ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ
…λίρες χρυσές… μ’ απάτη
Μια όρνιθα κακάριζε πάνω από το φόλι
να την ακούσει η γειτονιά και οι κοκόροι όλοι:
«Εγώ ’μαι η κότα που γεννά χρυσά αυγά, ασημένια
αυγά σαν διαμαντόπετρες και μαργαριταρένια`
που έχουν κρόκο σαν φωτιά σαν ηφαιστείου λάβα
και τσόφλι μάρμαρο λευκό σαν της Λαμπρής λαμπάδα`
κι αδελφές μου –κρίμα τους– ζηλεύουν, με φθονούνε
γιατί ποτέ χρυσά αυγά αυτές δεν θα γεννούνε`
η κάθε τέχνη μάστορα θέλει για να πετύχει
μ’ αυτές θαρρούν πως όλα μου συμβαίνουν από τύχη»!…
*
Του ορνιθώνα ο κόκκορας υψώνει το λειρί του
το κικιρίκου αρχινά και λέει η βραχνή φωνή του:
«Καλά, καλά, σ’ ακούσαμε και μην το κάνεις θέμα`
την ώρα που φιλιόμασταν σου είπα ένα ψέμα`
κι εσύ ευθύς το πίστεψες και κάθεσαι στο φώλι
λες κι είναι η αυγοφωλιά θυρίδα ή πορτοφόλι
να τη γεμίζεις με φλουριά λίρες χρυσές… μ’ απάτη
για να περιφανεύεσαι σαν όρνιθα λειράτη
και δεν κοιτάς κακόμοιρη πως είσαι μόν’ μια κότα
που ο κάθε αγροίκος πετεινός σου αλλάζει… όλα τα φώτα»!…
*
Μαζεύτηκε η δύστυχη, της κόπηκε η λαλιά της
και με το ράμφος της αργά μαδά τα πούπουλά της
γιατί δεν φανταζότανε το «ερωτικό το ψέμα»
για να ’ναι και αληθινό πρέπει… «να φτύσει αίμα»`
έγινε ό,τι έγινε μ’ αλέκτωρα «μαγκίτη»
που σπιρουνάτος και θρασύς σέρνει πουλιά απ’ τη μύτη
και καμαρώνει φουσκωτός στου κοτετσιού το «ντάμι»
πως είν’ αφέντης κι εραστής κι ας έχει νου ένα δράμι`
και κοκορεύεται παντού… σαν όλους τους κοκόρους
σαν πλούσιος και άρχοντας κι ας ζει σαν τους απόρους!…
*
–Αχ! κότες μου, κοτούλες μου, γλυκά μου κουτορνίθια
με τους κοκόρους σμίγετε μονάχα από συνήθεια
κι αντί ν’ απλώσετε φτερά ψηλά για να πετάτε
για έρωτες με αετούς και σ’ ουρανούς να πάτε
σας έχει κάνει η ζωή απλές και «γειωμένες»
με λίγο «τσιμπολόγημα» να ’στε ευχαριστημένες
και σας μαδάνε άκαρδα λογής ορνιθοτρόφοι
βόδια που γίναν πετεινοί… μέσα στ’ ανεμοβρόχι…
Ποτέ καμιά σας μη δεχτεί να μένει ένα ορνίθι
κι έχουν αλλάξει οι καιροί, τα έθιμα και ήθη!…
*
–Το ’παιζε κοκοράκι – μα ήταν όμως κότα
-μια ζούσε στο Κεντάκι – και μία στην Ντακότα-
κι αναρωτιέται τι ’ναι – τι θέλει και πού πάει
κι ως έλεγαν «αι φήμαι» – σαν πάπια περπατάει
ταυτότητα δεν έχει – κι ώσπου να αποκτήσει
θωρεί τα όσα κατέχει – κι είναι κι αυτά μια λύση…
Αντί να κακαρίζει – και όλο να κλωσσάει
ας πιάσει μετερίζι – κι εκεί να πολεμάει`
κοτούλες και κοκόρια – κλεισμένα σ’ ορνιθώνα
γι’ αραποσίτου σπόρια – δίνουν ζωής αγώνα!…