Γιώργης Έξαρχος : Παρμενίδη ποίημα

Της νύχτας το λαμπύρισμα, από την γη τριγύρω / αλλότριο φως και δάνειο, περιπλανώμενο είναι…

Ο Παρμενίδης (540-470 π.Χ.) ο Ελεάτης, που, στο εξάμετρης μορφής έργο του Το Ποίημα (Περί Φύσεως το επιγράφει) –σώζονται μόνον αποσπάσματά του–, γράφει για το αγέννητο, αναλλοίωτο, αιώνιο «Ον / Εόν» και το «Είναι», που αποτελούν την αλήθεια και τον κόσμο μας, γράφει για την απατηλή σύλληψη των ανθρώπινων αισθήσεων. – Λέω να καταθέσω –σε απόδοσή μου– τους στίχους αυτούς (του Παρμενίδη), για… αντίσταση στις “καυτερές” ημέρες που διανύουμε!

                                                     Περί Φύσεως

Ι.

Άτια με οδηγούν εκεί, οπού ποθεί η ψυχή μου,
ταχύποδα, και σε γνωστού θεού ’ναι το στρατί μου,
π’ ανθρώπους φέρει σ’ άστεα κι υψώνει όσους μαθαίνουν·
εκεί μ’ έφεραν τα σοφά τ’ άλογα που πηγαίνουν,
τραβώντας και το άρμα μου, που μπρος το έσερναν κόρες·
κι ηχούσαν οι περιστροφές του άξονα σαν κόρνες
σπίθες πετώντας (στους τροχούς, εκεί που πιεζόταν
στις δυο μεριές, τους στρογγυλούς), ενώ πολύ βιαζόταν
του Ήλιου οι Κόρες, της Νυκτός τα δώματα ν’ αφήσουν,
να ’ρθουν στο φως, τα πέπλα τους στο χέρι να κρατήσουν.
Εκεί ’ναι οι πύλες των οδών της Νύχτας και της Μέρας,
με υπέρθυρα από πάνω τους, και με κατώφλι πέτρας·
ψηλά σ’ αιθέρα ορθώνονται διπλές πόρτες μεγάλες·
κι η τιμωρός Δίκη κρατά και κλειδαριές κι αμπάρες·
αυτήν, οι κόρες συνετά με σοφά λόγια – γνώση
την έπεισαν απατηλά το μάνταλο να διώξει
από τις πύλες τις κλειστές· κι οι πόρτες σαν ανοίξαν
μεγάλο έγινε κενό, κι οι ολόχαλκοι γυρίζαν
άξονες περιστροφικά, στων ρουλεμάν τις μπίλιες
σφιχτά, με λάμες και καρφιά· μέσα από τις πύλες
ευθύς οι κόρες πέρασαν, και τ’ άρμα μου κι οι ίπποι.
Με καλοδέχτηκε η θεά, το χέρι μου το σφίγγει
μες στα δικά της, το δεξί, και λόγια λέει μέθης:
Ω, νέε, που ηνίοχους τους αθανάτους έχεις
και που τα άτια σ’ έφεραν μέσα στο σπιτικό μου
σε χαιρετώ! Κι η μοίρα σου μέσα εις τον δικό μου
τον δρόμο σ’ έστειλε (μακριά, κι απάτητο απ’ ανθρώπους),
τον Δίκαιο και Ορθό μαζί. Τα πάντα ’δώ με κόπους
και της ακλόνητης καρδιάς την στρογγυλή Αλήθεια
και των θνητών τ’ ανάξια, πίστες και παραμύθια,
θα μάθεις· ως κι αυτό εδώ: πως τα παγιωμένα
είναι στον χρόνο αδιάκοπα και μη αλλοιωμένα.

ΙΙ.

Άκου, λοιπόν, τι θα σου πω κι άλλους μετά να πείσεις
ποιες είν’ οι οδοί της νόησης, έρευνα αν θες ν’ ασκήσεις·
η μία είναι ότι «εστί», «ουκ έστι» δεν νοείται,
κι είν’ η οδός κάθε Πειθούς (που η Αλήθεια προηγείται)·
«ουκ έστιν» δε η άλλη οδός, ως «να μην είναι» πρέπει,
κι είναι οδός αδιάβατη – γνώση δεν επιτρέπει·
αδύνατον το «μη εόν» (να λες ότι το ξέρεις)
όταν με φράσεις δεν μπορείς καν για να το εκφέρεις.

ΙΙΙ.

…Αυτό που συλλαμβάνει ο νους, ταυτόχρονα «και είναι».

IV.

Κοίτα τ’ απόντα πλάι σου, στον νου σου είναι παρόντα·
να αποκόψεις δεν μπορείς «το εόν» απ’ «τα εόντα»,
ούτε στον κόσμο συ μπορείς παντού να τα απλώσεις
ούτε και οπωσδήποτε κάπου να συγκεντρώσεις.

V.

                                               Άριστα το γνωρίζω,
και επιστρέφω στην αρχή, απ’ όπου πρωταρχίζω.

VI.

Μίλα και σκέψου για το «εόν»· γιατί το «είναι» υπάρχει,
μα δεν υπάρχει το μηδέν, και βάλ’ τον νου σου ν’ άρχει.
Αυτή ’ναι η πρώτη η οδός έρευνας (σ’ αποτρέπω)·
την άλλη πάρε ως θνητός, κι είναι εκεί ως βλέπω
οι δίγνωμοι κι αμήχανοι, με σκέψη πλανημένη
με στήθη ακαθοδήγητα· έτσι παρασυρμένοι
κουφοί, τυφλοί, κατάπληκτοι, χωρίς καν κρίση άλλη
να θεωρούν ταυτόσημα το «είναι» και «μη είναι»
και όσα δεν ταυτίζονται· κι απ’ την αρχή και πάλι.

VII.

Ουδέποτε θ’ αποδειχτεί «μη όντων» παρουσία,
διώξ’ απ’ τη σκέψη σου έρευνα σε οδό… μ’ ανοησία·
από παλιά συνήθεια τέτοιες μην είν’ οι οδοί σου,
τ’ άσκοπο βλέμμα άφησε, άκουγε τη βοή σου,
της γλώσσας το πλατάγιασμα, κι ορθές να κάνεις κρίσεις
μ’ όσες σου παρουσίασα ενάντιες αποδείξεις.

VIII.

                                          Μένει ως μόνος δρόμος
του «είναι» η συζήτηση· υπάρχουν δε αποδείξεις
πολλές ότι αγέννητο κι άφθαρτο τ’ «ον» πως είναι
ακέραιο, μοναδικό, αιώνιο χωρίς πέρας·
ούτ’ ήταν, ούτε θα γενεί, γιατί υπάρχει τώρα
έν κι ενιαίο, συνεχές· πώς έγιν’ αυτή η γέννα;
Πότε και πώς αυξήθηκε; Σκέψεις δεν σου επιτρέπω,
ούτε να πεις προέκυψε τούτος εκ του «μη όντος»
κι ούτε νοείται ή λέγεται κάτι που «δεν υπάρχει».
{Τι τάχα το ανάγκασε – τι το ’χει υποχρεώσει,
πριν ή μετά ν’ αναπτυχθεί απ’ το μηδέν κινώντας;}
Έτσι, ή είν’ απόλυτο ή δεν υπάρχει εισέτι.
Της γνώσης η ισχύς ποτέ απ’ το «μη ον» δεν στέργει
κάτι στο πλάι να γεννηθεί – κάτι που δεν γεννιέται·
{δεν θέλει τον αφανισμό, γι’ αυτό η Δικαιοσύνη
τη γέννα δεν επέτρεψε, τα γκέμια χαλαρώνει}
το συγκρατεί όμως γερά· κι η απόφαση έχει έτσι·
είν’ ή δεν είναι, τελικά· κρίθηκε αναγκαία
{η μια οδός να αφεθεί, ανώνυμη καθότι
είναι συνάμα ανόητη (π’ αλήθεια δεν γνωρίζει)·}
η άλλη είναι αληθινή κι υπάρχει ταυτοχρόνως.
Πώς θ’ αφανίζονταν το «ον»; Πώς θα δημιουργείτο;
κι αν πρόκειται να γεννηθεί τώρα πια δεν υπάρχει.}
Έτσι σβήνει η γένεση, γι’ αφανισμό ούτε λόγος.
Είν’ ένα κι αδιαίρετο, ομοιογενές στο όλον·
και ούτε κάπου πιο πολύ, να σπάει τη συνοχή του,
ούτε δε και λιγότερο, πλήρες είναι εξ «εόντος».
Είν’ όλο ένα συνεχές· «εόν» που «εόν» πελάζει.
Μέσα σε ισχυρά δεσμά, είναι καθηλωμένο
χωρίς καν τέλος και αρχή, αφού η φθορά κι η γέννα
είναι διωγμένα μακριά, απ’ τ’ αληθούς την πίστη.
Στο ίδιο μέρος σταθερά στον εαυτό του μένει
κι έτσι θε να ’ναι πάγια· γιατ’ η ισχυρή Ανάγκη
σε όρια δέσμιο το κρατά, που το περικυκλώνουν.
Έτσι δεν είναι θεμιτό να ’ναι ατελές το «όντο»
και δεν του λείπει τίποτα· στο «μη ον» λείπουν όλα.
Το νόημα και το νοείν σημαίνουν ίδιο πράγμα.
Του «όντος» η μη ύπαρξη, θα πει ότι δεν θάβρεις
όσα σημαίνει το νοείν· δεν ήταν κι ούτε θα ’ναι
κάτι άλλο πέρα από το «ον» που η Μοίρα το αναγκάζει
να μένει ακέραιο, ακίνητο· ονόματα είναι όλα
όσα θεσπίζουν οι θνητού κι αληθινά νομίζουν:
η γέννηση κι ο θάνατος, το είναι, το μη είναι,
του τόπου κάθε αλλαγή, η αλλαγή στο χρώμα.
Μ’ αφού έχει όριο ανώτατο, είναι πεπερασμένο
ίδιο με ολοστρόγγυλη σφαίρα που απλώνει γύρω
και σε ίδια απόσταση πέρα από το κέντρο,
μιας και πιο λίγο ή πιο πολύ εδώ ή εκεί δεν πάει·
και ως «μη ον» – ανύπαρκτο, κάτι δεν το εμποδίζει
να ενωθεί με τ’ όμοιο· κι ούτε ως «εόν» υπάρχει
πολύ εδώ, λίγο εκεί, γιατ’ είναι ακέραιο πάντα·
ίδιο παντού εκτείνεται κι όμοιο ως τα όριά του.
Τελειώνω τ’ αξιόπιστα της σκέψης μου τα λόγια
για την αλήθεια· από ’δώ και πέρα των ανθρώπων
απάτες-γνώμες μην ακούς, στο λέω απεριφράστως·
επέβαλαν να γίνεται για δυο μορφές κουβέντα
και για τη μια δεν θα ’πρεπε –κι εδώ κάνουνε λάθος–
θεωρώντας τες αντίθετες, τις σηματοδοτήσαν
πως είναι διαφορετικές· το αιθέριο πυρ της φλόγας
ήπιο, αραιό κι ανάλαφρο, όμοιο στον εαυτό του,
κι όχι με τα’ άλλο ίδϊο, μ’ αντίθετο απ’ τ’ άλλο,
νύχτα ανεξιχνίαστη, πυκνή δομή και σώμα.
Την κοσμική διάταξη σου εκθέτω ως δείχνει να ’ναι
για να μην παρασύρεσαι απ’ των θνητών τη γνώμη.

ΙΧ.

