ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ
…χορεύει η Μαυρομαντηλού
Ανοίξτε χώρο, φίλοι μου, πηγαίνετε πιο πέρα
χορεύει η Μαυρομαντηλού σαν νέφος στον αιθέρα`
στριφογυρίζει μ’ ανοιχτά τα χέρια σαν τους γλάρους
που γυροφέρνουνε στροφές σε αναμμένους φάρους`
και δεν κοιτάζει καταγής – λες δεν πατάει στο χώμα
και βγάζει λάβα και φωτιά σβουρίζοντας το σώμα`
καρφώνει στον ορίζοντα το πονεμένο βλέμμα
κι αναπολεί πώς χάθηκε τόσων αθώων αίμα`
πώς φόρτωσε στο άτι του τόσες ψυχές ο Χάρος
κι ήταν ο μαύρος διχασμός βλάμης του και κουμπάρος!…
*
Πάτε στην άκρη, φύγετε λιγάκι παραέξω
ίσως να μπω μες στον χορό μαζί της να χορέψω`
μα τι κι αν μου ταιριάζουνε και μένανε τα μαύρα
δεν τα φορώ, μου τα ’φαγε του νου η γλοιώδης σαύρα…
*
Έχασε το ένα της παιδί στον πόλεμο στρατιώτη
σε χρόνια που δεν χνούδιασε στ’ αχείλι του η νιότη`
το άλλο, ανταρτόπουλο έτοιμο για τον γάμο
μα η σκόνη του απόμεινε στο Βίτσι και στον Γράμμο`
και τη μοναχοκόρη της, των ισχυρών η «βέσπα»
την άφησε ανάπηρη, πατώντας την στην Πρέσπα`
και τ’ άλλα, τα μικρότερα, της ξενιτιάς τον δρόμο
πήρανε και χαθήκανε με τον τορβά στον ώμο!…
*
Μάνα ορφανή από παιδιά και μαυροφορεμένη
σαν την αρκούδα στο ταψί χορεύει πονεμένη…
Πάτε πιο πέρα, δείτε την, είναι σαν να πετάει
και σ’ αναμμένα κάρβουνα ξυπόλητη πατάει`
κι είναι δυο μαύρα σύννεφα στα μάτια γαντζωμένα
βρέχουν αυτά μερόνυχτα – δάκρυα πυρακτωμένα`
κράμα σιδήρου κι άνθρακα που δένονται σ’ ατσάλι
το αίμα μες στις φλέβες της στης μνήμης το μαγγάλι`
στις αγυιές της λησμονιάς, στις ατραπούς του τρόμου
βρέθηκε να ’ναι μοναχή, αλήτισσα του δρόμου`
το μόνο που της έμεινε και που την γαληνεύει
είναι: στη φλόγα, στη φωτιά, μονάχη να χορεύει!…
*
Κάντε στην άκρη, τ’ απαιτώ, να γίνει μια απλάδα
χορεύει η Μαυρομαντηλού – η μάνα μου η Ελλάδα`
γύρω της όλοι κυκλικά χτυπάτε παλαμάκια
αθάνατη κι ας περπατεί στου Χάρου τα σοκάκια!…