Ελ Γκρέκο: Ο Έλληνας, ο παγκόσμιος, ο διαχρονικός

Με την κρητική καταγωγή του, αποτελεί μέρος του Ελληνισμού του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης που έχει ήδη συνυπάρξει τόσο με το αραβικό-μουσουλμανικό στοιχείο όσο και με το βενετσιάνικο.

by ΗΛΙΑΣ ΛΙΑΜΗΣ
  • ΗΛΙΑΣ ΛΙΑΜΗΣ

Αν και στις μεγάλες εγκυκλοπαίδειες της τέχνης, ακόμα και στις αίθουσες των μεγάλων μουσείων του δυτικού κόσμου, ο Ελ Γκρέκο περιλαμβάνεται στην ενότητα «Μεγάλοι Ισπανοί Ζωγράφοι», η μεγάλη αυτή προσωπικότητα ανήκει στην χορεία των μεγάλων Ελλήνων που ανέδειξαν τον ελληνικό πολιτισμό ως καθοριστικό παράγοντα εξέλιξης στον πνευματικό και καλλιτεχνικό χώρο όλης της Οικουμένης. Και καθώς η έννοια «Ελλάδα», μέχρι τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, οπότε και ιδρύθηκε το νεοελληνικό κράτος, δεν υποδηλώνει κάποια κρατική οντότητα-τουλάχιστον με τους σύγχρονους όρους της πολιτικής-, η προσωνυμία «Έλληνας», ιδιαίτερα μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453, έχει να κάνει με την σχέση του προσώπου με τον ελληνικό πολιτισμό σε όλη την εξέλιξή του και βέβαια με την αυτοσυνειδησία του ως συνεχιστή μιας μακραίωνης παράδοσης.

Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος είναι ο κατεξοχήν παγκοσμίως αναγνωρίσιμος Έλληνας από τον Μεσαίωνα –τουλάχιστον- και μετά. Ήδη, με την κρητική καταγωγή του, αποτελεί μέρος του Ελληνισμού του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης που έχει ήδη συνυπάρξει τόσο με το αραβικό-μουσουλμανικό στοιχείο όσο και με το βενετσιάνικο. Η παρουσία του στην Ιταλία τον φέρνει σε επαφή με την πρωτοπορία της καλλιτεχνικής δημιουργίας στην Ευρώπη, ενώ κατά την οριστική διαμονή του στην Ισπανία αποκαλύπτεται η βαθιά γνώση του παρελθόντος όσον αφορά τη ζωγραφική αλλά και η τόλμη του να πρωτοτυπήσει υπερβαίνοντας κανόνες που συχνά τον έφεραν σε σύγκρουση με το κατεστημένο της εποχής του, τόσο το καλλιτεχνικό όσο και  το πνευματικό. Όσο για την αυτοσυνειδησία του, ακόμη και αν δεν είναι εμφανής σε κάποιον αμύητο στην τέχνη της ζωγραφικής ώστε να την διακρίνει στα έργα του, ίσως και να αρκεί η υπογραφή του:

«Δομήνικος Θεοτοκόπουλος Κρης εποίει».

Η προσωνυμία «Ελ Γκρέκο», είτε του αποδόθηκε είτε την διεκδίκησε, είναι βέβαιον ότι ποτέ δεν την αποκήρυξε. Ο Eλ Γκρέκο – ο Έλληνας είναι ένας καλλιτέχνης που πατά γερά στην παράδοση που κληρονόμησε και είναι σε θέση να συγκροτήσει και να εκφράσει πρωτοποριακό καλλιτεχνικό όραμα ικανό να νικήσει τη φθορά του χρόνου.

Ήδη, από την Κρήτη, ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος έχει αφομοιώσει πλήρως την βυζαντινή αισθητική. Δεν είναι μόνο η άψογη τεχνική με βάση το αυγό και τον χρυσό. Αυτό που χαρακτηρίζει το καλλιτεχνικό του δημιούργημα είναι πως η παράσταση πρέπει να αποτελεί μία σύνθεση καθαρή και συγκεκριμένη, οργανωμένη επάνω στον καμβά με γεωμετρική ακρίβεια. Το κυριότερο όμως είναι πως κέντρο της ζωγραφικής του γίνεται η ανθρώπινη μορφή, με το ενδιαφέρον στραμμένο όχι τόσο στην ανατομική ακρίβεια όσο στο αόρατο μεγαλείο της και την προοπτική της.

Πολλοί σύγχρονοι του αλλά και αργότερα γνωστοί ιστορικοί της τέχνης μίλησαν, συχνά περιφρονητικά, για τις παραμορφωμένες μορφές των πινάκων του. Αυτό όμως που οι σύγχρονοί του ονομάζουν «παραμόρφωση» είναι ουσιαστικά η απελευθέρωση από την δουλειά της ορατής φύσης και η αναζήτηση απεικόνισης του αοράτου.