Αφού όλα τα ονόμασαν με λέξεις «φως» και «νύχτα»
και ό,τι απ’ τις δυνάμεις τους το ένα χωρίζει απ’ τ’ άλλο,
γεμάτα είναι ταυτόχρονα όλα με φως και νύχτα,
ισότιμα αμφότερα, μ’ έξω το ’να από τ’ άλλο.

Χ.

Τη φύση την αιθέρια και του αιθέρα όλα
θα μάθεις, και για τον πυρσό τον λαμπερό του ήλιου
και τ’ έργα του τα ολέθρια από το πού προήλθαν,
και για τις περιπέτειες της στρογγυλής σελήνης.
αλλά και για τη φύση της και τ’ ουρανού τα άκρα,
κι από το πού γεννήθηκε, ποια Ανάγκη τον κρατάει
στέρεο και τον καθοδηγεί να ’ναι πάνω από τ’ άστρα.

ΧΙ.

Πώς γεννηθήκαν [άραγε] γη, ήλιος και σελήνη,
αιθέρας ο κοινότατος, ο ουράνιος γαλαξίας,
η έσχατη φωτεινότητα, των άστρων η θερμότης
κι όλα όρμησαν δυνατά και [ξάφνου] γεννηθήκαν.

ΧΙΙ.

Είναι γεμάτοι με φωτιά οι πιο στενοί δακτύλιοι,
γεμάτοι νύχτα οι επόμενοι κι ανάμεσά τους φλόγα·
κι ανάμεσά τους η θεά που κυβερνάει τα πάντα·
παρούσα είναι στο σμίξιμο, στην στυγερή τους γέννα·
στέλνει τ’ άρρεν στο θηλυκό να σμίξει κι αντιστρόφως
το θηλυκό στ’ αρσενικό ώστε να ζευγαρώσουν.

ΧΙΙΙ.

Επινοεί τον Έρωτα ως των θεών τον πρώτον.

XIV.

{Της νύχτας το λαμπύρισμα, από την γη τριγύρω
αλλότριο φως και δάνειο, περιπλανώμενο είναι…}

XV.

Πάντα στραμμένη να κοιτά του ήλιου τις ακτίνες…

XVΙ.

Όπως υπάρχει πάντοτε κίνηση σμίξης στ’ άκρα
αυτό συμβαίνει και στον νου τ’ ανθρώπου· κι είναι ίδιο
αυτό που σκέφτονται οι θνητοί: η φύση των μελών τους
{για το καθένα ξέχωρα κι όλα μαζί αντάμα
τα συγκροτεί η νόηση, που ’ναι υπεράνω όλων.}

XVΙΙ.

Να ’ναι τ’ αγόρια δεξιά, ζερβά δε τα κορίτσια…

XVΙΙΙ.

Όταν ο άνδρας κι η γυνή μειγνύουνε τους σπόρους
της Αφροδίτης να ’ν’ μαζί, η δύναμη στις φλέβες
που πρέπει νέα σώματα μ’ αυτών το αίμα να φτιάσει
τα φτιάχνει με καλή δομή, αν τηρηθεί το μέτρο·
αν στων σπόρων το σμίξιμο οι δυνάμεις συγκρουστούνε
στο σώμα οπού πλάθεται κι οι δυο δεν ενωθούνε,
τότε διαταράσσεται πολύ σκληρά το φύλο
και πρόκειται να γεννηθεί διπλό έχοντας σπόρο.

XΙΧ.

{Έτσι γίναν τα πράγματα κατά πως λέν’ οι ανθρώποι
και είναι ως τα σήμερα – κατά τις δοξασίες}·
απ’ τη στιγμή που αναπτυχθούν τότε και θα πεθάνουν·
για κάθε πράγμα οι άνθρωποι ξέχωρο όνομα δίνουν.

Σχετικά Άρθρα

Social Media Auto Publish Powered By : XYZScripts.com

Αυτή η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγησή σας, δίνετε την συγκατάθεσή σας για την χρήση των cookies. Aποδοχή