Το βάρος των διαρθρωτικών προβλημάτων της χώρας καταδίωκε εξαρχής, από το καλοκαίρι του 2019, από την πρώτη νεοδημοκρατική νίκη και την ανάληψη της εξουσίας, τις κυβερνήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη. Προβάλλοντας αυτά άλλωστε και υποσχόμενος την αντιμετώπισή τους διά των μεταρρυθμίσεων και των μεγάλων αλλαγών κατίσχυσε του τότε μεγάλου αντιπάλου του, κ. Αλέξης Τσίπρα.

Πριν ωστόσο καλά-καλά αναδείξει τις λύσεις και επιβάλει τις όποιες αλλαγές, βρέθηκε αντιμέτωπος με την πανδημία του κορωνοϊού, η διαχείριση και αντιμετώπιση της οποίας μετέβαλε όλο τον σχεδιασμό και επανακαθόρισε τις προτεραιότητές του. Από τον Ιανουάριο του 2020 η πανδημία επικράτησε όλων των άλλων σκοπών και προβλημάτων. Στην πρώτη φάση η αντιμετώπισή της διευκολύνθηκε από την καθολική σε όλη την Ευρώπη άρση των αυστηρών δημοσιονομικών κανόνων του συμφώνου σταθερότητας, αλλά και από τα κοινά μέτρα εγκλεισμού των πολιτών σε όλον τον προηγμένο κόσμο.

Οι εισοδηματικές ενισχύσεις, επιστρεπτέες και μη, όπως και η διατήρηση των αμοιβών των εργαζομένων, όπως και το κύμα ταχείας ψηφιοποίησης της χώρας, άμβλυναν τις συνέπειες του εγκλεισμού και των απαγορεύσεων. Μέχρι το φθινόπωρο του 2020 η δημοτικότητα της πρώτης κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν στα ύψη.

Προϊόντος του χρόνου όμως, υπό το βάρος της επιδείνωσης των υγειονομικών συνθηκών και της τραγικής επαύξησης των θανάτων ιδιαιτέρως στη Βόρεια Ελλάδα, φανερώθηκαν, με την κατάρρευση των τεχνολογικά υπανάπτυκτων και υποστελεχωμένων περιφερειακών νοσοκομείων, τα μεγάλα διαρθρωτικά προβλήματα του Εθνικού Συστήματος Υγείας.

Τότε εκδηλώθηκε το πρώτο κύμα αμφισβήτησης της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Με την άμβλυνση αργότερα των υγειονομικών συνθηκών και το πρώτο άνοιγμα των δραστηριοτήτων στην αρχή του καλοκαιριού του 2021, άρχισαν να επικρατούν θετικές προσδοκίες για την οικονομία και όλα να υποτάσσονται στη λογική της δυναμικής οικονομικής ανάκαμψης, του τουρισμού συμπεριλαμβανομένου. Κάποιο σοκ επέφεραν εκείνο το καλοκαίρι οι καταστροφικές πυρκαγιές της Βαρυμπόμπης, της Ολυμπίας και ιδιαιτέρως εκείνες της Βόρειας Εύβοιας, αλλά και αυτό ξεπεράστηκε.

Η εκτίναξη του ρυθμού ανάπτυξης στο 8,4% το 2021 κάλυψε τα πάντα, ξεπερνώντας τα όποια κύματα αμφισβήτησης προκάλεσαν οι μαζικοί θάνατοι στα περιφερειακά νοσοκομεία και η καταστροφή της Εύβοιας.

Η κυβέρνηση συντονίστηκε τότε με την επιθυμία των πολλών ανθρώπων για ζωή και δημιουργία μετά την πανδημία, εξέφρασε κατά τρόπο απόλυτο την ανάγκη επανάκαμψης των πάντων στις δραστηριότητες και ευνοήθηκε στον μέγιστο βαθμό από εκείνη την επιλογή της. Ταυτόχρονα κατέβαλε προσπάθειες επανένταξης της ελληνικής οικονομίας στο διεθνές οικονομικό σύστημα και επέτυχε να καταστήσει και πάλι ελκυστική την Ελλάδα στους ξένους επενδυτές.

Με αναγεννημένες λοιπόν τις μεταπανδημικές προσδοκίες και τα μεγάλα διαρθρωτικά προβλήματα εν πολλοίς ξεχασμένα, τον Φεβρουάριο του 2022 ήλθε ο πόλεμος του Πούτιν στην Ουκρανία να θολώσει τις προοπτικές. Αλλά και πάλι, παρά τη μεταφερθείσα από τις εμπόλεμες ουκρανικές πεδιάδες ενεργειακή, πληθωριστική και νομισματική κρίση, που εκδηλώθηκε με πολλαπλές αυξήσεις επιτοκίων και πανάκριβο χρήμα, οι προσδοκίες δεν υποχώρησαν και η οικονομική ανάπτυξη για δεύτερο συνεχή χρόνο παρέμεινε ισχυρή.

Το 2022 η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμό 5,9%, από τους υψηλότερους στην Ευρώπη. Το 2022 ωστόσο η κυβέρνηση Μητσοτάκη συγκλονίστηκε από το σκάνδαλο των υποκλοπών που έπληξε την αξιοπιστία της. Και πάλι ωστόσο οι προσδοκίες για οικονομική πρόοδο και προκοπή διατηρήθηκαν ισχυρές και επέτρεψαν στον κ. Μητσοτάκη να επικρατήσει κατά κράτος των αντιπάλων του στις διπλές εκλογές της 21ης Μαΐου και της 25ης Ιουνίου του τρέχοντος έτους.

Η παραίτηση Τσίπρα και η σχεδόν διαλυτική διαδικασία αλλαγής ηγεσίας στον ΣΥΡΙΖΑ ενίσχυσαν τα αισθήματα υπεροχής στην κυβερνώσα, αμιγώς μητσοτακική πλέον, Νέα Δημοκρατία και μετέφεραν κύματα εφησυχασμού και αδράνειας. Και εκεί που όλα φάνταζαν ιδανικά και αδιατάρακτα, ήλθαν πρώτα οι ανεξέλεγκτες επί ημέρες πυρκαγιές στον Εβρο και αμέσως μετά το σοκ των καταστροφικών πλημμυρών σε ολόκληρη τη Θεσσαλία.

Και οι δύο συμφορές φανέρωσαν τη γύμνια του κρατικού μηχανισμού, τα μεγάλα ελλείμματα της Πολιτικής Προστασίας και την ανάγκη επανεκκίνησης του κύκλου των υπεσχημένων μεταρρυθμίσεων από το 2019. Ο κ. Μητσοτάκης εκκινεί ξανά από την αρχή. Επιστρέφει αναγκαστικά στο 2019. Με τη διαφορά όμως ότι αυτή τη φορά πολιορκείται κυριολεκτικά από εμφανή πια κύματα φθοράς και αμφισβήτησης.