Οι βυζαντινές καταβολές στο έργο του είναι εμφανείς. Εμφανής όμως είναι και η απελευθέρωση του από την στείρα μίμηση. Όσο κι αν προσπαθούμε να πλησιάσουμε τη μεγάλη αυτή η πνευματική μορφή του Ελληνισμού του 16ου αιώνα, τόσο μας παρουσιάζεται απομονωμένη και μοναδική. Όσο μελετούμε την τέχνη του βλέπουμε που δεν έχει αμέσως προγόνους, πως δεν έχει στενούς συγγενείς και συνοδοιπόρους, πως δεν έχει και απογόνους. Ο Ελ Γκρέκο παραμένει μέχρι σήμερα μόνος στο καλλιτεχνικό στερέωμα.

Κανένας από τους προηγούμενους και κανένας από τους επόμενους ζωγράφους δεν έδωσε τόσο κυριαρχική σημασία στην ανθρώπινη μορφή και κανένας δεν πήρε τόση ελευθερία στην πλαστική της παρουσίαση, στη διάρθρωση της, τις πανύψηλες αναλογίες, σε αυτή την τόλμη του να «τεντώνε» τον άνθρωπο σαν να επιδιώκει να τον καταστήσει γέφυρα μεταξύ ουρανού και γης. Παράλληλα, ο Ελ Γκρέκο απέδειξε πως είχε τον απόλυτο έλεγχο του χρώματος. Δεν φοβήθηκε τις εντάσεις του και δεν δίστασε να το χρησιμοποιήσει με  απίστευτη μορφοπλαστική δύναμη. Το χρώμα του φτάνει σε τέτοια ένταση μέσα στο έργο που ξεπερνά τη σημασία του αντικειμένου που χρωματίζει.

Στους πίνακες του, οι άνθρωποι χάνουν τη γήινη υπόστασή τους για να μετουσιωθούν σε οπτασίες. Γήινες και ουράνιες μορφές ουσιαστικά εξομοιώνονται. Το τοπίο, ο κυρίαρχος, ιδιαίτερα της ιταλικής ζωγραφικής, υποχωρεί, λιγοστεύει, χαμηλώνει για να προβληθεί ο άνθρωπος. Η αλήθεια του ανθρώπου μάλιστα είναι αυτή που κάνει το τοπίο απόκοσμο και εξωπραγματικό.

Η προσωπική του διαδρομή, οι κίνδυνοι που πέρασε και οι συγκρούσεις και στους τρεις τόπους που έζησε – Κρήτη, Ιταλία, Ισπανία- αποτυπώνεται στην εντελώς προσωπική πινελιά του, δυναμική αλλά όχι ανεξέλεγκτη, τολμηρή και πρωτοποριακή αλλά και υποταγμένη στην μεγάλη ιδέα που κάθε πίνακας θέλει να εκφράσει. Και πάλι όμως, η ιδέα αυτή δεν είναι αυτοσκοπός αλλά προκύπτει εκ των υστέρων καθώς κύριος στόχος είναι να ιστορηθεί ο άνθρωπος, από το κατώτατο έως το υπέρτατο σημείο της μοίρας του.

Είναι αλήθεια πως για τον Γκρέκο, η τέχνη ισορροπούσε ανάμεσα στο μεγαλείο, τη μόδα, τις απαιτήσεις εκείνων που του έκαναν παραγγελίες, το εφέ, το οποίο είναι πάντα τόσο ελκυστικό στην άρχουσα τάξη, που μπορεί να μην διαθέτει το βάθος και να αξιολογήσει, διαθέτει όμως τους πόρους για να επιτρέψει στον καλλιτέχνη να δημιουργήσει. Γι΄ αυτό και ο Γιάννης Τσαρούχης προβαίνει σε ένα εξισορροπητικό όσο και συγκλονιστικό συμπέρασμα:

«Πρέπει να κάνουμε αφαίρεση όλων αυτών των πραγμάτων που τόσο πολύ θαυμάζονται στον Γκρέκο,  την εξαΰλωση και τη μεταφυσική, και να δούμε την ουσία της ζωγραφικής του που είναι τόσο λαμπερή ώστε να του συγχωρούνται όλα τα καλλιτεχνικά του «αμαρτήματα», εκούσια και ακούσια. Αν η ζωγραφική, όπως την καθόρισε η ελληνική τέχνη, περιορίζεται στο εν πολλοίς άλυτο πρόβλημα, ποιο είναι το ιδανικό φόντο που πρέπει να βάλεις, προσπαθώντας να αντιγράψεις μία ανθρώπινη φιγούρα, ο Γκρέκο είναι ένας μεγάλος ζωγράφος γιατί βαθιά μέσα του αισθάνθηκε και συχνά το έλυσε αυτό το πρόβλημα, ιδίως στα τελευταία του έργα. Πώς να εξηγήσει κανείς ότι έφτασε στο μπλε φόντο των παλαιολόγιων τοιχογραφιών με την ίδια ορθότητα, με την ίδια διακοσμητική βαθύτητα, ενώ δεν είδε ποτέ, ούτε τα έργα του Πανσελήνου ούτε τις τοιχογραφίες του Μυστρά;»

Πηγή: www.pemptousia.gr

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή