Φρανσουά Πουλέν ντε λα Μπαρ (1648 – 1723) Γάλλος καρτεσιανός φιλόσοφος, συγγραφέας και φεμινιστής

Υποστήριξε τα δικαιώματα των γυναικών στηριζόμενος στην καρτεσιανή φιλοσοφία. Η πιο γνωστή του φράση ήταν «το μυαλό δεν έχει φύλο»

by Times Newsroom

Ο Φρανσουά Πουλέν ντε λα Μπαρ (François Poullain de La Barre, 1648 – 4 Μαΐου 1723) ήταν Γάλλος καρτεσιανός φιλόσοφος, συγγραφέας και φεμινιστής που υποστήριξε τα δικαιώματα των γυναικών στηριζόμενος στην καρτεσιανή φιλοσοφία. Η πιο γνωστή του φράση ήταν «το μυαλό δεν έχει φύλο».

Ο Πουλέν ντε λα Μπαρ γεννήθηκε το 1648 στο Παρίσι από πλούσια οικογένεια με ισχυρές καθολικές πεποιθήσεις. Από μικρός προορίζονταν να κάνει καριέρα ιερωμένου και γι΄αυτό στάλθηκε από νωρίς να σπουδάσει θεολογία και σχολαστική φιλοσοφία. Αποδείχθηκε πολύ καλός μαθητής καθώς μόλις στα 15 του έτη κατάφερε να αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο με πτυχίο φιλοσοφίας. Αμέσως μετά εγγράφηκε στη σχολή θεολογίας του πανεπιστημίου της Σορβόννης όπου διδάχθηκε τις αυστηρές θεολογικές αρχές του Θωμά Ακινάτη και αποφοίτησε σε ηλικία δεκαεννέα ετών στον χρόνο ρεκόρ των τριών ετών αντί του συνηθισμένου των πέντε.

Η μεταστροφή στον καρτεσιανισμό και το «άφυλο μυαλό»

Παρά τις εξαιρετικές και πολλά υποσχόμενες αποδόσεις του όμως ο Πουλέν έστρεψε πολύ γρήγορα την πλάτη του στις παραδοσιακές σπουδές καθώς, όπως είπε ο ίδιος, όλα αυτά τα χρόνια αριστοτελικής εκπαίδευσης “δεν είχαν τίποτα να του πουν”. Σύντομα αποφάσισε να αφήσει την ακαδημαϊκή και ιερατική καριέρα και να στραφεί σε έναν καινοτόμο και ριζοσπαστικό για εκείνη την εποχή τρόπο σκέψης που είχε εισαγάγει για πρώτη φορά ο Γάλλος φιλόσοφος Καρτέσιος. Οι απόψεις του Καρτέσιου απέφευγαν το δόγμα και την κυριαρχία της αυθεντίας που χαρακτήριζαν μέχρι τότε την επιστημονική σκέψη ενώ αντίθετα προωθούσαν τη λογική και μαθηματική προσέγιση του κόσμου, της φύσης και του ανθρώπου.

Αφορμή για τη μεταστροφή αυτή του Πουλέν ήταν μια δημόσια διάλεξη σχετικά με το ανθρώπινο σώμα μέσα από το πρίσμα του καρτεσιανισμού. Τέτοιου είδους διαλέξεις ήταν συνηθισμένες (αν και συνήθως προωθούσαν τον Αριστοτελισμό και τις συντηρητικές απόψεις του Θωμά Ακινάτη) και μπορούσαν να τις παρακολουθήσουν γυναίκες και άντρες. Δεδομένου ότι εκείνη την εποχή βρίσκοταν σε έξαρση το λεγόμενο “γυναικείο ζήτημα”, συχνά στα πλαίσια τέτοιων διαλέξεων θέτονταν συχνά ερωτήματα που αφορούσαν τη θέση των γυναικών, την ικανότητά τους να ασχολούνται με τις επιστήμες καθώς και τη χρησιμότητα και τον σκοπό της γυναικείας εκπαίδευσης και πολύ συχνά επιφανείς λόγιοι υποστήριζαν τα φεμινιστικά επιχειρήματα. Μάλιστα το 1650 οι συγγραφείς Ζιλ Μενάζ και Ζερβέ Σαρπεντιέ είχαν προτείνει τρεις γυναίκες για μέλη της Γαλλικής Ακαδημίας αλλά το αίτημά τους απορρίφθηκε. Το 1666 όμως ιδρύθηκε η Βασιλική Ακαδημία Επιστημών και απέκλεισε τη συμμετοχή των γυναικών από την πρώτη στιγμή. Όλα αυτά αποκαλύπτουν τον αναβρασμό που επικρατούσε στη Γαλλία τον 17ο αιώνα σχετικά με τη θέση των γυναικών και τα δικαιώματά τους.

Ο Πουλέν, έχοντας λάβει μια συμβατική και συντηρητική εκπαίδευση, αρχικά είχε ενστερνιστεί τις παραδοσιακές αντιλήψεις αιώνων σχετικά με την κατωτερότητα των γυναικών και τις αδυναμίες της φύσης τους. «Όπως μπορείτε να φανταστείτε» έγραψε ο ίδιος κάποια στιγμή αργότερα «όντας σχολαστικός τις έβλεπα [τις γυναίκες] σχολαστικά, δηλαδή σαν τέρατα και κατώτερες από τους άντρες γιατί έτσι τις έβλεπαν ο Αριστοτέλης και κάποιοι από τους θεολόγους που είχα διδαχθεί». Όμως ο Καρτέσιος εισήγαγε έναν νέο τρόπο σκέψης που στηρίζονταν στο δόγμα cogito ergo sum (σκέφτομαι άρα υπάρχω) και έθετε σε προτεραιότητα το πνεύμα έναντι του σώματος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο καμία αυθεντία, καμία αποκεκαλυμμένη θεολογική γνώση και καμία παράδοση δεν μπορούσε να σταθεί ισάξια δίπλα στη λογική και μαθηματική σκέψη. Ο Πουλέν επέκτεινε τη ρασιοναλιστική σκέψη και στο ζήτημα των γυναικείων δικαιωμάτων και δεχόμενος την καρτεσιανή θέση ότι «το μυαλό δεν έχει φύλο», μία θέση που είχε ήδη διατυπώσει η Μαρί Μερντράκ, κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι διακρίσεις ανάμεσα στα φύλα ήταν αδύνατον να γίνουν αποδεκτές ως αλήθεια ανεξάρτητα αν στηρίζονταν στην παράδοση ή όχι. Οι γυναίκες είχαν τις ίδιες διανοητικές ικανότητες με τους άντρες γιατί ένα πιο ασθενές σώμα δεν συνεπαγόταν ασθενέστερο πνεύμα.

Οι ηθικές αξίες της εποχής όμως δεν ανέχονταν τις μορφωμένες γυναίκες. Αν και η εποχή χαρακτηρίζονταν από την άνθιση των λεγόμενων “λογοτεχνικών σαλονιών”, ένα είδος ερασιτεχνικών λεσχών που οργάνωναν και υποστήριζαν πλούσιες και μορφωμένες γυναίκες κυριολεκτικά στα σαλόνια των σπιτιών τους, που είχαν σκοπό την υποστήριξη των τεχνών, των γραμμάτων και των επιστημών και έδιναν τη δυνατότητα στους καλλιτέχνες και τους επιστήμονες να συναντηθούν, να συλλογισθούν και να δικτυωθούν ελεύθερα χωρίς την ανάγκη κάποιας ακαδημαϊκής, εκκλησιαστικής ή άλλης ηγεμονίας, οι ίδιες οι γυναίκες αυτές προτιμούσαν να μένουν στο παρασκήνιο για να αποφύγουν την κριτική μιας κοινωνίας που δεν ανεχόταν τη γυναικεία αυθεντία. Μία γυναίκα την εποχή εκείνη είχε τρεις επιλογές: να αποκαλύψει δημόσια τις γνώσεις της και το έργο της και να υποστεί την κοινωνική κατακραυγή, να κρατήσει κρυφή την εκπαίδευσή της και τα ενδιαφέροντά της ή να μη μορφωθεί καθόλου για να μην διακινδυνεύσει να λοιδορηθεί. Η επιθετική και αδιακιολόγητα σκληρή κριτική που δέχονταν οι μορφωμένες γυναίκες τότε διαφαίνεται και σε δύο από τα έργα του Mολιέρου, ενός από τους πιο διάσημους θεατρικούς συγγραφείς της εποχής, το Les Précieuses ridicules και το Les Femmes savantes. Ειδικά το δεύτερο εξέφραζε ιδιαίτερα έντονα τους αντρικούς φόβους σχετικά με τη γυναικεία διανόηση και εξουσία και περιλάμβανε έναν τέτοιο εξευτελισμό των μορφωμένων γυναικών που μέσα σε δεκαπέντε μόλις ημέρες από την ημέρα που πρωτοεμφανίστηκε στις θεατρικές αίθουσες το 1672 οι γυναίκες προτιμούσαν να κατηγορηθούν για ανηθικότητα παρά για ανώτερη μόρφωση.

Το πρώτο βιβλίο και ο «κοινωνικός καρτεσιανισμός»

Το εξώφυλλο από το βιβλίο του Πουλέν «Περί της Ισότητας των Δύο Φύλων»

Μέσα σε αυτό το κλίμα γελοιοποίησης και εξευτελισμού των μορφωμένων γυναικών, αλλά και εν μέσω λογοκρισίας και διώξεων της καρτεσιανής φιλοσοφίας από την Εκκλησία και τον επίσημο ακαδημαϊκό κόσμο, ο Πουλέν εξέδωσε το 1673 το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Περί της Ισότητας των Δύο Φύλων» (De l’Égalité des deux sexes), εικάζεται εν μέρει και ως απάντηση στο έργο του Μολιέρου. Σε αυτό το βιβλίο χρησιμοποιούσε την καρτεσιανή μέθοδο για να ασκήσει κριτική στους λανθασμένους συλλογισμούς που είχαν νομιμοποιήσει τις διακρίσεις σε βάρος των γυναικών.

Αν και εκδόθηκε σε μία εποχή έντονης αμφισβήτησης της γυναικείας διανόησης, το βιβλίο του Πουλέν δεν ήταν το μοναδικό που υποστήριζε τις γυναίκες και τα δικαιώματά τους. Τον 17ο αιώνα ο φεμινισμός ήταν ένα κυρίαρχο ρεύμα στη Γαλλία και κάθε χρόνο εκδίδονταν πολυάριθμα φεμiνιστικά βιβλία, κάποια από τα οποία ήταν και εξαιρετικά ριζοσπαστικά. Οι φιλόσοφοι Μαρί ντε Γκουρνέ, Άννα Μαρία βαν Σούρμαν και Γκαμπριέλ Σουσόν είχαν ήδη εκφράσει απόψεις που έμοιαζαν αρκετά με εκείνες του Πουλέν αλλά εκείνος, αν και δεν ήταν ο πρώτος που μίλησε για φεμινιστικά ζητήματα, το έκανε όμως με έναν τρόπο «μοντέρνο» που θυμίζει το σύγχρονο φεμινιστικό λόγο της εποχής μας. Στο βιβλίο του για πρώτη φορά τα φεμινιστικά επιχειρήματα ξεφεύγουν από τη θεωρία και τολμά να φανταστεί τις γυναίκες σε συγκεκριμένες πρακτικές καταστάσεις όπως το να είναι δικαστές, καθηγήτριες στα πανεπιστήμια, στρατηγοί, ακόμα και ιερείς. Η σκέψη του Πουλέν ήταν τόσο τολμηρή που δεν κατάφερε να τη φτάσει ούτε η σκέψη μεταγενέστερων φεμινιστών διανοητών όπως η Μαίρη Γούλστονκραφτ ή ο Νικολά ντε Κοντορσέ.

Σύμφωνα με τον Πουλέν οι γυναίκες δεν θα έπρεπε να στερούνται τα οφέλη της εκπαίδευσης εξαιτίας της υποτιθέμενης ελλειματικής τους φύσης. Αντίθετα, ήταν οι άντρες εκείνοι που κρατούσαν τις γυναίκες σε ένα καθεστώς άγνοιας από φόβο μήπως χάσουν τα δικά τους προνόμια. Τα έθιμα και οι παραδόσεις, που συχνά στηρίζονται σε πιολιτισμικές ιδιαιτερότητες, έχουν προδιαγράψει το καθεστώς κατωτερότητας των γυναικών. Υπό αυτή την έννοια, στον πυρήνα των επιχειρημάτων του Πουλέν ντε λα Μπαρ βρίσκεται η έννοια των φυσικών δικαιωμάτων: Οι άντρες δημιούργησαν νόμους που ευνοούσαν τους ίδιους ενώ υποβίβαζαν τις γυναίκες. Επομένως κάθε θεωρία περί γυναικείας κατωτερότητας μπορούσε μόνο να οδηγήσει σε ένα αυτοεκπληρούμενο αποτέλεσμα που ικανοποιούσε τις προκατηλειμένες αντρικές προσδοκίες. Στα πλαίσια της ψυχρής καρτεσιανής λογικής του Πουλέν η γυναικεία φύση δεν είχε καμία σχέση με τις προκαταλήψεις σε βάρος τους. Η άρνηση του Πουλέν να αποδεχθεί οποιαδήποτε αυθεντία εκτός από εκείνη της λογικής δεν υποστήριζε μόνο τα δικαιώματα των γυναικών, αλλά και κάθε ατομικό δικαίωμα κάθε ανθρώπου μέσα σε ένα σύστημα ισότητας. Ο ίδιος ο Πουλέν έγραψε πως ασκεί κριτική στην αντρική ανωτερότητα γιατί αποτελεί τη πιο βαθιά κοινωνική προκατάληψη και αν αυτή μπορεί να ανατραπεί τότε θα ακολουθήσουν και όλες οι υπόλοιπες προκαταλήψεις

Όμως το 1763 ελάχιστοι μπορούσαν να αντιληφθούν πόσο επαναστατικές ήταν οι ιδέες που στήριζαν τις φεμνιστικές απόψεις του Πουλέν ντε λα Μπαρ. Το βιβλίο του αγνοήθηκε σε μεγάλο βαθμό και οι απόψεις του αποδώθηκαν περισσότερο σε κάποιου είδους αντρικό ιπποτισμό παρά στην αναζήτηση της αλήθειας.

Το δεύτερο βιβλίο και η κριτική του ακαδημαϊσμού

Την επόμενη χρονιά όμως (1674), ο Πουλέν ντε λα Μπαρ εξέδωσε απτόητος το δεύτερο βιβλίο του με τίτλο «Περί της Εκπαίδευσης των Γυναικών» (De l’Éducation des dames ) με διττό σκοπό όπως είπε από τη μία την εκπαίδευση των γυναικών που ήταν δασκάλες στην καρτεσιανή φιλσοοφία και από την άλλη την εκπαίδευση των παιδιών. Ήθελε να ενισχύσει την αυτοπεποίθηση των γυναικών και να τις αφυπνίσει έτσι ώστε να ανγνωρίσουν πως οι ίδιες μπορούσαν να γίνουν ο χειρότερος εχθρός τους καθώς ενστερνίζονταν τις πατριαρχικές αξίες. Κατά τη γνώμη του η γνώση ήταν δύναμη και μόνο οι ελεύθερα σκεπτόμενες γυναίκες μπορούσαν να σπάσουν τον φαύλο κύκλο των προκαταλήψεων γι΄αυτό και προέτρεπε τους (άντρες και γυναίκες) αναγνώστες του να παρατηρούν τα πάντα, να αμφισβητούν τα πάντα και να θέτουν τα πάντα στην κρίση της λογικής. Οι απόψεις του έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τις καθιερωμένες παιδαγωγικές τεχνικές που στηρίζονταν στην αυθεντία και επέτρεπαν ή απαγόρευαν την πρόσβαση στη γνώση με βάση το φύλο.

Ο Πουλέν γράφει με τη μορφή διαλόγου στον οποίο εμφανίζονται τέσσερα πρόσωπα: ο Στασίμαχος, ο πρωταγωνιστής του βιβλίου που ταυτίζεται με τον συγγραφέα, η σύμμαχός του η Σοφία που είναι μία πολύ μορφωμένη γυναίκα όπως λέει και το όνομά της, η Ευλαλία, μία πολύ νεώτερη γυναίκα που πρόκειται να μυηθεί στον κόσμο της επιστήμης και ο Τίμανδρος, ένας έντιμος άντρας που όμως χρειάζεται να ξεφορτωθεί τις προκαταλήψεις του. Οι δύο πρώτοι μεταπείθουν τους υπόλοιπους δύο με τα επιχειρήματά τους σχετικά με τη γνώση και τον ρόλο της παραδοσιακής ακαδημαϊκής ελίτ, της Εκκλησίας, τον νόμων και των εθίμων. Συγκεκριμένα, ο Πουλέν κριτικάρει το σχολαστικό πρόγραμμα των πανεπιστημίων που στηρίζεται στην αυθεντία, την αριστοτελική σκέψη και στην άκριτη αποδοχή τους καθώς και την κυριαρχία της ακαδημαϊκής ελίτ στην επιστημονική σκέψη της εποχής του. Ασκεί επίσης κριτική στους φιλοσόφους του φυσικού νόμου που ισχυρίζονταν ότι η εξουσία των αντρών πάνω στις συζύγους τους ήταν φυσική και λέει πως δεν υπάρχει τίποτα φυσικό σε αυτό αλλά είναι απλά μία εθιμική πεποίθηση ενώ η στάση τους αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις απόψεις τους ότι η εξάρτηση και η υποτέλεια είναι αντίθετες προς τη φυσική ισότητα των ανθρώπων. Έτσι γίνεται ο πρώτος φιλόσοφος του 17ου αιώνα που αποκαλύπτει την αντιφατική χρήση του όρου «φύση» στη θεωρία του σύγχρονου φυσικού δίκαιου. Δεν διστάζει επίσης να αμφισβητήσει, όχι μόνο τη θέση της γυναίκας όπως προέκυπτε από την κυρίαρχη ερμηνεία της Βίβλου, αλλά γενικά την ερμηνεία των Ιερών Γραφών καθώς και το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας ενώ υποστηρίζει τη χειροτόνηση των γυναικών.

Το τρίτο βιβλίο και τα φυσικά δικαιώματα του ανθρώπου

Και το δεύτερο βιβλίο του πέρασε απαρατήρητο και, απογοητευμένος από την αδιαφορία του κοινού, ο Πουλέν εξέδωσε το 1675 ένα βιβλίο στο οποίο κατέγραφε ο ίδιος την κριτική στις απόψεις του που είχε φανταστεί ότι θα είχαν προκαλέσει τα δύο προηγούμενα βιβλία του. Επρόκειτο για το «Περί της Ανωτερότητας των Αντρών» (De l’Excellence des hommes ) στο οποίο κατέγραφε τις αντιρρήσεις και ενστάσεις που μπορεί κάποιος να είχε διαβάζοντας το προηγούμενο έργο του. Αυτό το βιβλίο έμελλε να δημιουργήσει μεγάλη σύγχυση τους επόμενους αιώνες και να οδηγήσει ορισμένους να τον κατηγορήσουν ότι είχε αλλάξει γνώμη, ότι είχε προδώσει τις απόψεις του ή ότι δεν τις εννοούσε ποτέ. Στην πραγματικότητα όμως και το βιβλίο αυτό δεν ξέφευγε από τις προοδευτικές και ρασιοναλιστικές απόψεις που είχε ενστερνιστεί μέχρι τότε ο Πουλέν γιατί, αντί να καταγράφει απλώς τις αντίθετες απόψεις, τις ανέφερε και μετά τις αντέκρουε χρησιμοποιώντας και πάλι την καρτεσιανή μέθοδο. Σε αυτό το βιβλίο έκανε τον «δικηγόρο του διαβόλου» απαντώντας σε αυτό που εκείνος αποκαλούσε “δίκαιο ερώτημα” η επίλυση του οποίο πίστευε πως θα οδηγούσε στη βελτίωση της ανθρώπινης ζωής μέσα σε μία κοινωνία ισότητας. Με το βιβλίο του αυτό αποδομούσε τα επιχειρήματα των σχολαστικών που στηρίζονταν στα ιερά κείμενα, τη Βίβλο και στους αρχαίους φιλοσόφους δίνοντας έτσι χώρο στα επιχειρήματα όχι μόνο σχετικά με τα δικαιώματα των γυναικών αλλά και με ζητήματα ηθικής, δικαιοσύνης, πολιτικής και θεολογίας.

Σε αυτό το βιβλίο, όπως και στα προηγούμενα, ο Πουλέν χρησιμοποιεί την κοινωνική θέση και την αντιμετώπιση των γυναικών ως αφορμή και παράδειγμα για να σχολιάσει όλων των ειδών τις κοινωνικές αδικίες. Δεν είναι απαραίτητα οι πιο ικανοί εκείνοι που αριστεύουν, γράφει, γιατί είναι πολύ πιθανό να υπάρχουν πολλοί άλλοι που ζουν περιφρονημένοι που θα τα κατάφερναν καλύτερα αν τους δίνονταν η ευκαιρία. Γιατί, αναρωτιέται, οι τεχνίτες, οι αγρότες και οι έμποροι, που συνεισφέρουν περισσότερο από κάθε άλλον στα έσοδα του κράτους, θεωρούνται κατώτεροι από τους ευγενείς που δεν κάνουν τίποτα; Η γεωργία είναι το πιο χρήσιμο πράγμα αλλά παντού οι αγρότες αντιμετωπίζονται ως το «απόβρασμα της κοινωνίας». Αυτό οφείλεται, όπως λέει, σε μία ιστορική εξέλιξη στην οποία μία μικρή μειοψηφία έχει υποβάλλει τους πάντες στην κυριαρχία της. Όλοι οι άνθρωποι, καταλήγει, άντρες ή γυναίκες, ευγενείς ή αγρότες, Ευρωπαίοι ή «άγριοι» (έναν όρο που ο ίδιος δεν αποδέχεται) έχουν το ίδιο βασικό δυναμικό και με αυτόν τον τρόπο ασκεί κριτική στην εξουσία μίας αριστοκρατικής ελίτ η οποία απέκτησε την προνομιακή της θέση σε μία ιστορική διαδικασία κατάκτησης και υφαρπαγής.

Όμως και αυτό το βιβλίο πέρασε απαρατήρητο από τους σύγχρονούς του που δεν έδειχναν πρόθυμοι να ασχοληθούν με ένα θέμα με τόσες πολλές και σοβαρές προεκτάσεις. Ο Μάικλ Σίντελ έγραψε χαρακτηριστικά: «Αν αναρωτιέται κανείς γιατί ο Πουλέν ένιωσε τόσο μόνος στον αγώνα του να διευρύνει την οπτική του φεμινισιμού ώστε να περιλαμβάνει τα φυσικά και ανθρώπινα δικαιώματα η απάντηση είναι υπό μία έννοια απλή. Ελάχιστοι την εποχή του ήταν διατεθειμένοι να συνδέσουν το ζήτημα της γυναικείας διανόησης και πολιτισμικής χειραφέτησης στους αριστοκρατικούς κύκλους με το πιο ανησυχητικό ζήτημα της δικαιοσύνης ή των αδικιών της Ευρωπαϊκής κοινωνικής δομής.»

Η μεταστροφή στον Καλβινισμό

Στις σελίδες του «Περί της Ανωτερότητας των Αντρών» διαφαίνεται μία πικρία και μία απογοήτευση, όχι μόνο για τους συνανθρώπους του, αλλά και για τη μοναρχία καθώς ο Λουδοβίκος ΙΔ’ ήδη από το 1661 είχε συγκεντρώσει όλη την κρατική εξουσία στα χέρια του και, υιοθετώντας το προσωνύμιο «Βασιλιάς Ήλιος», φιλοδοξούσε να ενσαρκώσει την απόλυτη εξουσία, δικαιοσύνη, τάξη και κοινωνική σταθερότητα στη Γαλλία. Ο Πουλέν σταμάτησε να γράφει και επέστρεψε στις ιερατικές του σπουδές. Μέχρι το 1679 είχε λάβει το χρίσμα του ιερέα και είχε λάβει ακαδημαϊκή θέση στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης χωρίς όμως να καταφέρει να αποφύγει την κριτική και την καχυποψία των αρχών και της εκκλησιαστικής ιεραρχίας που γνώριζαν τις ριζοσπαστικές απόψεις που είχε εκθέσει δημόσια με τόσο θάρρος, γεγονός που τελικά οδήγησε στον διορισμό του σε μία μικρή επαρχιακή κοινότητα στη βόρεια Γαλλία. Λόγω του ιερατικού του αξιώματος είχε τη δυστυχία να παρακολουθήσει από πρώτο χέρι τη βία και τους εκβιασμούς στους οποίους υποβάλλονταν τότε οι Προτεστάντες (Ουγενότοι) προκειμένου να γίνουν καθολικοί, μία κυβερνητική πολιτική που οδήγησε τελικά το 1685 στην Ανάκληση του Διατάγματος της Νάντης από τον Λουδοβίκο ΙΔ’ που επί της ουσίας σήμανε το τέλος της θρησκευτικής ελευθερίας στη Γαλλία.

Δυόμισι χρόνια αργότερα ο Πουλέν ντε λα Μπαρ, μην αντέχοντας άλλο την έλλειψη θρησκευτικής ανοχής που επικρατούσε στην πατρίδα του, έφυγε κρυφά και πήγε στη Γενεύη όπου έγινε Καλβινιστής, παντρεύτηκε, έκανε δύο παιδιά και άρχισε να υπογράφει ως «Ντελαμπάρ» για να κρύψει την ταυτότητά του. Για να συμπληρώσει το εισόδημά του δίδασκε και Γαλλικά και το 1691 εξέδωσε ένα βιβλίο με τίτλο «Έκθεση Ορισμένων Σχολίων Σχετικά με τη Γαλλική Γλώσσα για την Πόλη της Γενεύης». Όμως ούτε εκεί βρήκε τη θρησκευτική ανοχή που επιθυμούσε. Τον Ιανουάριο του 1696 τον κατηγόρησαν ως αιρετικό. Αν και τελικά δεν καταδικάστηκε οι κατηγορίες ήταν αρκετές για να δημιουργήσουν ένα σύννεφο καχυποψίας γύρω του. Τελικά έλαβε θέση στο πανεπιστήμιο της Γενεύης το 1708.

Το τέταρτο βιβλίο του και η κριτική της Εκκλησίας

Η ανάκρισή του σχετικά με το ζήτημα της αίρεσης θα πρέπει να τον θορύβησε πολύ γιατί επί 20 σχεδόν χρόνια δεν τόλμησε να γράψει τίποτα. Ήταν το 1720 που δημοσίευσε τελικά το τελευταίο του βιβλίο που είχε τίτλο «Το Προτεσταντικό Δόγμα Σχετικά με την Ελευθερία Αναγνωσης των Ιερών Γραφών» (La Doctrine des protestants sur la liberté de lire l’Ecriture Sainte). Το έργο αυτό χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια προσέγγισης του Χριστιανισμού ρασιοναλιστικά με καρτεσιανές μεθόδους χωρίς δεισιδαιμονίες. Δεν ήταν όμως μόνο ο καρτεσιανισμός που τον επηρέασε σε αυτή του την κριτική προσέγγιση της θρησκείας αλλά και οι φεμινιστικές του απόψεις που του έδωσαν το θάρρος να αμφισβητήσει ακόμα και την πιο ισχυρή αυθεντία, όπως ήταν εκείνη της Εκκλησίας και του θρησκευτικού δόγματος και μάλιστα με επιχειρήματα που του ήταν πια γνώριμα. Άλλωστε ο Πουλέν είχε ασκήσει κριτική στην Εκκλησία πολλές φορές στο παρελθόν στα φεμινιστικά του κείμενα όμως αυτό το τελευταίο του βιβλίο ανέλυε εκτεταμένα τη Βίβλο και επικεντρώνονταν στο θέμα της Θείας Ευχαριστίας. Υπό μία έννοια οι θεολογικές του απόψεις έμοιαζαν πολύ με εκείνες του Σπινόζα και του Χομπς.

Αυτό το τελευταίο του έργο δείχνει πως δεν σταμάτησε να προσπαθεί να συμφιλιώσει τον καρτεσιανισμό του με τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και ότι δίδασκε ενεργά τη θρησκευτική ανοχή ενώ εξακολουθούσε να οραματίζεται έναν ειρηνικό ρασιοναλιστικό Χριστιανισμό. Αυτό ενόχλησε τις εκκλησιαστικές αρχές και αντί να του δώσουν οικονομικό βραβείο όπως συνηθίζονταν στην περίπτωση ακαδημαϊκών εκθέσεων του εξέφρασαν απλά τις ευχαριστίες τους.

Ο θάνατός του και η μεταστροφή στον θεϊσμό

Ο Φρανσουά Πουλέν ντε λα Μπαρ πέθανε τελικά το 1723 στο κρεβάτι του σε ηλικία 75 ετών έχοντας εγκαταλείψει σχεδόν ολοκληρωτικά οποιοδήπτε θρησκευτικό δόγμα αλλά όχι την πίστη του στον Θεό. Για εκείνον η Λογική και η Δικαιοσύνη ήταν ο πραγματικός Θεός και είχε πάψει να μιλά για την Αγία Τριάδα βρισκόμενος στα πρόθυρα του Θεϊσμού. Όμως δεν έκανε ποτέ τον βήμα -ίσως και να μην τόλμησε- να παραδεχτεί ανοιχτά κάτι τέτοιο.

Η κληρονομιά του

Το έργο του, αν και ριζοσπαστικό, αγνοήθηκε σε μεγάλο βαθμό τους επόμενους αιώνες, παρά το γεγονός ότι επηρέασε πολλούς φιλοσόφους, φεμινιστές και κοινωνικούς μεταρρυθμιστές όπως ο Μοντεσκιέ, ο Ρουσσώ, η Μαίρη Γούλστονκραφτ, η Χάριετ Τέιλορ και ο Τζον Στιούαρτ Μιλ και αποτέλεσε το έναυσμα για τη διαμόρφωση της σύγχρονης φεμινιστικής σκέψης. Κατά τον 19ο αιώνα διάφοροι συγγραφείς στηρίχθηκαν στο έργο του, το σχολίασαν, επηρεάστηκαν από αυτό ή το επέκτειναν χωρίς όμως να αναφέρουν το όνομά του κυρίως λόγω της αφάνειας στην οποία είχε υποπέσει. Ειρωνικά, ήταν ένας αντιφεμινιστής λόγιος, ο Αλμπέρ Καστελό, εκείνος που τον έβγαλε από την αφάνεια σε μία προσπάθειά του να αμφισβητήσει την πρωτοτυπία του γυναικείου φεμινιστικού κινήματος. Τελικά ήταν η Σιμόν ντε Μποβουάρ εκείνη που τον ξαναέκανε γνωστό όταν τον ανέφερε το 1949 στην εισαγωγή του βιβλίου της «Το Δεύτερο Φύλο» όπως έκανε και με την Κριστίν ντε Πιζάν που μέχρι την αναφορά της από την Μποβουάρ ήταν γενικά άγνωστη παρά τη μεγάλη φήμη που απολάμβανε στην εποχή της.

Όμως ο Φρανσουά Πουλέν ντε λα Μπαρ εξακολουθεί να παραμένει ελάχιστα γνωστός εκτός της ιστοριογραφίας του πρώιμου φεμινισμού παρά το γεγονός πως τα τρία του βιβλία σχετικά με τα δικαιώματα των γυναικών αποτελούν το πρώτο παράδειγμα συνειδητής καρτεσιανής κοινωνικής φιλοσοφίας. Το έργο του αποτελεί την πρώτη απόπειρα να εφαρμοσθεί η καρτεσιανή λογική στην ανάλυση της κοινωνίας, της εξουσίας και της ισχύος δημιουργώντας αυτό που έχει αποκληθεί «κοινωνικός καρφτεσιανισμός» ενώ η κριτική της αντρικής εξουσίας αποτελεί απλώς το εφαλτήριο από το οποίο ξεκινά μια ευρεία κριτική της παραδοσιακής αυθεντίας σε όλους τους τομείς και δημιουργεί μία έννοια κοινωνικής αλλαγής που στηρίζεται στην αμφισβήτηση της υποτιθέμενης σταθερότητας της έννοιας της «φύσης» στη θεωρία του σύγχρονου φυσικού νόμου. Ο Πουλέν δεν ήταν ο πρώτος που μίλησε για φεμινιστικά ζητήματα αλλά ήταν ο πρώτος που μίλησε για αυτά με «μοντέρνο» τρόπο που θυμίζει τον σύγχρονο φεμινιστικό λόγο της εποχής μας ενώ επιχείρησε να συνδέσει τον φεμινισμό με τη συστηματική φιλοσοφία με αποτέλεσμα η σκέψη του να προοικονομεί θέματα και απόψεις που παραδοσιακά συνδέονται με τον Διαφωτισμό του 18ου αιώνα. Ο ίδιος όμως, επειδή ήταν ένας διανοητής που προηγούνταν της εποχής του, παρουσιάζεται συνήθως ως ένας μεμονωμένος ριζοσπάστης με αποτέλεσμα το έργο του να μην έχει αναλυθεί επαρκώς.

Ο αστεροειδής 19250 Poullain ονομάστηκε προς τιμήν του.

Σχετικά Άρθρα

Leave a Comment

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή