Ο Γιάνους Κόρτσακ (Janusz Korczak, 22 Ιουλίου 1878 ή 1879 – 5 Αυγούστου 1942) ήταν Πολωνός παιδίατρος, παιδαγωγός, συγγραφέας, δημοσιογράφος, κοινωνικός ακτιβιστής και αξιωματικός του πολωνικού στρατού. Το πραγματικό του όνομα ήταν Χένρυκ Γκόλντσμιτ (Henryk Goldszmit), επίσης γνωστός και ως ο Γερο-δόκτωρ ή ο Κύριος δόκτωρ.
Ο Κόρτσακ ήταν καινοτόμος και πρωτοποριακός παιδαγωγός, εκπαιδευτικός και συγγραφέας κειμένων για τη θεωρία και την πρακτική της εκπαίδευσης. Θεωρείται πρόδρομος στην υπεράσπιση και την προώθηση θεμάτων που αφορούν τα δικαιώματα και την πλήρη ισότητα των παιδιών. Ως διευθυντής ορφανοτροφείου δημιούργησε, μεταξύ άλλων, δικαστήριο μεταξύ των παιδιών για την επίλυση δικών τους συναδελφικών υποθέσεων. Εκεί εξέταζαν θέματα που υπέβαλαν τα ίδια. Σε αυτό το δικαστήριο επίσης, τα παιδιά είχαν τη δυνατότητα να προσφεύγουν κατά των εκπαιδευτών τους.
Ο διάσημος Ελβετός ψυχολόγος Ζαν Πιαζέ, ο οποίος επισκέφθηκε το Ορφανοτροφείο (Dom Sierot), το οποίο είχε ιδρυθεί και διευθυνόταν από τον Κόρτσακ, είπε γι’ αυτόν πως είναι «ένας υπέροχος άνθρωπος, ο οποίος είχε το θάρρος να εμπιστεύεται τα παιδιά και τους εφήβους, που είχε υπό την φροντίδα του, φθάνοντας μέχρι και τη μεταβίβαση στα χέρια των ίδιων των παιδιών ζητημάτων πειθαρχίας και ατομικής ανάθεσης των πιο δύσκολων καθηκόντων με πολύ μεγάλη ευθύνη».
Ο Κόρτσακ πρώτος εξέδωσε παιδαγωγικό περιοδικό, όπως ήταν η «Μικρή Επισκόπηση» (Mały Przegląd), το οποίο περιείχε υλικό που είχε σταλεί για δημοσίευση από παιδιά και προορίζονταν κυρίως για παιδικούς αναγνώστες. Ήταν ένας από τους πρωτοπόρους της έρευνας στον τομέα της παιδικής ανάπτυξης και ψυχολογίας καθώς και της εκπαιδευτικής διαγνωστικής.
Επίσης ως Πολωνοεβραίος υποστήριζε σε όλη τη ζωή του ότι ανήκει και στα δύο έθνη.
Ο Κόρτσακ γεννήθηκε στη Βαρσοβία σε μια πολωνοποιημένη εβραϊκή οικογένεια. Οι γονείς του ήσαν ο δικηγόρος Józef Goldszmit (1844-1896) και η Cecylia το γένος Gębicka (1853/4-1920). Το γνήσιο πιστοποιητικό γέννησής του δεν έχει διασωθεί, οπότε η ημερομηνία της γέννησής του παραμένει αβέβαιη.
Οι οικογένεια των Goldszmit κατάγονταν από τη περιοχή του Λούμπλιν (Lublin), και των Gębicki από την περιοχή του Πόζναν (Poznań). Ο προπάππος Maurycy Gębicki και ο παππούς Hersz Goldszmit ήταν γιατροί. Οι τάφοι του πατέρα του Γιάνους Κόρτσακ και των παππούδων του από την πλευρά της μητέρας του (ο τάφος της οποίας δεν βρέθηκε) βρίσκονται στον εβραϊκό νεκροταφείο της Βαρσοβίας, στην οδό Okopowa.
Η καλή αρχικά οικονομική κατάσταση της οικογένειας Goldszmit άρχισε να επιδεινώνεται εξαιτίας της ψυχικής ασθένειας του πατέρα του, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του 1890 για πρώτη φορά εισήχθη σε ψυχιατρικό ίδρυμα με συμπτώματα φρενοβλάβειας. Ο πατέρας του πέθανε στις 26 Απριλίου του 1896. Μετά το θάνατό του ο Κόρτσακ ως μαθητής στα 17-18 του άρχισε να παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα για να βοηθήσει την οικογένειά του. Η μητέρα του Cecylia Goldszmit υπενοικίαζε δωμάτια του διαμερίσματός τους στη Βαρσοβία. Τις απολυτήριες εξετάσεις της μέσης εκπαίδευσης (matura) ο Κόρτσακ τις πέρασε στα είκοσι του, άντρας πλέον.
Ως παιδί ο Γιάνους Κόρτσακ διάβαζε πολύ. Πολλά χρόνια αργότερα, στο ημερολόγιο που έγραψε στο γκέτο σημείωνε: «Έπεσα στην τρέλα, στη μανία της ανάγνωσης. Ο γύρο κόσμος χάθηκε από τα μάτια μου, υπήρχαν μόνο βιβλία». Το 1898 ξεκίνησε τις σπουδές του στην Ιατρική Σχολή του Αυτοκρατορικού Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας. Το καλοκαίρι του 1899 για πρώτη φόρα ταξίδεψε στο εξωτερικό, στην Ελβετία, όπου γνώρισε τις δραστηριότητες και το παιδαγωγικό έργο του Πεσταλότσι. Προς το τέλος τις ίδιας χρονιάς συνελήφθη για τις δραστηριότητές του στο αναγνωστήριο της Φιλανθρωπικής Εταιρίας της Βαρσοβίας και κρατήθηκε για σύντομο διάστημα. Σπούδασε για έξι χρόνια, επαναλαμβάνοντας το πρώτο έτος. Σπούδασε και στο Uniwersytet Latający (Ιπτάμενο Πανεπιστήμιο, όπως ονομάζονταν η κρυφή ανώτατη σχολή της Βαρσοβίας – η Πολωνία ήταν τότε διαμελισμένη ανάμεσα σε Πρωσία, Αυστροουγγαρία και Ρωσία). Στα φοιτητικά του χρόνια από προσωπική εμπειρία γνώρισε τη ζωή των φτωχών συνοικιών, του προλεταριάτου και του λούμπεν προλεταριάτου. Ανήκε επίσης στη μασονική στοά «Αστέρι της Θάλασσας» της Διεθνούς Ομοσπονδίας “Le Droit Humain”, η οποία δημιουργήθηκε με σκοπό να «συμφιλιώσει όλους τους ανθρώπους, τους οποίους χωρίζουν θρησκευτικοί φραγμοί και την αναζήτηση της αλήθειας, διατηρώντας παράλληλα το σεβασμό για τον άλλο άνθρωπο».
Γιατρός
Στις 23 Μαρτίου του 1905 ο Κόρτσακ έλαβε το πτυχίο της Ιατρικής. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους ως γιατρός κλήθηκε στον τσαρικό στρατό και συμμετείχε στο ρωσοϊαπωνικό πόλεμο. Υπηρέτησε στο Χαρμπίν. Από τα παιδιά της Μαντζουρίας έμαθε κινέζικα. Στα τέλη Μαρτίου του 1906 επέστρεψε στη Βαρσοβία. Το διάστημα μεταξύ 1905-1912 εργάστηκε ως παιδίατρος στο Νοσοκομείο Παίδων «Berson’s & Bauman’s». Σε αντάλλαγμα για ένα διαμέρισμα που του παραχωρήθηκε, εκτελούσε μόνιμη υπηρεσία σε νοσοκομείο, όπου με αφοσίωση εκπλήρωνε τα καθήκοντά του ως «τοπικός γιατρός». Στην ιατρική πρακτική του δεν απέφευγε τις προλεταριακές περιοχές της πόλης. Από τους άπορους ασθενείς συχνά έπαιρνε μια συμβολική αμοιβή ή ακόμα τους παραχωρούσε πόρους για τα φάρμακα, από τους εύπορους όμως δεν δίσταζε να απαιτεί υψηλές αμοιβές, κάτι στο οποίο τον διευκόλυνε η λογοτεχνική του δημοτικότητα.
Στα χρόνια 1907-1910/11 επιμορφώνονταν στο εξωτερικό, όπου παρακολουθούσε διαλέξεις, έκανε πρακτική στις παιδικές κλινικές, επισκεπτόταν τα εκπαιδευτικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα. Σχεδόν ένα χρόνο έμεινε στο Βερολίνο (1907-1908), τέσσερις μήνες στο Παρίσι[ (1910), ένα μήνα στο[ Λονδίνο] (1910 ή 1911).
Όπως έγραψε χρόνια αργότερα, ήταν στο Λονδίνο όπου αποφάσισε πως δεν θα δημιουργήσει ποτέ μια οικογένεια και «θα εξυπηρετεί τα παιδιά και τις υποθέσεις των παιδιών». Εκείνη την εποχή ο Κόρτσακ ήταν δραστήριος κοινωνικά, μεταξύ των άλλων ανήκε στην Εταιρία Υγιεινής της Βαρσοβίας και στην Εταιρία Θερινών Κατασκηνώσεων (TKL). Κατά τα έτη 1904, 1907, 1908 εργάστηκε σε θερινές κατασκηνώσεις οργανωμένες από την TKL για τα παιδιά της εβραϊκής και πολωνικής κοινότητας. Το 1906 εξέδωσε το βιβλίο του «Το παιδί του σαλονιού» (Dziecko salonu), το οποίο έτυχε πολύ καλής αποδοχής από τους αναγνώστες και τους κριτικούς. Από τότε, χάρη στη δημοσιότητα, την οποία έχει κερδίσει με τις δημοσιεύσεις του, έγινε γνωστός και περιζήτητος παιδίατρος στη Βαρσοβία. Το 1909 εντάχθηκε στον εβραϊκό Σύλλογο «Βοήθεια στα Ορφανά». Αυτός ο σύλλογος λίγα χρόνια αργότερα έχτισε το δικό του ορφανοτροφείο το «Σπίτι των Ορφανών» (Dom Sierot), στον οποίο διευθυντής έγινε ο ίδιος ο Κόρτσακ.
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου κλήθηκε εκ νέου στον τσαρικό στρατό. Υπηρέτησε ως κατώτερος επιμελητής του νοσοκομείου της εκστρατευτικής μεραρχίας, κυρίως στην Ουκρανία. Το 1917 ανεκλήθη σε ιατρική εργασία σε άσυλα για τα παιδιά της Ουκρανίας κοντά στο Κίεβο. Δύο χρόνια νωρίτερα, κατά τη διάρκεια των σύντομων διακοπών, που τα πέρασε στο Κίεβο, συναντήθηκε με τη Maria Falska (γένος Rogowska) – Πολωνή κοινωνική ακτιβίστρια και αγωνίστρια υπέρ της εθνικής ανεξαρτησίας, η οποία διεύθυνε τότε μια εκπαιδευτική εστία για αγόρια από την Πολωνία. Μετά την λήξη της υπηρεσίας του στον ρωσικό στρατό, στο βαθμό του λοχαγού τον Ιούνιο του 1918 επέστρεψε στη Βαρσοβία. Σύντομα όμως, μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Πολωνίας (11 Νοεμβρίου 1918), πάλι επέστρεψε στο στρατό. Αλλά αυτή τη φορά επιστρατεύτηκε στον αναγεννημένο πολωνικό στρατό. Κατά τη διάρκεια του πολωνο-μπολσεβικικού πολέμου (1919-1921) εκτελούσε τις ιατρικές του υπηρεσίες σε στρατιωτικά νοσοκομεία στο Λοτζ (Łódź) και στη Βαρσοβία. Επίσης τότε αρρώστησε από τύφο. Για την υπηρεσία του πήρε προαγωγή στο βαθμό του ταγματάρχη του Πολωνικού Στρατού.
Παιδαγωγός
Απόψεις
Από την νεαρή ηλικία του ήταν επηρεασμένος από τις ιδέες και τις εμπειρίες της «νέας εκπαίδευσης» και τον απασχολούσαν τα ζητήματα εκπαίδευσης και ανατροφής των παιδιών. Εμπνεύστηκε επίσης από την θεωρία του παιδαγωγικού προοδευτισμού, αναπτυγμένη, μεταξύ άλλων, από τον Τζων Ντιούι, και από το έργο των Decroly και Μοντεσσόρι και των πιο παλιών παιδαγωγών όπως ο Πεσταλότσι, Σπένσερ, Φρέμπελ. Γνώριζε τις παιδαγωγικές αντιλήψεις του Τολστόι. Τόνιζε επίσης την ανάγκη για διάλογο με τα παιδιά.
Δημοσίευε και έδινε διαλέξεις σε θέματα που σχετίζονται με την ανατροφή των παιδιών και την παιδαγωγική. Την εμπειρία του στην εργασία με παιδιά την απέκτησε πρώτα ως επιμελητής, στη συνέχεια ως κοινωνικός ακτιβιστής, και αργότερα ως διευθυντής του Ορφανοτροφείου (Dom Sierot) και συνιδρυτής του ιδρύματος «Το Σπίτι Μας» (Nasz Dom). Κατά την περίοδο του μεσοπολέμου δίδαξε σε διάφορες σχολές και ιδρύματα της χώρας, μεταξύ των άλλων στο Εθνικό Ινστιτούτο Ειδικής Αγωγής (σήμερα: Ακαδημία της Ειδικής Αγωγής «Maria Grzegorzewska»), στην Κρατική Ιερατική Σχολή για Εκπαιδευτές του Ιουδαϊσμού και στο Εθνικό Ινστιτούτο Εκπαιδευτικών.
Ο Κόρτσακ ήταν υποστηρικτής της χειραφέτησης του παιδιού, της αυτοδιάθεσής του, του αυτοπροσδιορισμού και του σεβασμού των δικαιωμάτων του. Οι τρόποι αυτοδιοίκησης των εποπτευόμενων από τον Κόρτσακ ιδρυμάτων στηρίζονταν σε καθημερινή βάση στις αρχές της δημοκρατίας, τις οποίες ο Κόρτσακ στον ίδιο βαθμό εφάρμοζε στα παιδιά και στους ενήλικους. Έλεγε: «ένα παιδί συσχετίζεται και κατανοεί όπως ένας ενήλικας – μόνο που δεν έχει ακόμα τις ίδιες εμπειρίες».
Το περιοδικό που συντασσόταν από και για τα παιδιά λειτουργούσε ως δεξαμενή ταλέντων. Αυτό ήταν σημαντικός πυλώνας ενσωμάτωσης, ιδιαίτερα παιδιών προερχόμενων από ορθόδοξες εβραϊκές οικογένειες. Ο γιατρός Κόρτσακ υποστήριζε την επανακοινωνικοποίηση καθώς και την ολοκληρωμένη, καινοτόμα φροντίδα των παιδιών του κοινωνικού περιθωρίου.
Ισχυριζόταν ότι η θέση του παιδιού βρίσκεται στη συντροφιά των συνομήλικων του και όχι στην ασφάλεια του σπιτιού. Επιδίωκε ώστε τα παιδιά να έχουν τις δυνατότητες να υπερβαίνουν τις πρώιμες πεποιθήσεις τους και να υπόκεινται στη διαδικασία της κοινωνικοποίησης, προετοιμαζόμενα έτσι για την ενήλικη ζωή τους. Προσπαθούσε να εξασφαλίσει στα παιδιά ξέγνοιαστη – που δεν σημαίνει όμως και χωρίς καθήκοντα – παιδική ηλικία. Πίστευε ότι ένα παιδί θα έπρεπε από μόνο του να κατανοεί και να βιώνει συναισθηματικά κάθε συγκεκριμένη κατάσταση, να την βιώνει για να μπορεί να βγάζει αυτοτελή συμπεράσματα και ενδεχομένως να αποτρέπει πιθανές αρνητικές συνέπειες. «Δεν είναι παιδιά – είναι άνθρωποι», έγραφε.
Όλα τα παιδιά, τα οποία γιάτρευε ή ανέτρεφε τα θεωρούσε δικά του. Η επακόλουθη δραστηριότητά του, επιβεβαίωσε αυτή του τη θέση. Άλλωστε οι αλτρουιστικές πεποιθήσεις του δεν θα του επέτρεπαν την ιδιαίτερη μεταχείριση και διάκριση οποιασδήποτε μικρής ομάδας προστατευόμενων του. Δεν θεωρούσε την παραδοσιακή οικογένεια ως το πιο σημαντικό και βασικό κύτταρο των κοινωνικών δεσμών και δεν αποδεχόταν το ρόλο που αυτή έπαιζε στους κύκλους της χριστιανό-συντηρητικής και παραδοσιακά εβραϊκής κοινωνίας.
Τα βασικά στοιχεία της αντίληψης του Κόρτσακ για την εκπαίδευση είναι:
- η απόρριψη της βίας – σωματικής και λεκτικής, όπως αυτή προκύπτει από την υπεροχή της ηλικίας ή της ισχύος κάποιας θέσης
- η ιδέα της εκπαιδευτικής αλληλεπίδρασης μεταξύ των ενηλίκων και των παιδιών, η οποία διευρύνει τον ορισμό της κλασικής παιδαγωγικής
- η πεποίθηση ότι κάθε παιδί είναι ένα ανθρώπινο ον, στον ίδιο βαθμό όπως ένας ενήλικας
- η αρχή ότι η εκπαιδευτική διαδικασία πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ιδιαιτερότητα του κάθε ατόμου
- η πίστη ότι ένα παιδί ξέρει πολύ καλά τις ανάγκες, φιλοδοξίες και συναισθήματα του και ως εκ τούτου θα πρέπει να έχει δικαίωμα οι απόψεις του να λαμβάνονται υπόψη από τους ενήλικους
- η χορήγηση στο παιδί του δικαιώματος στο σεβασμό, στην άγνοια και στις αποτυχίες, στη γνώμη και στη δική του ιδιοκτησία
- η αναγνώριση της διαδικασίας ανάπτυξης του παιδιού ως μιας σκληρής διαδικασίας.
Σύγχρονη αντίληψη
Σήμερα ο Γιάνους Κόρτσακ αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ως πρόδρομος μιας σειράς εκπαιδευτικών τάσεων σχετικά με τα δικαιώματα των παιδιών και έχει γίνει σημείο αναφοράς για πολλούς σύγχρονους συγγραφείς [52]. «Μεταρρύθμιση του κόσμου σημαίνει μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης», πίστευε.
Ο Κόρτσακ θεωρείται [53] ως ένας από τους πρωτεργάτες της παιδαγωγικής τάσης ονομαζόμενης σήμερα «ηθική αγωγή» (moral education), αν και δεν δημιούργησε καμία συστηματική θεωρία για το θέμα αυτό [54] [55]. Οι σύγχρονες παιδαγωγικές ιδέες του είχαν τη βάση στην πρακτική. Ήταν εναντίον της χρήσης δογμάτων στη διδακτική, μολονότι ήταν καλά κατατοπισμένος σε παιδαγωγικά και ψυχολογικά ρεύματα της εποχής του [56]. Σύμφωνα με τον Igor Newerly [57] ο Κόρτσακ δεν ταυτιζόταν με κάποια συγκεκριμένη πολιτική ιδεολογία ή εκπαιδευτικό δόγμα. Παρ’ όλα αυτά ο Γιάνους Κόρτσακ θεωρείται προάγγελος πολλών τάσεων. Ο Kohlberg κρίνει ότι η δική του «Δίκαια κοινότητα των παιδιών» (Children Just Community) [58] βασίζεται στην πρακτική του Κόρτσακ. Υποστηρίζεται πως [59] ο Κόρτσακ και ο Paulo Freire έχουν παρόμοιες απόψεις για τη δημοκρατία στο σχολείο και τη θεωρία του διαλόγου. Υποστηρικτές της παιδαγωγικής αγάπης (pedagogical love) στηρίζουν τη θεωρία τους σε ένα μοντέλο σχέσης δασκάλου-μαθητή, που αναπτύχθηκε από τον Κόρτσακ [60]. Άλλοι συγγραφείς [61] προσπαθούν να ανακαλύψουν στον Κόρτσακ και στον Martin Buber την πηγή του ρεύματος της «θρησκευτικής παιδείας».
Οι ιδέες του Κόρτσακ εφαρμόζονται στην «ιδεολογία της ομαλοποίησης» της εκπαίδευσης των παιδιών με νοητική υστέρηση [62]. Η προσέγγισή του στην διαπαιδαγώγηση των παιδιών έχει επηρεάσει τις μεταπολεμικές νομοθετικές πρωτοβουλίες, που ελήφθησαν προς όφελος των παιδιών. Στις πρωτοβουλίες αυτές σε μεγάλο βαθμό συνεισέφερε η Πολωνία, η οποία έλαβε ενεργή συμμετοχή στην προετοιμασία της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Παιδιού το 1959, καθώς και πρωτοστάτησε στη συγγραφή και προώθηση της «Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού», η οποία εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1989.
Ορφανοτροφείο και Το Σπίτι Μας
Μαζί με τη Stefania Wilczyńska ίδρυσε στην Βαρσοβία και διηύθυνε ένα ορφανοτροφείο για εβραιόπουλα – «Dom Sierot» (Σπίτι των Ορφανών) – το οποίο χρηματοδοτούνταν από τον εβραϊκό Σύλλογο «Βοήθεια στα Ορφανά». Το ορφανοτροφείο βρίσκονταν στην οδό Krochmalna 92 (σήμερα οδ. Jaktorowska 6). Στις 7 Οκτωβρίου 1912 το Dom Sierot ξεκίνησε τη λειτουργία του και ο Κόρτσακ έγινε διευθυντής του. Η Stefania Wilczyńska (1886-1942) – δεσποινίς/κυρία Stefa – έγινε ανώτατη παιδαγωγός. Ο Κόρτσακ διηύθυνε το ορφανοτροφείο για 30 χρόνια. Στα τέλη Οκτωβρίου αρχές Νοεμβρίου του 1940 το Dom Sierot μεταφέρθηκε στο γκέτο, στην οδό Chłodna. Κατά τη διάρκεια μιας παρέμβασης που είχε σχέση με τη μετακόμιση του ορφανοτροφείου, ο Κόρτασκ συνελήφθη. Οι Ναζί τον έστειλαν στις φυλακές Pawiak, αλλά μετά από μερικές εβδομάδες αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση.
Από το 1919, μαζί με τη Maria Falska ο Κόρτσακ είχε συνδημιουργήσει ένα άλλο ίδρυμα φροντίδας – ορφανοτροφείο για πολωνικά παιδιά «Nasz Dom» (Το Σπίτι Μας), το οποίο αρχικά βρισκόταν στο Pruszków, κοντά στη Βαρσοβία, και από το 1928 σε μια συνοικία της Βαρσοβίας – Bielany. Η συνεργασία του με την Falska διήρκεσε μέχρι το 1936. Στο «Nasz Dom» επίσης χρησιμοποιήθηκαν καινοτόμες μέθοδοι διδασκαλίας. Τα δύο ιδρύματα, προοριζόμενα για παιδιά ηλικίας 7-14 ετών, στηρίζονταν στην ιδέα μιας αυτοδιοικούμενης κοινότητας, η οποία δημιούργησε τα δικά της όργανα, όπως κοινοβούλιο, δικαστήριο, εφημερίδα, σύστημα ωρών υπηρεσίας, συμβολαιογραφείο ή ένα δανειστικό ταμείο. Για την διαπαιδαγωγική και εκπαιδευτική του δραστηριότητα στις 11 Νοεμβρίου 1925 (εθνική επέτειος της Ανεξαρτησίας της Πολωνίας) στον Korczak απονεμήθηκε κρατικό παράσημο Krzyż Oficerski Orderu Odrodzenia Polski (τo παράσημο ο Σταυρός του Αξιωματικού της Αναγεννημένης Πολωνίας).
Συγγραφέας, δημοσιολόγος, ραδιοφωνικός δημοσιογράφος
Το δημοσιογραφικό του ντεμπούτο το έκανε στις 26 Σεπτεμβρίου 1896 στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Kolce» (Αγκάθια). Ως μαθητής του γυμνασίου δεν μπορούσε να δημοσιεύει στον τύπο επισήμως και ως εκ τούτου υπέγραφε με το ψευδώνυμο «Hen». Αργότερα χρησιμοποίησε και άλλα ψευδώνυμα, όπως, μεταξύ των άλλων, Hen-Ryk, Hagot, Stary Doktor (Γερο-δόκτωρ). Από τον ομώνυμο τίτλο «Ο Janaszu Korczaku i pięknej miecznikównie» του μυθιστορήματος του J.I. Kraszewski (γνωστού και πολυγραφότατου Πολωνού συγγραφέα) δανείστηκε το ψευδώνυμο Janasz Korczak (Γιάνας Κόρτσακ), με το οποίο σε μια ελαφρώς τροποποιημένη μορφή ως Janusz Korczak (Γιάνους Κόρτσακ) έγινε περισσότερο γνωστός, απ’ ότι με το πραγματικό του όνομά. Πρώτη φορά χρησιμοποίησε αυτό το ψευδώνυμο το 1898, υπογράφοντας το θεατρικό του έργο σε 4 πράξεις «Którędy?» (Από πού;), το οποίο έστειλε σε ένα διαγωνισμό δράματος. Το έργο αυτό δεν διατηρήθηκε. Κατά τα έτη 1898-1901 δημοσίευε στο περιοδικό «Czytelnia dla Wszystkich» (Αναγνωστήριο για Όλους). Από το 1900 άρχισε να δημοσιεύει ως Janusz Korczak, έτσι πλέον υπέγραφε ακόμα και τις προσωπικές του επιστολές. Δεν παραιτήθηκε όμως εντελώς από τα άλλα του ψευδώνυμα. Ως Hen-Ryk συνεργάστηκε με το εβδομαδιαίο σατιρικό περιοδικό «Kolce». Από το 1901 άρχισε να γράφει επιφυλλίδες. Το 1905 εξέδωσε μια επιλογή από τις επιφυλλίδες του, που δημοσιεύτηκαν στα «Αγκάθια» (Kolce), με τίτλο «Koszałki Opałki» και το μυθιστόρημα του «Dzieci ulicy» /Τα παιδιά του δρόμου/ (1901).
Η συγγραφική κληρονομιά του Κόρτσακ περιλαμβάνει συνολικά 24 βιβλία και περισσότερα από 1.400 κείμενα δημοσιευμένα σε διάφορα περιοδικά. Υπάρχουν επίσης λίγα χειρόγραφα, δακτυλογραφημένα και έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων των επιστολών του, συνολικά περίπου 300 στον αριθμό. Ως πιο σημαντικά παιδαγωγικά του έργα θεωρούνται: η τετράτομη σειρά «Πώς να αγαπάς το παιδί» /Jak kochać dziecko/ (1920), οι «Εκπαιδευτικές Στιγμές» /Momenty wychowawcze/ (1924), το «Όταν πάλι θα είμαι μικρός» /Kiedy znów będę mały/ (1925), το «Δικαίωμα του παιδιού στο σεβασμό» /Prawo dziecka do szacunku/ (1929) και το «Η χαρούμενη παιδαγωγική» /Pedagogika żartobliwa/ (1939). Μεταξύ των παιδικών του βιβλίων ιδιαίτερη δημοτικότητα κέρδισε «Ο Βασιλιάς Ματίας ο Α’» /Król Maciuś Pierwszy/ και «Ο Βασιλιάς Ματίας σε έρημο νησί» /Król Maciuś na wyspie bezludnej/ (1923), που μεταφράστηκαν σε περισσότερες από 20 γλώσσες, καθώς και το «Η χρεοκοπία του μικρού Τζεκ» /Bankructwo małego Dżeka/ (1924), το «Οι αρχές της ζωής» /Prawidła życia/ (1930) και το «Κάιτους ο Μάγος» /Kajtuś Czarodziej/ (1935). Για το λογοτεχνικό του έργο ο Κόρτσακ τιμήθηκε το 1937 με το ακαδημαϊκό βραβείο Χρυσή Δάφνη της Πολωνικής Ακαδημίας της Λογοτεχνίας [48].
Στη διάρκεια του Β ‘ Παγκοσμίου Πολέμου κρατούσε ημερολόγιο, το οποίο ήταν πολύ σημαντικό λόγω των συνθηκών της συγγραφής του και των πολεμικών εμπειριών του συγγραφέα. Στο παιδαγωγικό του έργο ο Κόρτσακ χρησιμοποιούσε επίσης πολύ σύγχρονα για την εποχή του εργαλεία. Δημιούργησε ένα περιοδικό των παιδιών και της νεολαίας με τίτλο «Μικρή Επιθεώρηση» /Mały Przegląd/ (1926-1939), το οποίο κυκλοφορούσε ως εβδομαδιαίο ένθετο στην εφημερίδα της Βαρσοβίας «Η Επιθεώρησή μας» /Nasz Przegląd/. Το πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε στις 9 Οκτωβρίου 1926 και ήταν το πρώτο περιοδικό στην Πολωνία, που γραφότανε αποκλειστικά από τα παιδιά. Από το 1930 συντάκτης αυτού του περιοδικού ήταν ο συγγραφέας Jerzy Abramow (μετά το πόλεμο έγινε γνωστός ως Igor Newerly), ο οποίος ήταν επίσης και ο γραμματέας του Κόρτσακ. Το περιοδικό κυκλοφορούσε παρά τα ενισχυμένα στη δεκαετία του 30 κινήματα αντισημιτισμού, μισαλλοδοξίας και φυλετικών διαχωρισμών. Το τελευταίο τεύχος του κυκλοφόρησε την 1η Σεπτεμβρίου 1939 (την ημέρα της γερμανικής επίθεσης στην Πολωνία, η οποία θεωρείται και ως πρώτη μέρα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου).
Ο γνωστός πλέον ως Γερο-δόκτωρ, ο εξαιρετικός παιδαγωγός Γιάνους Κόρτσακ ανέπτυσσε τις δραστηριότητές του και μέσα από μια σειρά ραδιοφωνικών εκπομπών. Δημιούργησε το δικό του στυλ αντιμετώπισης των νεότερων ακροατών και με απλό τρόπο τους μιλούσε για σημαντικά ζητήματα. Το 1936 τα εκπαιδευτικά προγράμματα του Κόρτσακ αποσύρθηκαν από το ραδιόφωνο, παρά την ενθουσιώδη αποδοχή τους από τους ακροατές και τους κριτικούς, λόγω του αυξανόμενου αντισημιτισμού και των εξωτερικών πιέσεων, οι οποίες σχετίζονταν με αυτόν τον αντισημιτισμό. Ο Κόρτσακ επέστρεψε στο ραδιόφωνο και στους ακροατές της Πολωνικής Ραδιοφωνίας δύο χρόνια αργότερα. Επίσης μίλησε στο ραδιόφωνο και μετά το ξέσπασμα του πολέμου, τις πρώτες ημέρες του Σεπτεμβρίου 1939.
Β´ Παγκόσμιος Πόλεμος, γκέτο και η τελευταία πορεία
Ως αξιωματικός του πολωνικού στρατού, μετά το ξέσπασμα του Β ‘ Παγκοσμίου Πολέμου ο Κόρτσακ παρουσιάστηκε εθελοντικά για στρατιωτική θητεία, αλλά δεν τον δέχτηκαν λόγω ηλικίας. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής φορούσε πολωνική στρατιωτική στολή. Δεν αποδέχτηκε επίσης τη ναζιστική επιβολή της διακριτικής σήμανσης των Εβραίων με το Αστέρι του Δαβίδ, το οποίο θεώρησε ως βεβήλωση του συμβόλου. Τους τελευταίους μήνες της ζωής του, τους πέρασε στο γκέτο της Βαρσοβίας. Ο Newerly, ο ύστερος βιογράφος του Κόρτσακ, προσπαθούσε να του προμηθεύσει πλαστή ταυτότητα από την «άρια» πλευρά της πόλης, αλλά ο γιατρός αρνήθηκε να εγκαταλείψει το γκέτο. Στο γκέτο επέστρεψε στο τακτικό γράψιμο του ημερολόγιου του, το οποίο είχε ξεκινήσει ακόμα το 1939, αλλά μετά για περισσότερο από δύο χρόνια δεν κρατούσε σημειώσεις, αφού όλη του την ενέργεια τη διοχέτευε στην φροντίδα για τη ζωή στους θαλάμους του ορφανοτροφείου και σ’ άλλες δραστηριότητες, που είχαν ευρύτερη σχέση με την κατάσταση των παιδιών στο γκέτο. Το ημερολόγιό του εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βαρσοβία το 1958. Η τελευταία εγγραφή φέρει ημερομηνία 4 Αύγουστου 1942.
Το πρωί της 5ης ή της 6ης Αύγουστου 1942 την περιοχή του Μικρού Γκέτο είχαν περικυκλώσει τμήματα των SS και των ουκρανικών και λετονικών αστυνομικών δυνάμεων. Κατά τη διάρκεια της λεγόμενης «μεγάλης δράσης», δηλαδή του κύριου σταδίου της εξόντωσης από τους Γερμανούς του πληθυσμού στο γκέτο της Βαρσοβίας, ο Κόρτσακ εκ νέου απέρριψε τις προτάσεις διαφυγής του, μη θέλοντας να εγκαταλείψει τα παιδιά και το ορφανοτροφείο του. Την ημέρα της απέλασης από το γκέτο οδήγησε την πομπή των προστατευόμενων του στο Umschlagplatz, από όπου αναχωρούσαν οι μεταφορές για τα στρατόπεδα θανάτου. Στην πορεία συμμετείχαν περίπου 200 παιδιά και μερικές δεκάδες επιμελητές τους, μεταξύ τους και η Stefania Wilczyńska. Η τελευταία τους πορεία έγινε θρυλική. Αποτέλεσε έναν από τους μύθους του πολέμου και συχνό θέμα αναμνήσεων, ωστόσο όχι πάντα συνεπών και αξιόπιστων στις λεπτομέρειες τους. «Δεν θέλω να γίνω εικονοκλάστης και να απομυθοποιήσω μερικά πράγματα, αλλά πρέπει να πω, πώς το είδα τότε. Η ατμόσφαιρα ήταν διαποτισμένη με μια τεράστια αδράνεια, αυτοματισμό και απάθεια. Δεν υπήρξε ορατή συγκίνηση για το πρόσωπο του Κόρτσακ, δεν υπήρχαν στρατιωτικοί χαιρετισμοί (όπως περιγράφουν κάποιοι), σίγουρα δεν υπήρχε παρέμβαση του Judenrat – κανείς δεν πλησίασε τον Κόρτσακ. Δεν υπήρχαν χειρονομίες, δεν υπήρχαν τραγούδια, ούτε υπερήφανα σηκωμένα κεφάλια, δεν θυμάμαι αν κάποιος κρατούσε το λάβαρο του ορφανοτροφείου, όπως λέγεται. Υπήρξε μόνο μια τρομερή, εξαντλητική σιωπή. (…) Κάποιο από τα παιδιά κρατούσε τον Κόρτσακ από τα ρούχα του, ίσως από το χέρι, περπατούσαν σαν σε έκσταση. Τους συνόδευσα μέχρι και την πύλη του Umschlag…» [66]. Σύμφωνα με άλλες εκδοχές τα παιδιά βάδιζαν σε τετράδες και βαστούσαν την σημαία του Βασιλιά Ματία Α´, του ήρωα ενός από τα μυθιστορήματα του δάσκαλού τους. Κάθε παιδί κρατούσε από ένα αγαπημένο του παιχνίδι ή βιβλίο. Ένα από τα αγόρια, που ήταν στην κεφαλή της πορείας, έπαιζε βιολί [67]. Οι Ουκρανοί και οι άντρες των SS τίναζαν τα μαστίγια τους και πυροβολούσαν πάνω από το πλήθος των παιδιών, αν και την πορεία την οδηγούσε ένας από αυτούς, ο οποίος προφανώς έτρεφε για τα παιδιά κάποιο είδος συμπάθειας [68]. Ο Γιάνους Κόρτσακ θανατώθηκε μαζί με τους μαθητές του στο ναζιστικό στρατόπεδο θανάτου στην Τρεμπλίνκα (Treblinka). Το 1948 του απονεμήθηκε μετά θάνατον Krzyż Kawalerski Orderu Odrodzenia Polski (το παράσημο ο Σταυρός του Ιππότη της Αναγεννημένης Πολωνίας).
Η ταυτότητα
Ο Γιάνους Κόρτσακ θεωρούσε τον εαυτό του Εβραίο-Πολωνό. Εργάστηκε για να φέρει πιο κοντά τους Πολωνούς και τους Εβραίους. Τα πολωνικά ήταν η μητρική του γλώσσα και σε αυτή τη γλώσσα έγραψε τα έργα του. Τα εβραϊκά άρχισε να τα μελετά μόλις τη δεκαετία του 30, όταν πλησίασε το σιωνιστικό κίνημα. Τα γίντις, που ήταν η γλώσσα της πλειοψηφίας των Εβραίων στην Πολωνία, τα καταλάβαινε λίγο, χάρη της γνώσης της γερμανικής γλώσσας. Περισσότερο ενδιαφέρον για την εβραϊκή εθνική αναγέννηση έδειξε μόλις στη δεκαετία του 30, όταν συνεργαζόταν με τα περιοδικά των σιωνιστικών οργανώσεων νεολαίας και συμμετείχε στα σεμινάρια τους. Σε αυτό το διάστημα βίωσε μια κρίση στην ιδιωτική και επαγγελματική του ζωή. Τότε ταξίδεψε δυο φορές στην Παλαιστίνη, το 1934 και το 1936, όπου, όπως έγραψε, πήγε για να «απορροφήσει το παρελθόν και αποκτήσει ένα στήριγμα για να κατανοήσει το παρόν και – ναι – για να επεκταθεί στο μέλλον». Αυτά τα ταξίδια, σε κάποιο βαθμό, τον βοήθησαν για να βγει από αυτή την κρίση.
Κινηματογραφικά έργα
- «Είστε ελεύθερος Δρ Κόρτσακ», “Sie sind frei Doktor Korczak” – γερμανική ταινία σε σκηνοθεσία του Aleksander Ford, από το 1975. Το έργο απεικονίζει τα τελευταία χρόνια της ζωής του Γιάνους Κόρτσακ, το ρόλο του οποίου έπαιξε ο Leo Genn.
- „Korczak” – πολωνική ταινία σε σκηνοθεσία του Αντρέι Βάιντα, το σενάριο της Agnieszka Holland /Ανιέσκα Χόλαντ/, από το 1990. Παρουσιάζει την ζωή του γιατρού Κόρτσακ και, αποσπασματικά, το ναζιστικό έγκλημα κατά των παιδιών και των εκπαιδευτικών τους από το Σπίτι Ορφανών, κατά τη υλοποίηση της “Aktion Reinhardt” («Επιχείρηση Ράινχαρντ»). Το ρόλο του Κόρτσακ διαδραμάτισε ο Wojciech Pszoniak.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
- Το επίσημο site της Χρονιάς του Γιάνους Κόρτσακ (https://web.archive.org/web/20120705175521/http://2012korczak.pl/node)
- Η σελίδα του Πολωνικού Συλλόγου «Janusz Korczak» (http://pskorczak.org.pl/)
- Janusz Korczak Communication-Center /Κέντρο Επικοινωνίας/, Μόναχο (αγγλικά • γερμανικά • πολωνικά)
- Halina Birenbaum για τον Janusz KORCZAK (https://web.archive.org/web/20120107224441/http://www.polish-heroes.org//paginas/heroes-pol.html)
- The Janusz Korczak Living Heritage Association (αγγλικά • σουηδικά), συλλογή από εικόνες, παρουσίαση των έργων (http://fcit.usf.edu/holocaust/KORCZAK/)
- Ośrodek Dokumentacji i Badań /Κέντρο Έρευνας και Τεκμηρίωσης/ KORCZAKIANUM – Oddział Muzeum Historycznego m.st. Warszawy /Τομέας του Ιστορικού Μουσείου της Βαρσοβίας/ (πολωνικά-αγγλικά, www.korczakianum.mhw.pl