«Μα πού να πας να την βρεις αυτή τη ματιά την κάθετη;», μου είχε απαντήσει όταν κάποτε τον ρώτησα για τον ρόλο των καλλιτεχνών. Αυτή λοιπόν η ματιά η «κάθετη» ήταν που τον χαρακτήριζε ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Το βλέμμα το διεισδυτικό και συγχρόνως ονειροπόλο. Η δύναμη της στοχαστικής σιωπής και μιας βαθιάς τρυφερότητας συνδυασμένης με τη ρώμη των σκληρών υλικών. Μια πεταλούδα καρφιτσωμένη πάνω στο γυμνό ατσάλι για παράδειγμα. Το γυαλί που συναντούσε το βαμβάκι. Ο αδιάκοπος μόχθος – τα σακκιά τα γεμισμένα με καφέ, όσπρια, κάρβουνο, αποκτούσαν μια διάσταση ποιητική.
Ο Γιάννης Κουνέλλης υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Arte Povera. Ενός καλλιτεχνικού κινήματος στην Ιταλία που συνδημιούργησε τη δεκαετία του 1960 και έδινε αξία στα μικρά, τα απαξιωμένα και ευτελή αντικείμενα της καθημερινότητας. Αν και γεννημένος στον Πειραιά το 1936 θεωρούσε τον εαυτό του περισσότερο «Ιταλό». Τα ιταλικά ήταν η γλώσσα που μιλούσε, αγαπούσε και μέσω της οποίας δίδαξε για σχεδόν δέκα χρόνια στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Ντίσελντορφ. Η Ελλάδα ήταν μια βαθιά πληγή. Οι εικόνες του εμφυλίου, οι νεκροί στους δρόμους και τις ταράτσες των σπιτιών, αλλά και τα καράβια, οι αποθήκες, τα εμπορεύματα, το λιμάνι, ο Πειραιάς όπου μεγάλωσε ήταν εικόνες που κουβαλούσε μέσα του και μετουσίωνε σε έργα. Εικόνες που μετέτρεψε σε μια ιδιότυπη ζωγραφική. Διότι για τον ίδιο η ζωγραφική δεν είχε δυο μόνο διαστάσεις. Ο ίδιος θεωρούσε, λοιπόν, τον εαυτό του ζωγράφο και ας έφτιαχνε «εγκαταστάσεις» – ένας όρος που συχνά ευτελίστηκε, μια και όχι σπάνια κακοποιήθηκε από τους ίδιους τους καλλιτέχνες.
Το ταξίδι μέσα από την τέχνη

Βαθιά στοχαστικός, μπορούσε με περισσή ευκολία να περιπλανηθεί και να συνταιριάξει τους δρόμους της πολιτικής, της οικονομίας, της ψυχανάλυσης. Εμμονικός με τη δουλειά του και βαθιά αφοσιωμένος. Σε όσους είχαμε την τύχη να μας δεχθεί στην τάξη του (ας μου επιτραπεί η αυτοαναφορικότητα, αλλά θέλω απλά να εξηγήσω πού ξέρω κάποια από αυτά που γράφω…) είχαμε την ευκαιρία να ταξιδέψουμε μαζί του κυριολεκτικά και μεταφορικά σε κόσμους διαφορετικούς. Μας πήρε μαζί του στο σπίτι του στην Κορτόνα, μας ταξίδεψε στη Φλωρεντία και αλλού στην Ιταλία γιατί του ήταν πολύ σημαντικό να μας δείξει την απλότητα και το βάθος του Μασάτζο, την αιχμηρότητα του Καραβάτζο. Μας συνόδευσε σε εκθέσεις στο Βελιγράδι αλλά και στη Θεσσαλονίκη, όταν ήταν πολιτιστική πρωτεύουσα. Μας έμαθε πως ο χώρος είναι αυτός που προσδιορίζει το έργο και όχι το αντίστροφο.

Γνώριζε πολύ καλά να παίζει το πειθαρχημένο παιχνίδι της ελευθερίας της τέχνης. Γιατί η τέχνη σου δίνει αυτήν την στέρεη ψευδαίσθηση της ελευθερίας, που όμως για να υπάρξει, προϋποθέτει βαθιά αφοσίωση και ενασχόληση. Και στον Κουνέλλη θα του αρκούσε, όπως έλεγε, ένα ράτζο για να κοιμάται κάποιες φορές δίπλα στις εκθέσεις που ετοίμαζε νυχθημερόν για τα μεγαλύτερα μουσεία και γκαλερί του κόσμου.
Μια σημαντική παρακαταθήκη
Έργα του βρίσκονται στις σπουδαιότερες συλλογές του πλανήτη και έχει συμμετάσχει στις σημαντικότερες εκθέσεις του κόσμου, από την Documenta στο Κάσελ μέχρι την Biennale της Βενετίας. Όμως η απλότητα, η προσήνεια και η αξιοπρέπεια δεν του επέτρεψαν ποτέ να καμωθεί πως ήταν κάτι πολύ πιο ξεχωριστό από τους μαθητές του. Αντλούσε μεγάλη χαρά και ικανοποίηση όταν τους συναντούσε και είναι βέβαιο ότι προτιμούσε την άγουρη και αυθεντική ματιά των νεαρών συνομιλητών από τους μεγαλοσχήμονες που τον περιέβαλαν.
Έφυγε στις 16 Φεβρουαρίου 2017 αφήνοντας σε όσους τον γνώρισαν, αυτή την σπάνια παρακαταθήκη της σημαντικής συνάντησης στη ζωή και σε όσους δεν τον γνώρισαν, ένα έργο αυθεντικό, δυνατό, ποιητικό.