ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ
…μαέστροι και ρεμπέτες
Χτυπούσανε τα σήμαντρα, καμπάνες και… τρομπέτες
κι έρχονται με τα όργανα μαέστροι και ρεμπέτες
κρατώντας υπό μάλης τους ντουζένια, μπαγλαμάδες
μπουζούκια, ούτια και βιολιά, λαούτα, ταμπουράδες
τζουράδες, λύρες, τσέμπαλα, βιόλες και μαντολίνα
απ’ όλα τα περίχωρα, Περαία και Αθήνα
από Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και τη Σύρα
Θεσσαλονίκη, Αϊβαλί, καθείς του με τη «μοίρα»
κι έσμιξαν σ’ ένα ξέφωτο σαν ρεμπετοπαρέα
άδοντας της ψυχής ρυθμούς και άσματα ωραία!…
*
Μπάτης, Αρτέμης ή Δελιάς, Στράτος και Βαμβακάρης
Παπαϊωάννου, Ρούκουνας κι ο Ζέππος ο βαρκάρης
ο Γιοβανίκας, Μάθεσης, Ρόζα και Αγγελικούλα
Χρυσάφη, Μπέλλου, Πρόδρομος, Νίνου, Κυρία Κούλα
Τσιτσάνης και Γιοβάν Τσαούς, Μπακάλης και Καλδάρας
Κολοκοτρώνης, Γαβαλάς, Στελάκης και Στελάρας
Χιώτης, Χρυσίνης, Λύδια, Ζαμπέτας, Μαρινάκης
Νταράλας, Γκρέυ, Σεϊρλής, Δραγάτσης και Τουρκάκης
Σκαρβέλης, Πάνου και Νταλγκάς, Τομπούλης, Βίρβος, Τσάντας
οι Λαβιδαίοι κι ο Μπαξές, Σαλονικιός κι ο Χάρμας
Γκόγκος, Καρίπης και Σπανός, Μεμέτης κι Ογδοντάκης
η Ευτυχία, ο Φυστιξής, Μητσάκης και Αραπάκης
Λαδόπουλος, Νιχάλαγας, και Κούλης ο Σκαρπέλης
Σπιτάμπελος και Κυριαζής και Γιώργος Μουφλουζέλης
Ρίτα Αμπατζή, Στέλλα Χασκίλ, Μαρίκα Παπαγκίκα
Γεωργακοπούλου, Χαρμαντά, Ντάλια και Βούλα Γκίκα…
Βαρύμαγκες, ψευτόμαγκες, αλλά και «τζάμπα μάγκες»
ρεμπέτηδες αληθινοί κι ανάμεσά τους «δάγκες»…
Σ’ ένα τραπέζι ατέλειωτο, ρεμπέτες πρώτης τάξης
χαιρόσουνα να τους ακούς, χάρμα να τους κοιτάξεις!…
*
Άκουγες Φραγκοσυριανή και της Αυγής Μινόρε
Συννεφιασμένη Κυριακή κι Αγάπη μου – Αμόρε
Εγώ στα ξένα από μικρός, Το πλοίο θα σαλπάρει
Η μάνα που σε γέννησε, Κρίμα τέτοιο παλικάρι
Τα κάστρα του Γεντί Κουλέ, … Μεγάλη φτωχομάνα
Όσοι γενούν πρωθυπουργοί, Γιατί να γίνω μάνα
Παλάτια χρυσοστόλιστα, Όμορφη Θεσσαλονίκη
Στον Πειραιά Συννέφιασε, Πάμε στο Μπαχτσέ Τσιφλίκι
Είμαι της γερακίνας γιος, Βρέχει φωτιά στη στράτα μου
Στου κάτου κόσμου τα σκαλιά, Χαράμισα τα νιάτα μου!…
*
Τραγούδια της ψυχής ρυθμοί και της καρδιάς οι χτύποι
και γίνονται τα αισθήματα ελπίδες, χαρμολύπη
κι έτσι πεθαίνεις μια φορά, δέκα ξαναγεννιέσαι
μαθαίνεις απ’ το τίποτα γερά για να κρατιέσαι
και ρίχνεις τις στροφές στη γης με χέρια ανοιγμένα
σαν τα φτερά του αετού στο πέταγμα τα’ αγέρα
και να, γεμίζει η φλέβα σου με δύναμη και θάρρος
και δυναμώνει μέσα σου το «Να πεθάνει ο χάρος»
λυπάσαι όμως ύστερα… τους δυνατούς κι επαίτες
που στη ζωή τους μια στιγμή… δεν ένιωσαν ρεμπέτες!…
*
–Αιώνια δόξα και τιμή σ’ αυτό τ’ αρχοντολόι
που ‘κανε τα τραγούδια του της ζήσης μας ρολόι…