Ο Γεώργιος Αβέρωφ (γεννημένος ως Γεώργιος Αυγέρου Αποστολάκας) (Μέτσοβο, 15 Αυγούστου 1815 – Αλεξάνδρεια Αιγύπτου, 15 Ιουλίου 1899) ήταν Έλληνας Βλάχος επιχειρηματίας, και ένας από τους μεγαλύτερους εθνικούς ευεργέτες. Κατά τη συνήθεια της εποχής καθιέρωσε ως επώνυμο το όνομα του πατέρα του, Αυγερινού (Αυγέρου), το οποίο μετατράπηκε σε Αβέρωφ.
Από το Μέτσοβο μετέβηκε το 1837 στο Κάιρο της Αιγύπτου για να εργαστεί στο εμπορικό κατάστημα του αδελφού του Αναστασίου. Χάρη στην επιχειρηματική δραστηριότητα και την τόλμη του, εξελίχθηκε στον μεγαλύτερο έμπορο της Αιγύπτου και σημαντικό μέλος των Ελλήνων της Αιγύπτου. Παράλληλα ασχολήθηκε με τραπεζικές εργασίες, την αγορά και εκμίσθωση κτημάτων ενώ με τα ποταμόπλοιά του στον Νείλο κυριάρχησε στο εσωτερικό και εξωτερικό εμπόριο της Αιγύπτου. Από αυτές τις δραστηριότητες απόκτησε μία τεράστια περιουσία την οποία διέθεσε για εθνικούς και κοινωφελείς σκοπούς.
Ο Γεώργιος Αβέρωφ, πίνακας του Παύλου Προσαλέντη (Κέρκυρα 1857 – Αλεξάνδρεια 1894).
Η πολυεπίπεδη ευεργετική του δράση εκδηλώνεται μέσα από δωρεές σημαντικών ποσών για φιλανθρωπίες, κοινωφελή έργα και δημιουργία εκπαιδευτικών και άλλων υποδομών, στην ελληνική κοινότητα της Αλεξάνδρειας, το Μέτσοβο, την Αθήνα αλλά και γενικότερα προς το ελληνικό κράτος. Μεταξύ αυτών, την ίδρυση Γεωργικής Σχολής στη Λάρισα, την ανέγερση της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, τη δωρεά προς το Ωδείο των Αθηνών, τη δωρεά για την αναμαρμάρωση του Παναθηναϊκού σταδίου, όπου τελέστηκαν οι πρώτοι σύγχρονοι ολυμπιακοί αγώνες, την αποπεράτωση του Πολυτεχνείου των Αθηνών και τη δωρεά για τη ναυπήγηση σύγχρονου θωρηκτού με το οποίο η Ελλάδα κυριάρχησε στο Αιγαίο πέλαγος.
Γιος του Μιχαήλ Αυγέρου – Αποστολάκα και της Ευδοκίας Φάφαλη γεννήθηκε στο Μέτσοβο στις 15 Αυγούστου του 1815. Ήταν ο υστερότοκος γιος ανάμεσα στα επτά αδέλφια του – τρία κορίτσια και τέσσερα αγόρια. Στην αρχή ήταν βοσκόπουλο και παράλληλα μαθητής του Ελληνικού σχολείου του Μετσόβου όπου και έλαβε τα στοιχειώδη γράμματα. Όπως τότε οι περισσότεροι νέοι πολυμελών οικογενειών έφευγαν για “να κάνουν την τύχη τους” έτσι και ο Γεώργιος πήρε το δρόμο της ξενιτιάς. Ο μεγαλύτερος αδελφός του Αναστάσιος δούλευε ήδη σε εμπορική επιχείρηση του θείου του Ν. Στουρνάρα στο Κάιρο στην Αίγυπτο. Έτσι το 1837, σε ηλικία μόλις 19 ετών, έφυγε από το Μέτσοβο όπου γεννήθηκε και εγκαταστάθηκε αρχικά κοντά στον αδελφό του. Διευθύνει το κατάστημα υφασμάτων και εμπορεύεται το βαμβάκι. Μετά το θάνατο του αδελφού του συνεχίζει τις επιχειρηματικές δραστηριότητές του.
Αργότερα, το 1866 εγκαθίσταται στην Αλεξάνδρεια όπου και ασχολήθηκε με δική του πλέον εμπορική επιχείρηση εισαγωγών – εξαγωγών. Στο εμπόριο αυτό κατάφερε να εξάγει στη Ρωσία τεράστιες ποσότητες, για την εποχή εκείνη χουρμάδων, και ακολουθώντας το τότε εμπόριο ανταλλαγής ειδών ζήτησε και εισήγαγε μεγάλη ποσότητα χρυσονημάτων (μπρισίμ). Αυτή ήταν η πρώτη του εμπορική πράξη που του επέφερε τεράστια κέρδη και τον καθιέρωσε γενικότερα. Έτυχε τότε να παντρεύεται ένας Αιγύπτιος Πασάς και σύμφωνα με τα έθιμα οι παριστάμενοι στο γάμο έπρεπε να φορούν χρυσοκέντητες στολές.
Έτσι τα εισαγόμενα αυτά “χρυσονήματα του Αβέρωφ” όπως ονομάστηκαν κυριολεκτικά έγιναν ανάρπαστα σε πολλαπλάσια τιμή, τόσο από τη Βασιλική Αυλή όσο και από τους αξιωματούχους της Χώρας. Μ΄ εκείνο το κεφάλαιο που απέκτησε ο Αβέρωφ ξεκίνησε με συνεχή άλματα να δημιουργεί στη σειρά ευρύτατες επιχειρήσεις με εκπληκτικές επιτυχίες. Έτσι για αρκετά χρόνια θα ασκεί το αποκλειστικό εμπόριο υφασμάτων στο Σουδάν. Αγοράζει μεγάλο μέρος του βαμβακιού της Αιγύπτου καταφέρνοντας να το μεταποιήσει την κατάλληλη στιγμή όταν η ζήτηση στην Αγγλία ήταν αυξημένη, σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές, αφού το αμερικάνικο βαμβάκι δεν μπόρεσε να φθάσει στις ευρωπαϊκές αγορές. Όταν η χολέρα εξαπλώθηκε στην Αίγυπτο ο Αβέρωφ δεν δέχθηκε να εγκαταλείψει την Αλεξάνδρεια κι έτσι πολλαπλασίασε τον κύκλο εργασιών του. Το 1870 αναγνωρίσθηκε ως ο μεγαλύτερος έμπορος της Αιγύπτου. Από τότε άρχισε και το μεγάλο έργο της προσφοράς του.
Τον Ιούλιο του 1882 θα φύγει για τη Βιέννη και μετά από έντονη πίεση της τότε Ελληνικής κυβέρνησης- επειδή ο αγγλικός στόλος βομβάρδισε την Αλεξάνδρεια με σκοπό να καταστείλει την εξέγερση του Αραμπί Πασά. Απέκτησε τεράστια περιουσία και βοήθησε την ελληνική κοινότητα της Αλεξάνδρειας ιδρύοντας σχολεία και νοσοκομεία. Επειδή όμως η περιουσία του συνέχιζε να αυξάνεται με γεωμετρικό ρυθμό, προέβη σε πολλές φιλανθρωπικές και κοινωφελείς πράξεις και στην Ελλάδα. Θα αναδειχθεί πρόεδρος της Ελληνικής κοινότητας της Αλεξάνδρειας αφού έθεσε ως όρο την αποπληρωμή των χρεών της κοινότητας τα οποία ανέρχονταν στο ύψος των 20.000 αγγλικών λιρών, και που ο ίδιος κάλυψε κατά το ήμισυ.
Μεταξύ άλλων, χορήγησε χρήματα για την επέκταση του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, την αναμόρφωση του Παναθηναϊκού σταδίου και τον ανδριάντα του Ρήγα Φεραίου και του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Με χορηγία του Αβέρωφ υλοποιήθηκε η πρωτοπόρος πρωτοβουλία της Ελληνίδας εκπαιδευτικού και φεμινίστριας Καλλιόπης Κεχαγιά (1839-1905) για την ανέγερση και σύσταση Εφηβείου. Σύμφωνα με την Κεχαγιά, η κατάσταση των ελληνικών φυλακών για τους ανήλικους ήταν απαράδεκτη, καθώς ανήλικοι τρόφιμοι συμβίωναν με τους ενήλικες με αποτέλεσμα συχνά η φυλακή από μέρος σωφρονισμού να μετατρέπεται σε ένα σχολείο παραβατικότητας.
Το Εφηβείο Αβέρωφ αποτέλεσε υπόδειγμα σωφρονιστικού καταστήματος την εποχή εκείνη για την Ελλάδα. Διέθετε σχολείο, βιβλιοθήκη, εργαστήρια σε ειδικούς χώρους στα οποία εξασκούνταν οι τρόφιμοι, νοσοκομείο με αυτόνομους χώρους αναρρώσεως, μαγειρείο, τραπεζαρία και ναό. Πρότυπος θεωρείται και ο τρόπος και η διαφάνεια στην εξασφάλιση και διαχείριση των οικονομικών πόρων, η οργάνωση των εθελοντών, η αρχιτεκτονική του χώρου και ο εξοπλισμός του κτιρίου. Λίγα χρόνια όμως μετά την κατασκευή τους, και παρά το αρχικό όραμα, λόγω της ταραγμένης περιόδου του εθνικού διχασμού μετατράπηκαν άτυπα σε φυλακές πολιτικών κρατουμένων, αντιπάλων του εκάστοτε καθεστώτος. Τελικά κατεδαφίστηκαν το 1971.
Στον Αβέρωφ επίσης οφείλονται η ανέγερση κτιρίων και ιδρυμάτων όπως η σχολή Ευελπίδων, η Γεωργική σχολή της Λάρισας, το Ωδείο των Αθηνών, της Ελληνικής Φιλαρμονικής της Αλεξάνδρειας κ.α. Το μεγαλύτερο ευεργέτημα του πάντως θεωρείται η δωρεά 2.500.000 χρυσών φράγκων στο Πολεμικό Ναυτικό, χρήματα με τα οποία ναυπηγήθηκε το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ».
Προς το τέλος της ζωής του διετέλεσε και πρόεδρος της Ελληνικής κοινότητας της Αλεξάνδρειας (1895-1896). Επί των ημερών του η κοινότητα γνώρισε μεγάλη ακμή, η οποία όμως οφειλόταν κατά κύριο λόγο στις μεγάλες δωρεές που έκανε ο ίδιος ο Αβέρωφ.
Ο Γεώργιος Αβέρωφ πέθανε στην Αλεξάνδρεια στις 15 Ιουλίου του 1899 και κηδεύτηκε σε πάνδημο πένθος του Ελληνισμού. Η Ελληνική Κυβέρνηση (του Γ. Θεοτόκη) στις 22 Απριλίου του 1908 έστειλε το εύδρομο “ΜΙΑΟΥΛΗΣ” και μετέφερε τη σορό του στην Ελλάδα όπου με ιδιαίτερες τελετές αναπαύθηκε στο χώμα της πατρίδας του που τόσα πολλά είχε προσφέρει. Η Ελληνική Πολιτεία, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τις πλούσιες προς το έθνος δωρεές και υπηρεσίες, τον ανακήρυξε Μέγα Εθνικό Ευεργέτη και ανήγειρε μαρμάρινο ανδριάντα προ των προπυλαίων του Παναθηναϊκού Σταδίου.
Συνεισφορά του Γεωργίου Αβέρωφ στη διοργάνωση των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων
Αφότου ανέθεσε το Διεθνές Συνέδριο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, το 1894, στην Ελλάδα τη διοργάνωση των πρώτων διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων, η Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων (Ε.Ο.Α.) δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στο έργο της, λόγω ελλείψεως χρημάτων. Τότε ο διάδοχος του ελληνικού θρόνου Κωνσταντίνος, ως Πρόεδρος της Ε.Ο.Α., έστειλε στην Αίγυπτο τον γενικό γραμματέα της Ε.Ο.Α. Τιμολέοντα Φιλήμονα, προκειμένου να ζητήσει οικονομική βοήθεια από τον Γεώργιο Αβέρωφ για την ανέγερση του Παναθηναϊκού σταδίου. Κατά τη συνάντησή τους, στο σαλόνι της αρχοντικής οικίας του Αβέρωφ, ενώ ο Φιλήμων ζητούσε την οικονομική βοήθεια, ο Αβέρωφ σηκώθηκε, αφού ζήτησε συγνώμη, και κατευθύνθηκε προς το τζάκι για να ανάψει το τσιγάρο του, ενώ στο χέρι του κρατούσε ένα κουτί σπίρτα.
Ο Φιλήμων αρχικώς σχημάτισε την εντύπωση ότι είχε να κάνει με έναν άνθρωπο εξαιρετικά φειδωλό, αφού απέφευγε να ξοδέψει ένα σπιρτόξυλο. Όμως, ο Αβέρωφ, ο οποίος απλά ήθελε να επισημάνει την αναγκαιότητα της σωστής οικονομικής διαχειρίσεως, απέδειξε πόσο γενναιόδωρος ήταν προς την πατρίδα του, χορηγώντας πολύ περισσότερα χρήματα, από ό,τι του ζητήθηκε. Χορήγησε το μυθικό για εκείνη την εποχή ποσό του 1.000.000 δραχμών, το οποίο διατέθηκε για την ανέγερση του Παναθηναϊκού Σταδίου, όπου διοργανώθηκαν οι πρώτοι σύγχρονοι διεθνείς Ολυμπιακοί Αγώνες. Αργότερα, με τη διαθήκη διέθεσε το 20% της περιουσίας του για την περάτωση του Παναθηναϊκού σταδίου.
Διαθήκη
Η Διαθήκη του Μεγάλου Ευεργέτη, Γεωργίου Αβέρωφ συντάχθηκε ιδιόχειρα από τον ίδιον στις 18/30 Μαρτίου 1898 (στην οικία του που βρίσκονταν στο ακίνητο των Αδελφών Βολανάκη) και επικυρώθηκε από το “εν Αλεξανδρεία” Ελληνικό Προξενικό Δικαστήριο κατά τη συνεδρίασή του στις 16/28 Ιουλίου του 1899, την επομένη του θανάτου του. Ακολούθησε τηλεγράφημα του Έλληνα γενικού Πρόξενου Ι. Γρυπάρη προς ενημέρωση του Βασιλέα των Ελλήνων και αργότερα στις 9 Αυγούστου 1899, στάλθηκε ακριβές αντίγραφο της διαθήκης, που βεβαίωνε ο ίδιος ο πρόξενος και που παραδόθηκε στην Ελληνική Κυβέρνηση. Η Διαθήκη τυπώθηκε και δημοσιεύτηκε στον ελληνόγλωσσο αλεξανδρινό τύπο “Ταχυδρόμου” του Γ. Τηνίου (σε σχήμα 8, σελίδες 17).
Βιβλιογραφία
- Μιχαήλ Τρίτος, «Η συμβολή των Βλαχόφωνων στην Επανάσταση του 1821 και την ανέλιξη του νέου Ελληνικού κράτους. Περίπτωση του Γεώργιου Αβέρωφ», Βελλά Επιστημονική Επετηρίδα Ανωτέρας Εκκλησιαστικής Σχολής Ιωαννίνων, τομ. Γ΄, (2005), σελ.505-520
- Ι. Χατζηφώτης, « Οι Μετσοβίτες στην Αλεξάνδρεια » Πρακτικά Α΄συνεδρίου μετσοβίτικων σπουδών, Αθήνα 1993, σ. 87-96.
- Β. Σκαφιδάς, «Ιστορία του Μετσόβου», ΗΕ 12/131, 133 (1963), σελ. 294-299, 392-396.
- Γ. Πλατάρης–Τζίμας, Κώδικας Διαθηκών, Μείζονες και ελάσσονες ευεργέτες του Μετσόβου, τόμ. Α΄, εκδ. Νομαρχιακής αυτοδιοίκησης Ιωαννίνων και Δήμου Μετσόβου, Μέτσοβο/Αθήνα 2004, σελ. 288-333.
- Α. Πολίτου, Ο Ελληνισμός και η Νεωτέρα Αίγυπτος, τόμ. Α΄, Η ιστορία του αιγυπτιώτου ελληνισμού από του 1798 μέχρι 1927, εκδ. Γράμματα, Αλεξάνδρεια-Αθήναι 1928-1930, 256, 258-263.
- B. Καϊμακάμης Β, “Ειδικά Θέματα Ολυμπιακών Αγώνων”, Θεσσαλονίκη 2012, σσ. 134-135.