… Τη ζωγράφιζα με αγάπη, με θαυμασμό, σαν εκδήλωση λατρείας.

»Η ράχη της ήταν φαρδιά, δυνατή, σαν ράχη αλόγου. Θα μπορούσα να την καβαλήσω χωρίς να λυγίσει από το βάρος. Θα μπορούσα να καθίσω πάνω σ’ αυτή τη ράχη και να γλιστρήσω προς τα κάτω Και να της το δώσω από πίσω, σαν μαστίγιο. Το ήθελα. Ακόμη περισσότερο, ίσως, ήθελα να σφίξω τα στήθη της μέχρι να φύγει όλη τους η μπογιά, να τα καθαρίσω με τα χάδια μου ώστε να μπορώ να τα φιλήσω… Συγκρατήθηκα όμως και συνέχισα να τη βάφω σαν γυναίκα άγριας φυλής.

«Όταν κουνιόταν, τα φανταχτερά σχέδια σάλευαν κι αυτά μαζί της, σαν ήρεμη θάλασσα με υπόγεια ρεύματα. Οι θηλές της από το άγγιγμα του πινέλου ήταν σκληρές σαν μούρα. Κάθε της καμπύλη μου χάριζε κι από μια απόλαυση. Ξεκούμπωσα το παντελόνι μου. Άφησα το πέος μου ελεύθερο. Δεν με κοίταξε καθόλου. Στεκόταν εκεί ακίνητη. Καθώς ζωγράφιζα τους γοφούς της και μετά την κοιλάδα που οδηγούσε στο ηβικό της τρίχωμα, κατάλαβε ότι θα μου ήταν αδύνατο να τελειώσω το έργο μου και είπε: “Θα το καταστρέψεις αν με αγγίξεις. Δεν μπορείς να με αγγίξεις. Όταν στεγνώσει, θα είσαι ο πρώτος. Θα σε περιμένω στο χορό. Αλλά όχι τώρα”. Και μου χαμογέλασε.

»Φυσικά το φύλο έμεινε άβαφο. Η Μπιζού θα πήγαινε εντελώς γυμνή, με ένα φύλλο συκής μπροστά της. Με άφησε να φιλήσω το άβαφο φύλο τη – προσεχτικά, γιατί αλλιώς θα κατάπινα πράσινο τζαντ και κόκκινο σινουά. Και η Μπιζού καμάρωνε τόσο τα αφρικάνικα τατουάζ της. Τώρα έμοιαζε με βασίλισσα της ερήμου. Τα μάτια της είχαν μια σκληρή, γυαλιστερή λάμψη. Τίναξε τα σκουλαρίκια της, γέλασε, τυλίχτηκε σε μια κάπα και έφυγε. Ήμουν σε τέτοια κατάσταση που μου πήρε ώρες να ετοιμαστώ για το χορό – μόλις που πέρασα πάνω μου ένα λεπτό στρώμα καφέ μπογιάς.

»Η Μπιζού, όπως σου είπα, ήταν άπιστη. Ούτε που πρόφτασε να στεγνώσει η μπογιά πάνω της. Όταν έφτασα παρατήρησα ότι οι περισσότεροι άντρες αψήφησαν τον κίνδυνο να γεμίσουν με μπογιές από τα σχέδιά της. Τα τατουάζ είχαν μουντζουρωθεί εντελώς. Ο χορός βρισκόταν στο αποκορύφωμά του. Τα σεπαρέ είχαν γεμίσει με αγκαλιασμένα ζευγάρια. Ήταν ένας ομαδικός οργασμός. Και η Μπιζού δε με περίμενε. Καθώς βάδιζε, άφηνε μια λεπτή γραμμή από σπέρμα, απ’ την οποία θα μπορούσα να την ακολουθήσω εύκολα όπου κι αν πήγαινε».

  • Αναΐς Νιν
  • Το μοντέλο και άλλες ιστορίες
  • Μετάφραση: Ευάγγελος Θώδος
  • Εκδόσεις Καστανιώτη

Αναΐς Νιν (1903-1977)

Αμερικανίδα συγγραφέας, γεννημένη στο Παρίσι από Ισπανοκουβανέζους γονείς. Θα ζήσει τα παιδικά της χρόνια στην Ευρώπη, θα επιστρέψει για λίγο στις ΗΠΑ, θα ξαναγυρίσει παντρεμένη – με τραπεζίτη – στο Παρίσι και θα σπουδάσει με τον Ότο Ρανκ την ψυχανάλυση. Τη γοητεύουν το άτοπο, το εντυπωσιακό και η ανατροπή ηθών, εθίμων, συνηθειών και σκέψεων. Δεν θα παραμείνει για πολύ λοιπόν στο συμβολισμό. Συνδέεται με τους σουρεαλιστές, γνωρίζει τη μεγάλη περίοδο των άλλων σουρεαλιστών και αφήνει τη γραφή της να διοχετεύσει την ποικιλία εμπνεύσεων – και εμπειριών – της ανήσυχης ζωής της. Τα Ημερολόγιά της θεωρούνται το σημαντικότερο έργο της, ενώ οι μικρές ιστορίες της αποτελούν και μόνες τους υπόδειγμα «αυτοανακάλυψης» του γυναικείου παραδόξου.

*********************************************************

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[i] Ωραία όμορφη, γοητευτική (Σ.τ.Μ.) 

[ii] Γυμνή/Μάχα Ντενούδα (Maja Desnuda). Πίνακας του Ισπανού ζωγράφου Γκόγια, που στην Ελλάδα είναι γνωστός  ως Η Γυμνή Μάγια – ισπανικά στο πρωτότυπο (Σ.τ.Μ.)

Σχετικά Άρθρα

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή