Ο Εμμανουήλ Ι. Τσουδερός (Ρέθυμνο, 1882 – Νέρβι Ιταλίας, 10 Φεβρουαρίου 1956) ήταν νομικός, οικονομολόγος, και τραπεζίτης, ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας την περίοδο της Κατοχής, στην εξόριστη ελληνική κυβέρνηση.
Ήταν γιος του Ιωάννη Τσουδερού, ιατρού, πολιτικού και γόνου επιφανούς κρητικής οικογένειας με μεγάλη παρουσία στη σύγχρονη ιστορία του νησιού και της Ελλάδας γενικότερα. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και οικονομικές επιστήμες στο Παρίσι και το Λονδίνο. Αρχικά διετέλεσε βουλευτής Ρεθύμνης στην Κρητική Βουλή την περίοδο 1906-1912 και αντιπρόεδρος της Συνέλευσης των Κρητών και αντιπρόσωπός της στην Αθήνα, την περίοδο 1911-1912. Το ίδιο διάστημα ήταν Επίτροπος Δημοσίας Ασφαλείας και Δημοσίων Έργων στη Διοικητική Επιτροπή Κρήτης.
Μετά την ενσωμάτωση της Κρήτης στην Ελλάδα (1/12/1913), εκλέχθηκε στη Βουλή των Ελλήνων και πάλι βουλευτής Ρεθύμνης με το Κόμμα Φιλελευθέρων το 1915, επανεκλεγείς ομοίως το 1920 και το 1923. Από το 1918 εκπροσώπησε την Ελλάδα επανειλημμένως σε διεθνείς συναντήσεις.
Το 1924 ανέλαβε το Υπουργείο Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση Βενιζέλου και την ίδια χρονιά ανέλαβε το Υπουργείο Οικονομικών στην κυβέρνηση Παπαναστασίου και την Κυβέρνηση Θεμιστοκλή Σοφούλη 1924. Το 1925 διορίσθηκε υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας. Από τη θέση αυτή, το 1927 πρότεινε και διαπραγματεύθηκε με τους εκπροσώπους της Κοινωνίας των Εθνών τη δημιουργία της Τραπέζης της Ελλάδος. Το 1931, σε μια δύσκολη στιγμή για την ελληνική οικονομία, ο Τσουδερός ανέλαβε τη διοίκηση της Τραπέζης της Ελλάδος, θέση που διατήρησε μέχρι το 1939, όταν παύτηκε από το καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά για πολιτικούς λόγους.
Στις 21 Απριλίου του 1941, και ενώ οι Γερμανοί είχαν καταλάβει τη μισή Ελλάδα, ο Τσουδερός αποδέχθηκε την πρόταση του βασιλιά Γεωργίου να αναλάβει την πρωθυπουργία της χώρας σε αντικατάσταση του Αλεξάνδρου Κορυζή, ο οποίος είχε αυτοκτονήσει τρεις ημέρες νωρίτερα. Στις 23 Απριλίου, η κυβέρνηση Τσουδερού, με τη βασιλική οικογένεια μετακινήθηκε στην Κρήτη και από εκεί, έναν μήνα αργότερα, κατέφυγε στο Κάιρο της Αιγύπτου, στην έδρα της εκεί βρετανικής συμμαχίας, θέτοντας τις μονάδες του ελληνικού πολεμικού ναυτικού και αεροπορίας υπό την επιχειρησιακή διοίκηση της εκεί βρετανικής διοίκησης.
Στις 15 Νοεμβρίου 1941 σε δήλωση του ο Εμμανουήλ Τσουδερός ανέφερε: «Οραματίζομαι την Ελλάδα, μετά τον πόλεμο, μεγαλυτέραν και υπερήφανον, περιλαμβάνουσα και την Βόρειον Ήπειρον, την Μακεδονίαν, την Θράκην, την Δωδεκάνησο και την Κύπρον.»
Το 1942, ως πρωθυπουργός της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης, ο Τσουδερός μαζί με τον βασιλιά Γεώργιο, διατύπωσε υπόμνημα προς την κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας, ορίζοντας την Κύπρο ως μεταπολεμική διεκδίκηση της Ελλάδας για τις θυσίες της κατά τον πόλεμο.
Στις 18 Μαρτίου του 1944, η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), γνωστή και ως «Κυβέρνηση του Βουνού», έκανε γνωστή την ύπαρξή της και λίγες ημέρες αργότερα ζήτησε την παραίτηση της εξόριστης κυβέρνησης Τσουδερού και τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας με βάση την ΠΕΕΑ. Ο Τσουδερός, αντικομμουνιστής ο ίδιος αλλά και υπό την πίεση των Βρετανών που δεν διέβλεπαν με φιλικό μάτι μία ελληνική κυβέρνηση που δεν θα ήλεγχαν οι ίδιοι, δεν δέχθηκε να παραιτηθεί. Ακολούθησε το κίνημα των εξόριστων Ελλήνων στρατιωτών (Απρίλιος 1944) που πρόσκειντο φιλικά προς το ΕΑΜ. Έχοντας χάσει τον έλεγχο της κατάστασης, ο Τσουδερός τελικά παραιτήθηκε, και κατόπιν οι πιστοί στον βασιλιά Έλληνες στρατιωτικοί, σε συνεργασία με τους Βρετανούς, κατέστειλαν βίαια το κίνημα των στρατιωτών.
Στα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση, ο Τσουδερός χρημάτισε αντιπρόεδρος και υπουργός Συντονισμού στην πρώτη κυβέρνηση Σοφούλη (22 Νοεμβρίου 1945 – 4 Απριλίου 1946). Τον Οκτώβριο του 1946 ανέλαβε πρόεδρος του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος με το οποίο το 1950 συμμετείχε στην ίδρυση της Εθνικής Προοδευτικής Ενώσεως Κέντρου, ως βουλευτής Πειραιώς. Το 1952 ως βουλευτής Αθηνών ανέλαβε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Παπάγου (19 Νοεμβρίου 1952 – 6 Οκτωβρίου 1955).
Ο παλαίμαχος Εμμανουήλ Τσουδερός πέθανε στην πόλη Νέρβι της Ιταλίας (όπου είχε μεταβεί για ανάπαυση) τον επόμενο χρόνο.
Ήταν παντρεμένος και απέκτησε τρία παιδιά:
- τον Ιωάννη Τσουδερό, πολιτικό που απεβίωσε το 1997 με συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση με ομάδα Αμερικανοβρετανών δολιοφθορέων που κατέπεσαν με αλεξίπτωτα στην κατεχόμενη Ελλάδα,
- την Αθηνά Τσουδερού, πρόεδρο της Χριστιανικής Οργάνωσης Νεανίδων, σύζυγο του Αθανάσιου Αθανασίου και
- τη Βιργινία Τσουδερού, οικονομολόγο, που ασχολήθηκε με την πολιτική και διετέλεσε υφυπουργός Εξωτερικών, η οποία απεβίωσε το 2018.
Το γραφείο που χρησιμοποίησε ο Εμμανουήλ Τσουδερός ως πρωθυπουργός στην Κρήτη φυλάσσεται στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης στο Ηράκλειο. Το αρχείο του από την περίοδο 1948-1954 φυλάσσεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
- Εμμανουήλ Ι. Τσουδερός, Ελληνικές ανωμαλίες στη Μέση Ανατολή, εκδ. Αετός, Αθήναι 1945. 190 σελ.
- Εμμανουήλ Ι. Τσουδερός, Ο επισιτισμός 1941-1944, εκδ. Αργύρης Παπαζήσης, Αθήναι 1946. 214 σελ.
- Εμμανουήλ Ι. Τσουδερός, Διπλωματικά παρασκήνια, εκδ. Αετός, Αθήναι 1950. 271 σελ.
- Βιργινία Τσουδερού (επιμ.), Ιστορικό αρχείο 1941-1944 Εμμανουήλ Ι. Τσουδερού, 5 τόμοι, εκδ. Φυτράκης, Αθήνα 1990. ISBN 960-7038-01-0.
- Ηλίας Βενέζης, Εμμανουήλ Τσουδερός: ο πρωθυπουργός της μάχης της Κρήτης και η εποχή του, Αθήναι 1966. 524 σελ.
- Μαργαρίτα Δρίτσα, Εμμανουήλ Τσουδερός 1882-1956: Κεντρικός Τραπεζίτης και Πολιτικός, έκδοση Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 2013. 442 σελ., ISBN 978-960-7032-54-6.